Σινεμά

Eretiki κριτική για την ταινία Το βιβλιοπωλείο της κυρίας Green

Eretiki κριτική για την ταινία Το βιβλιοπωλείο της κυρίας Green
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

ΣΕΝΑΡΙΟ:

Ο κινηματογραφικός χάρτης, αυτή τη φορά μας κατευθύνει, ώστε να οδηγηθούμε στο Suffolk της Αγγλίας, εν έτει 1959, σε μια παραθαλάσσια, μικρή πόλη, ονόματι Hardborough. Σε αυτήν θα επιλέξει να κατοικήσει μια ιδιαίτερα γλυκιά, ευχάριστη παρουσία, με ενδιαφέρουσες επαγγελματικές ιδέες. Πρόκειται φυσικά για την δεύτερης νιότης και εμφανέστατα μοναδικής γοητείας, κυρία Florence Green. Έχοντας πενθήσει για αρκετά χρόνια τον αγαπημένο της σύζυγο, η εν λόγω Βρετανίδα αποφασίζει πλέον να συνεχίσει τη διαδρομή της ζωής, δραστηριοποιώντας παράλληλα με έντονο τρόπο το πνεύμα της. Η γέννηση ενός βιβλιοπωλείου, στο κατά την πλειοψηφία αδιάφορο, σε ό,τι αφορά τον κόσμο της ανάγνωσης, Hardborough, αποτελεί το όνειρό της μα και επιπροσθέτως ένα καινούργιο σπίτι. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Ωστόσο, η δυσπιστία για το διάβασμα από τους κατοίκους της περιοχής, δεν είναι το μόνο της πρόβλημα, όπως θα διαπιστώσει. Η ακριβής τοποθεσία του προσεχούς καταστήματος των εκλεκτών συγγραφικών εμπνεύσεων, συμπίπτει με το γνώριμο για τους ντόπιους, πολλών ετών χώρο, που αποκαλούν ως “Παλαιό σπίτι”. Έναν χώρο, για τον οποίο η οικονομικά πανίσχυρη Violet Gamart έχει άλλα σχέδια. Η καλοπροαίρετη Florence θα επιχειρήσει να ενταχθεί φιλικά στο νέο της περιβάλλον, γνωρίζοντας αρχικά τους απλούς κατοίκους μέσω καθημερινών κοινωνικών συναναστροφών και τους προνομιούχους στην επιβλητική έπαυλη της κυρίας Gamart, έπειτα από πρόσκληση της τελευταίας.

 

Αφού αντιληφθεί σχετικά γρήγορα, ότι η δήθεν αφρόκρεμα της πόλης στην ουσία της δεν είναι από καλή πάστα, η ονειροπόλα βιβλιοφάγος θα αγνοήσει τις άκομψες “συμβουλές” της οικοδέσποινας Violet περί εγκατάλειψης επαγγελματικών σχεδίων και θα προσπεράσει την καινούργια, ανεκδιήγητη, παρουσία του χαιρέκακου Milo North, δίνοντας επιτέλους σάρκα και οστά στο λατρεμένο της βιβλιοπωλείο. Με βοήθεια από ελάχιστους κατοίκους. Βεβαίως, όποιος λειτουργεί ουσιωδώς αντισυμβατικά, συνήθως αποκτά και φίλους. Έτσι, δύο γενναίες, ετερόκλητες προσωπικότητες θα διασταυρωθούν με το ασυνήθιστο εγχείρημά της, πραγματοποιώντας μια δυνατή συμμαχία με εκείνη: Α) Ο πολλών ετών κάτοικος του Hardborough όντας απομονωμένος στην οριοθετημένης πολυτέλειας οικία του, μυστηριώδης και αρκετά ώριμης ηλικίας, Edmund Brundish. Ως ο πρώτος της πελάτης. Β) Ένα μικρό, όμορφο κοριτσάκι με ξανθοκόκκινα, σγουρά μαλλιά, μαθήτρια του δημοτικού σχολείου, η Christine Gipping. Η οποία θα  αυτοπροταθεί ως βοηθός του καταστήματος, με την προϋπόθεση καταβολής μισθού, ωστόσο. Τρία μόνο είναι τα κοινά στοιχεία, που διαθέτουν οι τόσο διαφορετικοί σύμμαχοι της Florence. Για αυτό και της μοιάζουν, όμως. Ευφυΐα, καλοσύνη και αγάπη για το διάβασμα. Η Christine δεν παραδέχεται το τελευταίο. Το απροσμέτρητο θάρρος της κυρίας Green, όμως είναι δύσκολο να το φτάσουν. Αρκούν όμως αυτές οι αρετές, προκειμένου να αντιμετωπιστούν άνθρωποι, που φαντάζει ότι γεννήθηκαν με σκοπό να τσακίσουν τα όνειρα των άλλων, λόγω του ότι τα δικά τους είναι ανούσια;

 

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ:

 

 Είναι γεγονός πως στο χώρο του κινηματογράφου, παρατηρούμε πολλές φορές ως μέσο έναρξης και συνεπώς ένταξης, των  θεατών στο εκάστοτε έργο, την επιλογή μιας συνειρμικής αφήγησης. Σημασία όμως, έχει ο τρόπος με τον οποίο θα αποδοθεί εκείνη! Δίνοντας το κρίσιμο έναυσμα μιας καινούργιας κινηματογραφικής ξενάγησης. Σε αυτό το ταξίδι λοιπόν, παρατηρούμε μπροστά μας τόνους βιβλίων, οι οποίοι βρίσκονται εν πλήρη τάξει σε ένα μέρος, που διακρίνεται ως κάτι αντίθετο από απρόσωπο. Η ζεστή φωνή μιας γυναίκας ξεκινά αυτή τη συνειρμική αφήγηση, εξηγώντας μας ότι ένα βιβλίο αποτελεί πραγματικό καταφύγιο για κάθε νου, καθώς η αποκλειστικότητα της ανάγνωσής του μοιάζει να εξασφαλίζει τέσσερις τοίχους και μια οροφή στη σκέψη του κάθε αναγνώστη. Έτσι το βιβλίο καθίσταται ως ένα ζωντανό όνειρο. Ακολουθεί μια χρονική μετάβαση στο παρελθόν κατά το έτος 1959. Βρισκόμαστε στην εξοχή, βλέποντας την ηρωίδα του έργου Florence Green να κάθεται μέσα σε χλωρά, σχετικά ψηλά χόρτα και όμορφα άνθη, καθαρίζοντας το μυαλό της. Ενώ ταυτόχρονα η φωνή της αφηγήτριας επεξηγεί το παρελθόν της Βρετανίδας. Εκείνη τη στιγμή απολαμβάνει τη βόλτα του ένας ώριμης ηλικίας, σεμνός κύριος, όταν με ανθρώπινο, καθημερινό τρόπο συναντώνται για λίγο τα βλέμματά τους. Χωρίς όμως να διασταυρωθούν οι δρόμοι τους. Η αφήγηση περιγράφει τώρα τα επαγγελματικά σχέδια της καινούργιας κατοίκου του Hardborough. Έτσι η πρωταγωνίστρια δρομολογεί τις διαδικασίες στην τράπεζα ώστε να αποκτήσει το βιβλιοπωλείο που τόσο επιθυμεί, απευθυνόμενη στον υπάλληλο, κύριο Keble, όπου όλοι πίσω από την πλάτη του τον φώναζαν πατατοκέφαλο, σύμφωνα με την ενημέρωση της αφηγήτριας έπειτα από μια νέα παρέμβαση της στην ιστορία.

 

Κατόπιν αναγράφεται ο τίτλος της ταινίας στον τοίχο του σπιτιού, που θα μετατραπεί σε βιβλιοπωλείο, μα όντας ορατός μόνο από τους θεατές. Με το ανέμελο περπάτημα ενός μικρού, χαρούμενου κοριτσιού στους δρόμους του Hardborough, οι θεατές έχουν προσδεθεί πλέον σε μια άλλη εποχή. Η Florence συζητά με τον κύριο Raven την επαγγελματική της προοπτική, όταν εκείνος της πετά το σχοινί για να ολοκληρώσει τον κατάπλου του σκάφους του. Είναι φιλικός και ευχάριστος μαζί της, αν και αναφέρει ότι το διάβασμα τον ζαλίζει, πληροφορώντας την παράλληλα για τον κύριο Edmund Brundish. Τον άντρα όπου νωρίτερα εκείνη είχε συναντήσει. Αναμένεται η έλευση της νύχτας και η είσοδος της κάμερας στο σπίτι του Brundish ξεκινά από το τζάκι του. Έπειτα βλέπουμε τον ίδιο να αφαιρεί από δεκάδες βιβλία το συγγραφικό τους πορτρέτο και να το αποσύρει στη φωτιά, καθώς όπως μας πληροφορεί πάλι η αφηγήτρια, ο ίδιος δεν εκτιμά την προβολή του ανθρώπου, αλλά την ουσία της εκάστοτε συγγραφής. Αμέσως βρισκόμαστε στο μέχρι στιγμής έρημο, χωρίς επίπλωση και ηλεκτρικό ρεύμα σπίτι/βιβλιοπωλείο της κυρίας Green. Με την τελευταία να στέκεται όρθια, μόνη, μα ανεξάρτητη στο χώρο της. Στη συνέχεια οι ενδυματολογικές επιλογές της, θα αγχώσουν την ίδια εξαιτίας των προσδοκιών που αποκτά για ορισμένους συμπολίτες της, λαμβάνοντας μια πρόσκληση από την Violet Gamart. Όμως το άγχος θα αντικατασταθεί από μια αντικειμενικά δυσάρεστη διαπίστωση για το ποιόν της δήθεν υψηλής κοινωνίας του Hardborough. Ιδιαίτεροι πρεσβευτές της αγένειας και αναίδειας είναι η οικοδέσποινα και ο δημοσιογράφος του BBC Milo North αντίστοιχα. Ο συγκεκριμένος, έχοντας μια αδικαιολόγητη οικειότητα με το χώρο της έπαυλης και μια ομοιάζουσα διπλωματική στάση απέναντι στη Florence. Σε αντίθεση με το ζεύγος που διαμένει στο εντυπωσιακό οίκημα.

 

Εν ολίγοις τής γνωστοποιούν ότι θα την δεχτούν μόνο αν αλλάξει οικόπεδο, ακόμη και αν αυτό βρίσκεται “όχι και τόσο κοντά στην περιοχή”. Δεν φαίνεται όμως να την πτοεί ιδιαίτερα κάτι τέτοιο, όπως αναφέρει και πάλι η γνώριμη πλέον θηλυκή φωνή της αφήγησης. Η παράξενη συμπεριφορά των οικονομικά εύρωστων ανθρώπων μεταφέρεται και στους απλούς κατοίκους στο δρόμο, μόλις ο ιχθυοπώλης κύριος Deben συνεχίζει να δημιουργεί παρόμοια, λεκτικά, άκαιρων παροτρύνσεων, προβλήματα στη Florence, για ένα χώρο την αγορά του οποίου εκείνη διαπραγματευόταν τους τελευταίους έξι μήνες. Θα τον βάλει όμως στη θέση του, ή για την ακρίβεια θεωρητικά στη θέση της και μάλιστα με το γάντι, αναπόφευκτα ζώντας σε ένα κόσμο “εξολοθρευτών και εξολοθρευόμενων ανθρώπων”. Μετά από μια άλλη δυσάρεστη επίσκεψη αυτή τη φορά στο σπίτι του Milo και έπειτα στον παράξενο δικηγόρο της, Thornton, η Florence Green θα σκίσει θριαμβευτικά την επιστολή, η οποία συνδέει τις μηχανορραφίες συγκεκριμένων κατοίκων της πόλης. Με τη βοήθεια των μικρών, υπομονετικών, και απεσταλμένων από τον κύριο Raven προσκόπων θα φτιαχτούν τα πρώτα ράφια του βιβλιοπωλείου. Εκεί όλα τα προβλήματα θα χαθούν και η βιβλιοφάγος κοπέλα επιτέλους θα ελευθερωθεί, με ένα ασυγκράτητο, αυθόρμητο, σύντομο γέλιο. Παρατηρώντας τον ορατό και από τους χαρακτήρες της ταινίας πλέον, δικό της τίτλο, που χιουμοριστικά έδωσε στο κατάστημα.

 

Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον σκηνοθετικά είναι η προσέγγιση μεταξύ της Florence Green και των Edmund Brundish, Christine Gipping αντίστοιχα. Παρατηρούμε ότι ο πρώτος επικοινωνεί αρχικά μαζί της μέσα από επιστολές. Εύστοχα η κάμερα μας δείχνει το πόσο ζωντανή είναι είναι αυτή η επικοινωνία, καθώς κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης από την κοπέλα δεν βλέπουμε πια γράμματα, αλλά τον ίδιο να μιλά μέσα από το σαλόνι του ενώ της απευθύνεται, ερχόμενος όλο και πιο κοντά στην οθόνη μας. Εκείνη θα του προτείνει και αποστείλει το βιβλίο Fahrenheit 451. Ο επιγραμματικός τους διάλογος θα συνεχιστεί προσωρινά έτσι, δείχνοντας η λήψη του μέσου στη δεύτερη επιστολή, τον ίδιο να την εμπιστεύεται σιγά σιγά, μιλώντας της πίσω από ένα φρούριο βιβλίων στο τραπέζι του. Αργότερα θα την προσκαλέσει στο σπίτι του. Αντιθέτως η μαθήτρια Christine θα πλησιάσει με τη φυσική της παρουσία την ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου, προσφέροντάς της εργασία. Μολονότι η μικρή δεν δηλώνει φανατική υποστηρίκτρια της ανάγνωσης, η γοητευτική προϊσταμένη της πλέον, θα συστήσει ένα καλό βιβλίο στο παιδί με τα χαριτωμένα μαλλιά. Οι δύο τρόποι επικοινωνίας περιγράφουν σωστά τη διαφορά ηλικίας της Florence και από τους δύο και συνεπώς τη συμπεριφορά τους. Ένα παιδί συνήθως νικά την ντροπή που αισθάνεται μόλις συμπαθεί κάποιον, επειδή επικρατεί η χαρά του και τον πλησιάζει. Αντιθέτως ένας ενήλικος είναι γνώστης της επιφυλακτικότητας και των αμυντικών μηχανισμών, που αποκτούν και επινοούν αντίστοιχα οι άνθρωποι. Ακόμη και όταν υπάρχει αμοιβαία συμπάθεια, εξαιτίας άλλων παρελθοντικών κακών συναναστροφών. Η αντίθεση μεταξύ συμπάθειας και αντιπάθειας θα περιγραφεί ενδεικτικά, μόλις η πρωταγωνίστρια αλληλογραφήσει με το δικηγόρο της, Thornton και η κάμερα δείξει αυτόν να υπαγορεύει απλά στη δακτυλογράφο του, τα κατευθυνόμενα από κάπου αλλού, λεγόμενά του. Κατά αυτόν τον τρόπο εκφράζεται η αδιαφορία της Florence για εκείνον, σε αντίθεση με τη συμπάθειά της για τον Edmund.

 

Γενικά η αφηγήτρια θα παρεμβαίνει αρκετές φορές, αλλά στις κατάλληλες στιγμές, αφήνοντας μας κάποια αμφιβολία για την ταυτότητά της. Τα στοιχεία της φύσης με κυρίαρχο τον αέρα (αρχικά) θα εμφανιστούν στην ταινία. Θα υπάρξουν ενδιαφέροντα πλάνα στη φύση με αναφορές στη βλάστηση αλλά και το λιμάνι της περιοχής, αποδίδοντας την πορεία του χρόνου ανεξάρτητα από τις ενέργειες των ανθρώπων επάνω στη γη. Η πορεία της συνειρμικής αφήγησης θα ολοκληρωθεί στο τέλος με τη γυναικεία φωνή να αποκαλύπτεται σε ποια ανήκει, εντός της ιστορίας. Χρησιμοποιώντας πρώτο ενικό πρόσωπο. Φεύγοντας από το 1959, αρκετά χρόνια αργότερα θα παρουσιαστεί και η μορφή της.  

ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ:

 

Emily Mortimer: Υποδυόμενη τη Florence Green, ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου.

 

Η ηθοποιός δίνει μια όμορφη πνοή σε αυτό το ρόλο. Αρχικά αποδέχεται σιωπηλά το θάνατο του συζύγου, κρατώντας στην ψυχή της το συμπληρωματικό για εκείνη χαρακτήρα του. Θέλει καλοπροαίρετα να γνωρίσει όλους τους κατοίκους ανεξαρτήτως οικονομικής επιφάνειας. Ενδιαφέρεται να εντυπωσιάσει κάποιους περισσότερο, ανησυχώντας για την επιλογή του φορέματός της, πηγαίνοντας προς την έπαυλη της Violet. Δείχνει όντως συνεσταλμένη και ντροπαλή σε αυτή τη σκηνή. Όντας ισχυρή ψυχολογικά πλέον, δεν πτοείται από την μη αμοιβαία διάθεση των συμπολιτών της, ανταπαντώντας τους, όσο υψηλή κοινωνική θέση και αν έχουν (Στην έπαυλη απλά απορεί με τη μικρότητά τους, ενώ πλέον σε κάθε άλλη συναναστροφή αντιδρά πολιτισμένα μα δυναμικά, όπως με τον ιχθυοπώλη Deben, το δημοσιογράφο North και το δικηγόρο Thornton). Όμορφη και γεμάτη έκφραση η κίνηση του σώματός της, μόλις σκίζει την επιστολή του δικηγόρου, ενώ περπατά με πλάτη στην κάμερα και υψώνει το αριστερό χέρι της θριαμβευτικά, δηλώνοντας μια μικρή περήφανη νίκη. Το αυθόρμητο, ανθρώπινο, θηλυκό γέλιο της, θυμίζοντας μια ενδιαφέρουσα γυναίκα που συναντάμε στην καθημερινότητά μας, είναι αδύνατον να μην προσελκύσει και γοητεύσει. Είναι σταθερά προσηλωμένο στο χαρακτήρα. Στη σκηνή όπου συναντιέται με τον Edmund σε ένα βραχώδες τοπίο της ακτής, περιγράφει την εκτίμηση της για εκείνον χωρίς λόγια! Όπως και το ότι η ζωή μερικές φορές δεν βοηθά με τις συγκυρίες της, σε συνάρτηση με το χρόνο.

 

Bill Nighy: Στο ρόλο του μοναχικού Edmund Brundish.

 

Ο συγκεκριμένος ηθοποιός έδινε πάντα κάτι παραπάνω στους ρόλους που του ανέθεταν να ερμηνεύσει. Βεβαίως του δόθηκε μετά από καιρό σε αυτή την ταινία ένας ρόλος, ο οποίος τον βοηθά να αναδείξει για άλλη μια φορά το ταλέντο του, δίνοντας όμως επιπλέον (ακόμα και μετά από τόση εμπειρία) την ευκαιρία, να προσθέσει καινούργια στοιχεία. Αν δει κανείς τη συνολική εξέλιξη της γνωριμίας του με τη Florence από το ξεκίνημα μέχρι και την έκβασή της  μέσα από την πλευρά της ερμηνείας του, θα διαπιστώσει μια σωστή κλιμάκωση. Πιστή στο χαρακτήρα. Διστακτικός στην πρώτη τυχαία οπτική συνάντηση τους, πρωτότυπος στην πρώτη του επιστολή, πιο ένθερμος στη δεύτερη όντας ακόμα επιφυλακτικός και με ερευνητική διάθεση στην επίσκεψή της στο σπίτι του. Μετά δένεται μαζί της (σκηνή με το χειροφίλημα κοντά στην ακτή). Η στιγμή της σύγκρουσης με τη Violet Gamart είναι πολύ ισχυρή ερμηνευτικά. “Leave my friend… ALONE! ALONE!” Ακόμα αντηχεί το αίτημα του! Όχι με κάποια φωνή που αποτελεί υπερβολικό φόβητρο, αλλά αντιθέτως με μια τρομακτικά ενήλικη, επιβλητική παρουσία ομιλίας. Καταγράφει μια προσπάθεια συνέτισης σε μια επικίνδυνα ανώριμη συνομήλική του. Ακόμα και το περπάτημα του μόλις φεύγει από την πολυτελή κατοικία της, ταιριάζει απόλυτα στην ιδιοσυγκρασία του ρόλου. Διαπεραστική είναι η ματιά του, όταν μιλά στη Florence λέγοντάς της ότι θαυμάζει το θάρρος της, στον περίφημο σκηνοθετικό κανόνα των 180 μοιρών.

 

Patricia Clarkson: Ερμηνεύοντας την αδίστακτη Violet Gamart.

 

Από τη στιγμή της εμφάνισής της μιλώντας στη Florence, κάνει εντύπωση η απόδοσή της. Η φινέτσα συνυπάρχει με την ανεξάντλητη επιμονή της επίτευξης των στόχων της οικοδέσποινας, μέσω μιας παράξενης χειραγώγησης, που κρύβει απειλή στο βάθος της. Αισθάνεται, δείχνει ισχυρή και στη σύντομη μεταφορά της στο Λονδίνο, όταν ήθελε να ενημερωθεί για ένα συμφέρον νομοσχέδιο, που ψηφίστηκε, καθόλου τυχαία. Αφήνοντας στους θεατές μια πονηρή απορία για το τι άλλο έκανε εκεί. Όταν η υπηρέτρια ανακοινώνει την άφιξη του Edmund στην έπαυλη, ως Violet, διαθέτει ένα λεπτό αυτοσυγκέντρωσης, οργανώνοντας τις σκέψεις της και την επιδιωκόμενη γοητεία της. Δεν μιλά, μα χρησιμοποιεί εκφράσεις, που αποδίδουν εκδοχές μιας πιθανής έκβασης της προσδοκώμενης για εκείνη, κουβέντας τους. Κάνοντας παντομίμα. Μάλιστα δε, δείχνοντας ότι η έκβαση οδηγείται σχεδόν, όπως επιθυμεί. Είναι εκπληκτικό αυτό που κάνει η ηθοποιός! Και έπειτα έχουμε τη σύγκρουση… Μόλις ο επισκέπτης της θυμώνει, για μια μόνο στιγμή, η οικοδέσποινα με τις ισχυρές γνωριμίες και τα εμφανή πλούτη παγώνει. Είναι η μοναδική φορά όπου ο χαρακτήρας αποκαλύπτει στους άλλους, ότι φοβάται.

 

Honor Kneafsey: Στο ρόλο της μικρής Christine.

 

Γεννημένη το 2004, η έφηβη ηθοποιός έχει συμμετάσχει σε άλλες επτά ταινίες από το 2015. Βεβαίως και ξεχωρίζει κάνοντας μια πολύ καλή συμμετοχή! Το ανέμελο περπάτημα ενός μικρού παιδιού στις πρώτες σκηνές της ταινίας,  πείθει. Καθώς όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα του έργου το 2016 (η ταινία προβλήθηκε τις αίθουσες το 2017) ήταν 12 ετών. Δεδομένου ότι τα παιδιά μεγαλώνουν γρήγορα και σε πνευματικό επίπεδο, κυρίως τα ταλαντούχα, με τόσες καλλιτεχνικές εμπειρίες όπως η Honor, μπορούμε να αναλογιστούμε ότι δεν είναι και τόσο απλό να αναπαραστήσει την παιδικότητα ενός περίπου οκτάχρονου κοριτσιού. Η ασυνήθιστη προσέγγιση της συνέντευξής της ως υποψήφια βοηθός βιβλιοπωλείου, αποτυπώνεται ευχάριστα στη μνήμη μας. Παρομοίως λειτουργεί και η ερμηνεία της, όταν απειλεί ως άτομο πιο ώριμο από παιδί, τον Milo North σε μια ιδιωτική τους συνομιλία.  

 

James Lance: Ως Milo North, δημοσιογράφος του BBC, συμμετέχοντας αθόρυβα στις μηχανορραφίες της κυρίας Gamart.

 

Πρόκειται για έναν ιδιαίτερο ρόλο. Η μοχθηρία οικειοθελώς δεν κρύβεται στις συναναστροφές από τον χαρακτήρα του Milo, αλλά αντίθετα εκτίθεται ως απενοχοποιημένο, ή απλά υπάρχον κομμάτι της φύσης του. Η ελάχιστη ευγένειά του έχει συγκεκριμένα κίνητρα. Βλέπει τη ζωή με πράξεις επωφελείς και όχι με συγκινήσεις. Ο ηθοποιός κατάφερε να ολοκληρώσει επιτυχώς την αποστολή του.                    

 

ΕΠΙΤΥΧΗΣ Ή ΑΝΕΠΙΤΥΧΗΣ Η ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΕΝΑΡΙΟΥ, ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΩΝ:

 

Το σενάριο είναι βασισμένο στο έργο της ταλαντούχας συγγραφέα νουβελών, Penelope Fitzgerald, με τίτλο -The Bookshop-. Γραμμένο το 1978. Την προσαρμογή του σεναρίου ανέλαβε η σκηνοθέτις Isabel Coixet. Έχει ενδιαφέρον, αν σκεφτεί κανείς ότι καλύπτει διάφορα γεγονότα χωρίς καν να αναφερθούν. Λόγου χάριν, το γεγονός ότι εντάσσεται  στο έτος 1959 δείχνει πως έχει συμπληρωθεί περίπου μια 15ετία μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και όμως… Οι άνθρωποι του Hardborough, ενώ άλλαξε όλος ο κόσμος μετά από ένα τέτοιο τρομακτικό συμβάν, με τη γέννηση διαφόρων καλλιτεχνικών εκφράσεων και προβληματισμών να το διαδέχονται, επιδιώκουν να μη διαβάζουν. Λειτουργώντας παράλληλα με υποτέλεια σε όποιον είναι οικονομικά ισχυρός. Χωρίς να προσπαθούν να διεκδικούν πιο δίκαιες κοινωνικές δομές. Επίσης η ψυχολογική κατάσταση της Florence, με την αρκετών χρόνων χηρεία της, αφήνει κάποιους προβληματισμούς για το χαμένο χρόνο της ζωής της, μέχρι να συνέλθει και να αναλάβει την ιδιοκτησία του βιβλιοπωλείου.

 

Σε ό,τι αφορά τις πιο εμφανείς παρατηρήσεις, υπάρχουν χαρακτήρες σαν τον Milo North, που προσδίδουν ενδιαφέρον στο σενάριο. Ή ακόμα η απομονωμένη περσόνα του Edmund σε συνάρτηση με της Violet και τα έντονα, μα αντίθετα συναισθήματα, τα οποία τρέφουν μεταξύ τους, αν και οι δύο είναι στην πραγματικότητα ευκατάστατοι πολίτες. Ομοιότητες στον αντίποδα, παρουσιάζει το δίδυμο Florence – Christine, καθώς από όλη την περιοχή η μικρή αναγνωρίζει ως πρότυπο μόνο την κυρία Green. Όχι αποκλειστικά για την πνευματική της καλλιέργεια, αλλά και για την ηθική της υπόσταση. Ο διάλογος μεταξύ Edmund και Florence στην οικία του πρώτου είναι πολύ όμορφα γραμμένος, όπως και η προσέγγιση της Christine στην ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου. Τα κείμενα του σεναρίου δείχνουν ότι πραγματική ισχύ, κατά τη διάρκεια των επιπλήξεων, έχουν τα λόγια, οι λέξεις με νόημα. Χαρακτηρίζοντας τις πράξεις των ανθρώπων, οι οποίες τους εκθέτουν. Οι ήρωες προσπαθούν να μην αφήσουν το θυμό τους να κυριαρχήσει. Παρατίθενται πραγματικά βιβλία στην πλοκή, επηρεάζοντας τους ήρωες, όπως το  -Lolita- του Vladimir Nabokov (1955), το -Fahrenheit 451- του Ray Bradbury (1953) και το -a High Wind in Jamaica- του Richard Hughes (1929). Και τα τρία βιβλία δικαιολογούν την ύπαρξή τους στο σενάριο της νουβέλας και της ταινίας, καθώς γράφτηκαν πριν το 1959. Μια λεπτομέρεια που καταφέρνει μόνο για λίγο να αφήσει και ένα άρωμα φανταστικού στοιχείου, είναι οι διαρκείς προσφωνήσεις “κύριος, κυρία” μπροστά από κάθε επώνυμο, δίνοντας μια παραμυθένια ανάσα. Όμως το έργο κατά το υπόλοιπο 99% καταγράφει την απόλυτη πραγματικότητα, με τις ίδιες προσφωνήσεις να περιγράφουν τα αρνητικά και θετικά στοιχεία διαβίωσης σε επαρχία και πόλη. Εύστοχη η επιλογή των ονομάτων των δύο αντιμαχόμενων γυναικών, έχοντας ονόματα σχετιζόμενα με άνθη. Επίσης, ο Edmund χαρακτηρίζει τη Violet σαν Άρπυια, θηλυκό τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Παρομοίωση βεβαίως που θα έκανε μόνο κάποιος αναζητητής της γνώσης, ως γνήσιος λάτρης των βιβλίων.

 

Την σκηνοθεσία υπογράφει η Isabel Coixet.  Τα γυρίσματα έγιναν σε Βόρεια Ιρλανδία και Ισπανία. Το βιβλίο -Lolita- εμφανίστηκε με το ακριβές του εξώφυλλο στην ταινία. Είναι σημαντική η ισορροπία της σκηνοθέτριας ως προς τον συνδυασμό των κάδρων που επιλέγει και της ενδυμασίας των ηθοποιών κατά την ένταξή τους σε αυτά. Θα χρησιμοποιήσει:  Α) απλές επιλογές με κύριες αποχρώσεις (σε μοναχικές βόλτες της Florence με πιο σκούρα χρώματα και την ανάλογη συννεφιά στο τοπίο ή κατά την χαρακτηριστική πρώτη επίσκεψη στην έπαυλη με το έντονα κόκκινο φόρεμα), Β) συνδυασμούς χρωμάτων με σχεδιασμό (πηγαίνοντας στο σπίτι του Edmund, έχοντας διχρωμία φορέματος που το σχέδιο του περιγράφει διακλαδώσεις, ή νωρίτερα καθώς επισκέπτεται τον North, έχοντας καρό παλτό και ένα φόρεμα με μια κόκκινη γραμμή στη μέση) και Γ) αρκετούς χρωματισμούς με κάποια σχέδια όταν βρίσκεται στο πλάνο με ηθοποιούς. Έχοντας όμως μια διαμοίραση. Δηλαδή, όταν η Florence διαθέτει μια πιο σύνθετη ενδυμασία, διαβάζει την επιστολή του Edmund και δίπλα της στέκεται ο κύριος Raven, φορώντας ένα απλό πουκάμισο. Επίσης μόλις η Florence απευθύνεται στην Christine, η ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου έχει δύο απλά χρώματα, ενώ η μικρή παραπάνω από τρία. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, ασχέτως αν εκείνη τη στιγμή υπάρχει ο κανόνας των 180 μοιρών, καθώς οι θεατές σχετίζουν γρήγορα την πρώτη χρωματική καταγραφή της Florence, με την ίδια στο επόμενο πλάνο να φαίνεται ως λίγο θολή (εσκεμμένα) βάση κοντά στο κάδρο και η μαθητευόμενη βοηθός της στην επέκταση αυτού.

 

Ανεξάρτητα από αυτά, μια όμορφη πινελιά σχετικά με το ρουχισμό, είναι σε καινούργια σκηνή η αλλαγή παλτό της κυρίας Green, ενώ  εκείνη αναμένεται να βρεθεί στο γραφείο του δικηγόρου της, Thornton. Με αυτή την αλλαγή ο θεατής κατευθύνεται στο συμπέρασμα πως η συνάντηση γίνεται σε κάποια άλλη χρονική στιγμή (πιθανόν και άλλη ημέρα) και δεν είναι μία συνέχεια της προηγούμενης βόλτας της.

 

Διακρίνουμε μακρινά πλάνα στα τοπία. Kοντινά (συχνά) και από απόσταση στους ηθοποιούς (π.χ. όταν περπατούν σε κάποια μοναχική βόλτα). Kατά τη διάρκεια κάποιων στιχομυθιών όπως προαναφέραμε, παρατηρείται η λήψη του κανόνα του άξονα (180 μοιρών) και μερικές φορές κάποια προσέγγιση που θυμίζει αναπαράσταση θεατρικού σκηνικού (όταν π.χ. ο επιθεωρητής έχει έρθει στο σχολείο και μιλά με τη δασκάλα, κυρία Traill). Η φωτογραφία της ταινίας είναι εκπληκτική! Ένα δείγμα για την ποιότητα αυτής, αποτελεί η στιγμή πριν από τη συνάντηση του Edmund με τη Florence στο βραχώδες τοπίο της ακτής, με εκείνη την αποφασιστική συνομιλία να ακολουθεί. Πριν από αυτό λοιπόν, στο πλάνο φαίνεται μια πρωτόγνωρη ένωση του νερού της θάλασσας, της αμμώδους ακτής και του πράσινου, πυκνής βλάστησης της στεριάς. Στη διεύθυνση φωτογραφίας φυσικά, δεν είναι άλλος από τον πολύπειρο Jean-Claude Larrieu. Ο οποίος συνεργάζεται με την Isabel Coixet, σε διάφορα κινηματογραφικά εγχειρήματα, από το 2003. Η τελευταία καταφέρνει να αποδώσει ακόμα και πιο ενδόμυχα συναισθήματα χαρακτήρων όπως του κυρίου Keble, συνδέοντάς τα παράλληλα εξόχως με την πλοκή. Έπειτα από διάφορες στιχομυθίες μαζί του η κυρία Green  καταλήγει σε μια κρίσιμη, όπου εκείνος επιτέλους κάνει ξεκάθαρο με τη στάση του, σε ποιο στρατόπεδο ανήκει. Η Florence αμύνεται. Τότε ο “γυάλινος” Keble προσθέτει: “Message received….”

 

Επιπλέον, στην ταινία θίγονται σημαντικοί κοινωνικοί προβληματισμοί μέσα από συνοπτικές αναφορές. Η συμπεριφορά μιας κοινωνίας μόλις ένας καινούργιος και διαφορετικός κάτοικος προσπαθήσει να ενταχθεί σε αυτήν. Η αντίληψη του 1959 για μία γυναίκα, η οποία δεν έχει κάνει παιδιά, φιλτραρισμένη ακόμα και μέσα από τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού. Μία ενδιαφέρουσα αναφορά για εργαζόμενο του BBC (Milo North), o οποίος φαίνεται να εκμεταλλεύεται τη δαπάνη δημόσιων πόρων, ενώ η δουλειά του τού υποδεικνύει κανονικά να πορεύεται επαγγελματικά σεβόμενος αυτή την παράμετρο, λειτουργώντας υπεύθυνα.

 

Τέλος, ορισμένες αγγλικές συνήθειες παρουσιάζονται με παιχνιδιάρικες λεπτομέρειες (Christine και Florence απολαμβάνουν το ρόφημά τους από μια τσαγιέρα, στολισμένη με κάτι που μοιάζει με σκουφάκι, έχοντας γαλάζιες και κίτρινες αποχρώσεις, ώστε να διατηρείται η θερμότητά της) ή με αυστηρή προσήλωση (στην οικία του Edmund Brundish, στο δωμάτιο της τραπεζαρίας, η Florence σερβίρει το ρόφημα τοποθετώντας στα φλυτζάνια πρώτα λίγο γάλα και στη συνέχεια από επάνω το τσάι). Συνολικά η ταινία έχει πολύ συγκεκριμένη ταυτότητα. Και είναι αυτή της ποιοτικής.

 

Στο κομμάτι των ερμηνειών, εκτός από τις ατομικές αποδόσεις που φυσικά  ξεχωρίζουν, συμπεριλαμβανομένης και της φωνητικής, ωραίας ερμηνείας από την αφηγήτρια, με τη Julie Christie σε αυτό το ρόλο, είναι σημαντικό και το σύνολο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μία ενιαία κοινωνική  συμπεριφορά των κατοίκων σε σύγκρουση με την πρόοδο. Της οποίας εκπρόσωπος είναι η Florence. Και βεβαίως με ελάχιστους ανθρώπους να αποκλίνουν από αυτή την απερίσκεπτη ενότητα, εκτιμώντας και διαλέγοντας τελικά την κυρία Green. Οι ηθοποιοί οφείλουν να ενταχθούν στο συγκεκριμένο σύνολο λοιπόν, εκφράζοντας αυτή τη μυημένη, μαζική, καχύποπτη συμπεριφορά, ενώ υπάρχει στην απόδοση δυσκολία, διότι στις σκηνές συναναστρέφονται σε προσωπικό επίπεδο με την καινούργια κάτοικο. Όμως το κατορθώνουν περίφημα! Περιγράφοντας μάλιστα και την αίσθηση των δολοπλοκιών, που υποβόσκουν στην πόλη μέχρι και την αποκάλυψη αυτών. Προσοχή! Η Florence είναι η πρόοδος, αλλά όχι επειδή έφερε στην πόλη το σοκαριστικό περιεχόμενο του βιβλίου -Lolita-. Αντιθέτως, λόγω της προσφερόμενης αποτίμησης από την ανάγνωσή του, με τους προβληματισμούς που αυτό αφήνει. Αν και πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα, είναι η υπόθεση του Fahrenheit 451: Σε ένα καθεστώς με βιβλία που επειδή έχουν κριθεί ως παράνομα επιβάλλεται η καύση  τους, ο ήρωας επιλέγει να συμμετάσχει σε μια αντιστασιακή μυστική οργάνωση, προστατεύοντας τα πιο ιδιαίτερα από αυτά μέσω της απομνημόνευσης, σε συζητήσεις με ομοϊδεάτες του. Αυτό είναι το βιβλίο το οποίο δίνει στον Edmund και εξαιτίας αυτής της ευαίσθητης ιστορίας του, εκείνος την εκτιμά ιδιαιτέρως σε σύντομο χρονικό διάστημα (ενώ βλέπουμε τον ηθοποιό Bill Nighy να το διαβάζει εντυπωσιασμένος στην πολυθρόνα του). Πολύ καλές ερμηνείες μέσα από ένα δύσκολο υποκριτικά, έργο.

 

Συνεπώς η απόδοση σεναρίου, σκηνοθεσίας και ερμηνειών αποδεικνύεται αντικειμενικά ως επιτυχής.

 

ΕΠΙΛΟΓΗ CASTING/ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ:

 

Υπεύθυνος για το τμήμα του Casting ήταν ο Jeremy Zimmermann και ειλικρινά το αποτέλεσμα μιλά για τη δουλειά του!

 

Τα κοστούμια σχεδίασε η Merce Paloma. Μας κάνει ειλικρινά να πιστεύουμε, όχι μόνο ότι έτσι ντύνονταν οι άνθρωποι στο 1959, αλλά και πως διέθεταν πολλές, ενδιαφέρουσες επιλογές με διάφορα χρώματα και υφάσματα.

 

ΜΟΥΣΙΚΗ/ΗΧΗΤΙΚΗ ΥΠΟΚΡΟΥΣΗ:

 

Η μουσική της ταινίας γράφτηκε από τον Alfonso de Vilallonga. Tα τραγούδια κατά τα οποία: 1) Η Christine απολαμβάνει την παιδική αθωότητά της στους δρόμους της πόλης.  2) Οι μικροί πρόσκοποι βοηθούν την κυρία Green με τα ράφια των βιβλιοθηκών είναι αναπόσπαστα από τις σκηνές. Θα ακούσουμε το τσέλο να συνοδεύει τη φιλία της Florence με την Christine, όταν η πρώτη την αγαπά σαν παιδί της. Όμως όχι με τη συνοδεία γλυκών σκοπών. Μα με μία μελωδία ομοιάζουσα με σταθερά, έντονα και ειλικρινή συναισθήματα.

 

Φαντάζει αδύνατον να ξεχαστεί η σιωπηλή αμηχανία στην κατοικία του Brundish κατά το απογευματινό τσάι με τη Florence, καθώς για αρκετή ώρα δεν συνομιλούν. Και ακριβώς για αυτό το λόγο ακολουθεί ο ενδυναμωμένος ήχος των φλυτζανιών στο τραπέζι.

 

ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΤΕ ΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ GREEN. Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΑ ΘΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕΙ ΕΝΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ, ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ.

 

Υ.Γ. : Ένας ακόμη λόγος της ύπαρξης των τεχνών, είναι ότι διαδέχονται η μία την άλλη. Αν δώσετε μια ευκαιρία στο βιβλίο -Fahrenheit 451- του συγγραφέα Ray Bradbury, ίσως αυτό να σας ανταμείψει.

 

Ο ERETIKOS  κριτικός   Γιάννης Κρουσίνσκυ   

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X