Πολιτική

Γιάννης Δραγασάκης: Το καθήκον της κυβέρνησης και της αριστεράς στην εποχή μας

Γιάννης Δραγασάκης: Το καθήκον της κυβέρνησης και της αριστεράς στην εποχή μας
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Με μία πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης στην εφημερίδα “Εποχή”, φωτίζει πλευρές του κυβερνητικού έργου, δίνει ερεθίσματα για σκέψη για τη μεταμνημονιακή διακυβέρνηση της χώρας, ενώ αποκαλύπτει και τις δυσκολίες για την έξοδα από τα μνημόνια.

Επίσης, ο Γιάννης Δραγασάκης επαναπροσδιορίζει την παρέμβαση της Αριστεράς στη σύγχρονη κοινωνία είτε με όρους κυβερνητικής δύναμης, είτε δύναμης που βρίσκεται στη αντιπολίτευση.

Η πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη του Γιάννη Δραγασάκη έχει ως εξής:

– Οδεύουμε προς το τέλος του Προγράμματος. Έχεις μιλήσει για το «ξέφωτο» και τη μετάβαση στη «μεταμνημονιακή φάση» με περισσότερους βαθμούς ελευθερίας…

Πράγματι, η χώρα βγαίνει από τα μνημόνια και τη σκληρή επιτροπεία τον Αύγουστο του 2018. Η πορεία μας έχει ακόμη δυσκολίες και σκληρούς αντιπάλους που βλέπουν την επιτυχία των στόχων μας  ως «ταφόπλακα» στα σχέδια τους. Όμως προχωρούμε με σχέδιο και αποφασιστικότητα και ο κυβερνητικός σχεδιασμός προβλέπει να έχουμε κλείσει, ει δυνατόν, όλες τις εκκρεμότητες έως τον Ιούνιο. Δύσκολος στόχος αλλά εφικτός. Θα χρειαστεί πάντως συσπείρωση και εγρήγορση μέχρι τέλους.

Παρότι προχωρούμε στην έξοδο από τα μνημόνια και την επιτροπεία, δεν βρισκόμαστε, όμως, στο τέλος της κρίσης αλλά σε ένα σημαντικό σταθμό, σε ένα «ξέφωτο». Νομίζω τον όρο τον έχει χρησιμοποιήσει παλιότερα ο Λαοκράτης Βάσσης. Προσωπικά αναφέρομαι σε αυτόν με την έννοια ενός σταθμού, όχι βεβαίως για ανάπαυλα, αλλά για ανασύνταξη των δυνάμεών μας, αξιολόγηση της έως τώρα πορείας μας και σχεδιασμό της επόμενης φάσης,  

Ως κοινωνία βρισκόμαστε λοιπόν σε ένα κρίσιμο μεταίχμιο. Είμαστε κοντά στο τέλος των μνημονίων, αλλά και μπροστά στην ανάγκη να επεξεργαστούμε το σχέδιο για  τη μεταμνημονιακή εποχή.

 

– Τονίζεις την  ανάγκη σχεδιασμού της μεταμνημονιακής εποχής. Αναφέρεσαι στο κυβερνητικό έργο;

Όχι μόνο. Όταν αναφέρομαι στο σχεδιασμό της μεταμνημονιακής εποχής, εννοώ να σκεφτούμε ξανά, συνολικά, το εγχείρημά μας σε όλες τις διαστάσεις του. Να αξιολογήσουμε δυνατότητες και προοπτικές, μα και κινδύνους και απειλές με βάση τα νέα δεδομένα σε Ελλάδα και Ευρώπη. Να οργανώσουμε τη μετάβαση από τα αποσπασματικά μέτρα και τις επιμέρους παρεμβάσεις που για αντικειμενικούς λόγους κυριάρχησαν ως τώρα, σε ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό σχέδιο για την κοινωνία, το κόμμα και την κυβέρνηση. Να καλύψουμε κενά στις προγραμματικές και πολιτικές  επεξεργασίες μας. Να συζητήσουμε πώς θα φέρουμε σε αντιστοιχία τα υποκείμενα και τις μεθόδους της δράσης μας με τους απαιτητικούς στόχους του εγχειρήματος που έχουμε αναλάβει.

 

– Το Γενάρη συμπληρώνονται τρία χρόνια κυβερνητικής ευθύνης. Ποια είναι τα βασικά συμπεράσματα που μπορούμε να αντλήσουμε; Από τι θα κριθούμε ως κυβέρνηση;

Η ώρα του τελικού απολογισμού δεν έχει έρθει ακόμη. Ωστόσο, κλείνοντας σε λίγο τρία χρόνια από την ανάληψη της ευθύνης για τη διακυβέρνηση της χώρας, μπορούμε να διατυπώσουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα.

Καταρχήν σπάσαμε «ταμπού» και παγιωμένα στερεότυπα που ήθελαν την Αριστερά ανίκανη να κυβερνήσει και για αυτό θα έπρεπε να είναι αποκλεισμένη από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων και η διακυβέρνηση της χώρας να αποτελεί μονοπώλιο ενός δικομματισμού που είχε εξελιχθεί σε ένα «καρτέλ», σε ένα κλειστό σύστημα εξουσίας.  Πρόκειται, λοιπόν, για μια τομή στην πολιτική ιστορία της χώρας.  

Ως προς την ασκούμενη πολιτική, ένα βασικό συμπέρασμα που μπορούμε να διατυπώσουμε είναι ότι, παρά τον αναγκαστικό συμβιβασμό, ακόμη και υπό τους πλέον δυσμενείς πολιτικούς συσχετισμούς, ακόμη και υπό τους πιο ασφυκτικούς δημοσιονομικούς περιορισμούς, μπορέσαμε να σταματήσουμε και να αντιστρέψουμε την κατάρρευση στους κρίσιμους τομείς του κοινωνικού κράτους, όπως της υγείας, της παιδείας και της κοινωνικής πρόνοιας, να καταστήσουμε εφικτή την αποκλιμάκωση της ανεργίας, να εισάγουμε θεσμούς όπως το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης ή την καθολική πρόσβαση ανασφάλιστων πολιτών στο Σύστημα Υγείας, στόχους για τους οποίους αγωνιζόμαστε χρόνια. Θεσμοί και μέτρα που οι προηγούμενες κυβερνήσεις αρνούνταν να υλοποιήσουν σε περιόδους ευμάρειας, υλοποιούνται τώρα υπό συνθήκες μεγάλης στενότητας.

Θεωρώ λοιπόν ότι, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων συνθηκών και συσχετισμών, μηδενιστικές και ισοπεδωτικές απόψεις όχι μόνο δεν ευσταθούν, αλλά αντίθετα διαψεύδονται και από την πραγματικότητα.

Όμως δεν υπάρχει καθόλου χώρος για εφησυχασμό ή έπαρση. Πρώτον, γιατί η συσσώρευση προβλημάτων απαιτεί λύσεις δραστικές. Δεύτερον, διότι κριτήριο μας δεν είναι μόνο τι παραλάβαμε, δεν είναι μόνο τι, παρά τους περιορισμούς,  πετυχαίνουμε υπέρ των αδυνάτων, αλλά πρωτίστως είναι οι προκλήσεις του αύριο και οι απαιτήσεις που απορρέουν από τις δικές αριστερές μας φιλοδοξίες και τη δική μας στρατηγική.

 

– Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν επαρκώς προετοιμασμένος για ό,τι αντιμετώπισε;

Ας αφήσουμε το «επαρκώς» για αργότερα.

Μια βασική διαπίστωση είναι ότι εκεί που είχαμε συζητήσει και προετοιμαστεί  συλλογικά, είχαμε δηλαδή σκεφθεί ποια μπορεί να είναι η αριστερή πολιτική στο συγκεκριμένο ζήτημα, στις συγκεκριμένες συνθήκες, εκεί πράγματι, ήμασταν σε θέση να έχουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων, να βάλουμε το δικό μας αποτύπωμα. Εκεί που αυτό δεν το κάναμε, το κενό πολλές φορές καλύφθηκε από το παλιό, το ισχύον, ως η μόνη ορατή και εύκολη λύση.

Η υποτίμηση των πρακτικών καθηκόντων της διακυβέρνησης, το «σνομπάρισμα» τους, δεν ήταν δείγμα ριζοσπαστισμού, όπως τότε προβαλλόταν από ορισμένους, αλλά απόρροια μιας βολονταριστικής λογικής που στην πράξη, όπως βλέπουμε, οδηγεί σε προχειρότητες ή ακόμα και σε  διολίσθηση σε δεξιές πρακτικές που το «σύστημα» προσφέρει αυθορμήτως ως δήθεν λύσεις.   

Το μάθημα αυτό  δεν αφορά μόνο το παρελθόν αλλά και το παρόν και το μέλλον. Η πείρα δείχνει ότι οπουδήποτε δόθηκε βάρος στη συλλογική προετοιμασία, οι όροι της αριστερής κυβέρνησης ήταν πιο ευνοϊκοί.

 

– Αν και έδωσες ήδη μια έμμεση απάντηση, ας  έλθουμε τώρα στο ζήτημα  της  επάρκειας της προετοιμασίας.  

Η πρόκληση με την οποία βρεθήκαμε αντιμέτωποι, ήταν σπάνια, αν όχι μοναδική στη σύγχρονη ιστορία. Αναφέρομαι στο γεγονός ότι ένα κόμμα της τάξης του 5% έπρεπε σε λιγότερο από 2-3 χρόνια να αποκτήσει δυνατότητα και κουλτούρα διακυβέρνησης. Και μετά, αφού ανέλαβε την κυβέρνηση, έπρεπε να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα αφενός ένα εγχώριο, κυρίως, σχέδιο πρόωρης απονομιμοποίησης και κατάρρευσης, ώστε να μείνει στη συνείδηση του κόσμου ως μια θλιβερή «αριστερή παρένθεση», αφετέρου έναν αδυσώπητο πόλεμο, με πρωτόγνωρες μεθόδους και όπλα, στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Υπό τις συνθήκες αυτές, «επαρκώς» προετοιμασμένοι δεν θα μπορούσαμε να είμαστε ούτως ή άλλως. Το εγχείρημά μας είχε και απαιτήσεις επαναστατικού εγχειρήματος, αν και δεν ήταν τέτοιο ως προς το χαρακτήρα του.

Εννοώ ότι στις περιπτώσεις αυτές, όση προετοιμασία και αν κάνεις, οι μόνες επιλογές που υπάρχουν στο τέλος είναι είτε η αναδίπλωση και ακύρωση του εγχειρήματος είτε η επιλογή «πρώτα εμπλεκόμαστε στη μάχη και μετά βλέπουμε». Το είπε πρώτα ο Ναπολέων, το επανέλαβε ο Λένιν, αλλά ισχύει σε κάθε ριζοσπαστικό εγχείρημα. Ίσχυσε και στην περίπτωση μας, αλλά  όχι ως ένα σχέδιο ολοκληρωμένης προετοιμασίας και «βίαιης ωρίμανσης» αλλά δια της διολισθήσεως, ως αναγκαστική προσαρμογή σε τετελεσμένα. Για αυτό, όταν μιλάμε για «προετοιμασία», η δική μου σκέψη πάει κυρίως στο κόμμα, στο συλλογικό πολιτικό υποκείμενο του εγχειρήματος. Και εδώ αυτά που κάναμε ήταν πολλά, όμως όσα δεν κάναμε ήταν περισσότερα.

 

– Θα μπορούσες να εξειδικεύσεις σε κάποιους τομείς ή παραδείγματα;

Δεν θα μπορούσαμε να προβλέψουμε τα πάντα και όλες τις εξελίξεις, αλλά θα μπορούσαμε να έχουμε οικοδομήσει ένα πιο ισχυρό κόμμα, ικανό να στηρίζει την κυβέρνηση, να ενημερώνει και να κινητοποιεί το λαό σε κρίσιμες στιγμές. Όπως και θα μπορούσαμε να έχουμε προετοιμάσει, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, το κατάλληλο πολιτικό και τεχνοπολιτικό προσωπικό, αφού όπου το κάναμε απέβη πολύτιμο στη συνέχεια. Θα μπορούσαμε να έχουμε εμβαθύνει παραπάνω στην εξειδίκευση και στη βελτίωση της εφαρμοσιμότητας των πολιτικών μας προτάσεων. Θα μπορούσαμε να είχαμε συζητήσει συλλογικά τα ενδεχόμενα και τα όρια του αναπόφευκτου συμβιβασμού, ιδίως από το φθινόπωρο του 2014 και μετά, όταν είχε πλέον καταστεί προφανές ότι θα αναλαμβάναμε τη διακυβέρνηση υπό συνθήκες ακραίας δημοσιονομικής ασφυξίας.

 

– Στο περιβάλλον της συγκεκριμένης ΕΕ και ευρύτερα της παγκοσμιοποίησης μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση της Αριστεράς «σε μια μόνο, σχεδόν, χώρα»; Μήπως η Αριστερά είναι χρησιμότερη ως αντιπολίτευση;

Δεν υπάρχει κάποια νομοτέλεια που να ορίζει ότι η Αριστερά είναι χρήσιμη μόνο από τις θέσεις της αντιπολίτευσης ή μόνο από τη θέση της κυβέρνησης. Αντίθετα η ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα κομμάτων που περιθωριοποιήθηκαν ή και διαλύθηκαν είτε επειδή δεν τόλμησαν ή δεν μπόρεσαν να αξιοποιήσουν ευκαιρίες που τους δόθηκαν είτε επειδή προσκολλήθηκαν στην εξουσία χάνοντας τους δεσμούς τους με την κοινωνική τους βάση.

Στη περίπτωση μας, ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε αντιμέτωπος με μια ιστορική πρόκληση, δύσκολη και γεμάτη ρίσκα  και το δίλημμα ήταν εάν θα την αξιοποιήσει ή όχι.

Υπ’ αυτήν την έννοια, ο ΣΥΡΙΖΑ αντιπροσωπεύει ένα νέο παράδειγμα,  δημιουργεί ένα νέο πρότυπο. Όχι μόνο γιατί το παρελθόν δεν προσφέρει ένα ολοκληρωμένο υπόδειγμα για μίμηση αλλά και γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συμμετέχει μειοψηφικά στην κυβέρνηση, αλλά είναι η πλειοψηφία, έχει την κύρια ευθύνη της νέας διακυβέρνησης. Ακριβώς και για αυτό η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ  αποτελεί ήδη  σημείο αναφοράς  της ευρωπαϊκής και όχι μόνο Αριστεράς.

Το πρότυπο μιας  Αριστεράς που αντιλαμβάνεται την πολυπλοκότητα της εξουσίας και επιχειρεί να ξαναδεί αυτό το θέμα και από την πλευρά του δρώντος υποκειμένου που την ασκεί μέσα σε ένα δεδομένο πλαίσιο. Που δεν βλέπει το ρόλο της μόνιμα  στο πεδίο της αντιπολίτευσης ή της διακυβέρνησης αλλά το εξαρτά από τις συγκεκριμένα συνθήκες, και τη δυνατότητα της να επηρεάζει τις εξελίξεις και να τροποποιεί τους συσχετισμούς προς όφελος του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών τάξεων. Μιας Αριστεράς που θέλει να είναι ταυτόχρονα και κυβερνώσα και κινηματική, δύναμη «αντίστασης» και «κυβερνητικής ευθύνης». Και την ευθύνη δεν την ορίζω ουδέτερα ή αφηρημένα, αλλά ως ευθύνη απέναντι στην ελληνική κοινωνία και τις τύχες της, απέναντι στις λαϊκές τάξεις, απέναντι στην πολιτική μας παράδοση και απέναντι στις μελλοντικές προοπτικές του εγχειρήματός μας.

 

– Πού θα κριθεί κυρίως αυτό το νέο υπόδειγμα;  Ποια η σημασία του κυβερνητικού έργου και ποια η σημασία και ο ρόλος του κόμματος; Τι  θα όριζες σήμερα ως το πιο κομβικό ζήτημα από την άποψη της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ;

Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, στρατηγικός μας στόχος, όπως προσωπικά τον αντιλαμβάνομαι, ήταν να δημιουργήσουμε μια Αριστερά που να μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά τις εξελίξεις στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, είτε βρίσκεται σε θέσεις κυβερνητικής ευθύνης είτε βρίσκεται σε θέσεις αντιπολίτευσης. Το κρίσιμο καθήκον σήμερα, είναι να μετατρέψουμε το «κυβερνητικό συμβάν», σε μια διαρκή «αριστερή ικανότητα», με την Αριστερά να μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά τις εξελίξεις από τη σκοπιά των αναγκών των λαϊκών τάξεων και της κοινωνικής πλειοψηφίας, όχι με όρους καθεστωτικούς αλλά με όρους αριστερής ηγεμονίας.

Αυτό προϋποθέτει τη μέγιστη δυνατή επιτυχία στο πεδίο της διακυβέρνησης διότι αυτή θα είναι μια παρακαταθήκη για το μέλλον. Και αυτό αφορά όχι μόνο το κυβερνητικό έργο αλλά και τον τρόπο διακυβέρνησης. Αλλά δεν εξαντλείται στο πεδίο αυτό. Αφορά την κομματική οικοδόμηση, τους δεσμούς με την κοινωνία, την παρουσία στους κοινωνικούς θεσμούς, την ενεργή παρουσία στο χώρο της επικοινωνίας και της πολιτισμικής δημιουργίας, τη στήριξη εστιών έρευνας και μελέτης των προβλημάτων της κοινωνίας και της ίδιας της Αριστεράς.

 

– Σε σχέση με το κόμμα τώρα. Πώς βλέπεις το ρόλο του σήμερα, που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ευθύνες κυβερνητικού κόμματος;

Τα κόμματα βιώνουν μια τεράστια κρίση εμπιστοσύνης. Ταυτόχρονα όμως τα κόμματα είναι και οι πιο παλιοί δημοκρατικοί θεσμοί. Άρα είναι ζήτημα δημοκρατίας να ξαναδούμε το ρόλο τους σε σχέση με την κοινωνία.

Ειδικά για την Αριστερά, η οποία εισηγούνταν και όλες τις μεγάλες αλλαγές σε ό,τι αφορά την ιστορία των κομμάτων, η συζήτηση είναι η πλέον επίκαιρη.

Όμως, ενώ η ανάγκη για την υπέρβαση του παρελθόντος έχει διατυπωθεί προ πολλού, το  «κόμμα νέου τύπου» της εποχής μας, παρά τη γόνιμη συζήτηση που διεξάγεται διεθνώς, δεν έχει μορφοποιηθεί. Μάλιστα, υπό το βάρος των δυσκολιών που παρουσιάζει η κομματική οικοδόμηση και δράση στην εποχή μας, υπό το βάρος της ανάγκης να ανακαλύψουμε νέες μορφές οργάνωσης που να αντιστοιχούν στη σημερινή ψηφιακή εποχή, υποτιμήθηκε ο αυτοτελής ρόλος του κόμματος, υπήρξε μια ορισμένη σύγχυση ως προς τους ρόλους του κόμματος και των κινημάτων, αν όχι και ταύτιση ή επικάλυψη τους.

Ειδικά σήμερα φαίνεται ότι, ως ενός σημείου, έχουμε υπαναχωρήσει από το θεωρητικό και πρακτικό  προβληματισμό του τι κόμμα θέλουμε. Σαν να θεωρούμε ότι το κόμμα εργαλειοποιείται για την άνοδο στην εξουσία και βρίσκεται «εν υπνώσει» στη διάρκεια της άσκησης της εξουσίας. Αυτή είναι μια βαθιά συντηρητική λογική με δυνητικά επιζήμια αποτελέσματα.

Η περίοδος της εξουσίας είναι κρίσιμη για να δούμε τι κόμμα της Αριστεράς χρειαζόμαστε σήμερα. Τα διλήμματα, οι αντιφάσεις και οι δυσκολίες της κυβερνητικής πολιτικής θα μπορούσαν να τροφοδοτούν ένα γόνιμο προβληματισμό εντός του κόμματος, πέρα από την απόρριψη ή την δικαιολόγηση των πάντων. Χρειαζόμαστε ένα κόμμα της Αριστεράς που να είναι παντού, στους χώρους εργασίας αλλά και διαμονής, να δρα όπου υπάρχουν προβλήματα, να πρωτοπορεί στην ανάδειξη τους,  να σκέφτεται, να παράγει ιδέες και πολιτικές, να συνομιλεί με την κοινωνία, να ελέγχει με ουσιαστικό τρόπο την κυβέρνηση και να είναι ο βασικός δρών για τη χάραξη της στρατηγικής μας. Ο στόχος αυτός είναι δύσκολος, ίσως ακούγεται κι απόμακρος, αλλά πρέπει να επιμείνουμε, διότι στο πεδίο αυτό θα κριθεί, τελικά, η τύχη και η προοπτική του εγχειρήματός μας.

 

– Ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει την κοινωνική συμμαχία για να υποστηρίξει το δικό του σχέδιο για τη μεταμνημονιακή περίοδο;

Το ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών χρειάζεται μια ανανεωμένη συζήτηση  με βάσει τις εμπειρίες μας και τα νέα δεδομένα. Είναι σαφές ότι από εδώ και πέρα το κυρίαρχο στοιχείο δεν μπορεί να είναι η αντίθεση στα μνημόνια, καθώς αυτά τα αφήνουμε πίσω μας σε λίγους μήνες, αλλά η αντίθεση στο νεοφιλελευθερισμό, η στήριξη του κοινωνικού κράτους, η προοπτική  για ένα  νέο υπόδειγμα  δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης, η ανάγκη  για νέους δρόμους και τρόπους υπέρβασης του καπιταλισμού.

Αν στο παρελθόν, υπό την επιρροή και δυνάμεων που πλέον έχουν αποχωρήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ, ανεχθήκαμε μια εκλογικίστικη λογική απλής άθροισης κοινωνικών δυσαρεσκειών, σήμερα βλέπουμε ότι αυτή η τακτική, όπως και η άκριτη υιοθέτηση ακόμα και αντιφατικών μεταξύ τους αιτημάτων, δεν δημιουργεί στέρεες και ειλικρινείς σχέσεις με τη κοινωνία και τους πολίτες ούτε υπηρετεί τη μακροπρόθεσμη στρατηγική μας.

Το θέμα των κοινωνικών μας συμμαχιών πρέπει να το δούμε σε συνάρτηση με τη στρατηγική μας,  με όρους προοπτικής,  σε σύνδεση  με το ερώτημα  «πού θέλουμε να πάμε» και με ποιες κοινωνικές δυνάμεις και ποιες συμμαχίες μπορούμε να το πετύχουμε.

Βέβαια κανένα πολιτικό υποκείμενο δεν είναι μια απλή αντανάκλαση μιας κοινωνικής συμμαχίας.  Ούτε η  κοινωνική συμμαχία  είναι αποτέλεσμα μιας «μαγικής»» παρέμβασης από τα πάνω.  

Η σχέση εκπροσώπησης του πολιτικού υποκειμένου με την κοινωνική του βάση σχετίζεται άμεσα με τη ικανότητα του κόμματος να διαμορφώνει τους όρους της ηγεμονίας. Κρίνεται από τη δυνατότητα της κυβέρνησης να ενοποιεί τις επιμέρους παρεμβάσεις της και να διαμορφώνει έναν ενιαίο προγραμματικό ορίζοντα που να αντιπροσωπεύει κοινωνικά αιτήματα και υλοποιήσιμες προσδοκίες, να οργανώνει τις απαραίτητες ρήξεις με ό,τι αντιστρατεύεται τα συμφέροντα της κοινωνικής συμμαχίας αλλά και να επιδιώκει τις ευρύτερες συναινέσεις για στόχους και πολιτικές που τα υπηρετούν.

 

– Στο πολιτικό επίπεδο αυτή πώς μπορεί να εκφραστεί; Ποια η πολιτική συμμαχιών που μπορεί να έχει ή να ωριμάζει ο ΣΥΡΙΖΑ;

Το θέμα της έκφρασης των πολιτικών συμμαχιών δεν μπορεί να ιδωθεί μεμονωμένα, αλλά συνδέεται σήμερα και με την κρίση εκπροσώπησης που υπάρχει στη χώρα. Για παράδειγμα,  ποιες  κοινωνικές δυνάμεις εκπροσωπούν σχηματισμοί που αναφέρονται στην κεντροαριστερά ή και στο κέντρο; Και κατά πόσο οι ανάγκες τους υπηρετούνται από τακτικές ίσων αποστάσεων ή συμμαχίας με τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά; Τα ερωτήματα υποδηλώνουν την ανάγκη αλλά και τη δυνατότητα μιας πολιτικής συμμαχιών από μέρους του ΣΥΡΙΖΑ, που όπως ήδη είπα, δεν θα καθορίζεται από το παρελθόν, ούτε από μια στατική θεώρηση των σημερινών δεδομένων, αλλά θα βλέπει μπροστά και θα ενθαρρύνει μετασχηματισμούς και αναδιατάξεις με βάση τις ανάγκες και τους στόχους του αύριο.

Και στην Ευρώπη, όμως, το πολιτικό πεδίο είναι  ρευστό. Συντελούνται αναδιατάξεις πολλαπλών κατευθύνσεων. Διαπιστώνουμε τάσεις ενίσχυσης της Ακροδεξιάς, τάσεις  αποσύνθεσης και περιθωριοποίησης της σοσιαλδημοκρατίας, ταυτόχρονα όμως διαπιστώνουμε και τάσεις ριζοσπαστικοποίησης τμημάτων της, καθώς και δυνατότητες προοδευτικών συγκλίσεων ευρύτερων δυνάμεων για την αντιπαράθεση στο νεοφιλελεύθερο δόγμα και τη μείωση των ανισοτήτων σε κλίμακα Ευρώπης. Και τέτοια παραδείγματα έχουν αποδώσει κάποιους πρώτους καρπούς σε ορισμένες χώρες. Σε αυτό το χώρο, του οποίου η διαμόρφωση είναι σε εξέλιξη, μπορούμε και πρέπει να έχουμε πρωταγωνιστικό ρόλο.

 

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X