Πολιτισμός

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες – «Είμαι ένας συγγραφέας από δειλία» (pics)

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες – «Είμαι ένας συγγραφέας από δειλία» (pics)
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

«Το όνομά μου, σενιόρ, είναι Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Λυπάμαι: ούτε σ’ εμένα αρέσει το όνομα, γιατί είναι μια σειρά από κοινοτοπίες, με τις οποίες ποτές δεν μπόρεσα να δεθώ. […] Είμαι ένας συγγραφέας από δειλία. Η αληθινή κλίση μου είναι προς τη μαγεία» έλεγε.

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ήταν κολομβιανός συγγραφέας, δημοσιογράφος και σεναριογράφος και ζούσε νοικιάζοντας δωμάτια σε πορνεία.

Ο σπουδαίος Κολομβιανός συγγραφέας, βραβευμένος με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (Gabriel José García Márquez), είναι από τους σημαντικότερους μυθιστοριογράφους του 20ου αιώνα και ίσως ο σπουδαιότερος συγγραφέας της ισπανόφωνης λογοτεχνίας μετά τον Θερβάντες.

Ο συνδυασμός της μαγείας των ενστίκτων με τη θουκυδίδεια ερμηνεία των γεγονότων στο «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς» θα έφτιαχναν ένα εκρηκτικό μείγμα, που θα διαμόρφωνε την παγκόσμια λογοτεχνία για πάντα. Η φρενίτιδα της φήμης θα ξεκινούσε μέσα σε λίγους μήνες από εκείνη την ημέρα.

Όταν εκδόθηκε το «Εκατό Χρόνια Μοναξιάς», θαμπώθηκε όλη η Λατινική Αμερική και πολύ γρήγορα η πολυπόθητη αναγνώριση θα ερχόταν και από την Ευρώπη, που θα τον καθιέρωνε κιόλας -αρχικά, ως τον σπουδαιότερο συγγραφέα των «Ινδιών» από το ’60 και μετά.

Ο Νερούδα έκανε λόγο για το νέο Θερβάντες. Ο επιστήθιος φίλος του, Κάρλος Φουέντες, θα πει: «Η σημασία του για τη Λατινική Αμερική θα είναι ανάλογη με αυτήν του Δον Κιχώτη του Θερβάντες για την Ισπανία».

Από τους κριτικούς εντάσσεται στο λογοτεχνικό ρεύμα του μαγικού ρεαλισμού. Το 1982 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το αριστούργημά του «Εκατό χρόνια μοναξιάς».

  • Ο μικρός Γκάμπο

Γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου του 1927 στην πόλη Αρακατάκα της Κολομβίας. Ήταν γιος του φαρμακοποιού Γκαμπριέλ Γκαρσία και της Λουίζα Μάρκες, κόρης στρατιωτικού.

Ο μικρός Γκάμπο, όπως ήταν το χαϊδευτικό του, μεγάλωσε με τον παππού του, τον συνταγματάρχη Νικολάς Ρικάρντο Μάρκες και τη γιαγιά του Τρανκιλίνα έως τα δέκα του χρόνια, ακούγοντας τις ιστορίες της γιαγιάς του για φαντάσματα και τις ατέλειωτες διηγήσεις του παππού του για τους εμφύλιους πολέμους, ιστορίες που αποτελούν το υλικό των μετέπειτα μυθιστορημάτων του.

Τον πατέρα του τον γνώρισε για πρώτη φορά στα επτά του χρόνια, επειδή ο παππούς δεν τον ήθελε για γαμπρό του, και δεν μπόρεσε ποτέ να κερδίσει μία θέση στην καρδιά του. Αυτή τη θέση την είχε καταλάβει για πάντα ο παππούς Νικολάς.

«Ο παππούς ήταν η πιο σημαντική μορφή στη ζωή μου. Από τότε που πέθανε δεν μου έχει συμβεί τίποτε το ενδιαφέρον και ως και σήμερα οι χαρές της ζωής μένουν ανολοκλήρωτες απλώς και μόνο επειδή δεν τις ξέρει ο παππούς» είπε σε μία συνέντευξή του ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που αποτύπωσε την κωμικοτραγική ιστορία των σχέσεων του πατέρα του με τον παππού του στο μυθιστόρημα «Ο Έρωτας στα χρόνια στα χρόνια της χολέρας» (1985).

Ο μικρός Γκάμπο έμαθε να διαβάζει στα οκτώ του χρόνια κι επειδή εκείνη την εποχή η οικογένειά του αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και ο ίδιος τα κατάφερνε εξαιρετικά στο σχέδιο, κέρδισε τα πρώτα του χρήματα στα 11 χρόνια του, ζωγραφίζοντας επιγραφές για τον ιδιοκτήτη ενός γειτονικού καταστήματος.

Το 1947 τελείωσε το σχολείο κι έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά για να σπουδάσει νομικά. Τον επόμενο χρόνο, η Κολομβία ήταν ένα καζάνι που βράζει και οι πολιτικές ταραχές τον ανάγκασαν να μετακομίσει στο Πανεπιστήμιο της Καρθαγένης.

Παράλληλα, άρχισε να γράφει και τις πρώτες ιστορίες του. Χρειαζόταν, όμως, να εξασφαλίσει και την επιβίωσή του κι έτσι συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες ως δημοσιογράφος. Το 1954 εγκαταστάθηκε στην Μπογκοτά, όπου κέρδισε βραβείο για το έργο του «Μια μέρα μετά το Σάββατο», και δημοσίευσε τα «Ανεμοσκορπίσματα».

Το 1955 η εφημερίδα του τον έστειλε στην Ευρώπη, αλλά έκλεισε αμέσως με απόφαση της κολομβιανής κυβέρνησης, και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες πέρασε τα επόμενα τρία χρόνια στην Ευρώπη, όπου είδε έναν διαφορετικό τρόπο ζωής.

Το 1958 παντρεύτηκε τη φαρμακοποιό Μερσέδες Μπάρτσα Πάρδο, με την οποία απέκτησε δύο γιους. Με την αρχή της κουβανέζικης επανάστασης, το 1959, που χαιρετίστηκε θερμά από τη λατινοαμερικάνικη διανόηση, έφυγε για να εργαστεί στην Αβάνα κι επέστρεψε ξανά στην Κολομβία το 1961, όπου δημοσίευσε το μυθιστόρημά του «Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει».

Την ίδια χρονιά εγκαθίσταται με την οικογένειά του στο Μεξικό, όπου θα περάσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, και εργάζεται ως δημοσιογράφος και σεναριογράφος.

Το 1965 αρχίζει να γράφει το αριστούργημά του «Εκατό χρόνια μοναξιά», που θα κυκλοφορήσει το 1967 και θα του χαρίσει την παγκόσμια αναγνώριση.

Το μυθιστόρημα αυτό αποτελεί το χρονικό ενός φανταστικού χωριού, του Μακόντο, χτισμένου στις όχθες ενός ποταμού, κάπου στα βόρεια παράλια της Κολομβίας.

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες διηγείται με χιούμορ, γλαφυρότητα και χειμαρρώδη πρόζα την καθημερινή ζωή αυτής της θαυμαστής χώρας των αντιθέσεων και περιγράφει επεισόδια και καταστάσεις βγαλμένες από την καυτή πραγματικότητα της Κολομβίας.

Η παράθεση φανταστικών στοιχείων, που εντάσσονται σε μια ρεαλιστική ατμόσφαιρα για να μας δώσουν μία βαθύτερη αντίληψη της πραγματικότητας, του χάρισαν τον χαρακτηρισμό του «πατριάρχη του μαγικού ρεαλισμού».

Στους 14 μήνες που χρειάστηκαν για να ολοκληρώσει τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» η οικογένεια Μάρκες πέρασε στιγμές απόλυτης ένδειας, βγάζοντας στο σφυρί σχεδόν τα πάντα, ακόμη και το πιστολάκι για τα μαλλιά. Άξιζε τον κόπο, θα λέγαμε, καθώς μέσα σε μία νύχτα άλλαξε τη ζωή του συγγραφέα και της οικογένειάς του. Από τη στιγμή της έκδοσής του γνώρισε κριτική αποδοχή και μεγάλη εμπορική επιτυχία.

  • Οι πωλήσεις του βιβλίου έχουν ξεπεράσει τα 30 εκατομμύρια αντίτυπα μέχρι σήμερα

Με τα επόμενα έργα του, οι αναγνώστες του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες αυξήθηκαν κατακόρυφα, καθιστώντας τον έναν από τους πιο πολυδιαβασμένους λογοτέχνες του κόσμου.

Το 1972 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα «Η απίστευτη και θλιβερή ιστορία της αθώας Ερέντιρας και της σατανικής γιαγιάς της» στο ύφος του «Εκατό χρόνια μοναξιά», το 1975 «Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη», το μπαρόκ πορτρέτο ενός Νοτιοαμεριανού δικτάτορα, που οδηγείται στην αγιάτρευτη μοναξιά από την άσκηση της απόλυτης εξουσίας και το 1982 «Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου», που το εμπνεύστηκε από την πραγματική ιστορία ενός εγκλήματος.

Την ίδια χρονιά τιμάται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το πραγματικό συνδυάζονται σ’ έναν πλούσιο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου», όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της επιτροπής.

Το 1999 διαγνώστηκε με καρκίνο στους λεμφαδένες. Στη διάρκεια της θεραπείας του πήρε την απόφαση να συντάξει την αυτοβιογραφία του, η οποία κυκλοφόρησε το 2002 με τίτλο «Ζω για να τη διηγούμαι».

Δύο χρόνια αργότερα εξέδωσε το τελευταίο του έργο, τη νουβέλα «Θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου», με ήρωα ένα ενενηντάχρονο δημοσιογράφο, που ερωτεύεται ανήμερα των γενεθλίων του μία νεαρή παρθένα, η οποία εκπορνεύεται για να συντηρήσει τη φτωχή οικογένεια της. Από εκείνη τη χρονιά οι εμφανίσεις του αραιώνουν σημαντικά. Το 2012 ο αδελφός του Χάιμε αποκαλύπτει ότι ο Γκάμπο πάσχει από τη νόσο του Αλτσχάιμερ.

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες πέθανε στις 17 Απριλίου του 2014, στην Πόλη του Μεξικού, σε ηλικία 87 ετών.

Είμαι ένας συγγραφέας από δειλία

«Το όνομά μου, σενιόρ, είναι Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Λυπάμαι: ούτε σ’ εμένα αρέσει το όνομα, γιατί είναι μια σειρά από κοινοτοπίες, με τις οποίες ποτές δεν μπόρεσα να δεθώ. […] Είμαι ένας συγγραφέας από δειλία. Η αληθινή κλίση μου είναι προς τη μαγεία, αλλά κάθε φορά που προσπαθώ να την εξασκήσω, τα χάνω σε τέτοιο βαθμό, που αναγκάστηκα να καταφύγω στη μοναξιά της λογοτεχνίας.

Σε κάθε περίπτωση, και οι δύο δραστηριότητες οδηγούν στο μοναδικό πράγμα που με ένοιαζε όταν ήμουν παιδί: να με αγαπούν περισσότερο οι φίλοι μου.

Στην περίπτωσή μου, το ότι είμαι συγγραφέας είναι ένα εξαιρετικό επίτευγμα, γιατί είμαι πολύ κακός στο γράψιμο. […] Ποτέ δεν μιλάω για λογοτεχνία, επειδή δεν ξέρω τι είναι και εκτός αυτού είμαι πεπεισμένος ότι ο κόσμος θα ήταν ακριβώς ο ίδιος χωρίς αυτήν.

Από την άλλη, αντίθετα, είμαι πεπεισμένος ότι θα ήταν εντελώς διαφορετικός χωρίς αστυνομία. Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι θα ήμουν πολύ πιο χρήσιμος στην ανθρωπότητα, αν αντί για συγγραφέας είχα γίνει τρομοκράτης» έλεγε.

  • Η φιλία του με τον Κάστρο

Ο κύκλος των διάσημων φίλων του δεν περιοριζόταν μόνο στο χώρο της λογοτεχνίας. Στάθηκε μέχρι τέλους στο πλευρό του Φιντέλ Κάστρο, παρά τις έντονες επικρίσεις που δέχτηκε επί χρόνια. Ο Κάστρο του είχε παραχωρήσει ένα εξοχικό στην Αβάνα, το οποίο ο Γκαρσία Μάρκες επισκεπτόταν συχνά. Ενδιαφέρθηκε για τη χώρα αυτή σαν να ήταν η δική του.

Η Ακαδημία Κινηματογράφου της Κούβας ήταν ένα δικό του δημιούργημα. Οι πολιτικές ανησυχίες του δεν τον άφηναν όμως ήσυχο. Ανέπτυξε ένα είδος μυστικής διπλωματίας με τις ΗΠΑ, προκειμένου να αρθεί το εμπάργκο κατά της Κούβας, πάντα σε συνενόηση με τον Κάστρο.

Στο πλαίσιο αυτό συνδέθηκε στενά με τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον και πολλές φορές αποτέλεσε τον κρίκο επαφών των δύο πλευρών.

Ο Κλίντον τον κάλεσε στο Λευκό Οίκο σε μια βραδιά που θα τον τιμούσε μαζί με την Τόνι Μόρισον και τον Κάρλος Φουέντες. Η είδηση βέβαια ήταν ο ίδιος. Επί χρόνια οι ΗΠΑ του αρνούνταν βίζα, λόγω των σχέσεών του με την Κούβα και ξαφνικά ο Γκάμπο περνούσε το κατώφλι του Λευκού Οίκου!

Αργότερα ο Γκαρσία Μάρκες θα έστελνε στον Κλίντον το χειρόγραφο της Είδησης μιας Απαγωγής και εκείνος θα του απαντούσε με ένα σημείωμα: «Εχθές το βράδυ διάβασα το βιβλίο σου μονορούφι».

Ο Κλίντον θα ήταν παρών και στην στην τιμητική εκδήλωση για τον Γκάμπο στο συνέδριο της Διαμερικανικής Ένωσης Τύπου στην Καρταχένια το 2007.

 

  • Ο Γκαρσία Μάρκες ήταν ο συγγραφέας μιας χαμένης παράδοσης

Έγραφε για όλους. «Έχω γράψει αρκετά, έτσι δεν είναι; Κανείς δεν έμεινε απογοητευμένος, δεν μπορούν να περιμένουν άλλα από μένα, σωστά;» διερωτήθηκε σε μια από τις τελευταίες συναντήσεις που είχε με το βιογράφο του, Τζέραλντ Μάρτιν.

Κι ήταν πέρα για πέρα αλήθεια. Κανείς σαν αυτόν δεν αφομοίωσε τόσες πολλές τεχνικές στο έργο του, απ’ όλες τις σχολές και τις εποχές της τέχνης του μυθιστορήματος.

Τόλμησε να ανοιχτεί όσο λίγοι σε όλα τα είδη, εγκιβωτίζοντας στο έργο του τα φτηνά ρομαντικά αναγνώσματα που διάβαζε η μητέρα του μαζί με τον Οιδίποδα του Σοφοκλή και τον Οδυσσέα του Τζόις.

Πηγαινοερχόταν από την πολιτική στην τέχνη με υποδειγματική προσοχή -αυτός ο ανέστιος και πένης, που δεν είχε καταφέρει να πάρει ούτε ένα πτυχίο νομικής. Έγραψε αυτό που έζησε κι έζησε έντονα, κατανοώντας από νωρίς πως «είναι η ζωή περισσότερο από το θάνατο, αυτή που δεν έχει όρια».  

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X