Αναλύσεις

Ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας και ο διχασμός της ελληνικής κοινωνίας

Ο αναθεωρητισμός της Τουρκίας και ο διχασμός της ελληνικής κοινωνίας
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Η απειλή της Τουρκίας είναι διαχρονική μετά το 1955, αλλά στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα έχει αποκτήσει νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ο κυρίαρχος της πολιτικής σκηνής της Τουρκίας Ρ. Τ. Ερντογάν από το 2010 έχει πραγματοποιήσει μια σημαντική στρατηγική στροφή. Απαλλάχτηκε από ισχυρούς εσωκομματικούς του παράγοντες, όπως ο πρώην Πρόεδρος Γκιούλ και ο πρώην Πρωθυπουργός Νταβούτογλου και κατήγγειλε ως εχθρό του κράτους τον αρχικό του σύμμαχο Γκιουλέν. Ξεκίνησε να οικοδομεί μια κοινωνική και πολιτική ελίτ αφοσιωμένη αποκλειστικά στον ίδιο, ενώ έχει αλώσει τις κρατικές δομές και τις ένοπλες δυνάμεις με ανθρώπους της εμπιστοσύνης του. Αποτελώντας ο ίδιος μια προσωπική πηγή εξουσίας έχει προχωρήσει στη μεταβολή των πάγιων αρχών της τουρκικής πολιτικής. Το όνειρο της ενσωμάτωσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση που θα ήταν και το επισφράγισμα της κοσμικότητας της Τουρκικής δημοκρατίας, η ολοκλήρωση του οράματος του Κεμάλ Ατατούρκ, έχει πλέον εγκαταλειφθεί. Άρα, δεν υφίσταται πλέον ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας. Αντίθετα, η Τουρκία έχει επαναφέρει την ισλαμική διάσταση της κοινωνίας στην πρώτη γραμμή της πολιτικής σκηνής.

Επιπλέον, η ισλαμική εξέχουσα της φυσιογνωμίας της σημερινής Τουρκίας ισχυροποιεί τη σύνδεσή της με το οθωμανικό παρελθόν της. Σε αυτή την κατεύθυνση, λοιπόν, εκφράζει έναν έντονο αναθεωρητισμό σχετικά με συνθήκες και σύνορα στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου και στον Καύκασο. Ποιοι είναι οι άμεσοι στόχοι του τουρκικού αναθεωρητισμού ; Αρχικά είναι η επιβολή ενός κυρίαρχου ρόλου της Άγκυρας στην εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων της περιοχής, ώστε να τροφοδοτήσει την οικονομική της ανάπτυξη με κεφάλαια, ειδικά τώρα που με τις υποβαθμίσεις της από του διεθνείς οίκους αξιολόγησης ο δανεισμός της γίνεται δυσκολότερος. Στη συνέχεια, η επίτευξη θεσμικού ρόλου παρέμβασης στα εσωτερικά χωρών, όπου υπάρχουν μουσουλμανικοί πληθυσμοί στα Βαλκάνια, ώστε να ασκεί έμμεσο έλεγχο στις πολιτικές των χωρών αυτών και να επηρεάζει, όσο το δυνατόν περισσότερο, τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίστοιχους στόχους έχει και για τους τουρκικής καταγωγής πληθυσμούς της Μέσης Ανατολής και της Υπερκαυκασίας.

Η Ελλάδα παίζει κομβικό ρόλο στην προώθηση του παραπάνω σχεδιασμού γιατί αποτελεί τον πιο ισχυρό παράγοντα που μπορεί να εμποδίσει την υλοποίησή του. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι είναι η χώρα της περιοχής που μετέχει στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε., αλλά επίσης αποτελεί παραδοσιακό σύμμαχο και εταίρο των δυτικών δυνάμεων, όπως και του Ισραήλ. Ακόμα και σήμερα, μετά από 8 χρόνια οικονομικής κρίσης και βίαιης προσαρμογής εξακολουθεί να αποτελεί την πλουσιότερη χώρα γείτονα της Τουρκίας και της ευρύτερης περιοχής. Επίσης, διαθέτει σύγχρονες και απόλυτα αξιόμαχες ένοπλες δυνάμεις και σε συνδυασμό με τη γεωστρατηγική της θέση είναι σε απόλυτη ικανότητα να επιφέρει σημαντικά πλήγματα σε όποιον θέσει στο στόχαστρό της.

Για ποιο λόγο, λοιπόν, ο Ρ. Τ. Ερντογάν έχει επιλέξει όχι μόνο την κλιμάκωση της διπλωματικής αντιπαράθεσης με την Ελλάδα, αλλά την αναβάθμισή της σε οιονεί στρατιωτική ; Γιατί εκτιμά δύο πράγματα.

Πρώτον ότι η σημερινή κυβέρνηση ασκεί εξωτερική πολιτική με το βλέμμα της στο εσωτερικό της χώρας, ενώ ταυτόχρονα επιμένει σε ιδεολογικές αγκυλώσεις που παράγουν ερασιτεχνικές κινήσεις στη διπλωματική σκακιέρα. Επιπλέον, θεωρεί την κυβέρνηση εξαιρετικά αδύναμη, καθώς είναι φανερό ότι δεν έχει τη στήριξη της κοινής γνώμης.

Το δεύτερο και πιο σημαντικό είναι ότι η 8χρονη κρίση έχει αποδυναμώσει τους συνεκτικούς αρμούς της ελληνικής κοινωνίας. Και έχει δημιουργήσει συνθήκες διχασμού. Δεν είναι μόνο η αντιπαράθεση μεταξύ του κυβερνητικού σχηματισμού και της αντιπολίτευσης που με ευθύνη του πρώτου επιχειρείται να αναβιώσει ο έμπνευσης Μένιου Κουτσόγιωργα αγώνας «μεταξύ των δημοκρατικών δυνάμεων και της δεξιάς» σε ένα μοτίβο «οι παλιές πολιτικές δυνάμεις και το καινούργιο». Αλλά, δυστυχώς, η διάρρηξη δεσμών μεταξύ κοινωνικών ομάδων που η απατηλή ευημερία των δανεικών άμβλυνε τον αξιακό τους κώδικα και έδωσε προτεραιότητα στην καταναλωτική – οικονομική διάσταση. Τα χάσματα είναι, δυστυχώς, πολλά και μεγάλα : εργαζόμενοι ιδιωτικού – εργαζόμενοι δημόσιου τομέα, μισθωτοί – ελεύθεροι επαγγελματίες, κάτοικοι τουριστικών περιοχών – κάτοικοι μη τουριστικών περιοχών, επιχειρηματίες – υπάλληλοι. Δημιουργούνται, όχι μόνο δύο Ελλάδες, αλλά πολλές με διαφορετικά χαρακτηριστικά και υπερτονισμένες αντιθέσεις. Εδώ «πληρώνουμε» και τη συνεχή υποβάθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος που, παρωχημένο καθώς είναι, αδυνατεί να προσφέρει στους νέους ένα στέρεο σχήμα εθνικής και κοινωνικής αυτοσυνειδησίας. Έτσι, τα παραπάνω φαινόμενα διογκώνονται και διευρύνονται συνεχώς.

Είμαστε σε θέση ως κοινωνία και ως έθνος – για να βάλω και στην εξίσωση και τα εκατομμύρια των Ελλήνων που διαμένουν στο εξωτερικό – να ανταποκριθούμε στην κρίσιμη πρόκληση του καιρού μας ; Έχουμε τη διάθεση να δημιουργήσουμε – πρώτα μέσα μας και μετά στο περιβάλλον μας – όρους επίτευξης εθνικής συναίνεσης και ομοψυχίας ; Αυτά είναι τα ερωτήματα που καλούμαστε να απαντήσουμε. Και μια χρήσιμη παρατήρηση : κανένας σύμμαχος ή εταίρος δεν θα έχει τη διάθεση να μας υποστηρίξει, αν διαγνώσει μοιρολατρία και ενδοτισμό από μέρους μας.

Οι πολιτικές παρατάξεις, αλλά και κάθε ενεργός πολίτης οφείλει να αναλάβει δράση για να ανατρέψει αυτή την κατάσταση. Όλοι κρινόμαστε σήμερα. Και ο λαός μας στο τέλος θα απομονώσει τους κήρυκες του διχασμού και του εθνομηδενισμού, ακόμα κι αν κρύβουν τις προθέσεις τους σε ξεπερασμένες ιδεολογίες ή σε δήθεν ταξικούς αγώνες…   

Α. Κ. ΜΠΑΛΕΡΜΠΑΣ

Φιλόλογος, Δρ. Αρχιτεκτονικής

Μέλος Πολιτικής Επιτροπής Ν.Δ.

Τα μυστήρια των Αθηνών με το αφορολόγητο και οι εκλογές…

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X