Επιλογές

Όλα για τη δόξα: Borg vs McEnroe- Η ταινία για δύο θρύλους του τένις

Όλα για τη δόξα: Borg vs McEnroe- Η ταινία για δύο θρύλους του τένις
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Σημείωση: Η ταινία είναι βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Αυτά, αφορούν την παγκόσμια κατάταξη του αθλήματος τένις κατά το 1980, λαμβάνοντας χώρα από τα τέλη Ιουνίου μέχρι και τις αρχές Ιουλίου στο διεθνούς φήμης μα και όμοιας αναγνώρισης αθλητικού κύρους (ως προς το υψηλό, επαγγελματικό επιπέδου πρωταθλητισμού, στο εν λόγω sport), τουρνουά Wimbledon της Αγγλίας.

-->

ΣΕΝΑΡΙΟ:

Το έτος 1980, δύο ιδιαίτερα ισχυροί αθλητές του τένις εμφανίστηκαν στο ίδιο τουρνουά. Ήταν εκείνο του Wimbledon. Ο συνδυασμός της ιδιοσυγκρασίας και του χαρακτηριστικού στιλ παιχνιδιού του καθενός, καθόρισε την μέχρι τότε πορεία πρωταθλητισμού τους. Αρχικά ο 25χρονος Σουηδός Bjorn Borg, με τη μορφή ενός σπουδαίου πρεσβευτή αυτού του ευγενούς sport. Διακριθείς ως πρωταθλητής επί τέσσερις συνεχόμενες φορές στη συγκεκριμένη αθλητική εκδήλωση! Η ψυχραιμία του, ή μάλλον η καθολική απουσία συναισθημάτων από τον ίδιο, κατά τη διεξαγωγή κρίσιμων για την ανοδική πορεία της καριέρας του αγώνων, καθώς επίσης και το δυνατό χτύπημα backhand με τα δύο χέρια, που ως πρωτοπόρος καθιέρωσε, κατάφεραν να γοητεύσουν το φίλαθλο κοινό. Πόσω μάλλον το αγγλικό. Στην αντίπερα όχθη, ο 20χρονος Αμερικανός John McEnroe, ως ανελπίστως αποδεδειγμένα ταλαντούχος εκπρόσωπος του αθλήματος για το μέλλον. Απολαμβάνοντας τη δεύτερη θέση της παγκόσμιας κατάταξης, έχοντας κατακτήσει άλλες διοργανώσεις, κατά το τρέχον χρονικό διάστημα! Είναι η απόλυτη αντίθεση. Ο εκρηκτικός χαρακτήρας του νεαρού φέρνει μονίμως σε αμηχανία τους λάτρεις του τένις και την παγκόσμια ομοσπονδία συγχρόνως. Καθώς εκείνος, πάμπολλες φορές απευθύνεται με υβριστικό τρόπο στους διαιτητές φωνάζοντας και πραγματοποιώντας παράλληλα, απαξιωτικά σχόλια και σε κάποιους αντιπάλους ή στο κοινό (!) . Μόνο όμως, μόλις πραγματικά πιστεύει ότι αδικείται από σφάλματα άλλων. Ωστόσο, το εκπληκτικά αποτελεσματικό του servis και το γεγονός πως είναι αριστερόχειρας (σε αντίθεση με το πλήθος των αντιπάλων του), έχοντας επιπροσθέτως ντελικάτα χτυπήματα ανεβαίνοντας προς το φιλέ, φέρνει το σεβασμό ακόμη και όποιων κρίνουν ως ανάρμοστη και αντιαθλητική τη συμπεριφορά του.

Ο Bjorn στοχεύει τον πέμπτο συνεχόμενο τίτλο, ενώ ο John την κατάρριψη του ισχυρού Βασιλέα των courts. H ενθουσιώδης νιότη τουMcEnroe, που φοβάται μόνο έναν αντίπαλο, θα συγκρουστεί με τη χρόνια ανέκφραστη περσόνα του Borg. Με τον τελευταίο, έπειτα από πολλά έτη, ξαφνικά να εκδηλώνει συναισθήματα εκτός γηπέδου, αρχικά μόνο στους δικούς του ανθρώπους (στον αναντικατάστατο προπονητή του, Lennart και στην ξεχωριστή σύντροφό του Mariana) και αργότερα τα πιο έντονα από αυτά, αποκλειστικά στον εαυτό του. Χωρίς να δείξει σε κανέναν τη συνολική διάσταση του απερίγραπτου τρόμου, που του προκαλούν η ιδέα της πτώσης από την κορυφή, αλλά και η αποκλειστική ενασχόληση στη ζωή του με το τένις από την ηλικία του και άνω. Και οι δυό τους θα φτάσουν στον τελικό! Ωστόσο, πίσω από τις κάμερες, την εκτίμηση ή απλή αναγνώριση του παιχνιδιού τους από το κοινό, το σεβασμό των αντιπάλων και την αγάπη των φίλων, υπάρχει και κάτι άλλο. Ο χρόνος! Εκείνος όπου καταρχάς ξεκίνησαν να διαθέτουν μέσα από την αντιμετώπιση της πάντοτε δύσκολης εφηβείας, διαφέροντας από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας τους. Νικώντας τους προσωπικούς τους φόβους, τόσο νωρίς. Ώστε διαγράφοντας μια επιτυχημένη πορεία, να φτάσουν στον περίφημο τελικό του 1980.

Και τώρα πλέον… Ο χρόνος που παγώνει κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης εκδήλωσης αντισφαίρισης! Με την πολυήμερη αφοσίωση στο άθλημα και την προσήλωση στον στόχο αυτού, μέσω μελετημένων, φαινομενικά αντίθετων στρατηγικών, σε ένα παιχνίδι τόσο μοναχικά υπεύθυνο. Μέχρι την πορεία, τη διεξαγωγή και ακολούθως το πέρασμα του μεγάλου τελικού, οι δύο αθλητές δεν θα είναι ποτέ πια οι ίδιοι. Καθώς θα ανακαλύψουν τον αμοιβαίο καθρεπτισμό αντρικού προτύπου, ο ένας στον άλλο.

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ:

Αναγράφεται ο τίτλος του έργου και αμέσως η επισήμανση, πως η ταινία είναι εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα. Σε μαύρο φόντο ακούμε το χαρακτηριστικό “Quiet please” από το διαιτητή της αναμέτρησης. Στη συνέχεια, διακρίνουμε μια φράση που περιγράφει, ότι το τένις με τους κανόνες του (advantage, servis κ.τ.λ.) προσομοιάζει τη ζωή. Οι φωνές αρκετών αθλητικών ανταποκριτών ασχολούνται με τις αντιθέσεις των δύο τόσο διαφορετικών παικτών, δίνοντας τους ψευδώνυμα αναμέτρησης. Παγόβουνο (Borg) εναντίον κακού παιδιού (McEnroe) είναι κάποια από αυτά. Μετά οι θεατές γίνονται γνώστες της χρονολογικής ένταξης στο έτος 1980 και της χρονικής έναρξης του τελικού στο Wimbledon, με ισάξιους διεκδικητές του τίτλου τον Σουηδό και τον Αμερικανό. Όντας οι πιο θεαματικοί τενίστες παράλληλα και ανήκοντας στα Νο1 και Νο2 της παγκόσμιας κατάταξης αντιστοίχως. Ξεκινά το πρώτο servis και μόλις ακούμε το χτύπημα μεταφερόμαστε στα παιδικά χρόνια του Bjorn Borg. Εκείνος εξασκείται σε ανοικτό χώρο έχοντας κοντά μαλλιά, χτυπώντας διάφορες μπαλιές με τη ρακέτα του σε έναν τοίχο, στον οποίο διαγράφεται το σχήμα από διάφορες διαδοχικές πόρτες στο πλάι. Οδηγούμαστε χρόνια αργότερα, σε ένα πολυτελές διαμέρισμα ξενοδοχείου, παρατηρώντας το Σκανδιναβό αθλητή με την περήφανη χαίτη να ατενίζει την υπέροχη θέα από το μπαλκόνι του. Κάνει ριψοκίνδυνες κινήσεις γυμναστικής κοντά στην άκρη του μπαλκονιού, στο κάγκελο. Μοιάζει να μην φοβάται. Στην επόμενη σκηνή τον βλέπουμε να προπονείται σε χωμάτινο γήπεδο. Υποδέχεται ένα πλήθος από μπαλιές, ενώ αλλάζει συνεχώς πλευρές ανά χτύπημα, καθώς οι λήψεις της κάμερας καταγράφουν τις κινήσεις του από την κάτοψη, έπειτα αλλάζοντας δύο φορές, δείχνοντας πάντα μόνο εκείνον, ώσπου τελικά γίνεται ορατό το ειδικό μηχάνημα, που χρησιμεύει στην εξάσκησή του. Η μακρινή λήψη των προπονητικών εγκαταστάσεων μαρτυρά, ότι είναι τελείως μόνος εκεί. Στο δρόμο, δεν μπορεί να κυκλοφορήσει αν δεν του ζητήσουν τα παιδιά αυτόγραφο ή αν δεν τον πολιορκήσουν οι κοπέλες. Αδυνατεί να κρύψει την ταυτότητά του ακόμη και σε ένα απλό μπαρ. Η σύντροφός του, επίσης τενίστρια, Mariana, δείχνει ωστόσο να κατανοεί περισσότερο το μυαλό του. Άλλωστε παίζει ρόλο το ότι μιλούν και κυριολεκτικά την ίδια γλώσσα (σουηδικά), αν και η κοπέλα είναι από τη Ρουμανία.

Περνάμε στην άλλη άκρη του ατλαντικού στον John McEnroe... Ένας άλλος κόσμος! Βλέπουμε μέσα από τηλεοπτικές οθόνες τα “κατορθώματα” του Αμερικανού, όσες φορές διαμαρτύρεται στους διαιτητές. Είναι προσκεκλημένος σε τηλεοπτική εκπομπή, εξαιτίας τηςεπερχόμενης συμμετοχής του στο Wimbledon. Ο John έχει αθλητικό look, είναι αρκετά επικοινωνιακός και έχει μια υγιή αυτοπεποίθηση, μέχρι τη στιγμή κατά την οποία ο παρουσιαστής εστιάζει περισσότερο στο όνομα του βασικού αντιπάλου του. Του Σουηδού με την ανέκφραστη μάσκα. Ο 20χρονος εκνευρίζεται, μα δεν το δείχνει τόσο στην εκπομπή, όσο στα παρασκήνια μετά το τέλος της, μιλώντας με το χαρακτηριστικό του ύφος στον παρουσιαστή, ενώ τον συνοδεύει ο πατέρας και manager του, καθώς φεύγουν από αυτό το studio. ΟJohn ταξιδεύει στην Αγγλία, όπου στο αεροδρόμιο ορμούν οι δημοσιογράφοι και τα φλας επάνω του, καθώς “πουλάει” από τώρα η ιδέα και μόνο του συγκεκριμένου πιθανού τελικού. Μετά ο ατίθασος McEnroe, χαλαρώνει κάνοντας χαρούμενος ένα ρεκόρ στο φλιπεράκι, έχοντας ξεχάσει την όλη πίεση. Η κάμερα από την κίνηση του χεριού του θα οδηγηθεί στο χτύπημα της ρακέτας του Borg, o οποίος ως πάντα προσηλωμένος στο στόχο, παίζει τένις για προπόνηση ακόμη και με την κοπέλα του.

Από αυτή τη στιγμή, η ξαφνική μεταφορά με συμβολισμούς από τον ένα διεκδικητή στον άλλο, θα πραγματοποιείται σχεδόν τακτικά, επίσης με ουσιώδεις τρόπους. Οι δύο τενίστες θα συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο σε συνεντεύξεις, ή μετά από αγώνες στιγμιαία στα αποδυτήρια, μα ποτέ δεν θα συνομιλήσουν. Για την ακρίβεια, κανείς δεν θα πει κουβέντα στον άλλο. Μέχρι τον τελικό! Στην ουσία η ταινία αφορά τρία κύρια μέρη: Α) Το παρελθόν των δύο αθλητών, Β) τη διεξαγωγή του πολυήμερου τουρνουά (παρόν) και Γ) την αναμονή του μεγάλου τελικού με τη γέννηση περισσότερων συναισθημάτων και για τους δύο, έπειτα από αυτόν (μέλλον). Πριν από το παιχνίδι αυτό, θα παρακολουθήσουμε τις σημαντικότερες ημέρες του τουρνουά, αλλά και τον τρόπο διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου των δύο πρωταγωνιστών. Ο χρόνος του παρόντος δηλαδή, θα αποτελέσει σκηνοθετικά τη βάση του έργου. Οι παρελθοντικές ιστορίες της εφηβικής ηλικίας (και παιδικής για τον Borg) εκατέρωθεν, με το τένις ως οδηγό για την κρίσιμη δόμηση χαρακτήρων, θα λειτουργήσουν ως επεξήγηση στο κοινό για τις χρονικές αποστάσεις πορείας πρωταθλητισμού, που διανύθησαν. Ο περίφημος τελικός όχι λόγω κινηματογραφικής διάρκειας, αλλά εξαιτίας εξέχουσας σημασίας (όπως μας έχει προετοιμάσει μέχρι τότε το έργο) θα αποτελέσει μια ξεχωριστή ενότητα.

Με το τέλος του, θα περιγραφεί εκτός του παρόντος και το άμεσο μέλλον (αλληλοεκτίμηση και σεβασμός των δυνατοτήτων των δύο αθλητών, που αφήνει υποσχέσεις για μια αληθινή φιλία). Ομοίως και το απώτερο. Με την αναγραφή γεγονότων του πραγματικού τουρνουά, διαμέσου φωτογραφιών των αληθινών προσώπων. Ωστόσο, οι χρόνοι αν και είναι ξεκάθαρα ανεξάρτητοι, θα ενωθούν με διάφορες σειρές κατά τη διάρκεια του έργου, αλλά χωρίς να μπερδέψουν το θεατή. Αντιθέτως λειτουργούν ως μια αναλλοίωτη υπενθύμιση σε ένα πραγματικό μυαλό. Δεδομένου ότι: ξεκινούν με την έναρξη της ταινίας μόλις μια ανάσα πριν από την αναμονή του τελικού (οπότε ουσιαστικά αφορά το μέλλον) και έπειτα περιγράφουν το παρόν. Με μικρές, νοητικά αφηγηματικές χορηγήσεις των παρελθοντικών διαφορετικών μονοπατιών στη συνέχεια, οδηγώντας μετά το θεατή ξανά στο παρόν και αναπόφευκτα στον τελικό εναλλάσσοντας παρόν με άμεσο και απώτερο μέλλον (όπως δηλαδή ξεκίνησε το έργο), εκτιμούμε πως πρόκειται σκηνοθετικά για αριστοτέλεια αφήγηση.

ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ:

SVERRIR GUDNASONΥποδυόμενος τον 25χρονο (και λίγα χρόνια πριν) Σουηδό πρωταθλητή Bjorn Borg.

Ο Σουηδός ηθοποιός με την Ισλανδική καταγωγή συμμετέχει στον κινηματογράφο από το 2001. Κυρίως σε παραγωγές της χώρας του.

Σε αυτό το έργο είχε έναν πολύ δύσκολο ρόλο. Ενσάρκωνε τον τενίστα με την ανέκφραστη “μάσκα” συναισθημάτων. Στις συνεντεύξεις ή στις πρώτες προπονήσεις του πράγματι δεν αποκαλύπτει τίποτα από όσα νιώθει, αλλά δείχνει με μια υπόνοια έκφρασης, ότι κάτι τέτοιο είναι απλά θέμα αυτοελέγχου. Όταν ξαπλώνει στο κρεβάτι του και αυτοσυγκεντρώνεται, η ερμηνευτική του απόδοση ενισχύει αυτή την αυτοσυγκράτηση, μοιάζοντας να πολεμά καταπνιγμένα συναισθήματα πολλών ετών. Μάλιστα υπάρχει μια ενδιαφέρουσα υποκριτική μετάβαση όταν μετά από χρόνια και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια του τρέχοντος τουρνουά, ο αθλητής εκδηλώνει διάφορα συναισθήματα: 1) Αρχικά για τα οικεία του πρόσωπα, εξαιτίας του ότι έχει περάσει με αυτά στη ζωή του μεγάλο χρονικό διάστημα (μετά τον πρώτο έλεγχο του πλέγματος των ρακετών στο πάτωμα από Bjorn και Lennart). Και 2) Αργότερα, για τη δυσκολία της διατήρησης στην κορυφή, προκύπτοντας ως απόρροια της έως τότε αόρατης, συνεχούς, ψυχολογικής πίεσης, που ο ίδιος υφίστατο (3ος προκριματικός με προσωρινή διακοπή βροχής). Επιπλέον, με τους προβληματισμούς που αποκτά, για το αν έχει νόημα να συνεχίσει το άθλημα μετά τα 25, είναι σαν να μας προβάλει χωρίς εικόνες, τι κρυβόταν στο μυαλό του τόσο καιρό. Η σκηνή στο μπάνιο με την κίνηση του σώματός του, μας δείχνει σωστά ότι ναι μεν έχει κατακτήσει την κορυφή του τένις, αλλά παραμένει ως άλλη μια ανθρώπινη μορφή δε, που κλονίζεται σε όλο της το είναι. Οι υποκριτικές απαιτήσεις συνεχίζουν να αυξάνονται, μόλις ο ηθοποιός καλείται να αναπαραστήσει πλέον τον Borg, ο οποίος ξέσπασε, αλλά ξαναχρησιμοποιεί το μηχανικό προσωπείο. Πολύ καλή ερμηνεία.

SHIA LaBEOUF: Στο ρόλο του μεγάλου αντιπάλου, φερέλπιδος, 20χρονου Αμερικανού, εκρηκτικού τενίστα John McEnroe.

Τι να πει πραγματικά κανείς για αυτόν τον ηθοποιό, που αν και συμμετείχε από πολύ νωρίς (12 ετών) στο χώρο του cinema και αργότερα κατά το τέλος της εφηβείας του συνέχισε με ταινίες όπως το I,Robot (2004), το The Greatest Game Ever Played (2005) ή το Constantine(2005), μα ειλικρινά τον μάθαμε από την ταινία Transformers (2007). Η βελτίωσή του συνεχιζόταν κλιμακωτά με σταθερά βήματα, ώστε να παίξει στην ίδια ταινία με τον εκλεκτικό Robert Redford στο έργο The Company you keep (2012) και το 2013 να συμμετάσχει στοNymphomaniac, του ιδιαίτερου δημιουργού Lars Von Trier. Με ενδιαφέρουσες συμμετοχές στη συνέχεια μέχρι και σήμερα.

Εδώ λοιπόν, προσδιορίζει τον επίσης αινιγματικό, τενίστα John McEnroe. Ξεκινά με ένα πλήθος από highlights, ερμηνευτικά ρεαλιστικών,διαμαρτυριών, σε διαιτητικά αμφισβητήσιμες αποφάσεις του παρελθόντοςΑποδίδει, έπειτα την ανέμελη νιότη σε συνδυασμό με τον αυστηρό επαγγελματισμό του εν λόγω τενίστα, με τις ιδιόμορφες προσεγγίσεις του (ζητά από το ξενοδοχείο πολλούς μαρκαδόρους και χαρτιά, μα τελικά κατασκευάζει τον πίνακα κατάταξης στην ντουλάπα του δωματίου). Πείθει πως αγχώνεται, όταν οι αθλητικογράφοι στοχεύουν να τον παγιδεύσουν στις συνεντεύξεις. Παρουσιάζουν ενδιαφέρον, οι ιδιομορφίες του σε διαιτητικές παρατηρήσεις ή σεπροσπάθεια φασαρίας προερχόμενη από το κοινό, στη συγκεκριμένη αθλητική εκδήλωση μέχρι και την πρόκριση στον τελικό. Προκαλώντας διάφορα συναισθήματα ακόμη και χιουμοριστικής διάθεσης στους θεατές (συστάσεις στο διαιτητή για πτήσεις περιστεριών). Ειλικρινά, σε αυτές εκφράζει πόσο μόνος αισθάνεται σε αυτή την προσπάθεια πρόκρισης, καθώς οι άνθρωποι στις κερκίδεςέχουν ήδη επιλέξει να μην τον συμπαθούν, ανεξαρτήτως του αποδεδειγμένα καλού τένις που παίζει. Έτσι δίνει στο θεατή την υποψία, ότι ίσως έχει κάποιο λόγο άμυνας και στρατηγικής αυτή η συμπεριφορά. Αργότερα στην αναμέτρηση με τον Jimmy Connors θα αναρωτηθούμε σοβαρά, εάν είναι μήπως απλά ακριβοδίκαιος (τεκμηριωμένη απάντηση στο διαιτητή, καθώς πρώτον σηκώθηκε ο ασβέστης/κιμωλία της γραμμής στον αέρα και δεύτερον ο αντίπαλός του πατά το συγκεκριμένο σημείο). Η παρακολούθηση του αντιπάλου Borg, θα δείξει το σεβασμό του χαρακτήρα και την ωριμότητά του, ενώ όλοι πιστεύουν το αντίθετο. Ιδιαίτερη, η ερμηνευτική στιγμή μόλις παίζει σε προηγούμενο γύρο με τον φίλο του Peter Fleming, υιοθετώντας την ψυχρή τεχνική του Borg. Με τη μετέπειτα νίκη του να φαντάζει άγευστη, καθώς αυτή επικράτησε της φιλίας. Δακρύζει τόσο φυσικά, πριν καν καταλάβει τις θετικές και αρνητικές συνέπειες στην ισχυροποίηση του χαρακτήρα του. Έχει γίνει ένα με το ρόλο.

LEO BORG, MARCUS MOSSBERG: Υποδυόμενοι τον Bjorn Borg στις ηλικίες 9-13 και 15 ετών αντίστοιχα. Ο πρώτος είναι ο αληθινός γιος του (!) και ο δεύτερος ηθοποιός.

Άξιοι εκφραστές του πρώιμου χαρακτήρα του Borg, με αντιαθλητική συμπεριφορά και δυνατές φωνές πανηγυρισμών σε κάθε πόντο εκνευρίζοντας τη σουηδική αθλητική ομοσπονδία. Ο πρώτος πετυχαίνει την πρώτη θεμελιώδη μετατροπή αυτής της συμπεριφοράς, όταν αποκτά εμπιστοσύνη στον Lennart, εκφράζοντάς του ότι θέλει να γίνει ο καλύτερος παίκτης στον κόσμο, σκεπτόμενος να αφήσει πίσω του θυμό του. Ο δεύτερος αποδίδει με ιδανικό τρόπο τη σύγκρουση με τον προπονητή, μόλις ξεπερνά τα όρια και οδηγείται ενστικτωδώς σαν αγρίμι στο δάσος, συνθλίβοντας τη ρακέτα του στον κορμό ενός δέντρου. Αργότερα θα δώσει την τελική υπόσχεση. Δηλαδή να ξεχάσει κάθε συναίσθημα. Οι ερμηνείες τους είναι κρίσιμες για την εξέλιξη του έργου.

JACKSON GANN: Ερμηνεύοντας το χαρακτήρα του έφηβου John McEnroe.

Με λίγες σκηνές καταγράφει ένα παιδί που ως πράο και πολύ καλός μαθητής, δεν προμήνυε τη μετέπειτα αντιδραστική ιδιοσυγκρασία του τενίστα. Οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε ότι στην προπόνηση, πραγματοποιώντας τα βήματα προς τα πίσω, πείθει ότι ασχολείτο με το άθλημα. Ενώ φαίνεται να προλαβαίνει μαθήματα και άθληση, νιώθει την πίεση της μητέρας του. Κοιτά με σεβασμό το ανέκφραστο ίνδαλμά του στην φωτογραφία του δωματίου. Μόλις διαπιστώνει σε ένα μίνι διαγωνισμό επίδειξης της μαθηματικής του σκέψης, μετέπειτα αθέμιτες προκλήσεις κατά την επίσκεψη οικογενειακών φίλων, γεννάται μέσα του η αριθμητική πιθανότητα μιας άλλης αντίδρασης…

STELLAN SKARSGARD: Στο ρόλο του Lennart Bergelin. Προπονητή-πατρικού προτύπου του Borg.

Κάθε στιγμή σύγκρουσης με τον χαρακτήρα του ταλαντούχου Σουηδού παίκτη, μας δείχνει ότι ο ηθοποιός ανταποκρίνεται στην υπομονετική φύση κάθε προπονητή. Έχοντας επίσης το ένστικτο της ανακάλυψης ενός αληθινού ταλέντου. Η πατρική προσέγγιση, ακουμπώντας το μέτωπο του τενίστα εκφράζει ερμηνευτικά το εγκεφαλικό δέσιμο της περσόνας του Lennart με τον Bjorn.

TUVA NOVOTNY: Υποδυόμενη τη Mariana Simionescu, τενίστρια και σύντροφο του Borg.

Η ερμηνεία της, δείχνει αμέσως μια κοπέλα, η οποία δεν είναι τυχαία στο πλάι του άρχοντα των courts. Εναντιώνεται με μεθοδικότητα μιας ήρεμης δύναμης στους συμβούλους του Bjorn και τον προστατεύει από αυτούς! Όταν εκείνοι θέλουν να τον στείλουν να παίξει στη Νότιο Αφρική, με σκοπό να τον αναγκάσουν αθόρυβα ουσιαστικά, να εγκρίνει με τη συμμετοχή του εκεί, το χρόνιο apartheid της. Προσπαθεί να του υπενθυμίσει ότι είναι δίπλα του, μα όχι για την προβολή που τον περιβάλλει. Το βλέμμα της εκφράζει μια σταθερότητα όταν του εγγυάται, πως μπορεί να τον φανταστεί και μακρυά από το χώρο του τένις.

ΕΠΙΤΥΧΗΣ Ή ΑΝΕΠΙΤΥΧΗΣ Η ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΕΝΑΡΙΟΥ, ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΩΝ:

Το σενάριο αφορά την αληθινή συμμετοχή των κορυφαίων αθλητών αντισφαίρισης John McEnroe και Bjorn Borg στην αθλητική εκδήλωση του Wimbledon, κατά το έτος 1980. Την προσαρμογή των πραγματικών γεγονότων σε επίπεδο κειμενογράφησης, στα πλαίσια ενός κινηματογραφικού έργου (screenplay), ανέλαβε ο Ronnie Sandahl. Το ότι η ιστορία της πλοκής αφορά πραγματικά γεγονότα, δεν μειώνει αυτή την προσπάθεια. Ίσα ίσα αυξάνει τις προσδοκίες, απαιτώντας περισσότερη προσπάθεια προσήλωσης στο εγχείρημα ενός συνδυαστικού εκ των πραγμάτων σεναρίου, ώστε να ανταποκριθούν οι στιχομυθίες των ηρώων, όσο πιο πιστά είναι εφικτό στην πραγματικότητα. Όπως και οι προσωπικές τους σκέψεις. Εξάλλου το συγκεκριμένο σενάριο παρουσιάζει δύο ιδιαίτερους χαρακτήρες, οι οποίοι ήταν παρεξηγημένοι από την κοινή γνώμη (κυρίως ο John McEnroe) για διαφορετικούς λόγους. Μόνο εκείνοι γνώριζαν την πραγματικότητα, μέσα από τα δικά τους μάτια. Έχοντας τις ίδιες αντιδράσεις, σε διαφορετικές ηλικίες και μοιάζοντας τόσο πολύ!

Δηλαδή προϋποθέτει έρευνα μια τέτοια διαδικασία γραφής σεναρίου. Ο Bjorn Borg έδωσε κάποιες πληροφορίες για τη ζωή, την παιδική του ηλικία και τη σημαντική φιλία, η οποία αντικατέστησε την επαγγελματική αντιπαλότητα με τον John. O Bjorn εκτίμησε την ταινία. Αντίθετα ο McEnroe ανέφερε, ότι δεν τον προσέγγισαν οι παραγωγοί, ώστε να δώσει περισσότερες πληροφορίες μαζί με τον Bjorn και ότι τον απογοήτευσε η ταινία καθώς από την πλευρά του, διακρίνει κάποια πράγματα τα οποία δεν συνέβησαν ποτέ. Ανεξάρτητα από αυτά, ο συγκεκριμένος σεναριογράφος σχολίαζε στο σουηδικό τύπο, ότι είχε παρατηρήσει την ομοιότητα του ηθοποιού Sverrir Gudnason με τον αληθινό Borg. Επίσης αποκάλυψε ότι ο Shia Lebeouf ακούγοντας για το σενάριο ενδιαφέρθηκε να υποδυθεί τον παρεξηγημένο κατά τη γνώμη του McEnroe, με τον οποίο ταυτιζόταν. Ο ίδιος ο ηθοποιός, ανέφερε ότι έκλαψε διαβάζοντας το σενάριο, αναγνωρίζοντάς το ως ευφυές. Άρα, όταν ένας άνθρωπος του χώρου, που έχει κάνει πολλές συνεργασίες και έχει απορρίψει άλλες τόσες, διαβάζοντας δεκάδες σενάρια, εκφράζει κάτι τέτοιο, τότε μάλλον η έρευνα αυτή σχεδόν στο σύνολό της είναι επιτυχής. Και η γνώμη όλων εμάς απέξω (πλην του John McEnroe) ειλικρινά περισσεύει.

Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Janus Metz Pedersen. Είναι ο τομέας που όπως σε κάθε ταινία, παρομοίως και εδώ, θα καθόριζε τα πάντα. Με τη διαφορά ότι συνήθως είναι πραγματικά δύσκολη και γενικά ελλιπής η απόπειρα μιας κινηματογράφησης, έχοντας ως πηγή έμπνευσης αποκλειστικά τον ίδιο τον αθλητισμό ή απλά τους διακριθέντες αυτού. Όταν υπάρχει όμως η εσωστρεφής οπτική γωνία της δυσκολίας του πρωταθλητισμού, σε συνδυασμό με την ιδιαιτερότητα ορισμένων χαρακτήρων κάποιων αθλητών, μεταφέρεται κάτι πέρα από τα πλαίσια του αθλητισμού. Η σωματοποίηση της ανθρώπινης θέλησης! Λίγες είναι πραγματικά οι ταινίες που κατόρθωσαν να αποδώσουν αυτή την αγνή προβολή. Ένα παράδειγμα είναι το Rush με την αληθινά συγκινητική, γνωστή ιστορία της ζωής του οδηγού της F1, NikiLauda. Ή ιστορίες, που θα γίνουν ταινία, όπως του Jamie Vardy της ποδοσφαιρικής ομάδας Leicester, o οποίος δούλευε σε εργοστάσιο,κάνοντας παράλληλα προπονήσεις μέχρι τα 26 του χρόνια. Προτού παίξει στις μεγάλες κατηγορίες ποδοσφαίρου της Αγγλίας και στεφθεί αργότερα πρωταθλητής της κορυφαίας Premier League. Η ταινία Borg vs McEnroe εντάσσεται λοιπόν σε αυτή την ελίτ, μέσω της οποίας ο αθλητισμός, σπάνια, μα αληθινά, εμπνέει ανθρώπους να ασχοληθούν και να κατακτήσουν στόχους που ανήκουν στην ψυχαγωγία και όχι στη διασκέδαση. Ξεπερνώντας τελικά τα επιτεύγματα των πρωταθλητών (ενασχόληση με επιστήμες, τέχνες ή την προσφορά διάσωσης και διευκόλυνσης ανθρώπινων ζωών). Μα κρατώντας πάντοτε την έμπνευση από αυτούς.

Η απόδοση λοιπόν τέτοιων συναισθημάτων περιγράφεται ιδανικά, μόλις ο μικρός Borg αρχίζει τις πρώτες προπονήσεις, έχοντας ταλέντο μα και μια αντιδραστική συμπεριφορά. Αντιμετωπίζοντας τη σοβαρή πιθανότητα αποκλεισμού από το άθλημα εξαιτίας αυτής. Τότε, ο εκπρόσωπος της σουηδικής ομοσπονδίας αντισφαίρισης, με σχεδόν χαιρέκακο ύφος, απευθυνόμενος στους γονείς του παιδιού, σαν να μην υπάρχει ο Bjorn μπροστά, αναφέρει ότι το τένις ως ευγενές sport δεν αρμόζει σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Αυτό πυροδοτεί μια άλλη αντίδραση, όμοια με εκείνη που ακολούθησε τη μετέπειτα αμφισβήτηση από τον πατέρα του. Λέγεται επίτευξη στόχων. Αρκεί ένας άνθρωπος να πιστέψει σε εσένα. Στην προκειμένη περίπτωση ο προπονητής Lennart Bergelin. Διακρίνοντας ότι το backhand του μικρού με τα δύο χέρια (που υιοθέτησε ως μια μεταφορά του χτυπήματος slapshot, από το άθλημα του hockey επί πάγου) είναι πολύ πιο δυνατόαπό ότι των υπολοίπων. Με σημαντικότερο επίτευγμα τακτικής τελικά, τον μετέπειτα κατευνασμό του θυμού, από τον έφηβο πλέον τενίστα.

Η ιδιαίτερη τεχνική εξάλειψης συναισθημάτων του Σουηδού θα περιγραφεί αργότερα στο 1980. Όταν έχοντας τσακωθεί μετά από χρόνιακαι πάλι με το Lennart, o Bjorn, κάνοντας ολομόναχος jogging, θα ακολουθήσει την ιδέα της μορφής του προπονητή του. “Μη σκέφτεσαι!” Εκεί, θα έρθουν στη φωτογραφική μνήμη του, στιγμές της παιδικής και εφηβικής ηλικίας με επίκεντρο το τένις. Ο σκηνοθέτης θα δείξει πως στην άκρη αυτών των φωτογραφικών αναμνήσεων κυριαρχεί ένας χρωματισμός έντονων, ανθρώπινων συναισθημάτων. Όταν ο McEnroe διασκεδάζει με τους φίλους του, η κάμερα δείχνει ξαφνικά τον Borg να παρευρίσκεται στο ίδιο club,όντας συμβολικά εκεί, περιφρονώντας τη διασκέδαση. Καθώς στην πραγματικότητα, δεν έφυγε ποτέ από το δωμάτιο του ξενοδοχείου και την ιερή αυτοσυγκέντρωσή του. Οι δύο αντίπαλοι παρακολουθούν ο ένας το παιχνίδι του άλλου, όμως μόνο από την τηλεόραση. Η ιδιαίτερη ματιά του Bjorn μόλις εντοπίσει το στόχο, θα απασχολήσει την κάμερα. Ακόμη και όταν εξετάσει τηλεοπτικά τα ισχυρά σημεία του John, όπως το καλό του servis. Θα αναρωτηθούμε προσωρινά αν ο McEnroe ευθύνεται για το ότι ο νάρθηκας του Peter Flemingαγνοείται. Θα καταλάβουμε, την αίσθηση του John όταν όλοι παραβλέπουν το τένις του, στην τελική συνέντευξη. Αναμένοντας στο διάδρομο οι δύο αθλητές δεν ανταλλάσουν βλέμματα ούτε κουβέντες, ενώ πίσω τους διακρίνεται η φράση “If you can meet with Triumph and Disaster and treat those two impostors just the same” από το ποίημα If του Rudyard Kipling. Η είσοδος των δύο κορυφαίων παικτών,με το μέσο να εστιάζει στο κοινό, που ως ενιαίος μηχανισμός είτε αποδοκιμάζει τον Αμερικανό, είτε αποθεώνει το Σουηδό, εντυπωσιάζει!Η διεξαγωγή του τελικού όντας μια μοναδική ενότητα της ταινίας, είναι κάτι αποκλειστικά βιωματικό. Όπως και ό,τι ακολουθεί την ολοκλήρωσή του. Αναδεικνύοντας ως τελικούς νικητές στη μάχη με την οργή, μα παραδομένους στα υπόλοιπα συναισθήματα, δύοκαταγεγραμμένους τενίστες! Στο τέλος της ταινίας θα παρατεθούν αληθινές φωτογραφίες των συναθλητών, στις οποίες ξεχωρίζουν μία μεταξύ τους και δύο με τον καθέναν χωριστά. Με τη μηχανική εκφραστικότητα του Σουηδού και την αντισυμβατική περσόνα του Αμερικανού (κοροϊδεύοντας με τη γλώσσα) να δεσπόζουν, στα όρια της αθλητικής συμπεριφοράς.

Σε ό,τι αφορά τις ερμηνείες αναφέρουμε ότι ήταν κρίσιμο το αθλητικό κομμάτι. O Sverrir Gudnason (Bjorn Borg) προπονείτο 15 ώρες την εβδομάδα για έξι μήνες, ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ρόλου. Επίσης ο Shia LaBeouf για να υποδυθεί τον αριστερόχειραMcEnroe ακολούθησε ένα σύστημα προσομοίωσης χωρίς την μπάλα. Έχοντας ως κατεύθυνση το μετρονομικό όριο από το ίδιο μηχάνημα,που του υποδείκνυε τις κατάλληλες κινήσεις του σώματός του. Καθορίζοντάς τες με τον ήχο στη θέση της υποτιθέμενης μπάλας... Η προσήλωση των δύο ηθοποιών μέσα στο γήπεδο (είτε στέκονται κοιτάζοντας το φιλέ είτε κινούνται στο χώρο) δεν δημιουργεί την εντύπωση ότι ερμηνεύουν απλά ένα ρόλο. Αντιθέτως ο θεατής πείθεται για τις κινήσεις τους (αυτό το παραδέχτηκε ακόμα και ο αληθινόςJohn McEnroe). Όπως και για την ένταση και αγωνία που εκφράζουν. Είναι σημαντικό το γεγονός, ότι έπαιξε στο έργο ο αληθινός γιος τουBorg και δεν υπήρξαν περιορισμοί από τον πατέρα του, επεμβαίνοντας στο έργο του σκηνοθέτη.

Συνεπώς είναι επιτυχής η απόδοση σεναρίου, σκηνοθεσίας και ερμηνειών.

ΕΠΙΛΟΓΗ CASTING/ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ:

Υπεύθυνοι του τμήματος ήταν οι Jessie Frost, Jina Jay, Johannes Persson, Arwa Salmanova. Είναι πραγματικά εύστοχες οι επιλογές τουςκαι αυτό διακρίνεται από τις αποδόσεις των ηθοποιών. Η Maggie Widsτrand ήταν υπεύθυνη για το casting των παιδιών. Αποδεικνύεται προσεγμένη η εκλογή των έφηβων ηθοποιών. Ειδικά ενός μικρού παιδιού που πέρασε την οντισιόν, όταν αρχικά το μόνο που γνώριζε είναι ότι η παραγωγή χρειάζεται καλούς παίκτες τένις στην ηλικία του. Σε ένα γράμμα του προς τους συγκεκριμένους συντελεστές,ανέφερε ότι είναι ο γιος του Borg. Σε συνδυασμό με το σκηνοθέτη, η υπεύθυνη συμφώνησε, ο μικρός να συμμετάσχει στην ταινία υποδυόμενος το νεαρό πατέρα του. Έτσι κέρδισαν την απίστευτη ομοιότητα, ευκολότερα γυρίσματα των σκηνών τένις, μα και την ερμηνεία της απόδοσης ψυχολογικής πίεσης. Καθώς η τελευταία, ήταν γνώριμο συναίσθημα στην πραγματική ζωή του Leo Borg, όνταςγιος του κορυφαίου τενίστα.

Τα κοστούμια σχεδίασε η Kicki Ilander. Όπως αποκαλύπτεται και στο τέλος από τις φωτογραφίες, τα ρούχα κάποιων παικτών του τουρνουά ήταν ακριβώς ίδια. Οι ενδυμασίες περιγράφουν ικανοποιητικά μια αναφορά της έναρξης των 80′s.

ΜΟΥΣΙΚΗ/ΗΧΗΤΙΚΗ ΥΠΟΚΡΟΥΣΗ:

Η μουσική γράφτηκε από τους: Vladislav Delay, Jon Ekstrand, Carl-Johan Sevedag και Jonas Struck. Μετά την πιθανότητα αποκλεισμού από τη σουηδική ομοσπονδία και την έντονη αμφισβήτηση από τον πατέρα του, ο νεαρός Borg κάνει πατινάζ, προκειμένου να ξεχαστεί. Εκείνη τη στιγμή ο υπεύθυνος του γηπέδου τον ενημερώνει πως θα κλείσει τα φώτα. Ακούμε ένα μουσικό θέμα από πιάνο με βιολί, που συνοδεύουν την εσωστρέφειά του.

Οι διαμαρτυρίες και η όλη ασυνήθιστη, για τα πλαίσια του τένις, συμπεριφορά του John McEnroe απασχολούν ηχητικά το θεατή. Μα ειλικρινά οι ηχητικές αντιθέσεις είναι εκείνες που ξαφνιάζουν όταν: Η ανάρμοστη αθλητική παρουσία έρχεται από τον έφηβο Borg. Η σιωπή γίνεται τρόπος μύησης του Αμερικανού στον αγώνα με τον Peter Fleming (και όχι μόνο εκεί). Επιπλέον, η ενστικτώδης ματιά του Σουηδού περιγράφεται ηχητικά, όταν συγκεντρώνεται στο παιχνίδι. Και φυσικά τα κρίσιμα χτυπήματα της μπάλας σε κάθε αγώνα,δημιουργούν πειστικά αθλητική ατμόσφαιρα.

ΣΤΙΣ ΣΠΑΝΙΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΠΟΥ Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΣΥΝΟΔΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΕΝΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΝΟΗΜΑ, Η ΤΑΙΝΙΑ ΑΝΑΠΑΡΙΣΤΑ ΑΥΤΗ ΤΗ ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ, ΥΠΟ ΕΝΤΟΝΟΥΣ ΠΑΛΜΟΥΣ.

Ο ERETIKOS κριτικός Γιάννης Κρουσίνσκυ

Υ.Γ. : Ειλικρινά δεν μπορώ να κατανοήσω γιατί δεν άρεσε στον John McEnroe η ταινία. Επίσης μεγαλύτερη απορία μου προκαλεί το γεγονός ότι συμμετείχε στο έργο Mr Deeds και απόλαυσε αυτή τη στιγμή (;!), ενώ στην ουσία εκεί ο ίδιος διακωμωδείται και παρουσιάζεται ως γραφικός. Εκτός βέβαια αν μέσω αυτής της υπερβολής έδειξε σε όλους, ότι έσφαλαν για την εικόνα που είχανσχηματίσει για εκείνον. Όμως σέβομαι την άποψη και το άτομό του.

Υ.Γ.2: Το 2006 είδα από κοντά τον John McEnroe με αντίπαλο τον Sergi Bruguera σε αγώνα επίδειξης, στο κεντρικό γήπεδο τένις τουO.A.K.A. Δεν θυμάμαι το αποτέλεσμα. Παρά μόνο ότι ήταν ένα θεαματικό παιχνίδι. Και ότι ο John φώναξε στο διαιτητή, ενώ ήταν μια φιλική αναμέτρηση. Τώρα καταλαβαίνω, ότι ο λόγος που το έκανε είναι επειδή απλά αγαπά αυτό το παιχνίδι…

Ας μην ξεχνάμε τους ταλαντούχους συμπατριώτες μας, Μαρία Σάκκαρη και Στέφανο Τσιτσιπά. Κάτι μου λέει ότι θα συνεχίσουν να εξελίσσονται.

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X