Επιλογές

~Acqua Marina~

~Acqua Marina~
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

«Αύριο θα σμίξω τα δυό σου σκέλη, μήπως γεννηθεί ένα μικρό λυπητερό παιδάκι, θα το λένε ‘Ιούς, Μανιούς, ίσως και Acqua Marina.
Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης, δώστε να πεθάνω όλους τους θανάτους»
Μάτση Χατζηλαζάρου

Έντεκα και είκοσι το πρωί. ‘Ηξεραν αυτές. Άκουσαν το ντάτσουν ν’ ανεβαίνει την ανηφόρα. Είναι εξασκημένο το αυτί των ανθρώπων που ζουν στο βουνό. Ξεχωρίζουν κάθε ήχο από μακριά: φεύγει, έρχεται, πουλί, λύκος, άνθρωπος, κοπάδι, φλογέρα. Γνωρίζουν.
Μια αναστάτωση, ένα ελαφρό φουρφούρισμα μέσα στα σπίτια. «Να ρίξω ένα ρομπάκι πάνω μου», όλες. Οι άντρες αυτή την ώρα είναι στα καφενεία, έχουν τελειώσει οι δουλειές οι πρωινές, παίζουν δηλωτή και πρέφα με θρησκευτική ευλάβεια, ποτέ δεν φτάνει μέχρι αυτούς ούτε το φουρφούρισμα που προηγείται ούτε ο αναστεναγμός που ακολουθεί. Κάτι φαρμακόγλωσσοι, μερικές φορές, πετάν κάτι υπονοούμενα, ότι αυτό κι εκείνο το παιδί είναι πιο σκουρόχρωμο και πιο κατσαρομάλλικο απ’ τ’ άλλα, αλλά φαρμακόγλωσσοι είναι, όλο και κάτι θα βρουν να πουν. Άλλωστε, το χωριό είναι ψηλά και το υψόμετρο είναι γνωστό ότι μπορεί να επηρεάσει το χρώμα του δέρματος. Όλα τ’ άλλα είναι απλά κακίες.
Πρώτα φτάνει η φωνή του Μανώλη απ’το μεγάφωνο πάνω στο ντάτσουν «τα μαύρα μάτια σου, όταν τα βλέπω με ζαλίζουνε και την καρδιά μου συγκλονίζουνε» και μετά συρτά κάπως νωχελικά ‘ελάτε κυρίες, ελάτε, καρπούζια, καρπούζια απ’τον κάμπο, πέντε ευρώ τα δύο, γλυκά και με τη βούλα, ελάτε κυρίες, πέντε τα δύο τα καρπούζια και με τη βούλα, ελάτε’
Το ντάτσουν περνάει αργά απ’ την πλατεία, μπροστά απ’ το καφενείο, σταματάει λίγο, συνεχίζει στην κατηφόρα για τα σπίτια, σταματάει αριστερά απ’ τη βρύση.
«Άντε βρε Χρήστο, πού χάθηκες; Αύγουστος μπήκε.»
«Εδώ είμαι, εδώ.»
Ψηλός, μελαψός, κατσαρά μαύρα λαμπερά μαλλιά, γαμψή μύτη, μάτια κάρβουνα αναμμένα στον ουρανό τη νύχτα, πλατύ χαμόγελο, κάτασπρα δόντια. Οι γυναίκες μαζεύονται πίσω απ’ την καρότσα.
«Με τη βούλα θα με το δώσεις, όμως.»
«Με τη βούλα, κυρά μου, ό,τι θέλεις.»
«Αγάπες μου περαστικές, αγάπες μου χαμένες», τραγουδάει ο Αγγελόπουλος, πάει να πάρει το μαχαίρι και το χαμηλώνει.
«Εγώ δεν θέλω δύο, μόνη μου είμαι. Ένα θα με δώσεις.»
«Ό,τι θέλεις, κυρά μου, θα σε δώσω.»
Κι έτσι όπως κόβει τη βούλα στο καρπούζι και τους δίνει να δοκιμάσουν και ζυγίζει, αρχίζει και τραγουδάει το δικό του τραγούδι. Με τα λόγια της φυλής του. Κι αυτές, ας είναι βουνίσιες, κι ας μην ξέρουν την γλώσσα που τραγουδάει, κάθονται γύρω απ’ τη βρύση κι ακούν. Τα μάτια παίρνουν άλλο χρώμα, σα να γαλαζώνουν λίγο, το χέρι στο πάνω κουμπί της ρομπίτσας, ένα χαμόγελο γύρω απ’ τα χείλια.
Κανένας δεν έχει δει ποτέ τίποτα παραπάνω, κανένας δεν είπε ποτέ ότι ξέρει αν έχει γίνει κάποια συνάντηση, πώς και πού. Μπορεί και να μην έχει γίνει ποτέ, όλη αυτή την κουβέντα να την έχει ξεκινήσει κάνας αλαφροΐσκιωτος που έχει πιάσει στον αέρα το πλάνταγμα απ’ το τραγούδι του γύφτου.
Που περνάει και φεύγει και κανένας δεν ξέρει ούτε πώς τον λένε. Μόνο οι δικοί του ξέρουν ότι τον λένε Ταξίμ κι όχι Χρήστο. Ότι έχει εφτά παιδιά και δυο γυναίκες. Ότι από μικρό παιδί, όταν άνοιγε το στόμα του και τραγουδούσε, οι γιορτές της φυλής του μετατρέπονταν σε τελετουργίες. Κι εκεί που πάνε στην Ιβηρική, καμιά φορά τα καλοκαίρια, που μαζεύονται όλες οι τσιγγάνικες φυλές και γίνεται πανηγύρι μεγάλο, όταν πιάνει ο Ταξίμ το τραγούδι, τσιγγάνες και ξένες, δεν χορεύουν πια. Εκστασιάζονται. Κι ο Ταξίμ γελάει. Κι ο πατέρας του θυμώνει.
«Με όλες τις γυναίκες του κόσμου θα πας; Δεν σου φτάνουν οι δικές μας;»
«Κάθε γυναίκα κι ένα ταξίδι, πατέρα», του λέει, «λες όχι στο ταξίδι;»
Γιατί δεν θέλει να του πει ότι, εκείνη που αγάπησε, δεν τον άφησε αυτός να την πάρει, γιατί τον είχε αρραβωνιάσει από μικρό, γιατί εκείνη δεν ήταν της φυλής τους, γιατί, γιατί, γιατί…
Κι ο Ταξίμ γελάει. Και τραγουδάει.

Κάποια ώρα μετά, το ντάτσουν ξαναπερνάει αργά αργά απ’ την πλατεία για να φύγει. Χαιρετάει με μια κίνηση του χεριού. Οι άντρες στο καφενείο παίζουν ήσυχα δηλωτή και πρέφα . «Γεια σου, Χρήστο», του απαντούν.
Το ντάτσουν βγαίνει απ’το χωριό, το μεγάφωνο παίζει: «Θα ‘ρθω να σε βρω να το θυμάσαι.»
Ο Ταξίμ ακουμπάει το χέρι στην πέτρα που φοράει πάντα στο λαιμό, δεμένη με δέρμα. Το φυλαχτό που του ‘χε δώσει εκείνη, η πρώτη του αγάπη, εκεί, στην Ιβηρική. Μια άκουα μαρίνα, να του θυμίζει τα παιδιά που δεν γεννήθηκαν ποτέ και την αγάπη εκείνη, που ψάχνει να βρει στα ταξίδια που του χαρίζουν απλόχερα οι γυναίκες του κόσμου.
Κι ο Ταξίμ δε γελάει.

Ιωάννα Βράκα

Επιμέλεια Ενότητας:Αυγουστάτου Σόφη

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X