Eretiki Κριτική

Eretiki κριτική της ταινίας “Σπιρτόκουτο” (2002) του Γιάννη Οικονομίδη

Eretiki κριτική της ταινίας “Σπιρτόκουτο” (2002) του Γιάννη Οικονομίδη
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Από τον Eretiko κριτικό Γιάννη Κρουσίνσκυ

O Γιάννης Οικονομίδης (σενάριο/σκηνοθεσία) πριν από 20 χρόνια εντόπισε σκοτεινά σημεία στο υποτιθέμενα αλάνθαστο, κοινωνικό μοντέλο της σύγχρονης, ελληνικής οικογένειας.

Συνέβαλλε ποιοτικά στο έργο η θεώρηση μιας παρατηρητικής θυματοποίησης των περσόνων, υπό άκρως κοινωνική και όχι πολιτική επιρροή στην αντίληψη αυτών.

Οι μπερδεμένοι, αντιμαχόμενοι άνθρωποι, που βρέθηκαν με σχεδόν ακατανόητο τρόπο, ως απεγνωσμένοι ενήλικες μέσα σε τέσσερις τοίχους, να είναι αναγκαστικά οικείοι.

Αξίζει να σημειώσουμε, ότι η επετειακή επανέκδοση θα γίνεται στο Cine Τριανόν από την κλασική μηχανή προβολής, με την αυθεντική κόπια της ταινίας σε φιλμ 35mm.

Υπόθεση

Καλοκαίρι στην Ελλάδα, μέσα στην καρδιά της υποσχόμενης, μεγάλης αλλαγής του 21ου αιώνα…Ωστόσο, σε ένα διαμέρισμα του Κορυδαλλού, αυτή η “αλλαγή” δεν έχει κάνει ούτε κατά διάνοια αισθητή την παρουσία της…Ο Δημήτρης αποφασίζει παρορμητικά στα 50 του χρόνια να τολμήσει μια ριψοκίνδυνη, οικονομική επένδυση. Αυτό που γνώριζε μέχρι πρότινος ο ίδιος, ήταν να δουλεύει για πολλά χρόνια ως ιδιοκτήτης καφετέριας στη γειτονιά του. Τώρα πια όμως θέλει να ανοίξει εκεί πολυτελές εστιατόριο, πρωτοτυπώντας, προκειμένου να ξεχωρίσει από όλους!

Η καυτή καλοκαιρινή ημέρα ξεκίνησε πολύ άσχημα για εκείνον. Είναι γεμάτος νεύρα! Ωρύεται, μιλώντας στο τηλέφωνο! Αποτελεί ξεκάθαρα μια επιβλητική φωνή μέσα στο σπίτι. Η σύζυγός του, Μαρία, υπομένει μέσα στην κουζίνα αυτές τις διαπεραστικές αντιπαραθέσεις του Δημήτρη, που κάνει τηλεφωνικώς υποδείξεις στον Βαγγέλη, επαγγελματικό του συνεργάτη.

Στο σπίτι θα έρθει λίγο αργότερα ο Γιώργος, αδερφός της Μαρίας. Με τον Δημήτρη είναι καρδιακοί φίλοι, συνεργάτες και ουσιαστικά συγγενείς. Ο Γιώργος θα απορρίψει όμως τη συμμετοχή στα καινούργια, φιλόδοξα επαγγελματικά σχέδια του Δημήτρη. Εκείνος τότε θα γίνει έξαλλος! Τις ακατάπαυστες φωνασκίες μεταξύ των δύο αντρών θα σταματήσει η αιφνιδιαστική δυναμική της αποφασιστικής Μαρίας…

Ο πιεσμένος, αγχώδης Δημήτρης πίστευε, ότι φρόντιζε με θυσίες τόσο καιρό σωστά τα πάντα. Βάζοντάς τα σε τάξη. Αλλά η πραγματικότητα ήταν αλλιώτικη. Δυστυχώς, ο ίδιος έκανε και μεγάλα λάθη πατριαρχικών αντιλήψεων. Ωστόσο, αν και παρέμενε με τον τρόπο του ως μάχιμος οικογενειάρχης, δεν υπήρχε ποτέ η ίδια εμπιστοσύνη απέναντί του από όλα τα συγγενικά-οικεία του πρόσωπα. Οι πολλαπλές συγκρούσεις αυτών των προσώπων αποτελούν μόνο ένα δείγμα των αλλιώτικων ανθρώπων, που βρέθηκαν να είναι οικείοι μέσα σε τέσσερις τοίχους.

Η πραγματική προδοσία θα έρθει από την πιο ιερή πηγή της εμπιστοσύνηςΠαγιδευμένος μέσα σε έναν κοινωνικά επιβεβλημένο ρόλο του “ρυθμιστή-οργανωτή-πατέρα” ο Δημήτρης θα χάσει ξαφνικά το έδαφος κάτω από τα πόδια του…Μόλις αντιληφθεί, ότι για τόσα χρόνια το προσεγμένο σπιτικό του ήταν ακριβώς τόσο ευμετάβλητο, όσο ένα απλό σπιρτόκουτο…

Ανάλυση

Εισαγωγή

Οφείλω να τονίσω, ότι αυτή αποτελεί την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Γιάννη Οικονομίδη, που έχω δει μέχρι σήμερα. Και μάλιστα αυτό έγινε προσφάτως! Δεν το περίμενα, ότι θα μου άφηνε τόσο θετικές εντυπώσεις, γιατί υπήρξα, δυστυχώς, προκατειλημμένος. Άκουγα διαρκώς κουβέντες, περί ακατάσχετης βωμολοχίας ή ανάδειξης συγκεκριμένων περσόνων σε άλλες ταινίες του και απέφευγα να διαπιστώσω, αν όντως αυτό ίσχυε στη φιλμογραφία εκείνου.

Ωστόσο, στη δουλειά ενός κριτικού κινηματογράφου και στη ζωή κατ’ εμέ δεν χρειάζεται σε καμία περίπτωση να λαμβάνουν σκήπτρα οι προκαταλήψεις. Αντιθέτως, χρειάζονται απαραιτήτως να παίρνουν τα ηνία τα ατομικά κριτήρια. Ήθελα λοιπόν να ξεκινήσω μία αγνή, ανεπηρέαστη, προσεκτική παρατήρηση από τις ρίζες της δημιουργικότητας αυτού του σκηνοθέτη. Για αυτές θα σας μιλήσω σε τούτο το κείμενο και όχι για όλη του τη φιλμογραφία ή τη μεγάλη επιτυχία που εκείνη αλυσιδωτά γνώρισε. Είναι εμφανές λοιπόν, ότι η σημαντική ελληνική ταινία “Σπιρτόκουτο” (2002) είχε, έχει και θα έχει πολλά να δώσει!

Γενικώς…

Καταρχάς, εδώ οι βωμολοχίες είναι διαμοιρασμένες, έχοντας το οργανωτικό σκεπτικό και νόημά τους. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο, σκηνοθετικό ντεμπούτο ταινίας μεγάλου μήκους. Η επιτυχία της εύστοχης, καλλιτεχνικά διαμαρτυρόμενης έκφρασης, χωρίς φανταχτερές παραγωγές, είναι ακριβώς εκείνη η οποία έλαμψε εξ’ ολοκλήρου στο έργο. Εντοπίζοντας παραδόξως κάποια από τα πιο σκοτεινά σημεία του υποτιθέμενα αλάνθαστου, κοινωνικού μοντέλου της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας. Φαντάζομαι, τι διφορούμενο σοκ θα ήταν η ταινία αυτή για το κοινό, εν έτει 2002.

Η καλλιτεχνική-κινηματογραφική θεώρηση του έργου αφορά μια παρατηρητική θυματοποίηση των προσώπων, υπό άκρως κοινωνική και όχι πολιτική επιρροή στην αντίληψη αυτών. Η ταινία μάλλον φαίνεται, πως από άποψη προεργασίας στηρίχτηκε στην εμπιστοσύνη του καλλιτεχνικού οράματος. Και καλά έκανε. Αυτό το όραμα κατά καιρούς σώζει τα πάντα στις Τέχνες. Οι συντελεστές-δημιουργοί της ταινίας θα πρέπει να αντιλήφθηκαν τότε 20 ολόκληρα χρόνια πριν, ότι εάν έβρισκαν μεταξύ τους την κατάλληλη χημεία, δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Η ποιοτική ενίσχυση θα ερχόταν. Το έργο θα είχε συμπαγή, μα ταυτοχρόνως ιδιόμορφη, κινηματογραφική ροή. Θα διέθετε, ουσιαστικά, δική του ταυτότητα!

Η Ταυτότητα

Όντως, την απέκτησε! Διότι, παρακολουθώντας την ταινία, αποδεικνύεται, ότι: α) η συνέργεια των κινηματογραφικών παραμέτρων (=σενάριο, σκηνοθεσία, μοντάζ, διεύθυνση φωτογραφίας ερμηνείες κ.τ.λ.) επιτρέπει στην πορεία να αναδειχτεί β) ο καλλιτεχνικός/νοηματικός άξονας του έργου (=δεν θα σώσει ένα επιβεβλημένο μοντέλο οικογένειας τους πολίτες της χώρας). Δίνοντας κατόπιν βαρύτητα γ) και στην ίδια τη θεματική (=η στιγμιαία διάλυση ενός ιδιωτικού κόσμου, που για χρόνια νόμιζες, ότι ήταν ελέγξιμος). Αυτοί οι τρεις κεντρικοί άξονες, κινηματογραφικών παραμέτρων, κοινωνικού/ηθικού μηνύματος και κεντρικής ιδέας, βολτάρουν διαρκώς ανήσυχα στο μυαλό του θεατή, κατά την παρακολούθηση του έργου “Σπιρτόκουτο.

Ενός θεατή ο οποίος θα μπει ανυποψίαστος και με μερική δόση αμφισβήτησης στην αίθουσα. Αλλά όσο εξελίσσεται η ταινία, ο ίδιος θα κερδίζει τολμηρό, συναισθηματικό δυναμισμό, που δεν του χαϊδεύει τα αυτιά. Λειτουργώντας θετικά περιέργως, ακριβώς με τη λυτρωτική πικρία του τέλους, η οποία βρήκε την αμήχανη γαλήνη της. Αυτή δίνει για τα καλά στο θεατή το αναβαθμισμένο σκεπτικό ενός Σινεφίλ.

Διότι το απόσταγμα των αναμεμιγμένων κεντρικών αξόνων δεν λειτουργεί ηθικοπλαστικά σε τούτη την ταινία. Αντιθέτως, καταρρίπτει τα όποια αισιόδοξα στερεότυπα ενός αγέρωχου, περήφανου σπιτικού, χρησιμοποιώντας ντοκουμέντα της αρνητικής καθημερινότητας των προσώπων. Δημιουργεί την αντανάκλαση των ειδικών, ανθρώπινων συνθηκών, πρωτίστως. Είναι δηλαδή πρωτίστως μια ειδική ελληνική οικογένεια, αλλά γρήγορα αποδεικνύεται, πώς αυτή αφορά και ένα γενικό, κοινωνιολογικά απατηλό μοντέλο της εποχής. Δείχνει στο θεατή μια μέθοδο αποδεικτικής παρατήρησης τύπου “κοίτα προσεκτικά & προοδευτικά τα σταδιακά χάλια οικογένειας/συνεργατών του ήρωα/αντιήρωα Δημήτρη.” Είναι όλες/όλοι τα κομμάτια του παζλ σε έναν μικρόκοσμο, με βαρύτητα μεγαλύτερης κλίμακας.

Οι μπερδεμένοι, αντιμαχόμενοι άνθρωποι, που βρέθηκαν με σχεδόν ακατανόητο τρόπο, ως απεγνωσμένοι ενήλικες μέσα σε τέσσερις τοίχους, να είναι αναγκαστικά οικείοι. Πνίγεται η όποια εναπομείνασα ζωντάνια τους. Τα έτη της ειρηνικής-ανεκτικής συνύπαρξής τους έχουν τελειώσει. Ετοιμάζεται να αποκαλυφθεί, αυτό που κρυβόταν για χρόνια και εκτονωνόταν μόνο με αλυσιδωτές εκρήξεις μικρών καυγάδων. Τους οποίους παρελθοντικούς καυγάδες δεν έχουμε δει. Διότι περνάμε πλέον άμεσα στις μεγάλες αντιπαραθέσεις, που ξεχειλίζουν το ποτήρι της ανεκτικής συμβίωσης. Αυτό μας δείχνει το έργο “Σπιρτόκουτο.” Το σπιτικό που αναμένεται να αναζωπυρωθεί από τα εκατέρωθεν υπερ-φλογισμένα μέλη του. Δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο αυτό όμως.

Πιο Αναλυτικά…

Σενάριο

Το προσεγμένο, παράτολμο σενάριο των Γιάννη Οικονομίδη και Λένιας Σπυροπούλου παίζει κρίσιμο ρόλο. Κινείται με ουσία. Στην πραγματική ζωή η ρεαλιστική φράση “τους συγγενείς σου δεν τους επιλέγεις ακριβώς δεν είναι τυχαία. Αλλά εδώ έχουμε πιο πρακτική εφαρμογή. Από την άλλη πλευρά. Την περσόνα της Μαρίας. Εκείνη δεν σέβεται το Γιώργο (αδερφός της), τη Μαργαρίτα (ξαδέρφη της) και το Δημήτρη (σύζυγός της). Ουσιαστικά, οι σεναριογράφοι δείχνουν τότε, ότι κάποιες φορές το ίδιο το δηλητήριο στις σχέσεις των ανθρώπων ξεκινά από μέσα, στις συμβιώσεις τους. Με μεθόδευση. Καταλήγοντας σε επιθετικότητα. Ακόμη και σε συγγενείς.

Παράλληλα, θα εκφραστεί και η πλευρά της για χρόνια παραγκωνισμένης Μαρίας σε τούτο το σπιτικό, χωρίς όμως να δικαιολογείται η δηλητηριώδης συμπεριφορά της ίδιας. Η νοηματική σύνδεση του κοινού επιθετικού σκεπτικού της οικογένειας έρχεται με όμοια χρήση, θα λέγαμε, αρχέγονων προσβολών γενικά σε άλλους ανθρώπους. “Βρωμάς!” θα πει ο γιος Λουκάς σε φίλο του. Βρωμάει” θα πει και η μητέρα του (Μαρία) για την ίδια της την ξαδέρφη (Μαργαρίτα), πίσω από την πλάτη εκείνης. Εν τω μεταξύ, προηγουμένως η Μαρία παραδόξως διαμαρτυρόταν στο Δημήτρη, ισχυριζόμενη, ότι εκείνος λέει πράγματα πίσω από την πλάτη της ίδιας.

Οφείλεται και στο σενάριο, ότι ο κατά διαστήματα αντιπαθής, εν μέρει πατριαρχικός, φωνακλάς και ξεροκέφαλος ρόλος του Δημήτρη θα γίνει σταδιακά περιέργως πιο συμπαθής στο κοινό από τη Μαρία. Διότι σεναριακά στις σωστές στιγμές εκείνος είχε ήρεμες πλευρές, στενοχώριες και υποχωρήσεις. Εκπληκτική η πλοκή του σεναρίου με την εξωπραγματικά προκλητική στρεψοδικία της Μαρίας στις ανάλογες κουβέντες της με Μαργαρίτα και Γιώργο, υπονομεύοντας το Δημήτρη. Έχει ενδιαφέρον και η αυταπάρνηση του Δημήτρη να μην αποκαλύψει τελικά στον Γιώργο, ότι η αδερφή εκείνου τίναξε την αξιοπιστία/εμπιστοσύνη όλης της εν λόγω οικογένειας στον αέρα!

Σκηνοθεσία

Ο εκρηκτικός δημιουργός Γιάννης Οικονομίδης 20 ολόκληρα χρόνια πριν ήταν μάλλον αποφασισμένος να πραγματοποιήσει μια τολμηρή κινηματογραφική κατάθεση. Η αλήθεια της θα δυσαρεστούσε και θα ευχαριστούσε ταυτοχρόνως τουλάχιστον 2 γενιές.

Η ένταση του μαινόμενου Δημήτρη καταγράφεται ιδανικά, αν και ο ίδιος βρίσκεται καθήμενος, μιλώντας στο τηλέφωνο. Τα παιδιά που μεγάλωσε, μπορεί να τον μισούν, αλλά έχουν πάρει αρκετά στοιχεία από εκείνον! Τόσο ο Λουκάς, όσο και η Κική βγάζουν έντονη αυτοπεποίθηση, αντιμετωπίζοντας με προσβολές άλλους ανθρώπους. Αλλά πιο εύκολα από το τηλέφωνο…Γενικότερα, όλη η οικογένεια ζει τις δικές της στιγμές παροξυσμού, μιλώντας έντονα στο τηλέφωνο σε κάποιον/κάποια. Αυτό συμβαίνει έξυπνα, προσδιορίζοντας νοηματικά τότε τις ατομικότητες των Δημήτρη, Λουκά, Κικής, Μαρίας, με αυτήν ακριβώς τη σειρά.

Παρακολουθώντας την κουβέντα Μαρίας/Δημήτρη στο καθιστικό, η ματιά σκηνοθέτη-θεατή ορίζει μια ενδιαφέρουσα, ουδέτερη θέση. Της πλαϊνής, εξατομικευμένης οπτικής του διαλόγου εκείνων. Αλλά και πιο κεντρικά, καταγράφοντας τις δύο περσόνες μαζί πίσω από τα διακοσμητικά άνθη. Θεατής/σκηνοθεσία ακολουθούν τότε μαζί την αθώα, καλοπροαίρετη, κρυφή ματιά ενός οποιουδήποτε παιδιού, που παραβλέπει την αλήθεια. Διότι δεν θέλει με τίποτα να χωρίσουν οι γονείς του!

Κοίτα το!” Ο κόσμος του Δημήτρη καταρρέει, εισπράττοντας αυθάδεια, αχαριστία και μια κρυμμένη αλήθεια, που μπορεί να φέρει ίσως και μοιραίο σοκ. Η Μαρία ουσιαστικά διέπραξε την Ύβριν. Όχι φυσικά επειδή διέλυσε το εξιδανικευμένο κοινωνικό μοντέλο της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας. Άλλο είναι το θέμα. Α) Επειδή έπραξε ύπουλα, ενώ υποτίθεται, ότι θα υπήρχε εμπιστοσύνη στο αντρόγυνο και σε ό,τι είχαν χτίσει μαζί. Β) Επειδή η ίδια κουκούλωσε” για τόσα χρόνια την ύπουλη πράξη, διατηρώντας αυτό το κοινωνιολογικά απατηλό μοντέλο. Η μεγάλη, στιγμιαία αλήθεια-ειλικρίνειά της αποκάλυψε ένα μεγαλύτερο χρόνιο, κακάσχημο ψέμα.

Σαν δίνη μίσους ορίζεται ο διαπληκτισμός Μαργαρίτας-Δημήτρη-Μαρίας. Η δε απεγνωσμένη αντίδραση του Δημήτρη επάνω στον Βαγγέλη ξαφνιάζει το θεατή. Μοιάζει παραστατικά σαν σπασμένο ψυχολογικό δοχείο δικαιολογημένων/αποδιοργανωμένων συναισθημάτων, το οποίο ψάχνει γοργά για συμμαχία. Σπάνια, συναισθηματική φόρτιση!

Ο επερχόμενος, ακατάπαυστος θρήνος του Δημήτρη στο μπάνιο εντυπωσιάζει! Γιατί μοιάζει να αφορά τον άνθρωπο, που (μολονότι ζει μέσα στην καρδιά της πόλης) ξαφνικά φτάνει υποσυνείδητα με απρόβλεπτο τρόπο (εξαιτίας του ψυχολογικού σοκ) στο τρομακτικό βίωμα της αγνής συνάντησης κάποιων διαχρονικών σημείων της ελληνικής παράδοσης. Το παραδοσιακό, ηπειρώτικο τραγούδι “Στης Πικροδάφνης Τον Ανθό” μετατρέπεται τότε σε βιωματική, καθοριστικά προσαρμοσμένη αλλαγή στίχων. Εκεί η φράση “να υπάρχει εμπιστοσύνη” γίνεται “δεν υπάρχει εμπιστοσύνη.”

Μοντάζ

Απαραίτητος ισορροπιστής σε τούτο το έργο είναι το μοντάζ του Σπύρου Κόκκα. Δίνει τη ροή, που χρειάζονταν οι δημιουργικές ιδέες σεναρίου-σκηνοθεσίας. Κάποιες εκφράσεις-αντιπαραθέσεις των αλληλεπιδρώμενων στιχομυθιών του σεναρίου εναρμονίζονται με τα σκηνοθετικά πλάνα και το εύστοχο μοντάζ, που τους δίνει ζωντάνια! Φερειπείν, σε στιγμές φαίνεται στο κάθε εναλλασσόμενο cut η αδιάσπαστη ατομικότητα των προσώπων, η οποία παράλληλα όμως διασταυρώνεται οπτικά-νοηματικά στον μεταξύ τους διάλογο.

Το μοντάζ αποκαλύπτει τα ενήλικα παιδιά Λουκά & Κική να πρωτοεμφανίζονται στο έργο σχεδόν από το πουθενά, μα με έντονη παρουσία στο χώρο. Σαν να βρίσκονταν δηλαδή κάπου αλλού πρωτύτερα. Στον δικό τους ατομικό χώρο. Και τώρα να ήρθε πάλι η ώρα της αναγκαστικής συνύπαρξης μέσα στην οικογένεια. Το μοντάζ κάνει επίσης τη ρυθμικής μορφής επανάληψη να δείχνει επεξηγηματικά την ακαλλιέργητη προσέγγιση του Λουκά, ενόσω εκείνος μιλά με βρισιές τηλεφωνικώς.

Ερμηνείες

Συνολικά, εκφράζεται ερμηνευτικά το μοτίβο της προβληματισμένης-εγκλωβισμένης ατομικότητας, που βλέπει τη ζωή να περνά, αλλά δεν μπορεί να κάνει και πολλά για αυτό. Παρά μόνο να επιβιώσει ενστικτωδώς, διπλωματικά ή να εκδικηθεί με μικροψυχία. Υποστηρίζεται αξιοπρόσεκτα η αντίδραση μιας περιορισμένης κουλτούρας πολιτών, που επιζητούν προσοχή-σεβασμό μέσα σε οικείο περιβάλλον.

Ο Ερρίκος Λίτσης (Δημήτρης) παρουσίασε μια εξέχουσα προσωποποίηση ενός δημιουργικά αντιφατικού, ερμηνευτικού μοτίβου. Του ανερυθρίαστα πατριαρχικού μεν, μα και υπεύθυνου οικογενειάρχη. Διακρίνεται η εναλλαγή συναισθημάτων του με επανάκτηση ή παραίτηση των αλλιώτικων δυναμικών του ρόλου. Η Ελένη Κοκκίδου (Μαρία) με εντυπωσιακή, ρεαλιστικά δραματική προσέγγιση μετέδωσε την απόλυτη δυσαρέσκεια μιας παραγκωνισμένης, καθημερινής συζύγου, η οποία δηλητηριάστηκε και δηλητηρίασε.

Η Αγγελική Παπούλια (Κική) έδειξε τη μαινόμενη αύρα της κόρης, που επηρεάστηκε άμεσα από το αρνητικό περιβάλλον της. Επίσης, έδειξε μια εγκεφαλική αύρα Ταλαντούχας ηθοποιού, η οποία είχε πολλά να δώσει από τότε στο σύγχρονο ελληνικό Σινεμά. Ο Κώστας Ξυκομηνός (Γιώργος) συνολικά έφερε νόημα στη φυσικότητα της υποκριτικής. Ακόμη (στη φράση: “Δημήτρη, τι χάλια είναι αυτά;!”), σε στιγμή πρόκληση για κάθε ηθοποιό (με πλάτη στην κάμερα) έφερε την πειστική, φωνητική τραγικότητα της συμπάσχουσας θλίψης.

Διεύθυνση φωτογραφίας

Η διεύθυνση φωτογραφίας του Δημήτρη Χωριανόπουλου ορίζει τη μουντή ατμόσφαιρα μιας καθημερινότητας. Θυμίζοντας πειστικά διαδικασία κοινωνικής σήψης. Κάποια στοιχεία ξεχωρίζουν πιο πολύ χρωματικά. Βοηθά η διεύθυνση φωτογραφίας στη μετέπειτα καταγραφή με την κίνηση του κεφαλιού του αμίλητου, αποσβολωμένου Δημήτρη, που έφυγε επειγόντως από το σπίτι. Η χρήση της θέασης του αρνητικού φάσματος έρχεται, όταν παγώνει η εικόνα και ο θεατής αντιλαμβάνεται την αγχώδη, νευρωτική ψυχοσύνθεση του ήρωα-αντιήρωα Δημήτρη.

Στο τέλος, όταν εκείνος ζητά το λόγο από τη Μαρία για τη χρόνια ψευδαίσθηση της οικογενειακής ευτυχίας, βλέπουμε για πρώτη φορά και στην ψυχοσύνθεση της συζύγου την ίδια ακριβώς θέαση-θέση. Τότε το συναίσθημα αφορά μόνο τη Μαρία. Διότι και εκείνη ζούσε μεγάλη καταπίεση. Είχε την ίδια αγχώδη, νευρωτική ψυχοσύνθεση με δηλητηριώδη αρνητισμό. Αυτή η νέα πληροφορία όμως είναι πλέον μήνυμα για τον Δημήτρη και το θεατή.

Μια διανομή της Filmcenter TRIANON

Συντελεστές

Σενάριο: Γιάννης Οικονομίδης, Λένια Σπυροπούλου. Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης. Μοντάζ: Σπύρος Κόκκας. Διεύθυνση Φωτογραφίας: Δημήτρης Χωριανόπουλος. Πρωταγωνιστούν/Συμμετέχουν: Ερρίκος Λίτσης, Ελένη Κοκκίδου, Κώστας Ξυκομηνός, Γιάννης Βουλγαράκης, Αγγελική Παπούλια, Σταύρος Γιαγκούλης, Ιωάννα Ιβανούδη, Σεραφίτα Γρηγοριάδου. Σκηνικά-Κοστούμια: Γεωργία Δεμίρη. Μιξάζ: Κώστας Φυλακτίδης. Ήχος: Ντίνος Κίττου.

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X