Κοινωνία

Μάνος Χατζιδάκις: Ο μελωδός των ονείρων που γεννήθηκε σαν σήμερα πριν 96 χρόνια

Μάνος Χατζιδάκις: Ο μελωδός των ονείρων που γεννήθηκε σαν σήμερα πριν 96 χρόνια
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Σε σχολική επετειακή γιορτή, στην τηλεόραση του παππού και της γιαγιάς που έπαιζε ασπρόμαυρη ταινία με ξανθιά πρωταγωνίστρια, σε κάποιο αφιέρωμα στο ραδιόφωνο, σε παράσταση στο Ηρώδειο… Η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής κουλτούρας, ενυπάρχει σε κάθε της πτυχή, και με τις νότες της ξεδιπλώνεται η ολότητα του πολιτισμού και της ιστορίας της χώρας.

Μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη, ο Χατζιδάκις είναι από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες.

Στην Αρχή

Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε σαν σήμερα στην Ξάνθη το 1925. Οι γονείς του ήταν ο δικηγόρος Γεώργιος Χατζιδάκις και η Αλίκη Αρβανιτίδου. Σε μικρή ακόμα ηλικία έκανε μαθήματα πιάνουν με την αρμένισα Άννα Αλντουνιάν ενώ μάθαινε παράλληλα βιολί και ακορντεόν.

Όταν ο πατέρας του πέθανε σε αεροπορικό δυστύχημα, ο Χατζιδάκις έφυγε από την Ξάνθη για να πάει με τη μητέρα του στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα η ζωή ήταν δύσκολη και ο συνθέτης αναγκάστηκε από νωρίς να δουλέψει.

Τα μεγάλα μυαλά λένε πως συναντιούνται και σε ένα καφενείο στην Αθήνα το 1945 ο Χατζιδάκις γνώρισε τους άνδρες που θα αποτελέσουν τους διαμορφωτές του πολιτισμού του μεσοπολέμου.

Στα τραπέζια του καφενείου Λουμίδη κάθονταν οι Νίκος Γκάτσος, Κάρολος Κουν, Νάνος Βαλαωρίτης, Γιάννης Τσαρούχης, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης.

Τι κοινό έχουν αυτοί οι καλλιτέχνες;

Μαζί ονειρεύτηκαν μια Ελλάδα ιδανική, βγαλμένη από τις τέχνες τους, φτιάχνοντας έτσι μια μυθολογία ενός ανάμεικτου πολιτισμού, με το ένα πόδι στο αρχαίο που τόσο είχαν αγαπήσει οι Ευρωπαίοι, στην αρμονία και την απλότητα του και το άλλο σε μία Ελλάδα λαϊκή, ένα αποτέλεσμα της πολύπλοκης ιστορικότητας της.

Το ντεμπούτο

Ο Νίκος Γκάτσος θα γίνει ένας από τους στενότερους φίλους του καλλιτέχνη ενώ ήταν ο Κάρολος Κουν που ώθησε τον νεαρό ακόμα Μάνο να ακολουθήσει την πορεία της μουσικής. Μάλιστα, η πρώτη μουσική εμφάνιση του Χατζιδάκι έγινε το καλοκαίρι του 1944 με την κωμωδία «Ο τελευταίος Ασπροκόρακας» του Αλέξη Σολωμού, στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν με το οποίο θα συνεργαζόταν για τα επόμενα 15 χρόνια.

Με τον τρόπο αυτό ξεκίνησε να γράφει μουσική για το θέατρο. Η μουσική του πλαισίωσε παραστάσεις, όπως «Ματωμένος Γάμος» (1947), «Λεωφορείων ο Πόθος» (1948) κ.α. Το 1950 ξεκίνησε να συνεργάζεται και με το Εθνικό Θέατρο σε παραστάσεις, όπως «Ο Κύκλος με την Κιμωλία» (1956), «Παραμύθι χωρίς Όνομα» (1959) και «Καπετάν Μιχάλης» (1966). Μετά το 1950 στρέφει το ενδιαφέρον του στις αρχαίες τραγωδίες. Ο ελληνικός πολιτισμός συγκινούσε τον καλλιτέχνη σε όλες του τις εκφάνσεις και έτσι γράφει μουσική για έργα του Αριστοφάνη, του Ευριπίδη και άλλων.

Το ρεμπέτικο τραγούδι βρισκόταν στο περιθώριο της μουσικής παιδείας για πολλά χρόνια, όπως και οι μετανάστες που το έφεραν μαζί τους από την Μικρά Ασία. Ήταν όμως οι δικές τους μελωδίες, οι ρυθμοί και τα όργανα που γέννησαν την μουσική του Χατζιδάκι. Δεν δίστασε να εκφράσει την εκτίμηση που έτρεφε για τους ρεμπέτες σε διάλεξή του το 1949, ταράζοντας το κοινό.

Από το 1946 ο Χατζιδάκις έχει ξεκινήσει να γράφει μουσική και για τον κινηματογράφο, κάνοντας την αρχή με την ταινία «Αδούλωτοι Σκλάβοι» του Βίωνος Παπαμιχάλη με την τότε πρωτοεμφανιζόμενη Έλλη Λαμπέτη. Συνεχίζει τις συνθέσεις του για την ασημένια οθόνη σε ταινίες όπως «Δράκος» (1956) και «Στέλλα» (1955) χτίζοντας έτσι ένα πλούσιο ρεπερτόριο.

«Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο, να σου έρθει η επιτυχία από εκεί που δεν το περιμένεις» είπε όταν πήρε το Όσκαρ για τη μουσική της ταινίας «Ποτέ τη Κυριακή» το 1960. Ο συνθέτης δεν πίστεψε ποτέ, και δεν δίσταζε να το υπενθυμίζει στο κοινό, πως το κομμάτι «Τα παιδιά του Πειραιά» ήταν αντιπροσωπευτικό της μουσικής του. Ως ένδειξη της δυσαρέσκειάς του για την αναγνώριση αυτή, πούλησε τα δικαιώματα του τραγουδιού στην “United Artists”. Αποστράφηκε πολλά από τα τραγούδια που έγραψε για τον ελληνικό κινηματογράφο και το Φίνο, αφού πίστευε πως απέδιδαν μία ανεπιθύμητη για αυτόν λαϊκότητα και στήριζαν τον «κακό κινηματογράφο».

Το 1967 καταφεύγει στις ΗΠΑ όπου και θα μείνει για 5 χρόνια, και ανεβάζει το «Illya Darling», μία θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Ζιλ Ντασέν. Η αμερικανική ποπ μουσική θα τον επηρεάσει σε σημείο να γράψει μαζί με το συγκρότημα New York And Roll Ensemble τον δίσκο «Reflections» καθώς και την εισαγωγή του «Prelude» των Millennium.

Τα όψιμα χρόνια

Δεν μπορεί όμως να μείνει για καιρό μακριά από την Ελλάδα και επιστρέφει εν μέσω της δικτατορίας το 1972, στην Αθήνα. Με την επιστροφή του, ιδρύει το μουσικό θέατρο «Πολύτροπο» ενώ παράλληλα ηχογραφεί το «Μεγάλο Ερωτικό». Ανεβάζει επίσης την παράσταση «Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης», μία ιστορία ανάλογη με τα όσα βίωνε εκείνη την περίοδο.

Το 1975 γίνεται διευθυντής παραγωγής στο «3ο Πρόγραμμα» της Ελληνικής Ραδιοτηλεόρασης καθώς και γενικός διευθυντής στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Το όραμα του για το ελληνικό ραδιόφωνο έβγαλε την ΕΡΤ από τη σκιά που είχε αφήσει πίσω της η χούντα ενώ άφησε πίσω του ιστορικές εκπομπές όπως η παιδική «Εδώ Λιλιπούπολη».

Την ίδια περίοδο οργανώνει μουσικά φεστιβάλ και διαγωνισμούς, όπως τον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο, τους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού στην Κέρκυρα, τα Ανώγεια κ.α. Επίσης, ήταν ιδρυτής και διευθυντής πολλών μουσικών σχημάτων όπως του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλού Μάνου, της Πειραματικής Ορχήστρας Αθηνών και της «Ορχήστρας των Χρωμάτων», που ιδρύει το 1989 και η οποία κάλυπτε ένα ευρύ ρεπερτόριο τόσο Ελλήνων όσο και ξένων συνθετών του 20ού αιώνα. Στη διάρκεια των 4 χρόνων δίνει 20 συναυλίες και 12 ρεσιτάλ. Υπήρξε επίσης διευθυντής στο περιοδικό «Τέταρτο», το οποίο καταγράφει καλλιτεχνικά δρώμενα με έναν εν γένει πολιτικό τρόπο ενώ το 1985 ιδρύει την δισκογραφική εταιρεία «Σείριος».

Αν και έγραψε έναν μεγάλο αριθμό έργων στη διάρκεια της καριέρας του, πολλά από αυτά είναι είτε ανέκδοτα είτε ανολοκλήρωτα, ενώ γνωστή ήταν η δυσανασχέτηση του καλλιτέχνη ως προς την ηχογράφηση.

Ο ίδιος ξεχωρίζει 51 από τα έργα του ως τα άξια προσοχής από το κοινό του.

Δεν πιστεύω πως υπάρχει μεγαλύτερη χαρά για τους καλλιτέχνες που τόσο αγάπησαν το ελληνικό στοιχείο, από το να φεύγουν καλοκαίρι. Στις 15 Ιουνίου του 1994 ο Μάνος Χατζιδάκις κάνει την τελευταία του υπόκλιση.

«Μην τον ρωτάς τον ουρανό»: Η ιστορία του υπέροχου τραγουδιού του Μάνου Χατζιδάκι που ερμήνευσε η Καρέζη

Το 1959 βγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία “Το Νησί των Γενναίων” του Ντίμη Δαδήρα. Ίσως ο πιο σημαντικός λόγος που αναφέρεται πια η ταινία είναι γιατί σε αυτήν τραγουδήθηκε για πρώτη φορά ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια του ελληνικού κινηματογράφου.

Η πρώτη δισκογραφημένη εκτέλεση του τραγουδιού “Μην Τον Ρωτάς Τον Ουρανό” έγινε από την Μαίρη Λω αν και η φωνή της Τζένης Καρέζη μέσα από τον ελληνικό κινηματογράφο δεν μας αφήνει εύκολα να το θυμηθούμε. Οι στίχοι είναι γραμμένοι από τους Γιάννη Ιωαννίδη και Παναγιώτη Κοκοντίνη.

Ο Μάνος Χατζιδάκις απλά ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να γράψει τις μελωδίες που άφησε σαν μοναδική περιουσία σε όλους μας και που με αυτές πορευόμαστε και ταξιδεύουμε ακόμα. Τα στοιχεία για την ιστορία του τραγουδιού είναι αποσπάσματα από το βιβλίο του Ζάχου Χατζηφωτίου με τίτλο “Η Τζένη Όπως Την Γνώρισα” από τις εκδόσεις Ωκεανίδα.

“Η Τζένη Καρέζη, αποφάσισε μέσα στο καλοκαίρι να γυρίσει μια ταινία που της πρότειναν. Ασφαλώς πολύ καλά έκανε η γυναίκα, τη δουλειά της πρόσεχε πρώτα. Και μετά, το αν και κατά πόσο εγώ θα ήμουν ευχαριστημένος. Βέβαια, πάντοτε, προυπήρχε μια συννενόηση μεταξύ μας, αλλά εγώ πάντα υποχωρούσα, γιατί όταν αγαπάς μια γυναίκα όσ9ο εγώ αγαπούσα την Τζένη… υποχωρείς. Η ταινία λεγόταν, “Το νησί των γενναίων” και είχε πολλά γυρίσματα στην Κρήτη, όπου η Τζένη, πετιόταν τις Δευτέρες με το αεροπλάνο και γύριζε την Τρίτη.

Τη μουσική της ταινίας, έγραφε ο Χατζιδάκις. Μια Δευτέρα πρωί λοιπόν, την εποχή που γύριζαν την ταινία, η Τζένη, θα έφευγε με το αεροπλάνο στις δέκα το πρωί. Αλλά πριν πάει στο αεροδρόμιο θα πέρναγε απο το σπίτι του Χατζιδάκι να πάρει μια κασέτα με ένα τραγούδι που θα γραφε ο Μάνος, το οποίο θα τραγούδαγε σε ένα απο τα πλάνα που θα γύριζαν στην Κρήτη εκείνη την Δευτέρα. Της είπα λοιπόν, -ευγενώς προσφερθείς- ότι θα την πήγαινα εγώ στο αεροδρόμιο, αφού θα πηγαίναμε πρώτα απο τον Χατζιδάκι, και μετά θα πήγαινα εγώ στον Πειραιά και στην δουλειά μου. Ξυπνήσαμε λοιπόν πρωί και στις οκτώ, φύγαμε απο το σπίτι και πήγαγαμε στην Βασιλέως Κωνσταντίνου, όπου εκεί έμενε τότε ο Χατζιδάκις. Ώσπου να παρακάρω στην γωνία, Η τζένη είχε κατέβει και χτύπαγε το κουδούνι του Χατζιδάκι απο κάτω στην εξώπορτα της πολυκατοικίας. Όταν έφτασα κι εγώ στην πόστα, η Τζένη ήταν ήδη εκνευρισμένη και χτύπαγε για τρίτη φορά το κουδούνι, μετά μανίας.

“Να δεις που κοιμάται ακόμα και δεν ακούει και θα χάσω το αεροπλάνο” Προσπάθησα να την καθυσηχάσω λέγοντας: ‘Ηρέμησε και μη σε πιάνει πανικός, έχουμε πολύ ώρα ακόμη”.

“Μα χρυσό μου…” ξεκίνησε να μου λέει-και το χρυσό μου, έμπαινε όταν άρχιζαν τα νεύρα της-και ω του θαύματος, ένας κύριος έβγαινε και άνοιξε η κάτω πόρτα. Αυτό ήταν ένα βήμα μπροστά στο πρόβλημά μας. Μπήκαμε και ανεβήκαμε τρέχοντας στο δεύτερο πάτωμα, που έμενε ο Μάνος. Η Τζένη ήξερε την πόρτα, έτρεξε και άρχισε αμέσως να χτυπάει το κουδούνι. Και το μεν κουδούνι ακουγόταν στο διάδρομο που χτύπαγε δυνατά, απο μέσα όμως, καμία κίνηση. Η Τζένη, άρχισε να δείχνει σημεία παράκρουσης “Δεν είναι δυνατόν…”, έλεγε, “χθες το βράδυ συνεννοηθήκαμε να ναι έτοιμη η κασέτα.”

Άναψε τσιγάρο κι άρχισε να ξεφυσάει έξαλλη και με το δίκιο της. Τότε έβγαλα τα κλειδιά μου κι άρχισα να χτυπώ δυνατά την πόρτα με ένα μεγάλο κλειδί και προφανώς ο ήχος αυτό, ενήργησε ευεργετικά-για εμάς- στα αυτιά του Χατζιδάκι διότι σε λίγο ακούστηκε ένας βήχας, μετά, το γνωστό σύρσιμο της παντόφλας κι ένα βραχνό “έχομαι” δεδομένου ΄’οτι το γράμμα “ρο” για τον Χατζιδάκι, ήταν τελείως άγνωστο.

Άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε ένας Χατζιδάκις απότομα ξυπνημένος, με ένα τσιγάρο μόλις αναμμένο να κρέμεται στο στόμα, με τα μάτια ακόμα μισόκλειστα αλλά με έκφραση έκπληξης δηλαδή:

Μάνος: Τι γυρεύετε πρωί πρωί και χτυπάτε έτσι την πόρτα; Και ακολούθησε ο παρακάτω ιστορικός, τραγικός αλλά και παρανοικός διάλογος.

Τζένη: Μάνο την κασέτα, Μάνο, και θα χάσω το αεροπλάνο.

Μάνος: Ποιά κασέτα χρυσό μου πρωί πρωί;

Τζένη (έξαλλη): Την κασέτα με το τραγούδι, που θα πω στο γύρισμα στην Κρήτη τώρα… και θα χάσω το αεροπλάνο.

Μάνος: (Η Τζένη απο την αγωνία της, είχε μια ελαφρά ασυναρτησία στα λεγόμενα της. Πάντως ο Μάνος, αντελήφθη .Και ήρεμος της λέει:

-Πάμε μέσα να πιούμε έναν καφέ και θα στην δώσω.

Με το “θα στη δώσω” ο Μάνος εννοούσε… θα στη γράψω τώρα!!

Και η μεν Τζένη πήγε μέσα στο κουζινάκι τρέμουσα και του έφτιαχνε καφέ, ο δε Μάνος, με το τσιγάρο πάντα στο στόμα, έκατσε στο πιάνο και άρχισε να πηγαινοφέρνει τα δάκτυλα του στα πλήκτρα. Μια λοιπόν έπαιζε μερικά μέτρα μουσικής στο πιάνο, μια έγραφε με ένα μολύβι πάνω σε ένα τσαλακωμένο φύλλο χαρτί πενταγράμμου κάποιες νότες, και μια διάβαζε τους στίχους που του είχε δώσει απο καιρό η Τζένη και τους είχε πάνω στο πιάνο. Κάποια στιγμή έφτασε και ο καφές. Ήπιε δυό γουλιές καφέ και μετά πάτησε μια νότα και της λέει της Τζένης:

-Για τραγούδα αυτή τη νότα.

Η Τζένη έκανε, α, α, α,..

-Εντάξει, της λέει ο Μάνος. “μπορείς να το πεις” Και τότε, το έπαιξε όλο μαζί!!!

Μέσα σε αυτά τα δέκα λεπτά, μόλις είχε ξυπνήσει, έγραψε αυτό το θείο τραγούδι που λεει: Μην τον ρωτάς τον ουρανό, το σύννεφο και το φεγγάρι, το βλέμμα σου το φωτεινό, κάτι απο τη νύχτα έχει πάρει… λα,λα,λα… λαλα και λοιπά.”

Τώρα η Τζένη, είχε μείνει άφωνη. Τις είχε φύγει και ο εκνευρισμός κι άκουγε τη μουσική μαγεμένη. Ο Μάνος, πάτησε το μαγνητόφωνο που είχε πάνω στο πιάνο, ξανάπαιξε το κομμάτι όλο, με όλες του τις λεπτομέρειες και τα ακομπανιαμέντα και το γραψε. Έβγαλε την κασέτα, την έδωσε στην Τζένη, τη φίλησε και της είπε:” Άντε στο καλό και να το μάθεις μέσα στο αεροπλάνο”. Η Τζένη πήρε την κασέτα, αλλά άρπαξε και το μαγνητοφωνάκι, για να το παίζει μέσα στο αεροπλάνο. Τον φίλησε και του είπε χαμογελώντας: “Πάρε άλλο, ώσπου να στο φέρω πίσω..” και φύγαμε τρέχοντας για το αεροδρόμιο. Αυτός ήταν ο Χατζιδάκις με το πληθωρικό ταλέντο.”

Πάνω από μισό αιώνα μετά, το τραγούδι βρέθηκε στην κορυφαία δεκάδα των ΗΠΑ και κάνει νέα καριέρα χάρη στην καταπληκτική ερμηνεία της Αμερικανίδας τραγουδίστριας Alison Krauss, η οποία και το επέλεξε για το άλμπουμ της, Windy City.

Ο Χατζιδάκις άνοιξε με το κομμάτι αυτό την πόρτα στην Country μουσική και από εκεί την επιτυχία στα αμερικανικά και βρετανικά τσαρτ. Το 1962 η Μπρέντα Λι θα ερμηνεύσει το συγκεκριμένο κομμάτι με τίτλο «All Alone Am I» και θα καταφέρει σύντομα να το κάνει τεράστια επιτυχία σε ΗΠΑ και Βρετανία κατακτώντας τις κορυφαίες θέσεις στα τσαρτ.

Κατέκτησε τα Top 10 των ΗΠΑ και της Βρετανίας ενώ έφθασε έως το #3 του Billboard Hot 100 τον Νοέμβριο του 1962 και στο #7 στα βρετανικά τσαρτ τον Φεβρουάριο του 1963. Επίσης, έμεινε επί πέντε εβδομάδες στο τσαρτ του αμερικανικού Billboard στην κατηγορία «easy listening».

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X