Διεθνή

Ρωσία, Ινδία και Κίνα ετοιμάζονται να “μπουν” στο Αφγανιστάν – Μία χώρα πλούσια σε ορυκτά

Ρωσία, Ινδία και Κίνα ετοιμάζονται να “μπουν” στο Αφγανιστάν – Μία χώρα πλούσια σε ορυκτά
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Η αστραπιαία κατάρρευση της φιλοαμερικανικής κυβέρνησης του Αφγανιστάν, η οποία έπεσε μέσα σε λίγες μέρες εξαιτίας των επιθέσεων των Ταλιμπάν, επισκίασε όλα τα υπόλοιπα παγκόσμια γεγονότα.

Και δεν είναι παράξενο διότι αποτελεί το μεγαλύτερο φιάσκο της στρατιωτικής και εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ από την εποχή του πολέμου του Βιετνάμ.

Η αποτυχία του παγκόσμιου ηγέτη ήταν τόσο εκκωφαντική που ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας Ζοζέπ Μπορέλ σε μια έκτακτη συνεδρίαση των επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για εξωτερικές υποθέσεις κάλεσε τα κράτη-μέλη να μην αφήσουν τη Ρωσία και την Κίνα «να πάρουν τον έλεγχο της χώρας και να γίνουν χορηγοί της Καμπούλ».

Η ανησυχία της Δύσης είναι κατανοητή, δεδομένου ότι υπάρχουν ήδη ενδιαφερόμενοι παίκτες που περιμένουν τη σειρά τους γύρω από το Αφγανιστάν έχοντας να προσφέρουν πολύ περισσότερα από μια στρατιωτική κατοχή και τον έλεγχο μέσω μιας κυβέρνησης-μαριονέτας. Και δεν πρόκειται μόνο για τη Μόσχα και το Πεκίνο.

Μία χώρα πλούσια σε ορυκτά

Το Αφγανιστάν είναι μια εξαιρετικά πλούσια χώρα όσο αφορά τα ορυκτά. Εκεί υπάρχουν σχεδόν 1.500 διαφορετικά κοιτάσματα, συμπεριλαμβανομένων πετρελαίου, φυσικού αερίου, άνθρακα, χαλκού, σιδήρου, πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων.

Η μόνιμη κατάσταση πολέμου καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την εξερεύνηση και τη διευκρίνηση των διαθέσιμων αποθεμάτων.

Αυτό όμως που οι Βρετανοί, Σοβιετικοί και Αμερικανοί γεωλόγοι κατάφεραν να εντοπίσουν, υπονοεί ότι η εξουσία που μπορεί να τερματίσει την εμπόλεμη κατάσταση και να οργανώσει κάποια στοιχειώδη σταθερότητα ασφάλειας και ειρήνης, θα αποφέρει τεράστια κέρδη.

Η οικονομική θεωρία υποστηρίζει ότι η ενέργεια πάντα αποτελεί τη βάση της κρατικής ανάπτυξης στον σύγχρονο κόσμο και οι Ταλιμπάν, εάν δείξουν κάποια πολιτική σοφία, έχουν κάθε δυνατότητα να μπουν στην ιστορία ως οι μεταρρυθμιστές που έβγαλαν το Αφγανιστάν από τον Μεσαίωνα.

Ας εξετάσουμε τι έχει η Καμπούλ ως στρατηγικό απόθεμα.

Αρχικά, στο Αφγανιστάν υπάρχει ένα τεράστιο κοίτασμα σιδηρομεταλλεύματος Hajigak. Το βασικό χαρακτηριστικό του είναι ότι το μετάλλευμα βρίσκεται πολύ κοντά στην επιφάνεια, γεγονός που επιτρέπει να πραγματοποιείται η εξόρυξη με τη βοήθεια εκσκαφέων.

Στις περιοχές του Hajigak που εξερευνήθηκαν υπάρχουν στερεά κοιτάσματα σε μήκος 32 χιλιομέτρων και δύο δισεκατομμύρια τόνοι σιδηρομεταλλεύματος, το οποίο είναι πολύ πλούσιο: το περιεχόμενο του χρήσιμου συστατικού είναι πάνω από το 62%.

Ταυτόχρονα, οι γεωλόγοι είναι σίγουροι ότι η χωρητικότητα των κοιτασμάτων μπορεί να είναι διπλάσια.

Παράλληλα, στις γειτονικές περιοχές Shabashak και Dar-l-Suf υπάρχουν βιομηχανικά κοιτάσματα άνθρακα. Δηλαδή η ίδια η φύση έχει δημιουργήσει τις ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη της μεταλλουργίας.

Ένας τέτοιος συνδυασμός συνθηκών ήταν απλά καταδικασμένος να προσελκύσει την προσοχή της Ινδίας, η οποία ενέκρινε το κρατικό πρόγραμμα για την κατάκτηση της παγκόσμιας αγοράς χάλυβα. Το Δελχί προτίθεται να γίνει η κορυφαία υψικάμινος στον κόσμο.

Μάλιστα, το 2016, η Ινδία, το Ιράν και το Αφγανιστάν υπέγραψαν μια τριμερή συμφωνία, σύμφωνα με την οποία το Δελχί επένδυσε στον εκσυγχρονισμό του ιρανικού λιμένα Chahbehar, ενώ η Τεχεράνη κατασκεύασε μια απευθείας σιδηροδρομική γραμμή από τα βορειοδυτικά σύνορα μέχρι το Χεράτ.

Η Ινδία χρειάζεται τόσο πολύ το αφγανικό μέταλλο και τον άνθρακα που είναι έτοιμη να επενδύσει δέκα δισεκατομμύρια δολάρια για την κατασκευή ενός ορυχείου και ενός απευθείας σιδηροδρόμου προς το Chahbehar.

Οι εργασίες του έργου σταμάτησαν λόγω της κλιμάκωσης της κατάστασης στη χώρα αφότου οι Ταλιμπάν κατέλαβαν την επαρχία.

Στη βόρεια επαρχία Μπαλκ, κατά μήκος του ποταμού Αμού Ντάρια και των συνόρων με το Ουζμπεκιστάν και το Τατζικιστάν, έχουν ανακαλυφθεί μεγάλα αποθέματα υδρογονανθράκων.

Το Αμερικανικό Γεωλογικό Ινστιτούτο, το οποίο πραγματοποίησε επιτόπιες έρευνες υπό την κάλυψη του αμερικανικού στρατού, υπολόγισε τη χωρητικότητα του κοιτάσματος σε 1,8 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου, 440 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου και πάνω από 560.000 βαρέλια συμπυκνωμένου αερίου.

Για το Αφγανιστάν, το οποίο καταναλώνει περίπου 5.000 βαρέλια πετρελαίου την ημέρα, είναι ένας τεράστιος πλούτος που μπορεί να λύσει το πρόβλημα του ενεργειακού ελλείμματος για τις επόμενες δεκαετίες.

Προς θλίψη της Ουάσινγκτον, η Κίνα είχε βάλει ήδη στο μάτι το κοίτασμα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Το 2011 η Καμπούλ υπέγραψε μια συμφωνία με την κρατική China National Petroleum Corporation.

Η εταιρεία έλαβε την άδεια για την ανάπτυξη τριών κοιτασμάτων και σε αντάλλαγμα ανέλαβε να κατασκευάσει τρία διυλιστήρια, και το έκανε μέσα στα επόμενα τρία χρόνια.

Σημειώνεται ότι η προσφορά του Πεκίνου ήταν εξαιρετική: το 70% των κερδών από την παραγωγή και πώληση πετρελαίου και φυσικού αερίου πήγαινε στο αφγανικό ταμείο.

Ταυτόχρονα, βέβαια, θα ήταν ανόητο να θεωρήσουμε ότι οι Κινέζοι εργάζονταν δίχως όφελος και σχέδια για το μέλλον.

Το βασικό ενδιαφέρον της Κίνας εκεί είναι το λίθιο. Πριν από δέκα χρόνια, η ίδια Γεωλογική Υπηρεσία των ΗΠΑ δημοσίευσε στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι τα έγκατα της γης του Αφγανιστάν κρύβουν αποθέματα λιθίου αξίας τριών τρισεκατομμυρίων δολαρίων.

Εδώ πρέπει να γίνει μια σημαντική παρατήρηση. Συχνά, τα στοιχεία σχετικά με τα αποθέματα λιθίου στο Αφγανιστάν παρουσιάζονται ως δεδομένα, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς έτσι.

Οι Αμερικανοί στρατιωτικοί γεωλόγοι μέσα σε δύο χρόνια κατάφεραν να πραγματοποιήσουν μόνο επιφανειακή εξερεύνηση, προσδιορίζοντας τις περιοχές, όπου, σύμφωνα με τις γεωλογικές συνθήκες, θα μπορούσαν ενδεχομένως να υπάρχουν κοιτάσματα μετάλλου. Δηλαδή, οι Αμερικανοί δεν κατάφεραν να εξορύξουν πραγματικό λίθιο.

Ωστόσο, η γεωλογική εξερεύνηση εδώ και αρκετό καιρό έχει περάσει το στάδιο της αναζήτησης με σφυρί και η σύγχρονη προσομοίωση, με μεγάλες πιθανότητες, προβλέπει την παρουσία του πολυπόθητου σπάνιου γήινου μετάλλου.

Για την Κίνα, τον κορυφαίο κατασκευαστή ηλεκτρικών οχημάτων και μπαταριών στον κόσμο, ήταν αρκετό.

Λίγες μόνο ώρες μετά την κατάληψη της πρωτεύουσας του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν, ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας, Γκενγκ Σουάνγκ, ανακοίνωσε ότι η Κίνα αναμένει την «πιο φιλική συνεργασία με το Αφγανιστάν».

Σημειώνεται ότι η κινεζική πρεσβεία στην Καμπούλ δεν υπέστη ζημιές και τώρα φυλάσσεται από ένοπλους εκπροσώπους της νέας κυβέρνησης.

Στον αμερικανικό Τύπο όμως παρατηρείται μια πραγματική υστερία. Για παράδειγμα, το πρακτορείο CNBC αναφέρει ότι τώρα στα χέρια του βασικού αντιπάλου των ΗΠΑ θα πέσουν όχι μόνο το λίθιο, αλλά και το δημήτριο, το νεοδύμιο, το λανθάνιο, ο ψευδάργυρος και ο υδράργυρος που υπάρχουν στο Αφγανιστάν.

Εάν η Κίνα εγκατασταθεί στην περιοχή, θα κατέχει το μονοπώλιο στην επεξεργασία και χρήση σπάνιων μετάλλων.

Και τι γίνεται με τη Ρωσία; Δεν έχει να προσφέρει τίποτα για να εξασφαλίσει την παρουσία της στην περιοχή; Βέβαια, έχει.

Πρέπει να ξεκινήσει με το κύριο πιάτο που παραδοσιακά προσφέρει η Μόσχα σε όλους εκείνους με τους οποίους θέλει να συνεργαστεί – τους αγωγούς φυσικού αερίου.

Το 2010 υπογράφηκε μια τετραμερής συμφωνία για την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Τουρκμενιστάν – Αφγανιστάν – Πακιστάν – Ινδία, μήκους 1.700 χιλιομέτρων και χωρητικότητας 33 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων.

Το κόστος κατασκευής υπολογίστηκε έως 10 δισεκατομμύρια δολάρια και το εργοστάσιο του Τσελιάμπινσκ κέρδισε τον διαγωνισμό για τη σωλήνωση.

Κατά τα επόμενα εννέα χρόνια, οι πλευρές πραγματοποιούσαν συναντήσεις, υπέγραφαν όλο και πιο λεπτομερείς συμφωνίες, όμως οι εργασίες κατασκευής δεν ξεκίνησαν.

Η αιτία παραμένει η ίδια: ατελείωτη αστάθεια, συγκρούσεις και η εξουσία που δεν ελέγχει τις περισσότερες απόμακρες επαρχίες της χώρας.

Εάν σταθεροποιηθεί η κατάσταση στο Αφγανιστάν, η Ρωσία θα έχει δυνατότητα όχι μόνο να γίνει ο βασικός προμηθευτής σωλήνων, αλλά και να βοηθήσει στην αύξηση του εφοδιασμού καυσίμων, ανακατευθύνοντας τουλάχιστον τα πεντέμισι δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα τουρκμενικού αερίου που αγοράζονται ετησίως προς τον νότο.

Δεν είναι όμως το πιο σημαντικό. Στο Αφγανιστάν υπάρχει, χωρίς καμία υπερβολή, μια τεράστια έλλειψη ηλεκτρικής ενέργειας.

Η χώρα με πληθυσμό 38 εκατομμύρια, δηλαδή μεγαλύτερη σε πληθυσμό από τη σύγχρονη Ουκρανία, διαθέτει μόνο επτά σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με συνολική εγκατεστημένη ισχύ 3,1 GW. Στην Ουκρανία, ο ίδιος δείκτης ανέρχεται στα 55 GW.

Η Μόσχα επί πάνω από μια δεκαετία έχει στη διάθεσή της ένα έργο σχετικά με την κατασκευή μιας ενεργειακής γέφυρας μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και του Ιράν, το οποίο, μετά τον ορισμό του status quo στο Καραμπάχ, έχει μεγάλη πιθανότητα να εφαρμοστεί.

Σε περίπτωση ενδιαφέροντος από την αφγανική πλευρά, η ενεργειακή γέφυρα μπορεί να επεκταθεί προς τα ανατολικά. Είναι πολύ πιο εύκολο να κατασκευάσει κανείς τις γραμμές ρεύματος παρά τις σιδηροδρομικές γραμμές.

Παρά τις δυσκολίες, δύο υδροηλεκτρικοί σταθμοί (Darunta και Pul-I-Khumri) λειτουργούν στο Αφγανιστάν, ενώ τα τελευταία χρόνια η Ρωσία έχει αποκτήσει πλούσια εμπειρία τόσο στον εκσυγχρονισμό των παλιών υδροηλεκτρικών σταθμών όσο και στην κατασκευή νέων, συμπεριλαμβανομένων μικρού και μεσαίου μεγέθους σε ορεινές περιοχές με δύσκολες συνθήκες.

Το εγγύς μέλλον θα δείξει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στην περιοχή, αλλά η δεδομένη τάση υποδηλώνει ότι το σχεδιάγραμμα της παρουσίας των κύριων παγκόσμιων δυνάμεων εκεί είναι πιθανό να αλλάξει εντελώς.

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X