Επιλογές

~Η Κυρά του Κάστρου ~

~Η Κυρά του Κάστρου ~
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Μέρος Τέταρτο

Τα αστραφτερά κοσμήματα που άπλωσε ο χρυσοτέχνης μπροστά στον Φουάντ ξεπερνούσαν και την πιο τρελή φαντασία: περιδέραια στολισμένα με διαμάντια, δαχτυλίδια με μαργαριτάρια και στη μέση ένα σμαράγδι που αστραποβολούσε, σκουλαρίκια από ρουμπίνια.
«Κοίτα να βάλεις όλη σου την τέχνη, Δημήτρη Καράλη!» του είπε χαμογελώντας.
Ήθελε να χαρίσει κάτι όμορφο στη Μόνα για το ευχάριστο νέο. Αυτή τη φορά όμως δεν τον ικανοποιούσε να κάνει μία παραγγελία στο Κάιρο ή στην Πόλη, όπως γινόταν συνήθως. Αντίθετα, προτίμησε να δει με τα μάτια του και να διαλέξει ο ίδιος μέσα από πολλά δείγματα κάτι πολύτιμο και να της το δώσει με τα ίδια του τα χέρια, όταν με το καλό θα γεννιόταν το παιδί τους.
Γι’ αυτό το σκοπό είχε καλέσει στο παλάτι του τον καλύτερο χρυσοτέχνη και έμπορο κοσμημάτων της Αλεξάνδρειας, το Δημήτρη Καράλη.
Αυτά που έφτιαχνε με τα χέρια του ήταν υψηλού γούστου, εκλεπτυσμένα και πολύ όμορφα και είχαν αρχίσει να κατακτούν τα παλάτια των υψηλών αξιωματούχων της Αιγύπτου μέχρι και τον ίδιο το Μοχάμετ Άλι .
«Θα είναι ό,τι πιο ωραίο έχω φτιάξει!» διαβεβαίωσε τον Φουάντ.
Η Μόνα, στο μεταξύ, νιώθοντας πλήξη και ανία στο διαμέρισμά της είχε κατεβεί να κάνει έναν περίπατο στον κήπο. Στα αυτιά της βούιζε ακόμα η συζήτηση που είχε κάνει πριν από λίγη ώρα με την Αϊσέ, που είχε επιστρέψει και πάλι στο παλάτι μετά το θάνατο της γιαγιάς της.
«Αυτή τη φορά τα λίγα απομεινάρια από τα βότανα που ήπια δεν έφεραν αποτέλεσμα, καλή μου Αϊσέ!» της είχε πει.
«Περιμένεις παιδί, κυρά μου, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε η Αϊσέ στοργικά.
Η Μόνα έγνεψε καταφατικά.
«Το ξέρει, του το είπα! Τώρα πια είναι δρόμος δίχως γυρισμό!» ψιθύρισε.
«Ίσως αυτό το παιδί να’ναι σταλμένο απ’ τον Αλλάχ για να γιατρέψει τη μοναξιά σου!» είπε η Αϊσέ.
Βυθισμένη στις σκέψεις της δεν πρόσεξε το νεαρό άντρα που είχε καθίσει σ’ ένα πέτρινο παγκάκι και παρατηρούσε προσεκτικά την τριανταφυλλιά που ήταν δίπλα του.
Ο Λέοντας Καράλης, ο γιος του χρυσοτέχνη, είχε προτιμήσει ν’ αφήσει στον πατέρα του την όλη πρωτοβουλία της συνάντησης με τον Φουάντ πασά κι εκείνος είχε επισκεφθεί τον ανθόκηπο του παλατιού. Σίγουρα, θα μπορούσε να πάρει ιδέες για τα κομμάτια που έφτιαχνε.
Είχε κληρονομήσει το ταλέντο του πατέρα του στην κατασκευή κοσμημάτων, δεν αγαπούσε όμως ιδιαίτερα τις εμπορικές συναλλαγές.
Πρόσεξε πρώτος τη νεαρή γυναίκα που σχημάτιζε ακαθόριστα σχήματα με τα δάχτυλά της στα νερά του σιντριβανιού και την πλησίασε.
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε σαστισμένη. «Τι γυρεύεις εδώ;»
Ο Λέοντας υποκλίθηκε ελαφρά.
«Συγνώμη αν σε τρόμαξα», είπε.
«Ποιος είσαι; Τι θες εδώ;» τον ξαναρώτησε με κάποια νευρικότητα.
«Με λένε Λέοντα…Λέοντα Καράλη» της είπε. «Ο πατέρας μου είναι χρυσικός και ήρθε να κάνει μία συναλλαγή με τον Φουάντ πασά. Εγώ προτίμησα να τον περιμένω εδώ και…»
Συνέχισε να μιλάει. Η Μόνα του έριξε μία λοξή ματιά κι ένιωσε ξαφνικά τα μάγουλά της να καίγονται και την καρδιά της να χτυπά δυνατά.
«Πώς σε λένε;» ο Λέοντας χρειάστηκε να πει την ερώτηση δυο φορές.
Αυθόρμητα το παλιό της όνομα ανέβηκε στα χείλη της.
«Ελπίδα!» είπε. «Με λένε Ελπίδα! Είμαι…είμαι στην υπηρεσία της γυναίκας του Φουάντ πασά, της πριγκίπισσας Μόνα!»
«Ελπίδα!» επανέλαβε ο Λέοντας.
Με μια αυθόρμητη κίνηση πήρε το χέρι της και το φίλησε.
«Τα χέρια σου έχουν πάρει τη δροσιά της λίμνης!» της είπε και χαμογέλασε ελαφρά, προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή του.
Η Μόνα έμεινε ξάγρυπνη όλο το βράδυ, φέρνοντας στο νου της ξανά και ξανά όλες τις λεπτομέρειες της τόσο σύντομης συνάντησής της με τον Λέοντα.
Δεν έφυγε από τη σκέψη της καμία από τις επόμενες μέρες. Συχνά έπιανε τον εαυτό της να κάθεται στο παράθυρο και να ρεμβάζει.
«Αχ, Λέοντα! Λέοντα!» μονολογούσε.
Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά, τα χέρια της έτρεμαν.
Για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε ερωτευμένη.
Ήθελε πάση θυσία να τον δει! Πώς όμως θα μπορούσε, αφού δεν είχε τη δυνατότητα να βγαίνει και να κυκλοφορεί μόνη στην πόλη;
Χαμογέλασε καθώς θυμήθηκε ένα μικρό, εγκαταλειμμένο καμαράκι, που άλλοτε ανήκε σ’ έναν από τους κηπουρούς του παλατιού, σχεδόν κολλημένο επάνω στη μάντρα του ανθόκηπου. Επικοινωνούσε με μία μικρή ξύλινη πόρτα με τον έξω κόσμο. Από εκεί ο κηπουρός δεχόταν άλλοτε τις παραγγελίες του σε σπόρους και φυτά, για να ομορφαίνει τους κήπους του αφέντη του.

Σμαραγδή Μητροπούλου
(συνεχίζεται)

Επιμέλεια Ενότητας:Αυγουστάτου Σόφη

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X