Κοινωνία

Πώς γίνεται αντιληπτό το σύνδρομο Long COVID – Αναλυτικός οδηγός αντιμετώπισης

Πώς γίνεται αντιληπτό το σύνδρομο Long COVID – Αναλυτικός οδηγός αντιμετώπισης
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Το σύνδρομο Long COVID ή αλλιώς μακράς διάρκειας κορονοϊός μπορεί να εμφανίζει συμπτώματα σε ασθενή για ολόκληρες εβδομάδες.

Οι ερωτήσεις που προκύπτουν είναι πολλές:

Τι είναι το σύνδρομο LongCOVID ή PostCOVID, ποια συμπτώματα και επιπλοκές (όψιμες ή μακροχρόνιες) περιλαμβάνει, για πόσο διάστημα εμμένουν μετά τη λοίμωξη με SARS-COV-2, τι προβλέπουν τα πρωτόκολλα για την αντιμετώπιση του;

Ο καθηγητής πνευμονολογίας στο ΕΚΠΑ και πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας Στέλιος Λουκίδης και ο ερευνητής, διευθυντής ερευνών εργαστηρίου γενετικής και ιατρικής ακριβείας του ΙΤΕ, Κωνσταντίνος Στρατάκης μίλησταν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τα νεότερα δεδομένα του συνδρόμου.

Αρχικά, σύμφωνα με τον κ. Στρατάκη, αυτή τη στιγμή υπάρχουν πολλές μελέτες σε όλο τον κόσμο για τον καθορισμό του συνδρόμου, την περιγραφή των συμπτωμάτων του και βέβαια την αντιμετώπισή του. Στις ΗΠΑ, το Κέντρο Ελέγχου Νόσων (CDC) προτιμά τον όρο «μετά COVID-19 νόσοι» (post COVID-19 conditions) και δέχεται ως χρονικό όριο τις τέσσερις εβδομάδες (28 ημέρες) μετά την αρχική λοίμωξη.

Τα συμπτώματα που πιο συχνά ταλαιπωρούν τους ασθενείς, είναι κούραση, απώλεια όσφρησης ή γεύσης, αδυναμία άσκησης και προβλήματα στη νοητική λειτουργία. Από αυτά, φαίνεται πως εμμένουν στο χρόνιο σύνδρομο COVID-19 η κούραση και η αδυναμία άσκησης, αναφέρει ο κ. Στρατάκης.

Από πλευράς της, η Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία, σημειώνει πως κάθε ασθενής που νοσεί από COVID-19, θα πρέπει να ενημερώνεται για την πιθανότητα εμμενόντων συμπτωμάτων που συνήθως υποχωρούν μέσα σε 12 εβδομάδες και εμφανίζονται ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου και την προηγούμενη κατάσταση της υγείας του.

«Όταν υπάρχουν εμμένοντα συμπτώματα, κυρίως της δύσπνοιας στην κόπωση, αυτό χρειάζεται αξιολόγηση – όχι όμως κατευθείαν θεραπευτικές παρεμβάσεις που δεν έχουν αποδειχθεί ότι είναι αποτελεσματικές», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Στέλιος Λουκίδης.

Έπειτα, συστήνει ιδιαίτερη προσοχή, υπομονή και καλή αξιολόγηση για να αποτυπωθεί και αποσαφηνιστεί το «σύνδρομο LongCOVID» και λέει ότι η Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρία ανέβασε τον χρόνο παρακολούθησης στους τρεις μήνες, «που είναι ένας καλός χρόνος για να γίνει η πρώτη αξιολόγηση».

Πάντως, το θετικό είναι ότι «μετά από δομημένη παρακολούθηση, οι εμμένουσες επιπλοκές της COVID-19, φαίνεται ότι είναι σε πάρα πολύ μικρό ποσοστό και όχι στο ποσοστό που περιμέναμε στην αρχή», αναφέρει ο κ. Λουκίδης.

Παράλληλα, κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην ολιστική αντιμετώπιση της πνευμονικής αποκατάστασης των ασθενών COVID-19 που νοσηλεύθηκαν σε ΜΕΘ.

Όπως διευκρίνισε στη συνέχεια, «Είναι λίγοι οι ασθενείς που μετά από εννιά με 12 μήνες έχουν κάποιο χρόνιο νόσημα.

Ακούστηκε πάρα πολύ στην αρχή για διάμεση πνευμονοπάθεια, ίνωση – ωστόσο μετά από παρακολούθηση για κάποιο χρονικό διάστημα που συνήθως είναι εννιά με 12 μήνες, φαίνεται ότι τα εμμένοντα προβλήματα είναι σε ελάχιστο ποσοστό ανθρώπων. Οπότε στην πλειοψηφία των αρρώστων, αυτά αποδράμουν».

Στους τρεις μήνες η πρώτη αξιολόγηση

Σύμφωνα με τον ίδιο, «όταν υπάρχουν εμμένοντα συμπτώματα κυρίως της δύσπνοιας στην κόπωση, αυτό χρειάζεται αξιολόγηση, όχι όμως κατευθείαν θεραπευτικές παρεμβάσεις που δεν έχουν αποδειχθεί ότι είναι αποτελεσματικές».

Δίνει μεγάλη σημασία στην τήρηση του πρωτοκόλλου, σημειώνοντας πως δεν έχει καμία αξία να γίνει αξονική τομογραφία μετά από παρέλευση ενός μήνα από μία σοβαρή νόσηση δεν έχει καμία αξία.

«Θα δεις βλάβες, δεν υπάρχει περίπτωση», τονίζει και προσθέτει ότι γι’ αυτό η ΕΠΕ ανέβασε το χρόνο παρακολούθησης στους τρεις μήνες «που είναι ένας καλός χρόνος για να κάνεις την πρώτη αξιολόγηση».

Τα πρωτόκολλα

Η πρώτη κατηγορία πρωτοκόλλων αφορά την παρακολούθηση ασθενών COVID που έχουν νοσηλευθεί σε ΜΕΘ ή κοινό θάλαμο. Όπως αναφέρει ο κ. Λουκίδης, τέσσερις εβδομάδες μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο, προτείνεται να επισκεφθούν γιατρό, κατά προτίμηση τον οικογενειακό τους, ο οποίος θα πρέπει να δει αν έχουν εμμένοντα σημεία ή συμπτώματα και αν χρειάζονται κάτι παραπάνω.

Στους τρεις μήνες πρέπει να κάνουν οπωσδήποτε απεικόνιση, κατά προτίμηση αξονική τομογραφία και μετά να κάνουν ένα λειτουργικό έλεγχο των πνευμόνων και πιθανότητα καρδιολογική εκτίμηση. Αν παραμένουν ευρήματα, τότε πρέπει να αρχίσουν σιγά-σιγά να μπαίνουν σε μία παρακολούθηση που συνήθως είναι ανά έξι μήνες, μέχρι να αποσαφηνιστεί ότι αυτά τα ευρήματα φεύγουν, ή σε κάποιους -πολύ μικρό ποσοστό- παραμένουν.

Επίσης, για ανθρώπους που βγαίνουν από ΜΕΘ, δίνεται προτεραιότητα στην ολιστική αντιμετώπιση της πνευμονικής αποκατάστασης και σύμφωνα με τον κ. Λουκίδη, η παρέμβαση αυτή θα βοηθήσει την κινητικότητα, τον τρόπο αναπνοής, την διατροφή και την ψυχολογική υποστήριξης των ασθενών, «αλλά δυστυχώς γίνεται σε περιορισμένα κέντρα στην Ελλάδα».

Η δεύτερη κατηγορία αφορά όσους έχουν ήπια νόσηση, που δεν έχουν νοσηλευθεί ή νοσηλεύθηκαν αλλά με ήπια νόσηση. Μετά την τελική φάση της νόσου, αξιολογούνται από γιατρό στον ένα μήνα, και αν δεν έχουν τίποτα ο έλεγχος σταματάει. Αν όμως διαπιστωθούν ευρήματα, μπαίνουν και αυτοί στη διαδικασία της παρακολούθησης όπως και οι νοσήσαντες της προηγούμενης ομάδας.

Οι περισσότεροι όταν νοσήσουν, έρχονται σε μεγάλο ποσοστό σε τηλεφωνική επικοινωνία με κάποιο γιατρό, μετά θα πρέπει να επισκεφτούν τον γιατρό και δια ζώσης, διότι κάποια πράγματα μέσω τηλεφώνου μπορεί να έχουν ξεφύγει. Αυτό δεν είναι εύκολο να γίνει στην οξεία φάση, αλλά σε δεύτερο χρόνο μόλις τελειώσει η λοίμωξη είναι απαραίτητο. Υπάρχουν ιατρεία σε δημόσια νοσοκομεία που κάνουν post COVID παρακολούθηση.

Παράλληλα, είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε ασθενείς που έχουν επιπλοκές από την αρχική λοίμωξη, ή από τη νοσηλεία τους στην εντατική μονάδα κλπ., από αυτό που ονομάζομε χρόνιο ή μετά COVID-19 σύνδρομο, υπογραμμίζει από πλευράς του ο κ. Στρατάκης.

Για παράδειγμα, ένας ασθενής που υπέστη εγκεφαλικό ή καρδιακό επεισόδιο κατά τη διάρκεια της αρχικής λοίμωξης, σαφώς και έχει διάφορες επιπλοκές για πολλές εβδομάδες μετά την αρχική λοίμωξη που όμως εξηγούνται από τα αντίστοιχα επεισόδια και δεν είναι κάτι ανεξήγητο, ή κάτι καινούργιο.

«Στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ (ΝΙΗ) μελετήσαμε τα δεδομένα των ασθενών με COVID-19 και δείξαμε με σαφήνεια τις πολλές και διάφορες επιπλοκές της αρχικής νόσου ιδιαίτερα σε ασθενείς με παχυσαρκία, υπέρταση ή διαβήτη», λέει ο κ. Στρατάκης.

Σε αυτούς τους ασθενείς, επιπλοκές της αρχικής λοίμωξης είναι κάτι αναμενόμενο.

Τι είναι το χρόνιο (long) COVID-19 σύνδρομο;

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 (1988-89), αρκετοί ασθενείς με λοίμωξη με ιό Coxsakie και άλλοι ασθενείς αργότερα με λοίμωξη με ιό Epstein-Barr, που αμφότεροι προκαλούν στην οξεία τους μορφή σχετικά συνήθη ιικά σύνδρομα (καταρροή, ερυθήματα κλπ.) παρουσιάστηκαν πολύ μετά από την αρχική λοίμωξη με ένα σύνδρομο που χαρακτηριζόταν από κόπωση κυρίως, αλλά και άλλα συμπτώματα που κυμαίνονταν από αρθριτικούς πόνους μέχρι παροδικές παραλύσεις κλπ.

«Το σύνδρομο έγινε γνωστό στην βιβλιογραφία ως σύνδρομο χρόνιας κόπωσης (chronic fatigue syndrome-CFS) και έχει έκτοτε ονομαστεί έτσι. Ακόμα και σήμερα, η αιτία του παραμένει αδιευκρίνιστη – και μάλιστα στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ (ΝΙΗ) στο οποίο δούλεψα για πάνω από 30 χρόνια και όπου για χρόνια ήμουν διευθυντής στην Ενδοκρινολογία και τη Γενετική, πρόσφατα άρχισε μια νέα μελέτη για τη διερεύνησή του… Στη κλινική μας στο ΝΙΗ, είδαμε πολλούς ασθενείς με CFS, πολλοί εκ των οποίων έχουν ενδοκρινολογικά προβλήματα, όπως για παράδειγμα μερική επινεφριδική ανεπάρκεια (έλλειψη κορτιζόλης).

Αρκετοί είχαν την διάγνωση της ινομυαλγίας (fibromyalgia) που όταν εμφανίζεται ανεξάρτητα από το CFS, συχνά επίσης συνδυάζεται με μερική επινεφριδική ανεπάρκεια. Πολλοί ασθενείς είχαν κατάθλιψη και ψυχοσωματικές διαταραχές» περιγράφει ο κ. Στρατάκης.

Επομένως, η εμφάνιση ενός συνδρόμου που χαρακτηρίζεται από κόπωση, νευρολογικά συμπτώματα, μυικούς ή οστικούς πόνους, αδυναμία άσκησης, υπνηλία αλλά και αδυναμία κανονικού ύπνου και ανάπαυσης, αφού έχει παρέλθει η αρχική ιική λοίμωξη (4-6 εβδομάδες αργότερα) και πολλά άλλα συμπτώματα (αναπνευστικά, δερματολογικά κλπ) δεν είναι κάτι καινούργιο στην Ιατρική.

Κατ’ αρχάς λοιπόν, σύμφωνα με τον ειδικό, το χρόνιο σύνδρομο COVID-19 είναι κάτι που το έχουμε δει και με άλλους ιούς αλλά και λοιμώξεις με παράσιτα, μικρόβια κλπ. Φαίνεται ότι μπορεί να είναι πιο συχνό μετά από τον κορονοϊό, αφού υπολογίζεται ότι ένας στους επτά ασθενείς με COVID-19 έχει συμπτώματα 12 βδομάδες μετά την αρχική λοίμωξη.

Τα συμπτώματα αυτά είναι πιο συχνά ανάμεσα σε ασθενείς που χρειάστηκαν νοσηλεία, σε σχέση με αυτούς που δεν χρειάστηκαν να μπουν στο νοσοκομείο, και στις 15 μέρες μετά την αρχική λοίμωξη, αυτά που πιο συχνά εμμένουν είναι κούραση, απώλεια όσφρησης ή γεύσης, αδυναμία άσκησης και προβλήματα στη νοητική λειτουργία. Φαίνεται ότι από αυτά εμμένουν στο χρόνιο σύνδρομο COVID-19 η κούραση και η αδυναμία άσκησης, αλλά προστίθενται και άλλα, όπως ακαθόριστοι πόνοι, ερυθήματα κλπ.

Ποια είναι τα αίτια του χρόνιου συνδρόμου;

Κανείς δεν γνωρίζει τι ακριβώς προκαλεί αυτά τα συμπτώματα που οδηγούν στο μετά COVID-19 σύνδρομο, λέει ο κ. Στρατάκης.

«Είναι πιθανό να αποτελούν μια φλεγμονή, με άλλα λόγια μια συνεχιζόμενη αντίδραση του σώματος στην αρχική λοίμωξη, που γίνεται δυνατή γιατί, είτε υπάρχει κάποια γενετική ή ορμονική προδιάθεση, ή γιατί υπήρξαν βλάβες στους ιστούς ή τα όργανα του σώματος που δεν ήταν εμφανή στην αρχή, ή απλά χρειάζεται χρόνος για να εμφανιστούν».

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X