Οικονομία

Έρευνα: Τρέμουν μη χάσουν τη δουλειά τους οι μισθωτοί – Πυροβολούν το νόμο Χατζηδάκη

Έρευνα: Τρέμουν μη χάσουν τη δουλειά τους οι μισθωτοί – Πυροβολούν το νόμο Χατζηδάκη
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Μπορεί ο Κωστής Χατζηδάκης να προσπαθεί να διαφημίσει τον νέο νόμο για τα εργασιακά ως τον πιο φιλικό για τους εργαζόμενους από… καταβολής κόσμου, αλλά οι ίδιοι οι εργαζόμενοι έχουν εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη.

Και αυτό αποτυπώνεται στην έρευνα του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, που έγινε σε συνεργασία με την Prorata, και όπου καταγράφεται ο φόβος των εργαζομένων μη χάσουν τη δουλειά τους, ο φόβος για τη μισθολογική τους στασιμότητα και ο… τρόμος για την αύξηση των ωρών εργασίας. Το ευέλικτο ωράριο όπως αρέσκεται να το λέει ο υπουργός Εργασίας.

Η ετήσια έρευνα «Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα. Εμπειρίες και στάσεις γύρω από την αγορά εργασίας για το 2021», καταγράφει τις εμπειρίες, αλλά και τις απόψεις των εργαζομένων πάνω σε επιμέρους πλευρές της αγοράς. Είναι η δεύτερη χρονιά που γίνεται από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς σε συνεργασία με την εταιρία Prorata SA.

Φόβος πως θα χάσουν τη δουλειά τους τον επόμενο χρόνο

Στην ερώτηση «πόσο πιθανό θεωρείτε να χάσετε τη δουλειά (ή να μην ανανεωθεί η σύμβαση) από την οποία κερδίζετε το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού σας εισοδήματος μέσα στον επόμενο ένα χρόνο;», το 22,2% χαρακτήρισε το ενδεχόμενο αυτό πολύ ή αρκετά πιθανό.

Η μεγαλύτερη ανασφάλεια εντοπίζεται μεταξύ των απασχολούμενων με «μπλοκάκι» (55,9%), ενώ και στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, όπου τα ποσοστά εμφανίζονται αυξημένα (28,2%) και οπωσδήποτε πολύ μεγαλύτερα από το αντίστοιχο ποσοστό των μισθωτών του δημόσιου τομέα (9,7%).

Εργάσιμος χρόνος: Υπέρ των συμφερόντων των εργοδοτών «νόμος Χατζηδάκη»

«Ράπισμα» είναι για τον νόμο του Κωστή Χατζηδάκη και οι απαντήσεις για τον εργάσιμο χρόνο. Οι περισσότεροι εκτιμούν ότι θα φέρει αύξηση των ωρών εργασίας και μείωση των εισοδημάτων των εργαζομένων.

Κατά την έρευνα ζητήθηκε από τους ερωτώμενους να απαντήσουν αν, κατά τη γνώμη τους, η νέα αυτή ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία εργοδότης και εργαζόμενος μπορούν να συμφωνούν ότι για την εργασία του πέραν του οκταώρου ο εργαζόμενος θα λαμβάνει επιπλέον χρόνο ανάπαυσης (ρεπό) αντί χρηματικής αμοιβής (υπερωρίες), είναι προς το συμφέρον τον εργαζομένων ή των εργοδοτών.

Οι ερωτώμενοι κλήθηκαν επίσης να απαντήσουν για τα πιθανά αποτελέσματα που είναι πιθανότερο να επιφέρει η παραπάνω ρύθμιση για την ευέλικτη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου. Η πλειοψηφία των εργαζομένων υποστηρίζει ότι θα υπάρξει σειρά αρνητικών επιπτώσεων (αύξηση συνολικού χρόνου εργασίας, μείωση εισοδήματος, διατάραξη προσωπικής και οικογενειακής ζωής κ.λπ.).

Το δίλημμα «ευελιξία ή εκμετάλλευση» τέθηκε και με αφορμή την τάση μετατροπής των μισθωτών σε τυπικά ελεύθερους επαγγελματίες, είτε μέσω της εργασίας σε ψηφιακές πλατφόρμες (π.χ. Uber, Wolt, E-food κ.ά.) είτε ως απασχολούμενων με «μπλοκάκι» κ.λπ. Η συντριπτική πλειοψηφία (83,3%) απάντησε ότι βλέπει την τάση αυτή αρνητικά, γιατί οι εργοδότες βρίσκουν ευκαιρία να απαλλάσσονται από υποχρεώσεις που έχουν βάσει του εργατικού δικαίου (τήρηση ωραρίου, καταβολή μισθού, μέτρα ασφάλειας και υγείας στην εργασία, χορήγηση αδειών, αποζημίωση σε εργατικά ατυχήματα, παροχή εξοπλισμού κ.λπ.) και μόνο το 11,6% συντάχθηκε υπέρ της τάσης αυτής.

Δεν «βγαίνουν» οι έξι στους 10!

Σοκ προκαλεί και η αποτύπωση, μέσω της έρευνας, πως έξι στους δέκα εργαζόμενους δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα αποκλειστικά με τον μισθό τους. Γι’ αυτό και εννέα στους 10 ζητούν αύξηση των μισθών τους.

Όταν κλήθηκαν να απαντήσουν κατά πόσο οι αποδοχές τους από την εργασία επαρκούν για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους, χωρίς να έχουν άλλους οικονομικούς πόρους, ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό (60,4%) των ερωτώμενων – και μάλιστα οριακά αυξημένο από το αντίστοιχο ποσοστό του 2020 – απάντησε αρνητικά.

Το ποσοστό των ερωτώμενων που απάντησαν ότι οι αποδοχές τους από την εργασία τους είναι αντάξιες της ποσότητας και του είδους της εργασίας που παρέχουν ανήλθε σε μόλις 24,9%.

Ως προς τις προσδοκίες και τις εκτιμήσεις των ερωτώμενων σχετικά με τις προσωπικές μισθολογικές προοπτικές τους, η μεγάλη πλειοψηφία δεν αναμένει καμία αξιόλογη βελτίωση της κατάστασης, καθώς οι περισσότεροι (40,2%) εκτιμούν ότι ο μισθός τους θα παραμείνει στάσιμος ή, στην καλύτερη περίπτωση, ένα αντίστοιχο ποσοστό (39,1%) αναμένει μικρή αύξηση μέσα στην επόμενη πενταετία.

Ως προς τις γενικές προοπτικές για τους μισθούς, η συντριπτική πλειοψηφία (91,3%) απάντησε ότι οι μισθοί είναι χαμηλοί και πρέπει να αυξηθούν, ενώ μόλις το 0,1% απάντησε ότι είναι υψηλοί και πρέπει να διατηρηθούν στα ίδια επίπεδα. Δηλαδή, οι απαντήσεις στην έρευνα δείχνουν ότι η υποκειμενική πρόσληψη των εργαζόμενων ταυτίζεται με τα στατιστικά δεδομένα που υπάρχουν για το επίπεδο των μισθών στη χώρα μας.

Ως προς το σημερινό ύψος του κατώτατου μισθού φαίνεται να υπάρχει μια οριζόντια συμφωνία ότι αυτό είναι πολύ χαμηλό και ανεπαρκές.

Στο ερώτημα για το ποιες θα ήταν οι πιθανές επιπτώσεις από την αύξηση του κατώτατου μισθού, το 90,6% απάντησε ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού θα είχε θετική επίπτωση στην ανάπτυξη, γιατί θα αυξανόταν το εισόδημα των νοικοκυριών και η αγοραστική κίνηση, ενώ μόνο το 7,3% απάντησε ότι θα είχε αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη, γιατί θα αυξανόταν οι μισθολογικές δαπάνες για τις επιχειρήσεις.

Τηλεργασία

Το 48,0% των ερωτώμενων εργάστηκε για πρώτη φορά μέσω τηλεργασίας από το σπίτι κατά τη διάρκεια της πανδημίας, σε σύγκριση με το 12,6% που είχε εργαστεί και προηγουμένως. Αντίθετα, ακόμη και σήμερα, το 39,1% δήλωσε ότι δεν έχει εργαστεί καθόλου εξ αποστάσεως από το σπίτι.

Περαιτέρω, από όσους δήλωσαν ότι έχουν εργαστεί μέσω τηλεργασίας, η πλειοψηφία (63,6%) έχει σταματήσει πλέον την εξ αποστάσεως εργασία, ενώ το 28,4% των ερωτώμενων εργάζεται κάποιες μέρες την εβδομάδα με τηλεργασία και τις υπόλοιπες στον χώρο εργασίας τους. Τέλος, το 8,0% δήλωσε ότι συνεχίζει να εργάζεται καθημερινά με τηλεργασία.

Μεταξύ όσων απάντησαν ότι έχουν εργαστεί με τηλεργασία, το 42,1% αξιολογεί τη συνολική εμπειρία του θετικά, το 27,3% ουδέτερα και το 30,7% αρνητικά.

Με βάση τα ευρήματα της έρευνας, τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα του νέου θεσμικού πλαισίου για την τηλεργασία που ψηφίστηκε τον Ιούνιο του 2021 («νόμος Χατζηδάκη»), αλλά και οι προοπτικές του είναι, κατά τη γνώμη των ίδιων των εργαζόμενων, πενιχρά.

Από το σύνολο των ερωτώμενων, περίπου 6 στους 10 (59,8%) δήλωσαν λίγο ή καθόλου ενημερωμένοι για της ρυθμίσεις που αφορούν το καθεστώς της τηλεργασίας.

Ακόμη λιγότερο ενθαρρυντικά και ευοίωνα είναι όσα ανέφεραν οι ερωτώμενοι στην έρευνα, ως προς την εκτίμησή τους για το κατά πόσο πρόκειται να εφαρμοστούν μερικές από τις σημαντικότερες προστατευτικές ρυθμίσεις του νέου θεσμικού πλαισίου για την τηλεργασία.

Μόνο ένας στους πέντε εργαζόμενους καταγγέλλει εργοδοτικές παραβιάσεις που υφίσταται

Στην ερώτηση σχετικά με τα περιστατικά παραβάσεων/αθέτησης υποχρεώσεων από την πλευρά του εργοδότη, που οι ίδιοι οι ερωτώμενοι προσωπικά είχαν αντιμετωπίσει, πολύ διαδεδομένη φαίνεται να είναι η παράβαση των κανόνων εργασιακής ηθικής και δεοντολογίας από τον εργοδότη (31,6% δηλώνει ότι το έχει υποστεί τον τελευταίο ένα χρόνο), κάτι αναμενόμενο μετά τις καταγγελίες που άρχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας στη χώρα μας, για φαινόμενα σεξιστικής συμπεριφοράς, σεξουαλικής παρενόχλησης ή βίας σε χώρους εργασίας, αλλά και για άλλα φαινόμενα κακοποίησης/παρενόχλησης στην εργασία (mobbing). Το αμέσως συχνότερο «θύμα» εργοδοτικών παραβάσεων είναι το πεδίο του συλλογικού εργατικού δικαίου (δικαίωμα στην απεργία, στον συνδικαλισμό), ωστόσο, και οι με τη στενή έννοια εργοδοτικές υποχρεώσεις (ωράριο, μισθός) παραβιάζονται.

Από το σύνολο όσων δήλωσαν ότι έχουν υποστεί τουλάχιστον μία από τις παραπάνω συμπεριφορές από τον εργοδότη τους κατά τον τελευταίο ένα χρόνο, μόνο ένας στους πέντε (21,5%) δήλωσε ότι κατήγγειλε τον εργοδότη του είτε θεσμικά (ΣΕΠΕ, συνδικάτο κ.λπ.) είτε με άλλο τρόπο δημόσια (π.χ. ΜΜΕ ή social media). Οι υπόλοιποι αναφέρουν ως λόγους μη καταγγελίας το ότι γνώριζαν ότι πολύ δύσκολα θα δικαιωθούν (35,2%), την θέλησή τους να προστατεύσουν την «καλή φήμη» τους ως εργαζομένων (14,6%), αλλά και την κατανόηση προς τον εργοδότη και την αναγνώριση ότι κάνει το καλύτερο που μπορεί (11,0%). Επίσης ένα καθόλου αμελητέο ποσοστό (9,7%) δήλωσε ότι δεν υπέβαλε καταγγελία υπό το φόβο της απόλυσης.

Στις κρίσεις τους για το συνδικαλισμό, οι ερωτώμενοι αναγνωρίζουν την αξία των συνδικάτων για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, αν και είναι κριτικοί προς τις συνδικαλιστικές ηγεσίες και ζητούν περισσότερες και αυξημένες διεκδικήσεις και νέες εναλλακτικές μορφές κινητοποιήσεων.

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X