Eretiki Κριτική

Eretiki κριτική-Νύχτες Πρεμιέρας: “The Birthday Party: Ανταρσία στον Παράδεισο”

Eretiki κριτική-Νύχτες Πρεμιέρας: “The Birthday Party: Ανταρσία στον Παράδεισο”
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Από τον Eretiko κριτικό Γιάννη Κρουσίνσκυ

Την Κυριακή 8/10 πραγματοποιήθηκε στο Σινεμά “Άστορ” η επαναληπτική προβολή του μουσικού ντοκιμαντέρThe Birthday Party: Ανταρσία στον Παράδεισο. Μια ταινία για την πρώτη ακραία, τολμηρή & αισθαντική μουσική μπάντα του Nick Cave.

Ο περίτεχνος τρόπος κατασκευής της κινηματογραφικής αφήγησης ξεπέρασε πανεύκολα τα συνήθη σύνορα ενός απλού ντοκιμαντέρ, υπερνικώντας παράλληλα κατά κράτος οποιαδήποτε απόπειρα μυθοπλασίας θα επιχειρούσε να καλύψει την εν λόγω θεματική. Ήταν μια από τις καλύτερες προβολές ταινιών όλου του 29ου Φεστιβάλ!

Σωστά η ταινία μάς γνωρίζει όλα τα μέλη της μπάντας και το μαγνητισμό μεταξύ τους, αποφέροντας ένα εκρηκτικό μίγμα δημιουργικού οίστρου, ξεχωριστού ήχου, ορμητικής νιότης & πηγαίας τρομακτικής γοητείας! Ένα θαυμαστό & απολαυστικό έργο.

Ανάλυση

Στο γεμάτο από κόσμο Σινεμά “Άστορ”, το βράδυ της Κυριακής 8/10 βρήκε πολλούς Σινεφίλ και συνάμα λάτρεις της σκοτεινά γοητευτικής μουσικής, να είναι απόλυτα ευχαριστημένοι μετά την εν λόγω παρακολούθηση. Το κοινό συμμετείχε χιουμοριστικά και ευδιάθετα στην κινηματογραφική εξιστόρηση της αφοπλιστικής ειλικρίνειας, της αποστασιοποιημένης ωριμότητας, αλλά και της διαχρονικής νεανικότητας του μουσικού συγκροτήματος The Birthday Party.” Ένα ταξίδι από underground κύκλους και ενστικτώδη οπτική, προς την καλλιτεχνική δημιουργικότητα μιας αποστομωτικής επαγγελματικής πρωτοπορίας, που θα μπορούσες να την αποκαλέσεις μέχρι και extreme pop. Βεβαίως, το πλούσιο υπάρχον υλικό ξαφνιάζει, διότι μας ξεναγεί επιπλέον σε στιγμές οι οποίες προβάλλονται για πρώτη φορά, σχετικά με την ενδιαφέρουσα πορεία της μπάντας.

Η ταινία μεταδίδει έναν αληθινά δυναμικό παλμό, μιας αβίαστα κατακτηθείσας έμπιστης σχέσης του συγκροτήματος με τους θεατές/ακροατές, φέρνοντας ισορροπία ανάμεσα σε χιούμορ, καλλιτεχνική έκφραση, ώριμη παρατήρηση, αισθαντική απεικόνιση της δημιουργικής νιότης. Αλλά φυσικά την -πολυμορφικής σύστασης- αυτή ισορροπία ρυθμίζει το ρεαλιστικό τρομακτικό τίμημα της δημιουργικής νιότης…Με αντισταθμισμένες, αυτοκαταστροφικές τάσεις των μελών της μπάντας. Ορισμένοι θεατές σχολίαζαν, εν τη διάρκεια της προβολής, για τις κινηματογραφικές παραμέτρους και κάποιοι ήταν συγκινημένοι, βλέποντας τη χαοτική αύρα αυτού του συγκροτήματος στη Μεγάλη Οθόνη. Το έργο αφορά την ιδανική σύσταση της μουσικής του Nick Cave στην -πλούσια τελικά σε αποκαλύψεις- προ Nick Cave & the Bad Seeds” εποχή…

Πλεονεκτήματα Ταινίας

1) Σαφέστατα, η πανέξυπνη χρήση του animation σε συνδυασμό με τη λεκτική επισήμανση, κατά τις αποκαλυπτικές στιγμές των The Birthday Party”, είναι από τα πρωταρχικά στοιχεία θετικής μεταμόρφωσης τούτου του ντοκιμαντέρ. Το animation αποδίδει σε πιο ψύχραιμη ανασκόπηση την εκρηκτική καθημερινότητα του συγκροτήματος. Η μέθοδος αυτή είναι άκρως παραστατική (διότι ο σχεδιασμός αποδεικνύεται εξαιρετικός), μοιάζοντας κάπως σαν ασπρόμαυρες απαγορευμένες σελίδες ενός γκροτεσκικού/χιουμοριστικού ποστ-πανκ κόμικ! Μα στην πορεία η μέθοδος αξιοποίησης του animation λειτουργεί και πιο χαλαρωτικά, εξαιτίας της εκπέμπουσας κωμικής αισθητικής. Γενικώς, χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τρεις στιγμές:

Α) Μόλις ο τραγουδιστής Nick Cave πρωτογνώρισε κατ’ ιδίαν στα όρια της απειλής τον μελλοντικό του συνεργάτη, κιθαρίστα Rowland S. Howard. “Είσαι punk ή φλώρος;”, τον ρώτησε τότε. Και μάλιστα, αυτή τη διογκωμένα άκοσμη προσέγγιση ο Nick την πραγματοποίησε δύο ανεξάρτητες (!) φορές στον Rowland. Β) Ένα επεισοδιακό live στη Νέα Υόρκη περιείχε, εκτός προγράμματος, σκίσιμο του παντελονιού του τραγουδιστή Nick και κατά λάθος παγίδευση (ακίνδυνη) μιας γυναίκας από το κοινό στο καλώδιο του μικροφώνου. Γ) Η ανερμήνευτη διέγερση του μπασίστα Tracy Pew, με τάσεις προς την παρανομία, εκφράζεται ιδανικά, όταν μαθαίνουμε, πως ο ίδιος μαζί με ένα κλεμμένο αμάξι πήρε και μια ραπτομηχανή (και όμως το έκανε). Μην τολμήσει να πει κανένας εδώ για στοιχεία κλεπτομανίας. Μάλλον pure τρολάρισμα, προ εποχής τρολαρίσματος, έκανε ο τύπος…Χα χα!

2) Ό,τι και αν παρατηρήσουμε για κατάταξη μουσικού είδους (από gothic, blues, διαμορφωμένη jazz κ.τ.λ.), σημασία έχει, ότι η ταινία μάς ξεναγεί στη μύηση της τολμηρής πρωτοποριακής αλλαγής από τα μέλη των The Birthday Party.” Μια εξελισσόμενη αλλαγή, την οποία δεν κατανόησε κάθε δισκογραφική εταιρεία στην ανοδική πορεία του συγκροτήματος. Οι ζωντανές εμφανίσεις υπερτερούν στο σύμπαν της ταινίας, από ό,τι η δισκογραφία των “The Birthday Party.” Και είναι λογικό κάτι τέτοιο, εάν σκεφτούμε, πως ο ποιοτικός ντράμερ Phil Calvert έζησε 443 live εμφανίσεις μαζί τους, προτού τον απολύσουν σε ρόλο αποδιοπομπαίου τράγου. Φυσικά, η όποια δισκογραφία αναπόφευκτα θα είχε μικρότερο αριθμό.

Αλλά αυτό το αφιονισμένο νούμερο “443” αφορά και τη συσπείρωση απέναντι στις αντιξοότητες, που βρήκε μπροστά της η μπάντα. Το δεύτερο κριτήριο είναι η τελετουργική γοητεία αυτών των ζωντανών εμφανίσεων…Κακά τα ψέματα, αυτή η μπάντα ήταν έτσι και αλλιώς κινηματογραφική στα live της! Από μόνη της! Η σκηνοθεσία του Ian White και το μοντάζ του Aaron J. March βρήκαν τον κατάλληλο καθρέπτη, προκειμένου να δείξουν στο κοινό αυτή την αλήθεια. Δεν ήταν καθόλου εύκολο όμως κάτι τέτοιο, γιατί χρειάζεται να σηκώσεις το βάρος ενός πελώριου καθρέπτη, ώστε να φανεί πιστά το αντιμαχόμενο είδωλο δυϊσμού των “The Birthday Party.” Ιδίως, όταν προβάλεις τα αιφνιδιαστικά ραγίσματα του καθρεπτισμού τους, καταφέρνοντας να μην χάσει ούτε ίχνος από τη γοητεία της η ταινία σου…

3) Οι νεανικές μορφές των Cave και Howard βοηθούν το αποτέλεσμα της ταινίας, διότι είναι εξαιρετικά κινηματογραφικές. Η χαρά του κάθε εμπνευσμένου σκηνοθέτη. Τα ίδια τα φυσικά χαρακτηριστικά στα πρόσωπα των τότε 20χρονων Nick Cave και Rowland S. Howard, απεικονίζουν αντιστοίχως, με εξαιρετική φωτογένεια, σπάνιες διμορφικές ανδρόγυνες εκφράσεις, που αιχμαλωτίζουν για πάντα στο φακό τη νιότη τους. Για την ακρίβεια, αμφότεροι μοιάζουν με αναπτερωμένους δραπέτες της εφηβείας, που δεν φοβούνται να κυλήσουν στις “τουριστικές” περιοχές ενός εκμοντερνισμένου Άδη. Νομίζω, ότι και ο εύστοχος συμπληρωματικός τίτλος (“Ανταρσία στον Παράδεισο”) κάτι τέτοιο μας περιγράφει. Ο θεατής βρίσκει εύκολα το απαγορευμένο κοινωνικό/ανθρώπινο πρότυπο στις αινιγματικές πρωταγωνιστικές μορφές των δύο μουσικών. Όλοι θα θέλαμε να έχουμε αυτά τα ηλεκτρισμένα μαλλιά του θυμωμένου Cave ή το μελαγχολικό βλέμμα του Howard..Ίσως γιατί, υποσυνείδητα, οι ανδρόγυνες μορφές τους θυμίζουν την άγνωστη νιότη των γονιών κάθε θεατή. Αλλά παράλληλα, κάθε θεατής ξέρει μέσα του, ότι δεν ισχύει κάτι τέτοιο.

Και έτσι, ψάχνει το εναλλακτικό πρότυπο ενός κάποτε νέου, ελεύθερου και ακραίου ανθρώπου. Αποτέλεσμα είναι, ο θεατής οποιουδήποτε φύλου να εμπιστευτεί αυτές τις εξωτερικά ομοιάζουσες, διμορφικές ανδρόγυνες οντότητες, αναζητώντας τί κρύβουν μέσα στην ψυχή τους! Ο δε ώριμος νεο-γουεστερνικός” Nick με μουστάκι θυμίζει στη συνέντευξη μπροστά στην κάμερα ένα τελείως αντιφατικό, δυσεύρετα υγιές, macho στιλ. Έπειτα στο νεανικό μοτίβο και πάλι, το καπέλο, το μουστάκι και το cowboy στυλ του μπασίστα Tracy Pew φέρνουν μια άλλη συμπληρωματική αντισυμβατική μορφή! Σταθερή στη βάση της μουσικής (με γνώση για τις σωστές μεταφερόμενες οκτάβες στο μπάσο, με εντυπωσιακό εκτόπισμα ήχου επί σκηνής), αλλά ηθελημένα ασταθής στην αδικαιολόγητη παρανομία και την κυριολεκτική καλλιτεχνική πτώση επί σκηνής. Ο δε Mick Harvey ήταν ουσιώδης στην κιθάρα του και απρόβλεπτος στην κατ’ εξαίρεση βραδιά μη νηφαλιότητάς του, η οποία συνέπιψε ατυχώς με κρίσιμο live show!

4) Μπορεί τυπικά να μην διακρίνονται καθήκοντα σεναρίου, μα αυτό δεν είναι αλήθεια. Η πρόοδος του συγκροτήματος, μέχρι να φτάσουμε στην κατακλείδα του 1983, γίνεται πρωτίστως με βάση το πρόγραμμα περιοδειών ή εν πάση περιπτώσει τον τόπο καλλιτεχνικής δράσης του extreme μουσικού πληρώματος. Εναλλαγές ηπείρων-χωρών-πόλεων. Από την Ωκεανία και συγκεκριμένα την έδρα καταγωγής Αυστραλία το “γεωκαλλιτεχνικό” άλμα στην καριέρα του μουσικού πληρώματος έγινε στο απρόσιτο Λονδίνο, έπειτα στην αυστηρή Νέα Υόρκη και μετά πάλι στο Λονδίνο, με συνεχιζόμενες περιοδείες στην Ευρώπη και επίκεντρο το Βερολίνο. Η ταινία δείχνει κρίσιμα φωτογραφικά ντοκουμέντα με την επίπονη ανέχεια του συγκροτήματος και τον υποσιτισμό του κιθαρίστα Howard, εν καιρώ δύσκολης προσαρμογής στα απρόσιτα λονδρέζικα μουσικά δεδομένα…

Μειονεκτήματα Ταινίας

1) Ένα μόνο λάθος είχε το συνολικά εξαιρετικό μοντάζ, σε σχέση με την πιστή αναπαράσταση ήχου από τον κιθαρίστα Rowland S. Howard. Όταν παρατηρούμε λεκτικά την εξιστόρηση, γίνεται στο θεατή ενημέρωση για τον ιδιαίτερο κιθαριστικό ήχο του συγκεκριμένου μουσικού. Όμως δυστυχώς, τότε δεν ακούμε ακόμη τα καταλλήλως επιλεγμένα σημεία της ταινίας, που θα αναδείκνυαν τον σπάνιο αυτό, υπαρκτό ισχυροποιημένο ήχο μουσικού παιξίματος. Αντιθέτως, κάτι τέτοιο γίνεται αργότερα, με σωστό τρόπο, στο δυναμικό κομμάτι “Mr Clarinet από το ομότιτλο άλμπουμ The Birthday Party” (1980).

Το πρόβλημα λοιπόν είναι, πως προτού πραγματοποιηθεί η σωστή ένταξη στο σπάνιο παίξιμο του Howard, εκείνος ο θεατής/ακροατής που μαθαίνει τα πάντα για το συγκρότημα μέσα από την ταινία θα σκεφτεί, ότι το ντοκιμαντέρ υπερβάλλει. Αδίκως μεν για τον ταλαντούχο Howard, αλλά δικαίως ως προς τις μέχρι στιγμής συγκεντρωμένες πληροφορίες της ταινίας, οι οποίες φτάνουν τότε πρωτόγνωρα στον ακροατή/θεατή.

2) Προσωπικά θα ήθελα να δω περισσότερο, με ποιες τύπισσες σύχναζαν- φλέρταραν-ερωτοτροπούσαν τόσο σε συντροφικό, όσο και σε εφήμερο βαθμό οι The Birthday Party.” Κατά την άποψή μου, έχει σημασία κάτι τέτοιο, για το πώς διαχειρίζονταν οι ίδιοι σε αυτόν τον τομέα το επάγγελμα του μουσικού. Θέλω να πω, ότι κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είχαν καμία έπαρση (βάσει νοοτροπίας του υπόλοιπου υλικού της ταινίας). Ωστόσο, η “ερωτική σχέση” εκείνων αφορούσε τις ναρκωτικές ουσίες τότε. Συνεπώς, η ειλικρίνεια του ντοκιμαντέρ δεν μπορεί να παραβλέψει τα συμβάντα…Αλλά όπως και να έχει, πάλι κάτι χάνεται…

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X