Eretiki Κριτική

Eretiki κριτική της ταινίας “Asteroid City” του Γουές Άντερσον

Eretiki κριτική της ταινίας “Asteroid City” του Γουές Άντερσον
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Από τον Eretiko κριτικό Γιάννη Κρουσίνσκυ

Δυστυχώς, ο οξυδερκής Γουές Άντερσον (σκηνοθεσία, σενάριο) συνολικά κατασκεύασε εδώ μια καλλιτεχνικά αναποτελεσματική & κινηματογραφικά αντι-εποικοινωνιακή ταινία.

Όταν βρίσκεσαι δημιουργικά τόσο μέσα στο μυαλό σου, δίχως να βλέπεις καν το απαιτούμενο εξωστρεφές σημείο επαφής με το κοινό, τότε χάνεται η γενναιοδωρία της επικοινωνίας από τον καλλιτέχνη προς το θεατή.

Αποτελεί μια μεγάλη υπεκφυγή να προστατεύεσαι ως δημιουργός από τη θνησιγενή ασπίδα μιας ορολογίας “metatextual μοτίβο σεναρίου.” Υπάρχουν μόνο λίγα πλεονεκτήματα στο όλο έργο.

Υπόθεση

Η πρόσμιξη τριών κόσμων με μια εισαγωγή θα συνοδεύσει τους Σινεφίλ…Εισαγωγικά ένας τηλεοπτικός οικοδεσπότης-αφηγητής θα μας συστήσει τον πλασματικό θεατρικό δημιουργό, Κόνραντ Ερπ, ο οποίος με τη σειρά του γεννά την ανάπτυξη του έργου Asteroid City.” Αυτή υλοποιείται τελικά ως θεατρικός στόχος από τον σκηνοθέτη Σούμπερτ Γκριν. Στην ουσία αντιστρόφως συνυπάρχουν, ο κόσμος του έργου “Asteroid City” με την παραστατικότητα χαρακτήρων και γεγονότων του, ο κόσμος μιας αναβιωμένης ενσάρκωσης του έργου από περσόνες ηθοποιούς και ο κόσμος της αρχικής σύλληψης ιδεών από τον δημιουργό Κόνραντ Ερπ.

Με έντονη παραστατικότητα, ο φανταστικός ρετρο-φουτουριστικός, εσωτερικός κόσμος του έργου “Asteroid City”, περιγράφει τα αξιοπερίεργα γεγονότα σε μια ομώνυμη τοποθεσία των Η.Π.Α. κατά το έτος 1955. Εκεί, σύμφωνα πάντα με το αρχικό έργο του Ερπ, διεξαγόταν ένα παράξενο συνέδριο για την επισημοποιημένη αναγνώριση και διατήρηση της μνήμης, όσον αφορά την πτώση ενός μικρού μετεωρίτη στη Γη.

Αυτό το εθιμοτυπικού χαρακτήρα συνέδριο δημιουργούσε την προσέλευση αρκετών επισκεπτών, την οποία εκμεταλλευόταν κερδοσκοπικά ένας απατεωνίσκος ιδιοκτήτης μοτέλ! Παράλληλα, το όλο εγχείρημα διηύθυνε ο πολύπειρος στρατηγός Γκριφ Γκίμπσον. Στο συνέδριο φιλοξενούνταν διάφορες διάνοιες, που βρίσκονταν σε εφηβική ηλικία, ως ερασιτέχνες αστρονόμοι, μα υποψήφιοι/υποψήφιες βράβευσης για τις μοναδικές εφευρέσεις τους. Καθότι αυτά τα μικρότερης κλίμακας, επιστημονικά τους μοντέλα, διέθεταν μια ιδιαίτερη προοπτική για το μέλλον της χώρας.

Τα παιδιά διάνοιες συνοδεύονταν από τους γονείς τους, οι οποίοι δεν ήταν και ό,τι καλύτερο, όσον αφορά τη διαχείριση μιας ειδικών παραμέτρων διαπαιδαγώγησης. Η ιστορία εστιάζει στον γονέα Όγκι, πρώην φωτογράφο για πολεμικές ανταποκρίσεις. Εκείνος ήρθε στο “Asteroid City” μαζί με τις τρεις χαριτωμένες κορούλες του και τον τρομακτικά έξυπνο έφηβο γιο του, Γούντροoυ.

Ο Όγκι είχε διαλέξει, τρεις εβδομάδες μετά το θάνατο της συζύγου του, να πει στα παιδιά, ότι η μητέρα τους πέθανε. Ο παππούς των παιδιών θα εμφανιστεί. Ο ντροπαλός Γούντροου μέσα στο γενικό καταπιεστικό κλίμα θα ερωτευτεί λυτρωτικά τη συνομήλικη διάνοια Ντίνα, που είναι η κόρη της εκκεντρικής διάσημης ηθοποιού Μίντς Κάμπελ. Ο Όγκι θα εντυπωσιαστεί πολύ από τη Μιντς, ξεκινώντας να τη φωτογραφίζει. Ωστόσο, το συνέδριο θα δυναμιτιστεί από μια ασυνήθιστη άφιξη, ενός πολύυυυ μακρινού επισκέπτη…

Ανάλυση

Εισαγωγή…

Αρχικώς, ας διαχωρίσουμε κάποια εντελώς αλλιώτικα πράγματα. Το πρώτο κομμάτι κριτικής-παρατήρησης αφορά την ευφυΐα, την πρωτοπορία και την κινηματογραφική τόλμη του πραγματικά αξιόλογου σύγχρονου δημιουργού Γουές Άντερσον, στη φιλμογραφία του. Η μελετημένη δομή και το ιδιόρρυθμο χιούμορ του θα βρίσκονται πάντοτε σε διαχρονικά ποιοτικές ταινίες εκρηκτικής μυθοπλασίας, όπως “Οικογένεια Τενενμπάουμ (2001), Ξενοδοχείο Grand Budapest” (2014) ή στα animation “Ο απίθανος κύριος Φοξ” (2009) και “Το Νησί των Σκύλων” (2018). Όταν διαθέτεις τέτοιο ποιοτικό κινηματογραφικό παρελθόν, αναπόφευκτα βάζεις τον πήχη σε πολύ υψηλά επίπεδα…Και έτσι, έχουν ανάλογες απαιτήσεις από εσένα και οι Σινεφίλ…Το δεύτερο, διαφορετικό κομμάτι αναλυτικής εξέτασης όμως αφορά την εντοπισμένη απουσία εξέλιξης του Γουές Άντερσον κατά τα τελευταία πρόσφατα χρόνια. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και το Asteroid City” (2023). Συνολικά, ένα καλλιτεχνικά αναποτελεσματικό έργο, που καταντά να γίνεται κινηματογραφικά αντι-επικοινωνιακό.

Χωρίς αυτό να σημαίνει φυσικά σε καμία περίπτωση, ότι έχασε το ταλέντο του ο οξυδερκής Γουές Άντερσον. Όχι, καμία σχέση. Μοιάζει όμως να χάνει πράγματι εκείνος τον καλλιτεχνικό στόχο του. Δηλαδή, σε ποιες/ποιους ακριβώς απευθύνεται πλέον ο ίδιος, κάνοντας μια τέτοια ταινία;! Ξεχνά, ότι οι Σινεφίλ σε μια προβολή διαθέτουν την πολύτιμη εμπιστοσύνη τους; Αποτελεί μεγάλη υπεκφυγή να προστατεύεσαι ως δημιουργός από τη θνησιγενή ασπίδα μιας ορολογίας metatextual μοτίβο σεναρίου.” Ενώ στην πραγματικότητα, το σενάριό σου αποκαλύπτεται σαν ένας περιστρεφόμενος πονοκέφαλος. Και είναι μεγάλη παγίδα, το να εκθειάζεις ως θεατής απερίσκεπτα κάθε ταινία ενός ποιοτικού δημιουργού, υπό το φόβο να μην θεωρηθείς άνθρωπος που έχασε το αβάν-γκαρντ κύμα…Θα ήταν πάρα πολύ χρήσιμο λοιπόν, να μην παρασυρθείτε καθόλου από το παρελθόν του ταλαντούχου καλλιτέχνη. Ούτε και από την επιβεβλημένη τωρινή, διεθνή προβολή μιας δήθεν ισάξιας ή και καλύτερης (έλεος!) συνέχειας.

Φερειπείν, στο imdb δεν υπάρχει καν φυσιολογική ροή τρέϊλερ της ταινίας, παρά μόνο διάφορα μοστραρισμένα, ατεκμηρίωτα λογύδρια, με λέξεις όπως “masterpiece.” Όμως στην ουσία δεν εντοπίζεται κανένα αριστούργημα εδώ. Αντιθέτως, βρισκόμαστε πολύ πιο μακριάΌταν μια ταινία καταλήγει να γίνεται υπερ-εγκεφαλική, με ενδόμυχες έως και μύχιες πια ιδέες, τότε αυτό δεν θα προκαλέσει ποτέ αληθινή ενσυναίσθηση στο κοινό. Γιατί ήδη αντιμετωπίζει πρωτίστως πρόβλημα η αποδυναμωμένη, ακόμη πιο βασική επίτευξη της πρωταρχικής κατανόησης. Όταν βρίσκεσαι ως δημιουργός τόσο μέσα στο μυαλό σου, δίχως να βλέπεις καν το απαιτούμενο εξωστρεφές σημείο επαφής με το κοινό, τότε χάνεται η γενναιοδωρία της επικοινωνίας από τον καλλιτέχνη προς το θεατή. Και δώσε, όσες φιλικά προσκείμενες ορολογίες θέλεις (metatextual, science fiction, comedy-drama). Ό,τι και να κάνεις, απλώς εξακολουθεί να μην λειτουργεί το αποτέλεσμα

Γενικώς…

Όταν η κινηματογραφική αφήγηση καταπνίγεται από νευρικά παιχνίδια της κάμερας, με μοναδική ουσία την ανάδειξη μιας αυταπόδεικτα πειραματικής μεθοδολογίας, χωρίς κάποιο χρήσιμο λόγο ύπαρξης πέραν του εντυπωσιασμού, τότε δεν υπάρχει ούτε ανάπτυξη, ούτε δράση, ούτε κλιμάκωση, ούτε έργο. Στα τόσα χρόνια που βλέπω ταινίες ως θεατής και στα ακόμη πιο σημαντικά-μελετημένα ως παρατηρητής-κριτικός κινηματογραφικών έργων, δεν έχω νιώσει ποτέ άλλοτε να ζαλίζομαι σε σημείο αποδιοργάνωσης. Και επειδή γαλουχήθηκα στο αντικείμενο την προηγούμενη δεκαετία, μέσα από σπάνια σεμινάρια του επιμορφωτικού κινηματοθεάτρου της Ίριδος, όπως καταλαβαίνετε, δεν πτοούμαι από καλλιτεχνικές ιδιορρυθμίες. Έχω δει και κατανοήσει διάφορα, αληθινά αξιοπερίεργα μοτίβα, όπως το ασυνήθιστο σκεπτικό πειραματικών ταινιών του Πάολο Τζιόλι ή του Κρις Γουέλσμπι (ω ναι, την εξαιρετικά ιδιόρρυθμη ιδέα “Windmill Three” εννοώ).

Για να μην παρεξηγηθώ, θα αναπτύξω λίγο πιο ξεκάθαρα αυτό το τελευταίο φαινομενικά ασυνήθιστο αντεπιχείρημα. Το μοτίβο με προσομοίωση ανεμόμυλου του πειραματικού σκηνοθέτη Κρις Γουέλσμπι είναι μεν κυριολεκτικά ιλιγγιώδες και όμως κατορθώνει να μην σε ζαλίσει με άσχημο τρόπο! Αντιθέτως, το άθροισμα των τωρινών παιχνιδισμάτων (travelling, κυκλική περιστροφή κάμερας, κινήσεις πάνω κάτω, δεξιά αριστερά, συνδυασμοί, επιστροφές αμεσότητας σε μεσαία πλάνα προσώπων) του ολοκληρωμένου σκηνοθέτη Γουές Άντερσον, δυστυχώς, “καταφέρνει” να σε ζαλίσει με απορρυθμιστικό τρόπο, έχοντας πολύ πιο αργό ρυθμό και πολύ πιο απλές κινήσεις ενός υπεραπλουστευμένου κεντρικού σκεπτικού. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται η αδυναμία του! Διότι αυτή δεν είναι ούτε ανεξάρτητη πειραματική ταινία, μα ούτε και ταινία μυθοπλασίας με εμπεριστατωμένες χρήσεις μιας κατάλληλης τεχνικής αξιοποίησης.

Το χειρότερο όμως είναι, πως η συνδεσιμότητα μέσα στον πυρήνα της ταινίας αποδεικνύεται ως διπλά εσφαλμένη! Πώς μπορούμε να πιστοποιήσουμε κάτι τέτοιο; Πολύ απλό. Το διπολικό σφάλμα του Γουές Άντερσον συνιστά η κακή χρήση μιας βαρετής, απλής επανάληψης, μη πρωτότυπων σκηνοθετικών μετατοπίσεων (συγκριτικά με το σήμερα, με πιθανή εξαίρεση την προέλευση κυκλικής περιστροφής), μέσα στο υπερπολύπλοκο σεναριακό σύμπαν που εκείνος έχτισε. Ο ίδιος θα νόμιζε, ότι αυτός ακριβώς ο αντιφατικός συνδυασμός σκηνοθεσίας-σεναρίου θα τον σώσει, μα έγινε το ακριβώς αντίθετο! Ας μην κοροϊδευόμαστε, ήδη είχε χάσει το παιχνίδι της καλλιτεχνικής εξέλιξης από το προηγούμενο έργο του, The French Dispatch” (2021). Απλώς, εκείνη η τότε εξωραϊσμένη, μετριότατη (και λίγα είπα), αλλόκοτη κινηματογραφική παρένθεση καλύφθηκε καταλλήλως. Εκεί τον έσωζε το πάθος στην ερμηνεία των πρωταγωνιστών, το λυτρωτικό μοντάζ, η κορυφαία αισθητική στη διεύθυνση φωτογραφίας, τα κοστούμια, οι σεναριακές επιδιορθώσεις από τον Χιούγκο Γκίνες και η προσθήκη του animation.

Στο “Asteroid City” (2023) όμως όλα σε σενάριο και σκηνοθεσία είναι δέκα φορές χειρότερα και δεν μπορούν να τον σώσουν τώρα πια ούτε οι καλλιτεχνικοί συνεργάτες τουΤι να διέσωζε δηλαδή ο περιορισμένος μοντέρ εδώ; Ό,τι και να έκαναν οι δε ταλαντούχοι ηθοποιοί, δεν υπήρχε σαφήνεια στην εμβάθυνση των χαρακτήρων τους από το σενάριο των Γουές Άντερσον και Ρόμαν Κόπολα. Όπως του κυρίαρχου πρωταγωνιστή-κεντρικού ήρωα, Όγκι. Και μαντέψτε, ποια ήταν η αντίδραση σεναρίου-σκηνοθεσίας στην αντιμετώπιση αυτού του μείζονος προβλήματος…Στοβραχυκύκλωμα” του στραβοκολλημένου παζλ των τριών κόσμων, το όλο έργο Asteroid City” παραδέχεται απροκάλυπτα την ανύπαρκτη εμβάθυνση και κατά συνέπεια την ακατόρθωτη κατανόηση του ίδιου του χαρακτήρα Όγκι! Και μην μου πει κανένας, ότι αυτή είναι η κεντρική ιδέα του “metatextual” μοτίβου, με κριτική μέσα στον εαυτό του, γιατί δεν πρόκειται να με πείσει. Λυπάμαι, αλλά ειλικρινά όχι, αγαπητέ Γουές…

Γενικώς, οι υστερικά τελειοποιημένοι διάλογοι δεν έχουν καμία επαφή με ρεαλιστικό περιβάλλον και απέχουν παρασάγγας ακόμη και από τη μίμηση της μυθοπλασίας. Οι κύριοι καλλιτεχνικοί στόχοι έκφρασης του Γουές Άντερσον χάνονται και γυρίζουν σαν αντικαλλιτεχνικό μπούμερανγκ εναντίον του στην πορεία της ταινίας. Δηλαδή, όταν μας ξεναγεί στον κύκλο με τους εφήβους-διάνοιες, τους παρουσιάζει ως αλλόκοτους και βαρετούς. Με αποτέλεσμα, αντί να τους εξυψώσει, τελικά να τους χλευάσει με έναν υποδόριο και ψόφιο τρόπο. Χωρίς αυτό να αποτελεί ούτε ανταπόκριση στην πραγματικότητα, ούτε χιούμορ, ούτε προσωπική άποψη, και μάλλον ούτε καν την πρόθεσή του για το ανάλογο αποτέλεσμα.

Παράλληλα, αυτό το τιρκουάζ κυρίαρχο χρώμα μπορεί μεν να φαντάζει ιδανικό σαν μια ρετρο-φουτουριστική πρωτότυπη υπόσχεση κινηματογραφικής αισθητικής για κάποια λεπτά, μα αργότερα ενοχλεί τον θεατή οπτικά. Η δε ματαιοδοξία της εμμονικής ανάδειξηςΠράξεων” και όχι “Κεφαλαίων” του έργου μέσα στο έργο του, κατά την ολοένα και πιο ενδόμυχη παρουσίαση του ειδικού σκελετού “Asteroid City”, παγώνοντας τον όποιο ρυθμό είχε η ήδη έκρυθμη ταινία, είναι εκνευριστική, απογοητευτική και προκλητική! Σαν να υποτιμάς τους θεατές σου. Επιπλέον, αγγίζει επίπεδα ερασιτεχνικής αισθητικής στα ανάλογα κάδρα του πλασματικού προσχεδίου του (π.χ. Πράξεις, υπ’ αριθμόν τάδε). Θυμάστε αντιθέτως, πόσο ωραία και ωφέλιμη ήταν η αισθητική στα οριοθετημένα κεφάλαια ή συγκεκριμενοποιημένα μέρη-σημεία του έργου “Οικογένεια Τενενμπάουμ”;

Συμπερασματικά

Εδώ απουσιάζουν μελετημένη δομή και γοητευτική ανάπτυξη, εν αντιθέσει με το καλοδουλεμένο χτίσιμο των παλιότερων, εξαιρετικών ταινιών “Οικογένεια Τενενμπάουμ” και “Ξενοδοχείο Grand Budapest.” Δύο σημαντικές ταινίες, όχι μόνο για τη φιλμογραφία του Γουές Άντερσον, αλλά και για την ιστορία του Σύγχρονου Σινεμά. Γιατί άραγε αυτές οι δύο ταινίες εκρηκτικής μυθοπλασίας πέτυχαν ιδανικά τον υπερβατικό, διαχρονικό στόχο τους; Μεταξύ πολλών άλλων αιτιών μεθοδολογίας με κυριότερη εξ’ αυτών την εξισορρόπηση σκηνοθεσίας-σεναρίου- διότι είχαν απόκλιση 13 ολόκληρα χρόνια μεταξύ τους! Τι έγινε ενδιάμεσα; Ο Γουές Άντερσον έφτιαξε ένα υπέροχο, ασυνήθιστο animation (Ο απίθανος κύριος Φοξ”) και μια συμπαθητικήweirdo” ταινία (“Υδάτινες Ιστορίες”). Με συνεργάτη σεναρίου τον μελετημένο Νόα Μπάουμπαχ.

Κατά την άποψή μου, το χρονικό διάστημα δημιουργικής απόστασης μεταξύ των τελευταίων δύο ταινιών The French Dispatch (2021) και Asteroid City” (2023) είναι πάρα πολύ σύντομο και έτσι προκαλείται μεγάλη πίεση στον οποιονδήποτε δημιουργό. Οι διακριθείσες ταινίες δεν βγαίνουν ως δια μαγείας ανά δύο-τρία χρόνια. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση, πως ο εν λόγω σκηνοθέτης θα δημιουργεί μόνο μετά το πέρας μιας δεκαετίας…Η γνώμη μου λοιπόν είναι, ότι ο πραγματικά σημαντικός σκηνοθέτης Γουές Άντερσον, εάν δεν μπορεί να κάνει πίσω, λόγω κάποιων επαγγελματικών συμφωνιών, τότε χρειάζεται να πραγματοποιήσει μια ωφέλιμη ειδική παύση από τις ταινίες μυθοπλασίας και να πιάσει πάλι το animation. Τουλάχιστον, εάν εξακολουθεί να θέλει σεναριακή συνεργασία με τον Ρόμαν Κόπολα. Ειδάλλως, αυτή η κακή, αναποτελεσματική ομάδα μυθοπλασίας δεν έχει πια και πολύ μέλλον. Η αντικατάσταση, με επιστροφή του Νόα Μπάουμπαχ, φαντάζει ιδανική πλέον.

Ομοίως και η επανεξέταση της διαπιστευμένης, ποιοτικής συνεργασίας σεναρίου με τον Χιούγκο Γκίνες (αλλά με κυρίαρχο ρόλο γραφής σεναρίου, όχι όπως στοThe French Dispatch”) ως αξιόπιστο εφόδιο και για μελλοντικά εγχειρήματα μυθοπλασίας. Ώστε αργότερα, όπως μόνο ο καλός εαυτός του Γουές Άντερσον γνωρίζει, να επανεμφανιστεί με κάποια ευφυή, διαμοιρασμένη σκηνοθετική-σεναριακή προσέγγιση και να μας ενθουσιάσει ξανά! Και εκτιμώ, ότι θα είχε επίσης ενδιαφέρον να δοκιμάσει, από εδώ και στο εξής, μία ταινία χωρίς το πολυάριθμο casting γνωστών και πρώην συνεργατών ηθοποιών. Μα με αλλιώτικη μέθοδο! Μέχρι τότε, μπορούμε να κρατήσουμε μόνο ελάχιστα πλεονεκτήματα από το “Asteroid City.”Δεν θα γίνουμε άδικοι. Πράγματι, διατηρούνται και εδώ μερικές καλές ιδέες μέσα στον τρόπο έκφρασης του Γουές Άντερσον.

Σκεπτικό…

Πλεονεκτήματα της Ταινίας

1) Η ιδέα της αντικρουόμενης σάτιρας μεταξύ ανθρώπων και εξωγήινου διατηρεί ένα ανιχνεύσιμο επίπεδο ποιοτικού χιούμορ. Και μάλιστα, με τον πιο έξυπνο τρόπο. Χωρίς λόγια. Η οπτική του θεατή στο βίωμα όλων των κατοίκων της τουριστικής περιοχής “Asteroid City” περιγράφεται από καταπράσινη απόχρωση, στο κρίσιμο σημείο όπου εμφανίζεται μπροστά τους ένας ντροπαλός εξωγήινος, με σταθερές πρωτοβουλίες. Τότε η οπτική του εξωγήινου τα “λέει” όλα.

Δηλαδή, μέσα από τη δική του υποκειμενική ματιά οι άνθρωποι δείχνουν κατακόκκινοι (το αντίθετο χρώμα αντίληψης-κοσμοθεώρησης, σύμφωνα με τους ρυθμούς της ταινίας) και εντελώς ακίνητοι. Ο Σινεφίλ μαθαίνει την οπτική του εξωγήινου, μα όχι οι περσόνες! Μόνο ο φωτογράφος Όγκι υποψιάζεται, περίπου πώς τους κοίταξε ο εξωγήινος.

2) Βεβαίως η αποστασιοποίηση στις ανθρώπινες σχέσεις, που φαντάζουν και μεταξύ τους σαν “εξωγήινες”, σατιρίζεται και παρατηρείται από τον Γουές Άντερσον σε όλη την τριπλή δομή του έργου. Αποστασιοποίηση στον οποιονδήποτε ερωτισμό, με ενδιαφέρουσα επισήμανση στα συναισθηματικά λάθη των ενηλίκων. Η επιφυλακτική γνωριμία του Όγκι με τη Μιντς, με απόπειρα εγγύτητας και ανάδειξη απόστασης, θα μας τραβήξει περισσότερο την προσοχή σε σενάριο-σκηνοθεσία-μοντάζ. Η δε εφηβική παρόρμηση από την έλξη του Γούντροου για τη συνομήλικη Ντίνα καταδεικνύει τον ορθολογισμό, που συχνά προσφέρουν οι ανήλικοι στον παραλογισμό των ενηλίκων. Και όχι οι οποιοιδήποτε ανήλικοι, μα όσοι είναι διάνοιες (μια ιδέα που αρέσει στον Άντερσον από το 2001).

3) Η μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά κάνει ακόμη πιο επικοινωνιακό το συνδυασμό μυσταγωγίας και διακωμώδησης στην εξωγήινη επίσκεψη. Με κυρίαρχα ιδιόφωνα κρουστά (ή ηχητικά ρυθμισμένα πλήκτρα) στο μουσικό κομμάτι A Bewildering and Bedazzling Celestial Mystery.”

4) Μέσα στο ειδικό σύμπαν της τοποθεσίαςAsteroid City” παρατηρούμε τρεις υποκατηγορίες. Η σκηνοθεσία καταφέρνει να αναδείξει εκεί πολλά περισσότερα από το σενάριο. Α) Ο κόσμος των μικρών κοριτσιών-μαγισσών, με τη δογματική οπτική για την κηδεία της μητέρας τους. Β) Ο κόσμος των εφήβων, που είναι διάνοιες. Γ) Οι ενήλικοι, οι οποίοι παλεύουν με τα συναισθήματά τους.

5) To τραγούδι Dear Alien (Who Art In Heaven)” έχει μουσικό ενδιαφέρον (γουεστερνοειδές, ινδιάνικο-καουμπόϊκο, κάντρι, μέχρι και ελβετικό γιόντελ έχει μέσα). Σαν σύνολο όμως μαζί με την εικόνα, τι ακριβώς προσφέρει;! Θα χωρέσει στο ίδιο πλάνο η κάντρι μουσική, το ελευθερωμένο χορευτικό φλερτ καθηγήτριας και καουμπόϊ με προοδευτικές δόσεις, συν την εξακρίβωση μιας εξωγήινης προέλευσης από τα παιδιά της επόμενης γενιάς, που αμφισβήτησαν την κυβερνητική προπαγάνδα αποσιώπησης…

Προφανώς, βάσει και της τιτλοφόρησης του τραγουδιού, παρατηρείται ειρωνεία σε σχέση με τις θρησκείες και την αντιθέτως πολύ πιο ελαφριά, ειρηνική-γιορτινή ενσωμάτωση ενός εξωγήινου οργανισμού στην ανθρώπινη κουλτούρα! Μια υπέρβαση της καταπιεστικής παράδοσης, από τη θεωρητικοποιημένη εξωγήινη/γήινη αρμονική εξέλιξη, μέσα στην ίδια πιθανολογική κεντρική ιδέα: Πως ενδέχεται να μην είμαστε μόνοι μας στο σύμπαν…Αλλά χωρίς επακόλουθα δράματα! Ενδιαφέρον! Αυτό θύμισε κάτι από το καλό πρόσωπο του Γουές Άντερσον, που έχει όντως κάτι να πει καλλιτεχνικά.

Πιο Αναλυτικά…

Μειονεκτήματα της Ταινίας

1) Θα ήθελα με το χέρι στην καρδιά, όταν δουν αυτή την ταινία Σινεφίλ, κριτικοί, σεναριογράφοι, μοντέρ και σκηνοθέτες να μου πουν κάτι. Να εγγυηθούν μετά βεβαιότητος, εάν στην χαριτωμένη άφιξη του ντροπαλού εξωγήινου θα παραδέχονταν ποτέ ως θεατές την όλη αισθητική, χωρίς να υπήρχε η επωνυμία της υπογραφής του Γουές Άντερσον…Επίσης, εάν θα είχε ποτέ την ίδια αξία κωμικότητας αυτή η ενότητα, χωρίς να έχουν ακουστεί, καθαρά συγκυριακά τώρα στο παρόν μας, ειδήσεις (βλ. Ντέιβιντ Τσαρλς Γκρους) για πιθανή αποσιώπηση “αγνώστων αντικειμένων, μη ανθρώπινης προέλευσης-νοημοσύνης.”

2) Ωραία είναι η καλλιτεχνική διαμαρτυρία-αποδοκιμασία για την πώληση ακινήτων μέσα από προσομοιάζοντα αυτόματο πωλητή αναψυκτικών και συνοδό απατεωνίσκο ιδιοκτήτη μοτέλ. Αλλά δεν επεκτείνεται σαν ιδέα. Δεν επαρκεί η απλή αναφορά της…

3) Η επιδεικτικά συντομευμένη ομιλία του στρατηγού Γκίμπσον στο συνέδριο δεν διορθώνει την ήδη σεναριακά παραφορτωμένη ταινία. Μα αντιθέτως, αποκαλύπτει αμήχανα τις υπόλοιπες αδυναμίες σε μια απόπειρα διόρθωσής τους.

4) Ο κόσμος του θεατρικού συγγραφέα Κόνραντ Ερπ, είναι ο πιο αδύναμος και αδιάφορος στην ταινία. Μολονότι υποτίθεται, πως γεννά το έργο “Asteroid City” (έστω και με τη βοήθεια του Τζόουνς Χαλ).

5) Η ενασχόληση με τον εσωτερικό κόσμο του “Asteroid City” απασχολεί ιδιαιτέρως το θεατή, αλλά όταν έρχεται εκεί η σύγκρουση περσόνων στο τέλος, τότε χάνει την πρωταγωνιστική της αξία. Δεν μου μοιάζει για καλλιτεχνική άποψη κάτι τέτοιο, μα πιο πολύ για σεναριακή υπεκφυγή.

6) You can’t wake up, if you don’t fall asleep…”Απλά όχι! Στις Τέχνες περιμένω πλέον κάτι πολύ πιο δυνατό από τον ψευδό-φιλοσοφημένο εφησυχασμό, πως οι άνθρωποι δήθεν έχασαν απολύτως δικαιολογημένα-διδακτικά το χρόνο τους, παθαίνοντας ψυχολογική πτώση…

Μια διανομή της Tanweer

Συντελεστές

Σενάριο: Wes Anderson, Roman Coppola. Σκηνοθεσία: Wes Anderson. Διεύθυνση Φωτογραφίας: Robert D. Yeoman. Μοντάζ: Barney Pilling. Πρωταγωνιστούν/Συμμετέχουν: Jason Schwartzman, Scarlett Johansson, Steve Carell, Tilda Swinton, Edward Norton, Jeffrey Wright, Tom Hanks, Jake Ryan, Grace Edwards, Adrien Brody, Maya Hawke, Rupert Friend, Liev Schreiber, Margot Robbie, Willem Dafoe κ.α. Διανομή Ρόλων: Douglas Aibel. Κοστούμια: Milena Canonero. Μουσική: Alexandre Desplat. Ήχος: Christopher Scarabosio, Wayne Lemmer, Russell Farmarco κ.α.

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X