Eretiki Κριτική

Eretiki κριτική της ταινίας «Τα Παιδιά του Χειμώνα»

Eretiki κριτική της ταινίας «Τα Παιδιά του Χειμώνα»
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Από τον Eretiko κριτικό Γιάννη Κρουσίνσκυ

Ο Αλεξάντερ Πέϊν ορίζει ως δημιουργικό έδαφος την συναισθηματικά ελεγχόμενη ταυτότητα κωμικών-δραματικών αποχρώσεων, μέσω της υπομονετικής σκηνοθεσίας του. Ο Πολ Τζιαμάτι γίνεται ένα με το έργο, μα παράλληλα αποδίδει ερμηνευτικά ανεξάρτητες πτυχές του ρόλου, κοσμώντας την ταινία ως «πρώτο βιολί», που παριστάνει το «δεύτερο.»

Ο μελετημένος μοντέρ Κέβιν Τεντ dissolve cut», «wipe cut» κ.ά.) είναι ο αφανής ήρωας, που αναβαθμίζει την αφήγηση του ανοιχτόμυαλου Πέϊν…Ανατρεπτική ταινία, με ενδιαφέρουσες σινεφίλ πινελιές και παράλληλη ροή διασκέδασης/προβληματισμού. Μα σε συγκεκριμένο επίπεδο, αμιγώς κινηματογραφικών καθηκόντων! Απλώς, αυτά τα κινηματογραφικά καθήκοντα τα πήγαν πολύ καλά!

Όμως η διακύμανση στον άξονα της Ψυχαγωγίας μολονότι αλλάζει όντως συναισθήματα, για να τα μεταδώσει επιτυχώς και στον θεατή, δυστυχώς, αδυνατεί να κάνει την πολύτιμη, διαρκή συγκινησιακή Υπέρβαση!

Η δε καλλιτεχνική έκφραση εδώ είναι κάτι μέσα στο μυαλό του Πέϊν, που ενίοτε βγαίνει και ζεσταίνει λίγο την καρδιά του θεατή μονόπλευρα, αλλά δυστυχώς χωρίς να διαθέτει εμφανώς την απαραίτητη συμπλήρωση. Εξαίρεση εντοπίζεται πάλι λόγω κινηματογραφικών καθηκόντων, με πανέξυπνη σύνδεση, «δια χειρός» σκηνοθεσίας-μοντάζ…

Ανάλυση

Γενικώς…

Αρχικώς, ας λύσουμε δύο βασικές παρεξηγήσεις…Πρώτον, δεν πρόκειται για κατηγορία Χριστουγεννιάτικης ταινίας. Μα ανατρεπτικής! Είναι έργο που ανατρέπει έθιμα, γιορτές και εποχές. Δεύτερον, δεν πρόκειται για κατηγορία Κωμωδίας. Το ότι σε κάνει και γελάς κατά διαστήματα, δεν σημαίνει απαραιτήτως, ότι είναι Κωμωδία. Εδώ τα γέλια προκύπτουν από μια σαρκαστική έως σαρδόνια έκφραση, που αναζητά τη λύτρωση δύο έξυπνων ανθρώπων υπό πίεση. Καθηγητή (Πολ Χάναμ) και μαθητή (Άνγκους Τάλι). Αυτή η αναζήτηση λύτρωσης καταλήγει ως μύηση του θεατή, σε κάτι κοινό που έχουν οι δυο αυτοί χαρακτήρες μεταξύ τους, ταυτοχρόνως εν γνώσει και εν αγνοία τους. Δεν είναι μόνο «Holdovers», για να επιτελέσουν μια διδακτική τιμωρία, μαθητής και καθηγητής. Είναι και απομεινάρια της ζωής, μην προχωρώντας στο επόμενο δικό τους στάδιο ιδιωτικού βίου…Το τρίτο άτομο «Holdover» αποτελεί η αρχιμαγείρισσα (Μαίρη Λαμπ) του σχολείου…

Ωστόσο, το κερδηθέν δέσιμο και η σκεπτική απόσταση μαθητή-καθηγητή αποτελούν το ισχυρό δίπολο. Μας τα αποδίδει πιο ενσυναισθητικά από το σενάριο του έργου, σε στιγμές, η σκηνοθεσία του Πέϊν. Το κερδηθέν συναισθηματικό δέσιμο, με το πλάνο των δύο αντρών στο χιόνι, κοιτάζοντας στην ίδια κατεύθυνση και ξέροντας ότι απέμειναν, ουσιαστικά, μόνοι τους στο Ιδιωτικό Σχολείο Μπάρτον. Ενώ τη σκεπτική συναισθηματική απόσταση, με το πλάνο ακολουθίας σωματικής απόστασης στον βηματισμό μαθητή-καθηγητή, κατά το περπάτημά τους έξω από το εστιατόριο-φλιπεράδικο.

Βεβαίως το δίδυμο που ενδιέφερε τους Σινεφίλ, προτού δουν την ταινία, υπήρξε άλλο. Είχε να κάνει με μια υποσχόμενη και συνάμα δοκιμασμένη συνεργασία. Σαφώς εδώ οι κινηματογραφικές προσδοκίες όλων μας ήταν δικαιολογημένα υψηλές. Δεδομένου ότι η ταινία «Τα Παιδιά του Χειμώνα» συνοδεύεται από τη σημαντική δεύτερη συνεργασία του απρόβλεπτα ποιοτικού δημιουργού Αλεξάντερ Πέϊν Sideways», «About Schmidt» κ.ά.) μαζί με τον αποκαλυπτικό ηθοποιό σε κινηματογραφικά αποτυπωμένη, ιδανική διασταύρωση ή ανεξαρτητοποίηση Κωμωδίας και Δράματος, Πολ Τζιαμάτι Sideways», «Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράϊαν», «Ο Μάγος Αϊζενχάϊμ», «ShootEm Up», «Ironclad 2», «Cosmopolis» κ.ά.), τώρα πια σε τόσο πρωταγωνιστικό ρόλο (*για τις ερμηνείες, δείτε πολύ παρακάτω την κατηγορία «Πιο Αναλυτικά» της Eretikis κριτικής). Επομένως, τα κινηματογραφικά κυρίαρχα εφόδια της ταινίας σε πρώτη φάση ήταν θαυμάσια…Αποδείχτηκε έτσι και στην πράξη, σαν ανεξάρτητα και συνδυασμένα καθήκοντα των δύο αυτών καλλιτεχνών…

Όμως κοιτώντας προσεκτικά την καθαυτή ταινία σε άλλα επίπεδα αφήγησης (και αφήνοντας απέξω την αύρα μιας ατέρμονα υποσχόμενης ποιοτικής ατμόσφαιρας, στο άκουσμα υποψηφιότητας βραβεύσεων από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού) δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο περί απόλυτα μελετημένης δομής στο έργο αυτό. Κάτι λείπει ξεκάθαρα στην πράξη. Αυτό φαίνεται να είναι, ότι η διακύμανση στον άξονα της Ψυχαγωγίας (ανεξάρτητη από θεματική, καλλιτεχνικό/νοηματικό άξονα, κινηματογραφικές παραμέτρους), μολονότι αλλάζει όντως συναισθήματα, για να τα μεταδώσει επιτυχώς και στον θεατή, δυστυχώς, αδυνατεί να κάνει την πολύτιμη, διαρκή συγκινησιακή Υπέρβαση! Πάντοτε σε διάφορες περιπτώσεις την καθυστερεί/αποτρέπει/διακόπτει. Καθότι εδώ η επικοινωνία της Ψυχαγωγίας έχει μέσα της αρκετές αχρείαστες, χρονοβόρες στιγμές. Και αναφέρομαι σε σημεία σεναρίου-σκηνοθεσίας.

Λόγου χάριν, όλη αυτή τη μεγάλη σύσταση των υπολοίπων συμμαθητών του πρωταγωνιστικού ρόλου Άνγκους Τάλι. Είναι πραγματικά τεντωμένη και αδιάφορη. Ακόμη και να ήθελε σκοπίμως ο Πέϊν να καταδείξει την αποδιοργανωμένη περσόνα διεθνούς μαθητή μέσα από ένα ρόλο σαν του ασιάτη Γι-Τζουν Παρκ ή την επιζήμια προσωπικότητα ενός γνήσιου κακομαθημένου πλουσιόπαιδου της αμερικανικής γης, όπως ο Τέντι Κουντς, χάνουμε πραγματικά πολύτιμο χρόνο και ουσία ως θεατές με τούτα τα υπόλοιπα παιδιά, πλην του Άνγκους Τάλι! Εξαιρείται μία πράξη στο ρόλο του μορμόνου μαθητή **Άλεξ Όλερμαν. Έπειτα, η **ξυπόλυτη Μαίρη στην κουζίνα «λέει» τα πάντα σαν εικονοποιημένη εξαιρετική σκηνή, δίχως να χρειαστούν πολλά λόγια (σχετικές αναλύσεις παρακάτω στην κατηγορία «Σκεπτικό» της Eretikis κριτικής).

Αντιθέτως, τόσο το να ανέβει ο Άνγκους με τις αποσκευές εκείνης, όσο και το να βοηθήσει ύστερα την ίδια τη Μαίρη να ανεβεί αυτές τις σκάλες στο σπίτι της αδερφής της στη Βοστώνη, είναι πραγματικά κάτι δίχως χωροχρονικό νόημα για τον θεατή. Και μην μου πει κανείς, ότι η πρώτη περίπτωση έγινε για να κρατήσει ο Πολ το χέρι της Μαίρη στο αμάξι (κάτι που επίσης δεν είχε νόημα, απλώς εκεί γίνονται εικασίες λόγω της συναισθηματικής νοημοσύνης των θεατών).

Εν συνεχεία, αυτό το συντομευμένο ειδικό μπόουλινγκ, που έπαιξαν μαθητής και καθηγητής, δεν ταιριάζει καθόλου στην αφηγηματική ροή της ταινίας. Δεν με νοιάζει, εάν λέγεται «candlepin» και παίζεται μόνο σε Νέα Αγγλία των Η.Π.Α. ή σε μέρη του Καναδά. Με κάθε σεβασμό στη ρέουσα δημιουργικότητα του Αλεξάντερ Πέϊν, αυτή η κακή προσθήκη εμποδίζει την έμπνευση. Κάνει κακό στην ταινία. Μοιάζει τότε σαν να φτερνίστηκαν ξαφνικά εκεί οι αδερφοί Κοέν ενθυμούμενοι την ευφάνταστη ταινία τους με το άσβεστο κινηματογραφικό αποτύπωμα «Ο Μεγάλος Λεμπόφσκι» και να τους πήρε ένα αχρείαστο δανεικό μοτίβο ο Πέϊν, αναζητώντας οπωσδήποτε κάτι, προκειμένου να θεσπίσει το «αντρικό δέσιμο» περσόνων. Δεν το είχε καθόλου ανάγκη αυτό ένας αντισυμβατικός, εμπνευσμένος δημιουργός σαν τον Πέϊν.

Κατόπιν, η σχέση Μαθητείας και Διδασκαλίας (Άνγκους και Πολ) είναι καθαρά κινηματογραφική, με αποστασιοποίηση της πραγματικής ζωής. Με συνέπεια να αδυνατεί να αγγίξει μεγάλα επίπεδα Ενσυναίσθησης. Μόνο η εξωτερικευμένη διπλή αγάπη, Μαθητείας-Διδασκαλίας, από τον ίδιο τον καθηγητή Πολ Χάναμ κατορθώνει και όντως υπερβαίνει πολλά στοιχεία, νικώντας την ίδια τη ζωή! Διπλώματα σπουδών, πανεπιστήμια, σχολεία με γόητρο, συγκυρίες της ζωής, βολεμένους γόνους ευκατάστατων Αμερικανών πολιτών και φυσικά την απογοήτευση των ανθρώπινων σχέσεων. Αλλά δεν αρκεί τούτη η ενδιαφέρουσα, σταθερή διπλή αγάπη, στην ψυχοσύνθεση του ίδιου ανθρώπου, από μόνη της. Οι σχέσεις Μαθητείας-Διδασκαλίας αφορούν την αλληλεπίδραση στην πραγματική ζωή. Και αλληλεπίδραση υπάρχει (τουλάχιστον) από δύο ανθρώπους.

Ωστόσο, το φινάλε προσθέτει σημαντική αναπλήρωση Ρεαλισμού με κοντράστ υπό μορφή ρεβάνς, μέσα από τον μελλοντικά δύσκολο, μοναχικό δρόμο του κεντρικού ήρωα, Πολ Χάναμ! Μου θυμίζει κάπως σε αλλιώτικο μεν κινηματογραφικό σύμπαν, μια παραπλήσια δεύτερη ευκαιρία, όπως του ρόλου Μάϊλς Ρέϊμοντ από το «Sideways.» Με τη βασική διαφορά, ότι ο Μάϊλς ωρίμαζε στο φινάλε, ενώ εδώ ο καθηγητής Πολ ξεκινά τώρα να ενηλικιώνεται…Και αυτό είναι σωστό και πραγματικά ενδιαφέρον! Διότι μεταξύ τους είναι αλλιώτικοι χαρακτήρες. Επιπλέον, η ενηλικίωση του Χάναμ μπορεί μεν να ξεκινά από τα βασικά στοιχεία ανασυγκρότησης, αλλά ταυτόχρονα τρυπάει κόκκαλα! Και εδώ αντιστρόφως έρχεται η συντριπτική ωριμότητα του Πέϊν, με μια νέα πολλή σημαντική, πιθανή κατάθεση στους θεατές (ξεκινήστε τη νέα σας ζωή, φτύνοντας πρώτα την αυτοκαταστροφή σας ή τουλάχιστον ό,τι τη γέννησε)!

Εν κατακλείδι, για να μην παρεξηγηθώ, ευχάριστα ανατρεπτική ταινία είναι. Με ενδιαφέρουσες σινεφίλ πινελιές και παράλληλη ροή διασκέδασης/προβληματισμού. Μα σε συγκεκριμένο επίπεδο, αμιγώς κινηματογραφικών καθηκόντων! Απλώς, αυτά τα κινηματογραφικά καθήκοντα τα πήγαν πολύ καλά! Αυτά ελευθερώνουν και τη μία καλλιτεχνική εξαίρεση «δια χειρός» σκηνοθεσίας-μοντάζ! Για αυτό το λόγο και δικαίως η ταινία προκαλεί κατά διαστήματα γενική συμπάθεια, με συνοδεία μερικών πιο ειδικών, αγνών συναισθημάτων (π.χ. κατανόησης, χαρμολύπης, προβληματισμού) στους θεατές. Ελάτε να δούμε, τι εννοώ συνολικά επακριβώς…

Συμπερασματικά

Ανακεφαλαιώνουμε, υπό παρατήρηση σκελετού ταινίας, τονίζοντας πρώτα τα σημαντικά μειονεκτήματα: 1) Η διακύμανση της Ψυχαγωγίας χρονοτριβεί και αποδυναμώνεται. 2) Θεματική δεν υπάρχει στο έργο (π.χ. η διδαχή-μαθητεία της ζωής προσπερνά οικονομική επιφάνεια και επιμορφωτικά διπλώματα = δεν μας πείθει να αφορά δύο ανθρώπους). 3) Ο καλλιτεχνικός/νοηματικός άξονας είναι κάτι μέσα στο μυαλό του Αλεξάντερ Πέϊν, που ενίοτε βγαίνει και ζεσταίνει λίγο την καρδιά του θεατή μονόπλευρα, αλλά δυστυχώς χωρίς να διαθέτει εμφανώς την απαραίτητη συμπλήρωση.

Ας δούμε τώρα όμως και τα σημαντικά πλεονεκτήματα της ταινίας. Αυτό που όχι μόνο διασώζει, αλλά προσδίδει ποιότητα στο έργο, γλυκαίνοντάς το και προσθέτοντας παράλληλα κάποιους ρεαλιστικούς τόνους, είναι οι κινηματογραφικές του παράμετροι (σενάριο, σκηνοθεσία, μοντάζ, διεύθυνση φωτογραφίας, ερμηνείες κ.ά). Δηλαδή τα οργανικά κινηματογραφικά του μέρη. Συνιστούν τα δυνατά πλεονεκτήματα του έργου, ενισχύοντας το αμιγές κινηματογραφικό μοτίβο και διορθώνοντας τις προαναφερθείσες καλλιτεχνικές ατέλειες, μαζεύοντας με τακτ τις σημαντικές απώλειες. Ας δούμε πιο συγκεκριμένα, πώς ενώνονται τα θετικά αυτά, γοητευτικά στοιχεία.

Ο Αλεξάντερ Πέϊν ορίζει ως δημιουργικό έδαφος τη συναισθηματικά ελεγχόμενη ταυτότητα κωμικών-δραματικών αποχρώσεων του έργου, μέσω της υπομονετικής σκηνοθεσίας του. Διότι αντιθέτως, στις απότομες τεχνικές απομάκρυνσης του φακού δεν τα κατάφερε (π.χ. στην αυλή του σχολείου Μπάρτον, όπου φωνάζει ο Πολ «Άνγκους!» ή στα ταξί της Βοστώνης). Εκτός εάν το θεωρείτε μοντάζ αυτό -εγώ πάντως όχι- οπότε πάει αλλού η ευθύνη. Ο Πέϊν λοιπόν με υπομονετική προσέγγιση κερδίζει πραγματικά, αρκετά εμφανή κωμικά και ορισμένα υφέρποντα δραματικά στοιχεία εδώ! Ενώ αφήνει το οξυδερκές σε στιχομυθίες σενάριο (ειδικά σε επίπεδο διαπάλης ακαδημαϊκού σκεπτικού/εμπειρίας ζωής) του ελπιδοφόρου Ντέϊβιντ Χέμινγκσον να αποκαλύψει τα πιο δραματικά σημεία εν καιρώ, με το κείμενο. Ένα κείμενο που λειτουργεί με συνειρμική αντανάκλαση στο μυαλό του θεατή, όσον αφορά το δίπολο διαπροσωπικής ιστορίας Μαθητή-Καθηγητή. Με δύο τρόπους, ανάμεσα σε σενάριο-σκηνοθεσία:

I) Δίχως συνοδεία εικόνων. Εκεί, κατά την απόλυτη λεκτική ανατροπή για την επί χρόνια ανείπωτη ιστορία του άτυχου καθηγητή Χάναμ, βιώνουμε μια συντομευμένη απομυθοποίηση ακαδημαϊκού προτύπου. Στο παρόν. Μέσα σε ένα απλό κατάστημα πώλησης προϊόντων, τύπου μίνι κάβα. Με κουβέντες. Χωρίς εικόνες-flashback του μακρινού παρελθόντος κατά την εξιστόρηση.

II) Με την παρότρυνση της εικόνας. Εκεί, για την ιστορία του μαθητή Άνγκους, αντιθέτως «μιλά» η εικόνα, όσον αφορά την ατυχή, επί χρόνια ανείπωτη, κατάληξη του πατέρα του. Με εικόνες που ενώνουν παρελθόν, παρόν και μέλλον (δεν δύναται να φύγει ποτέ από εκεί ο πατέρας του Άνγκους).

Επιπλέον, ο Πέϊν έχει δύο λυτρωτικούς συνεργάτες στην οπτικοποιημένη του αφήγηση, με καθοριστικά καθήκοντα:

Η θέαση, την οποία μας προσφέρει το γυρισμένο με ψηφιακό τρόπο, αλλά άρτια μιμούμενο τη ματιά μιας vintage αισθητικής (με ειδική επεξεργασία σε τελικό στάδιο-post production) έργο του διευθυντή φωτογραφίας Έτζιλ Μπριλντ αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά πλεονεκτήματα της ταινίας! Διότι μας μεταφέρει κατευθείαν στη δεκαετία του 1970 και δεν μας διώχνει ούτε για ένα δευτερόλεπτο από εκεί. Πράγματι, σχεδόν κανένας θεατής δεν μπορεί να αμφισβητήσει αυτή την τόσο πειστική χωροχρονική μεταφορά, η οποία οφείλεται καθαρά στην κινηματογραφική, νοσταλγική θέαση!

Η αφήγηση, που μας προσφέρει το ρυθμικά ισορροπημένο κινηματογραφικό μοτίβο στα πλάνα του Πέϊν, από τον εκπληκτικό μοντέρ Κέβιν Τεντ (προφέρεται Tent). Ο Τεντ έχει πετύχει με το μοντάζ του ηθελημένα μια χρήσιμη αποσυμφόρηση συναισθημάτων, δίνοντας χρόνο και χώρο στο θεατή να συναισθανθεί τελικά με περισσότερη ανθρωπιά το βίωμα των ηρώων Πολ, Άνγκους και Μαίρη. Οι κατηγορίες μοντάζ στα cuts του Τεντ ποικίλουν κλασικίζοντας και επιπροσθέτως φτιάχνουν την αφήγηση του Πέϊν σε τούτο το έργο!

Από «dissolve cut»=απαλή μετάβαση σαν φυγή πέπλου, με εναλλαγές εικόνων σε διάφορους χώρους (εδώ στον ίδιο εσωτερικό χώρο), μέχρι «wipe cut»=οποιαδήποτε ισχυρή μετατόπιση πλάνων μέσω διαχωρισμού γραμμών-σχημάτων της εικόνας (εδώ με γραμμή, κάθετα & αριστερά). Επίσης, παρατηρούνται κάποια πιο απλά, μα εξίσου λειτουργικά cuts, ειδικά σε καθοριστικά πλάνα τα οποία μετρούν το πολύ 5 δεύτερα για τις άμεσες εναλλαγές τους. Ο μελετημένος Τεντ είναι ο αφανής ήρωας, που αναβαθμίζει την αφήγηση του ανοιχτόμυαλου Πέϊν…

Σκεπτικό…

Εικόνες Πανοραμικής Γλώσσας

Ο Γάντζος της Αφύπνισης

Με αφορμή τον εξαρθρωμένο ώμο του ρόλου Άνγκους Τάλι, ο σκηνοθέτης Πέϊν αντιπαραθέτει ψυχοσωματικά τον μικρόκοσμο ενός εύπορου νέου, με υπαρκτά και σοβαρά μεν οικογενειακά ψυχολογικά προβλήματα, δίπλα στην ασύγκριτα πιο δραματική Μεγάλη Εικόνα ενός φτωχού πολίτη που πήγε στον πόλεμο του Βιετνάμ, χάνοντας τελικά το ένα χέρι του από τον καρπό και πέρα. Ο Πέϊν μάς περνά από τον σωματικό στον ψυχικό πόνο, με/χωρίς επιστροφή. Εξαρθρωμένος ώμος με αποκατάσταση χεριού/χαμένος καρπός με αντικατάσταση γάντζου. Αλώβητη ατομικότητα χωρίς συμμετοχή στον πόλεμο/λαβωμένη ατομικότητα λόγω συμμετοχής στον πόλεμο.

Ο Άνγκους ανάμεσα σε παρεξήγηση, πείσμα, ανταγωνισμό, επικοινωνία με τον έξω κόσμο, αδυνατεί να καταλάβει την άνιση διαπροσωπική και πολιτικό-κοινωνικοϊστορική διασταύρωση. Νομίζει, ότι τον τραμπουκίζουν προσωπικά…Ωστόσο, όπως θα του εξηγήσει αργότερα έξω από το εστιατόριο-φλιπεράδικο ο καθηγητής Χάναμ, το Βιετνάμ είναι μια θλιβερή υπαρκτή ιστορία, την οποία απέφυγαν οι μαθητές του σχολείου Μπάρτον, έχοντας εξασφαλίσει σχεδόν κατευθείαν μεταπήδηση σε πανεπιστήμια. Ωστόσο, εάν αποβαλλόταν από το Μπάρτον ο Άνγκους και πήγαινε σε στρατιωτική σχολή, τότε ίσως να μην γλύτωνε τον όλεθρο του Βιετνάμ. Ο γάντζος πάντως μάς αφυπνίζει…

**Το Γάντι της Συσχέτισης

Το εναπομείναν γάντι, ζεσταίνει το χέρι του ρόλου μορμόνου μαθητή, Άλεξ Όλερμαν, μα καταλήγει να κυματίζει στα παγωμένα νερά έξω από το σχολείο Μπάρτον. Κάτι που εξηγείται από τη σκηνοθετική έκφραση και το μοντάζ πολύ αργότερα, υπό εύστοχο καλλιτεχνικό παραλληλισμό με τον εξαρθρωμένο ώμο του Άνγκους και το κομμένο από τον καρπό χέρι του πολίτη που πολέμησε στο Βιετνάμ. Δηλαδή παιδική, μετεφηβική ηλικία και ενήλικη ζωή επηρεάζονται από τον πόλεμο. Όμως όταν συνδεθούν, πανέξυπνα μεν «δια χειρός» σκηνοθεσίας-μοντάζ, νοηματικά και τα τρία κρίσιμα στοιχεία, αυτό βρίσκεται στο βάθος…Ο μικρός Όλερμαν δεν θα διδαχθεί για τον πόλεμο και το σχολείο προνομίων Μπάρτον. Ο 18χρονος Άνγκους μαζί με κάθε ηλικίας θεατή θα διδαχθεί, ότι το κάθε Μπάρτον (μυθοπλαστική αναφορά) αποτελούσε κοινωνικοπολιτική ασπίδα στη ζωή (φοίτηση-αποφοίτηση) των τυχερών παιδιών, ακόμη και απέναντι στο Βιετνάμ. Σχεδόν για όλα αυτά τα παιδιά…

**Η Ξυπόλυτη Τεθλιμμένη

Σκηνοθετικός τρόπος απόδοσης για το ξέσπασμα της τεθλιμμένης μητέρας, με πλάτη στην κάμερα. Η Μαίρη δεν μπορεί να ξεπεράσει τον άδικο χαμό του γιου της στον πόλεμο του Βιετνάμ. Στέκεται ξυπόλυτη. Και έτσι ο Αλεξάντερ Πέϊν εκμυστηρεύεται πανέξυπνα στον θεατή την ψυχολογική αποδιοργάνωσή της! Η Μαίρη αδυνατεί τότε να γιορτάσει, αδυνατεί να ζήσει έστω και απλά το παρόν, αδυνατεί να κάνει το επόμενο βήμα στη ζωή της. Αποτελεί το τρίτο άτομο «Holdover», μετά τους Άνγκους και Πολ. Απλώς η ίδια δεν έχει να διδάξει ή να μάθει κάτι. Η Αλήθεια είναι ξεκάθαρη για εκείνη. Έχασε το παιδί της για το τίποτα.

Πιο Αναλυτικά…

*Ερμηνείες

Πολ Τζιαμάτι (Πολ Χάναμ)

Η κυρίαρχη πρωταγωνιστική ερμηνεία του επί χρόνια ταλαντούχου ηθοποιού εδώ είναι ενδιαφέρουσα με αλλιώτικο τρόπο. Αντιφατικό. Ο ερμηνευτής γίνεται ένα με το αμυντικό βίωμα του ισχυροποιημένου (αυτο)σαρκασμού του καθηγητή, το οποίο φέρνει προς τα έξω σιγά σιγά και τη δραματική ψυχή του ρόλου. Με άλλα λόγια, η μετάβασή του από τις κωμικές στις δραματικές στιγμές είναι ποιοτική, μεθοδική και συνιστά κατευθυντήρια δύναμη. Αυτό καταδεικνύει μια ώριμη φυσικότητα Υποκριτικής, η οποία δεν θα γίνει αντιληπτή ως η μεγάλη επιβλητική ερμηνεία, μα είναι πραγματικά ουσιώδης! Διότι ο ηθοποιός εν συνόλω γίνεται ένα με το έργο, μα παράλληλα αποδίδει ερμηνευτικά ανεξάρτητες κωμικές & δραματικές πτυχές του ρόλου, κοσμώντας την ταινία ως «πρώτο βιολί», που παριστάνει το «δεύτερο.»

Ντομινίκ Σέσα (Άνγκους Τάλι)

Με εξαίρεση την αδούλευτη κωμική ερμηνεία στο αμάξι για τον εξαρθρωμένο ώμο, ο πρωτοεμφανιζόμενος ηθοποιός έχει κάνει μια εκπληκτική συμμετοχή! Έχει μπει πραγματικά μέσα στην ιδιοσυγκρασία ενός πλουσιόπαιδου, που διαθέτει μεγάλα οικογενειακά προβλήματα και η αβέβαιη μετεφηβεία του, στην αρχή της, απειλεί τη διάθεση και τόλμη του για ζωή. Εντυπωσιακό ντεμπούτο, με ποιοτική Υποκριτική στα δραματικά σημεία!

Ντα Βάϊν Τζόϊ Ράντολφ (Μαίρη Λαμπ)

Εάν υπάρχει μια ισορροπία αποδιδόμενης ερμηνείας μετατραυματικού πένθους υπό διαρκή πραότητα, μεταξύ πικρίας με κυνικότητα απέναντι στους πολλούς και γλυκύτητας με συγκαταβατικότητα στους λίγους, τότε η ηθοποιός τη βρήκε! Προσθέστε και το ρεαλιστικό ψυχολογικό ξέσπασμα της Μαίρη. Και έχουμε μια πραγματικά αξιοπρόσεκτη απόδοση!

Μια διανομή της Tanweer

Συντελεστές

Σενάριο: David Hemingson. Σκηνοθεσία: Alexander Payne. Μοντάζ: Kevin Tent. Διεύθυνση Φωτογραφίας: Eigil Bryld. Πρωταγωνιστούν/συμμετέχουν: Paul Giamatti, Dominic Sessa, Da’ Vine Joy Randolph, Carrie Preston, Andrew Garman, Naheem Garcia, Melissa McMeekin, Gillian Vigman, Brady Hepner, Ian Dolley, Jim Kaplan, Michael Provost, Darby Lee-Stack κ.ά. Διανομή Ρόλων: Susan Shopmaker. Κοστούμια: Wendy Chuck. Εσωτερική Διακόσμηση: Markus Wittman. Μουσική: Mark Orton. Ήχος: Aaron Bouchard, Frank Gaeta, David J. Schwartz κ.ά.

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X