Ελλάδα

Eretiki κριτική-αφιέρωμα της ταινίας “Θάνατος στη Βενετία” του Luchino Visconti 

Eretiki κριτική-αφιέρωμα της ταινίας “Θάνατος στη Βενετία” του Luchino Visconti 
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Η Bibliotheque επανέφερε από τις 20/6/2019 σε ψηφιακή κόπια το αριστούργημα του Luchino Visconti “Θάνατος στη Βενετία.” Η ταινία αποτελεί ένα πραγματικό, καλλιτεχνικό κόσμημα για την ιστορία του κινηματογράφου, το οποίο θα γοητεύσει τους εκλεκτικούς λάτρεις του κλασικού σινεμά.

Το έργο παίζεται από τις 20/6 σε επιλεγμένα σινεμά. Πλέον μεταξύ άλλων, εξακολουθεί και στον κινηματογράφο: Σινέ Ζέφυρος (Πετράλωνα) με ώρες προβολής 20:50 και 23:05.

Σενάριο:

Ο συνθέτης Gustav Von Aschenbach ερχόμενος από το Μόναχο παραθερίζει στην όμορφη πόλη της Βενετίας μόνος, στο πολυτελές Grand Hotel des Bains. Μοιάζει σαν ιδανικός τόπος διαμονής, με μοναδικό πρόβλημα τον άνεμο Siroco, όπως ενημερώνει ο άψογου επαγγελματισμού ξενοδόχος. Βεβαίως το σπουδαίο συνθέτη τον βασανίζουν άλλες, εσωτερικές έγνοιες… Ο ίδιος προσπαθώντας να “καθαρίσει” το μυαλό του από διαρκείς προβληματισμούς της εν λόγω τέχνης, αλλά και προκειμένου να απαλλαγεί από το έντονο, ψυχοσωματικό stress που αντιμετωπίζει εξαιτίας τραγικών αναμνήσεων, επέλεξε αυτόν τον τόπο για διακοπές. Ο Γερμανός μουσικός μεταφέρει μαζί του χρόνια, ψυχικά τραύματα λόγω μιας παλιότερης, οικογενειακής τραγωδίας. Συν τοις άλλοις, πάσχει από κάποια, καρδιακά προβλήματα υγείας. Ο συνθέτης και φίλος, Alfred, είχε επισκεφθεί στο Μόναχο τον Von Aschenbach. Ανησυχώντας για την κατάσταση της υγείας του Gustav, μα και για τη διακοπή του ταλέντου του στη σύνθεση, εξαιτίας αυτής της ψυχοσωματικής  κόπωσης. Ο γιατρός είχε συστήσει διακοπές μακριά από όλα, για την εξασφάλιση της ηρεμίας της αδύναμης καρδιάς του Γερμανού μουσικού. Ο Alfred συμπαραστάθηκε σαν καλός φίλος.

 

Ο Gustav εκτός από αυτή τη στιγμή, αναπολεί μέχρι και τώρα στη Βενετία, σε παλιότερες φωτογραφίες, τις κάποτε αγαπημένες κόρη και σύζυγό του αντίστοιχα. Πηγαίνοντας προς το δείπνο της βραδιάς η πλήξη προστίθεται στην ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του Von Aschenbach, μα μόνο μέχρι το σημείο όπου στο αριστοκρατικό, δαιδαλώδες και στολισμένο με άνθη σαλόνι του ξενοδοχείου παρατηρεί μέσα σε μια πολωνική οικογένεια,  ένα αγόρι εφηβικής ηλικίας. Έπειτα προσέχει με ιδιαίτερο θαυμασμό τη γοητευτική μητέρα του, με το ροζ της φόρεμα. Στο μυαλό του Gustav Von Aschenbach γεννιέται μια ασαφής ιδέα για την ομορφιά και ακολούθως για τον έρωτα. Ο ίδιος έχει την πεποίθηση, πως είναι ερωτευμένος με το συγκεκριμένο αγόρι. Μαθαίνει, ότι το όνομά του είναι Tadzio. Το παιδί φέρει μια εμφάνιση με αυστηρά, συντηρητικό ντύσιμο και χαρακτηριστικά προσώπου, που δεν προσδιορίζουν επακριβώς σε ποιο φύλο θα μπορούσε να ανήκει.

 

Εν τω μεταξύ ο ξενοδόχος ενημερώνει το Gustav πως ο άνεμος Siroco βρίσκεται στη δέκατη ημέρα και ότι πλέον ενδέχεται να κρατήσει συνολικά 21 ημέρες. Ο Von Aschenbach εξακολουθεί να κοιτά διακριτικά αλλά σταθερά τον Tadzio, ο οποίος ξεκινά να του χαμογελά. Η ταραχή και η αγωνία πάντως είναι υπαρκτές για έναν ασυνήθιστο, φερόμενο ως έρωτα, για το συνθέτη. Ο Gustav ακούει σαν φωνή αντικρουόμενης συνείδησης τη γνώμη του φίλου του Alfred, σε στιχομυθίες που έχει πραγματοποιήσει κατά το παρελθόν μαζί του εκτός Βενετίας. Υπάρχουν έντονες, παρελθοντικές, αναβιώσασες, φιλοσοφικές διαφωνίες μεταξύ τους περί ομορφιάς, πνευματικότητας και δημιουργικής ασάφειας, σχετικά με την “απαλλαγή” ή τον “εναγκαλισμό” των ανθρώπινων αισθήσεων. Και τώρα πλέον υφίσταται ευγενής, μα βασανιστικός αντίλογος στη σκέψη του Γερμανού συνθέτη, περί ντροπής και φόβου… 

 

Το μυαλό του Gustav πιέζεται και ο ίδιος επιχειρεί να φύγει από το ξενοδοχείο. Ένα τυχαίο περιστατικό όμως, μετά την άφιξή του στο σιδηροδρομικό σταθμό, θα δώσει την αφορμή στον κορυφαίο μουσικό να επιστρέψει στο ξενοδοχείο. Ο Von Aschenbach επανέρχεται με μια αίσθηση θριαμβευτή! Δίνει στον εαυτό του περισσότερο θάρρος, σχετικά με την ελευθερία του θαυμασμού και του πιθανού έρωτα προς τον Tadzio. Αντ’ αυτού όμως έρχονται στη σκέψη του αβίαστα, ολοζώντανες, όμορφες αναμνήσεις με τη γυναίκα και την κόρη του. 

 

Η μελωδική γραμμή της σύνθεσης Fur Elise του Ludwig Van Beethoven, παιγμένη από τον Tadzio στο πιάνο, θα θυμίσει αντιθέτως στον Gustav μια απαγορευμένη, παρελθοντική γνωριμία με τη νεαρή, όμορφη πόρνη ονόματι Esmeralda. Όπως λεγόταν και το ατμόπλοιο, με το οποίο ο μουσικός ταξίδεψε προς την καρδιά της Βενετίας. 

 

Ο συνθέτης ρωτά έντρομος τον ξενοδόχο για τις φήμες, που ακούγονται περί εξαπλωμένης επιδημίας στη Βενετία. Όμως ο τελευταίος τον καθησυχάζει ονομάζοντάς τες, ως κακοήθεις ανακρίβειες. Ομοίως πράττουν και διάφορες μορφές ντόπιων, παρά την αποδεδειγμένη απολύμανση των δρόμων της πόλης. 

 

Ο Gustav αποκτά μια ξαφνική, ακατανίκητη φοβία και αισθάνεται το θάνατο να βρίσκεται πιο κοντά από τον έρωτα στη ζωή του. 

 

Πληροφορίες επιβεβαιώνουν, ότι ο άνεμος Siroco αποτελεί φρικτό συνδυασμό σε σχέση με την υπάρχουσα, μεταφερόμενη, ασιατική χολέρα. 

 

Ο τρομοκρατημένος μουσικός πλέον οφείλει να επιλέξει, αν θα αγνοήσει τον ερχομό του πιθανού θανάτου, αντιμετωπίζοντας έναν απίθανο έρωτα… 

 

Σκηνοθεσία:

Εναρκτήριο ύφος σκηνοθετικής αφήγησης:

 

Ξεκινά σε μαύρο φόντο με την επιγραμματική αναφορά λευκών χαρακτήρων των ονομάτων του σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή, ενώ τα διαδέχονται ο τίτλος του έργου και η επισήμανση της βασισμένης ιστορίας σε νουβέλα. Ακολουθούν τα ονόματα των υπολοίπων συντελεστών της ταινίας.

 

Στο πρώτο πλάνο παρατηρούμε, ότι το μέσο (κάμερα) δρα, έχοντας ένα σχήμα, που θυμίζει οφθαλμό. Είναι βράδυ και διακρίνονται οι τελευταίες, διαδεχόμενες, μαύρες νεφώσεις από τον καπνό ενός ατμόπλοιου, ενόσω η κάμερα κινείται από δεξιά προς τα αριστερά (όπως κοιτάζουμε ως θεατές την οθόνη) και μας αποκαλύπτει αντίστοιχα την εναλλαγή των τελευταίων εκφάνσεων της νύχτας με την επερχόμενη αυγή. Η κίνηση του ατμόπλοιου είναι τέτοια, ώστε το υδάτινο όχημα -με ελάχιστη εστίαση από το φακό- να περάσει αριστερά από μπροστά μας. Αφήνοντας τα τελευταία, δεξιόστροφα σύννεφα καπνού στο επάνω μέρος αυτής της ενδιαφέρουσας οπτικής του σχηματισμένου οφθαλμού… Θυμίζοντας -με κάποια δόση φαντασίας- το βλέφαρό του.   

 

Διακρίνεται πλέον στο κατάστρωμα του πλοίου ο ήρωας (Gustav Von Aschenbach) της ταινίας, φορώντας το παλτό, το καπέλο, τα γυαλιά του, μα και μια κουβέρτα στα πόδια του. Μοιάζει σκεπτικός. Η κάμερα εστιάζει λίγο πιο κοντά σε εκείνον, δείχνοντας τον κορμό της φιγούρας του και το πρόσωπο. Δείχνει προβληματισμένος και αδυνατεί να διαβάσει το βιβλίο του. Ο φακός τώρα μας παρουσιάζει τη “ματιά του,” πλαγίως του καραβιού. Η θάλασσα κάνει κάποιους ασυνήθιστους διαχωρισμούς βαθών και διακρίνονται ορισμένες, ανθρώπινες μορφές. Το επόμενο πλάνο είναι πάνω από την οροφή με την τέντα του πλοίου. Προβάλει στην ευθεία το πρελούδιο της Βενετίας.

 

Τώρα ο φακός κάνει ένα κοντινό πλάνο στον Gustav και φαίνεται μέσα από τα στρογγυλά με επίχρυσο σκελετό, μυωπικά γυαλιά του, πως εκείνος έχει υγρά, στενοχωρημένα μάτια. Η απαράμιλλη ομορφιά του τοπίου της Βενετίας προβάλει στον ορίζοντα. Εν συνεχεία η λήψη είναι πολύ κοντά στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή. Ο μεγάλος συνθέτης αδυνατεί να βρει ηρεμία. Μοιάζει δυστυχισμένος. Η συρίκτρα του πλοίου διακόπτει τις σκέψεις του. Το καράβι  με την προσθήκη λευκών καπνών οδηγείται στο λιμάνι της πόλης. Αυτό το πλοίο έχει όνομα “Esmeralda”. Οι πρώτες συναναστροφές δεν είναι και τόσο ευχάριστες για το συνθέτη. Μάλιστα ο αυθάδης ηλικιωμένος, που παριστάνει πως είναι νεότερος (βαμμένα μαλλιά και μουστάκι), αποτυπώνεται σαν μια εκδοχή του Gustav στο μέλλον.   

 

Γενικώς στο έργο:

 

Θα παρακολουθήσουμε την πρωταγωνιστική, οπτική γωνία του συνθέτη Gustav Von Aschenbach. Η άφιξή του προσδιορίζει την προσωπική, αγχώδη διαταραχή ακόμη και σε μια όμορφη πόλη. Οι ψυχοσωματικές κρίσεις είχαν εμφανιστεί από το Μόναχο. Εκεί το πρόσθετο πρόβλημα υγείας, με την αδύναμη καρδιά του, είχε διαγνωστεί από έναν γιατρό. 

 

Η σκηνοθετική αφήγηση αφορά τις ανησυχίες, φοβίες, επινοήσεις ιδεών και τα αληθινά πάθη του Gustav. Θα ζήσουμε τις φιλοσοφικές διαφωνίες, που κατοικούν στην ταλαίπωρη, προβληματισμένη σκέψη του, μέσα από τη μορφή υπαρκτού και μη αντιλόγου με το φίλο και συνάδελφό του Alfred. Θα παρατηρήσουμε: Την αναλυτική, κατασκοπευτική και ενοχική ματιά του Von Aschenbach στον Tadzio, μα και σε λιγότερες στιγμές στην όμορφη μητέρα εκείνου. Την αποστροφή του σπουδαίου μουσικού για την ιδέα μιας ενδεχόμενης επιδημίας στην πόλη. Τις τραγικές αναμνήσεις από την πανέμορφη οικογενειακή του ζωή, την οποία ο θάνατος έκλεψε μέσα από τα χέρια του. Το σκοτεινό παρελθόν του με την πνευματικά καλλιεργημένη, τρυφερή πόρνη, “Esmeralda.”

 

Η ενέργεια της σκηνοθεσίας πυροδοτείται διαρκώς υπό την παρουσία του Gustav. Αυτό συμβαίνει μάλιστα σε χρονικά διαστήματα με διαφορετικές τοποθεσίες διαβίωσης. Παρελθόντος στο Μόναχο και παρόντος στη Βενετία, αντιστοίχως. Ακόμη και όταν ο φακός δεν δείχνει τη μορφή του μουσικού, ως θεατές παρακολουθούμε μέσα από τα μάτια εκείνου. Ωστόσο υπάρχουν κάποιες φορές, στις οποίες διακρίνεται και ο ίδιος μέσα στο σκηνοθετικό κάδρο ως συνυπάρχουσα παρουσία, μαζί με άλλες μορφές.

 

Το ατμόπλοιο της εισαγωγής, οι ενδυμασίες των παραθεριστών της Βενετίας (φορέματα, κοστούμια, καπέλα, μαγιό), οι σκελετοί των μυωπικών γυαλιών τους, η φωτογραφική μηχανή εποχής στην παραλία, η αρχιτεκτονική του ξενοδοχείου και τα υλικά που απαρτίζουν το εσωτερικό (πόρτες, παράθυρα, καρέκλες, πολυθρόνες κ.τ.λ.) ή την πιο σύνθετη διακόσμηση αυτού (γλάστρες, χαλιά κ.τ.λ.), μας υποδηλώνουν, πως βρισκόμαστε χρονικά στις αρχές του 20ου αιώνα.

 

Eίναι σημαντικό να επισημάνουμε, ότι διαφαίνεται, βάσει των στοιχείων που μας αποδεικνύει η δράση της ταινίας, μέσω της εν λόγω σκηνοθεσίας,  πως ο Gustav δεν έχει νιώσει αληθινή, ερωτική έλξη για τον Tadzio. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί σε οποιαδήποτε, άλλη ταινία παρόμοιας θεματικής, εκτός από τη συγκεκριμένη. Διότι:

 

1) Ο Gustav θρηνεί ακόμα την κόρη και γυναίκα του μέσω των φωτογραφιών, που έφερε από το Μόναχο, μαζί με τις αποσκευές του στη Βενετία. Πριν από το δείπνο (όπου εκεί πρωτοείδε τον Tadzio) ο Von Aschenbach φιλά τη φωτογραφία της πρώην συζύγου του με διάρκεια, ενώ είναι απολύτως μόνος στο δωμάτιό του.

 

2) Μόλις η μητέρα του Tadzio έρχεται στο σαλόνι, o συνθέτης Von Aschenbach την παρατηρεί προσεκτικά με γοητεία και ενδιαφέρον. Όταν εκείνη φτάνει στην οικογένειά της, ο Γερμανός χαμογελά στα κρυφά από τη μακρινή θέση του. Ακολουθεί κοντινό πλάνο (μέσα από τα μάτια του) στο πρόσωπό της.

 

3) Ο Gustav αισθάνεται μεν μια ελευθερία, κοιτάζοντας όλο και περισσότερο το νεαρό αγόρι, αλλά ποτέ στην ταινία δεν εμφανίζεται μια σωματική έλξη από τον ίδιο. Η αίσθηση της ντροπής, της αμηχανίας ακόμη και κάποιας εξομολόγησης βιώνονται μεν από το συνθέτη, μα μόνο όταν δεν είναι πραγματικά κοντά ο Tadzio. Όσο για τη σύνθεση που του έγραψε; Δεν αποδεικνύει κάτι.

 

4) Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο μετά το λάθος με τις βαλίτσες, αν και ο Von Aschenbach αισθάνεται σαν νικητής και χαιρετά πιο αισιόδοξα αυτή την ιδέα του έρωτα, τελικά θυμάται δίχως νοητικό έλεγχο, σε ένα περιβάλλον πολύ μακριά από αυτή την παραλία, τη γυναίκα και το παιδί του κάποτε στο Μόναχο.

 

5) Όταν o Tadzio παίζει στο πιάνο τη σύνθεση Fur Elise του Ludwig Van Beethoven, το απελευθερωμένο μυαλό του Gustav τον οδηγεί αντιθέτως σε μια παλιά, ενοχική ανάμνηση της γλυκιάς, νεαρής ιερόδουλης Esmeralda. Η οποία έπαιζε στο πιάνο ακριβώς την ίδια μελωδία.

 

6) Ακόμη και σε μια φαντασίωσή του το μόνο που καταφέρνει ο Gustav να συναντήσει νοητικά, είναι μια σκηνή, στην οποία ο ίδιος οφείλει να προστατέψει τη μητέρα και την υπόλοιπη οικογένεια του Tadgio από την επιδημία. Χαϊδεύει τότε, πιο πολύ με μια εντύπωση τρόμου, τα μαλλιά του εφήβου. Και τελικά με αθωότητα. Όπως θα έκανε σε ένα δικό του παιδί.

 

Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι, ότι ο Tadzio ξεκινά να του χαμογελά ή και να βρίσκεται ηθελημένα, σχετικά κοντά του στην πορεία του έργου. Δεδομένου, ότι το παιδί (ρόλος) βρίσκεται στην εφηβεία, μπορούμε να θεωρήσουμε οτιδήποτε για αυτή τη συμπεριφορά.

 

Η κινηματογραφική διάσπαση σε ενότητες λοιπόν θα μπορούσε να γίνει ως εξής:

 

1) Ο κορυφαίος συνθέτης Gustav Von Aschenbach καταφθάνει στη μαγευτική πόλη της Βενετίας, όντας συντετριμμένος ψυχολογικά. Οι αναμνήσεις και τα προβλήματα υγείας ταξίδεψαν μαζί του.

 

2)  Σε μια απρόβλεπτη στιγμή στο σαλόνι του ξενοδοχείου ο Gustav κοιτάζει τον έφηβο Tadzio. Μετά περισσότερο. Στη συνέχεια θαυμάζει την ομορφιά της μητέρας εκείνου. Μα η ιδέα του έρωτα και της ομορφιάς είναι ασαφής πλέον στο μυαλό του μουσικού.

 

3) Οι πρώτες, διάφωνες στιχομυθίες με τον καλό φίλο και συνάδελφο, Alfred, κυριαρχούν στη σκέψη του πρωταγωνιστή. Ταυτόχρονα ο ξενοδόχος αναλύει το θέμα του, όχι και τόσο απαρατήρητου πια, ανέμου Siroco.

 

4) O Γερμανός μουσικός αποφασίζει να φύγει από το ξενοδοχείο, γιατί φοβάται, το ποιος είναι ο πραγματικός έρωτας. Ένα τυχαίο περιστατικό με τις αποσκευές θα τον κάνει να επιστρέψει όμως. Τότε οι παλιές, αληθινές επιθυμίες θα βγουν στην επιφάνεια της νόησής του.

 

5) Οι φήμες περί επιδημίας σε συνδυασμό με τον επικίνδυνο πλέον άνεμο Siroco, απασχολούν περισσότερο τον κορυφαίο μουσικό από οποιονδήποτε έρωτα. Διότι ο θάνατος μοιάζει να βρίσκεται πιο κοντά στη ζωή του.

 

6) Μεταξύ επιδημίας και έρωτα, θανάτου και ζωής, δίνεται μια ακόμη, κρίσιμη μάχη. Aνάμεσα στο γήρας και τη νιότη…

 

Η ταινία φέρει μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα, κατά την οποία μεταφερόμαστε στην ορατή αντίληψη της αινιγματικής, τραγικής ψυχοσύνθεσης του συνθέτη Von Aschenbach. Καταδεικνύοντας μια ισχυρή αντίφαση, καθώς ο ίδιος διαβιεί ως ψυχικά (τραγικές, οικογενειακές απώλειες) και σωματικά (προσωπικό πρόβλημα υγείας με καρδιά) καταβεβλημένος, σε μια πόλη που συνήθως εμπνέει πιο όμορφα συναισθήματα στους ανθρώπους. Έτσι θίγεται η άποψη μιας εσωτερικής, υπερέχουσας, κοσμικής ύπαρξης της μη απελευθερωμένης ατομικότητας σε σχέση με την ελευθερία σε ένα ιδανικό, εξωτερικό περιβάλλον.

 

Η εμφάνιση της ασιατικής χολέρας με την απολύμανση της πόλης, έχει  πραγματική (αναφορά τραπεζικού για διαπίστωση νεκρών) και συμβολική υπόσταση (ο Gustav σε παλιότερη στιχομυθία με τον Alfred περιέγραφε τον εαυτό του ως μολυσμένο, εξαιτίας των προσωπικών παθών = Esmeralda).

 

(περισσότερη ανάλυση περί σκηνοθεσίας ακολουθεί σε σχετική, κάτωθι κατηγορία του κειμένου)

 

Ερμηνείες:

 

Dirk Bogarde: Υποδυόμενος τον κορυφαίο σε δημιουργία αρμονικών συνθέσεων, μα συγχυσμένο στην προσωπική σκέψη, μουσικό Gustav Von Aschenbach.

 

Αρχικώς αναφέρουμε, ότι ο ηθοποιός έχει πραγματοποιήσει μια από τις καλύτερες ερμηνείες στην ιστορία του κινηματογράφου. Χρησιμοποίησε εκφράσεις και κινησιολογία δίχως λόγια πολλές φορές, επεξηγώντας με το ταλέντο του στο κοινό, πώς αυτές οι ενέργειες συνδέονται στη ροή του σεναρίου. Ανταποκρίθηκε επίσης ερμηνευτικά στις απαιτήσεις των κοντινών πλάνων του συγκεκριμένου ρόλου.

 

Οι διαδεχόμενες εκφράσεις σκεπτικισμού, προβληματισμού, στενοχώριας και δυστυχίας αποδίδονται ξεκάθαρα στο κατάστρωμα του καραβιού από τον ερμηνευτή στο ξεκίνημα του έργου, ενόσω η εικόνα καταγράφει τα συναισθήματα αυτά από όλο και πιο εστιαζόμενη λήψη. Η ανησυχία, ο φόβος και η αδυναμία του Gustav αποτυπώνονται με έντονο ρεαλισμό στο πρόσωπο του ηθοποιού, εξαιτίας της απαράδεκτης συμπεριφοράς του απατεώνα γονδολιέρη. Η ψυχική και σωματική κόπωση στο Μόναχο ως απόρροια της οικογενειακής τραγωδίας και των προσωπικών παθών ή της αδύναμης καρδιάς του ήρωα αντιστοίχως, εκφράζονται πολύ καλά από τον ηθοποιό. 

 

Καθώς ο Alfred παίζει πιάνο, o Gustav μονολογεί κάνοντας αλληγορίες με τους κόκκους άμμου μιας κλεψύδρας. Θνητότητα και χρόνος λειτουργούν αντίστροφα, μα επίσης υπάρχουν και ανεξάρτητα. Αυτή η συνταρακτική συνειδητοποίηση παρουσιάζεται από τον ηθοποιό ιδανικά. Όλες οι κινήσεις του ερμηνευτή μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, όταν εκείνος προετοιμάζεται για το δείπνο, έχουν μια φυσικότητα. Θα προστεθεί και ένα σιγανό σφύριγμα, περιγράφοντας την ξεκούραση από οποιαδήποτε μουσικότητα, καθώς ο συνθέτης βρίσκεται σε διακοπές. Οι πρώτες, “κλεφτές” ματιές στον Tadzio και τη μητέρα του συνοδεύονται από απρόβλεπτη έκπληξη και ένα διακριτικό χαμόγελο θαυμασμού αντίστοιχα.

 

Κατά τη διαφωνία με τον Alfred (στο Μόναχο) περί αισθήσεων και διφορούμενης τέχνης, αποδίδει πειστικά την προσωρινή “απώλεια” της ψυχραιμίας του. Αφού επήλθε η αμήχανη στιγμή με την παρέα του Tadzio στο ασανσέρ του ξενοδοχείου, ο μουσικός επιστρέφει στο δωμάτιό του. Είναι τόσες οι εναλλαγές συναισθημάτων με σωστή διαμοίραση κινησιολογίας και εκφράσεων από τον ηθοποιό, ώστε αυτές να ενωθούν τελικά ομοιόμορφα ως μια τρικυμιώδης ψυχοσύνθεση: 

 

Η ταραχή (κλείνοντας την πόρτα) μετατρεπόμενη σε εκνευρισμό (πετώντας κάτω το λευκό σακάκι του), μετά σε προσπάθεια ηρεμίας (χαϊδεύοντας τα μαλλιά του), κατόπιν σε αυτοσυγκέντρωση διατήρησης ψυχραιμίας (σφίγγοντας τις γροθιές του), ύστερα σε απόγνωση (κοιτάζοντας τη φωτογραφία της γυναίκας του και σημειώσεις συνθέσεων), στη συνέχεια σε κλάμα και τελικά σε εγκατάλειψη των όποιων συναισθημάτων ξεκινούν (επιχειρώντας να φύγει από το ξενοδοχείο).

 

Φεύγοντας προσωρινά από το ξενοδοχείο πενθεί, για τη φυγή από τα συναισθήματά του. Όμως λίγο μετά επιστρέφοντας, φαντάζει σαν χαρούμενος θριαμβευτής της ιδέας του έρωτα. 

 

Romolo Valli/Mark Burns/Silvana Mangano: Στους αντίστοιχους ρόλους του υπεύθυνου διοίκησης ξενοδοχείου, του φίλου και συνθέτη Alfred και της μητέρας του Tadzio. 

 

Ο πρώτος, έχει μπει απόλυτα στο ρόλο ενός αρμοδίου μια τόσο φημισμένης διοίκησης. Παρατηρούμε, ότι καλωσορίζει το συνθέτη Von Aschenbach στο ξενοδοχείο και κατά την είσοδό τους στο ασανσέρ δυσανασχετεί με την απρόσμενη έλευση μικρών παιδιών από τον ανελκυστήρα. Όμως αμέσως υποκλίνεται στη μητέρα τους, μετά σε μια άλλη κυρία και έπειτα με άψογο στιλ κάνει χώρο για τον Gustav, κοιτάζοντας παράλληλα με νόημα παραδειγματισμού τον γκρουμ

 

Επεξηγώντας αναλυτικά στον εκλεκτό πελάτη αργότερα για τον άνεμο Siroco, μεταδίδει την αποστασιοποίηση του επαγγέλματος, μα και την προθυμία της εξυπηρέτησης. Έπειτα καθησυχάζει το συνθέτη, λέγοντας πως είναι  ανακρίβειες οι εικασίες για την επιδημία: θυμώνοντας με τα δημοσιεύματα (εφημερίδα) και επαναφέροντας το χαμόγελο, καθώς μιλά ξανά ευγενικά στο Gustav.

 

Ο δεύτερος, αρχικά ενσαρκώνει την ανησυχία του Alfred για την υγεία του Gustav, αλλά και για το πόσο θα επηρεαστεί η συνθετική πορεία του φίλου του. Μιλά για τα επιχειρήματά του με πάθος στη φιλοσοφική συζήτηση περί των διφορούμενων τεχνών και της ομορφιάς, που ανήκει -κατά την άποψή του- στις αισθήσεις. Η ερμηνεία αυτή κορυφώνεται με την αυξανόμενη ένταση της φωνής και την κινησιολογία, ενώ ο ηθοποιός παίζει και κάποιες συγχορδίες στο πιάνο. Στη σκηνή του εφιάλτη ο παρορμητικός ενθουσιασμός για τις αποκαλυφθείσες, “θνησιγενείς συνθέσεις” του Gustav υποστηρίζεται δυναμικά από τον ερμηνευτή ως Alfred. 

 

Η τρίτη, προσδιόρισε επάξια ερμηνευτικά, χωρίς να διαθέτει πολλά λόγια, την αριστοκρατική μητέρα του Tadzio. Παρουσίασε μια ισορροπημένη περσόνα με κάποια δόση αυστηρότητας (χειραψία και υπόκλιση παιδιών στο σαλόνι), αλλά κυρίως καλοσύνη. Η φινέτσα της ηθοποιού διακρίνεται πεντακάθαρα στη συνολική ερμηνεία της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η στιγμή όπου ο Tadzio παίρνει μια φράουλα, παρά τις αντιρρήσεις της γκουβερνάντας του. Όταν η τελευταία πέφτει στην άμμο, η μητέρα του Tadzio χαμογελά διακριτικά μέσα από το βέλο της. Όλη η χάρη της ηθοποιού αποκαλύπτεται περνώντας μπροστά από την οθόνη, ανοίγοντας την ομπρέλα με το δεξί χέρι και τοποθετώντας με το αριστερό, προς τα κάτω το διάφανο, άσπρο βέλο το οποίο σηκώνει ο αέρας από το πρόσωπό της.

 

Επιτυχής ή ανεπιτυχής η απόδοση σεναρίου, σκηνοθεσίας και ερμηνειών:   

 

Το σενάριο είναι βασισμένο στη νουβέλα του Thomas Mann με τίτλο “Der Tod in Venedig” (1912). Υπάρχουν πολλές και σημαντικές διαφορές μεταξύ του βιβλίου και της ταινίας. Βασική διαφορά είναι, ότι στο βιβλίο ο Gustav Von Aschenbach είναι συγγραφέας και πως τελικά νιώθει όντως ερωτική έλξη για το αγόρι Tadzio. Αντιθέτως στην ταινία είναι συνθέτης και έχει επινοήσει μια ασαφή ιδέα του έρωτα για τον έφηβο (προκειμένου να κρύψει τα αληθινά πάθη = Κυρία Aschenbach, Esmeralda). Η κύρια ομοιότητα από την άλλη είναι, πως ποτέ δεν ανταλλάσει την παραμικρή κουβέντα μαζί του.

 

Στην ταινία το διαμορφωμένο σενάριο (έχοντας ως βάση την ιστορία και την κύρια εξέλιξη των γεγονότων) γράφτηκε από τους Luchino Visconti και Nicola Badalucco (screenplay). Η κύρια γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε, ήταν τα αγγλικά. Επιπροσθέτως ακούστηκαν αρκετά ιταλικά (γονδολιέρης, ξενοδόχος) και πολωνικά (οικογένεια Tadzio), ενώ λιγότερα γερμανικά, γαλλικά και ρώσικα

 

Σε αυτό το διασκευασμένο έργο ο Gustav Von Aschenbach είναι συνθέτης και αντιθέτως φαίνεται, πως δεν αισθάνεται αληθινή έλξη για το αγόρι. Στην πραγματικότητα αυτή η εμμονή είναι μια δικαιολογία νοητικής απόδρασης από ορισμένα, τραγικά συμβάντα. Καθώς ο ίδιος προσπαθεί να ξεχάσει το χαμό της γυναίκας και κόρης του από το Μόναχο. Επιπλέον ο μουσικός φέρει κάποιες τελείως, διαφορετικές ενοχικές, υπαρκτές απολαύσεις επίσης από το παρελθόν, όπως με την πόρνη Esmeralda.

 

Στην πραγματικότητα αυτή ακριβώς η ασαφής, γοητευτική αμφιβολία είναι που κινεί το ενδιαφέρον των θεατών, όσο αποκαλύπτεται στην πορεία η επεξήγηση της μυστηριώδους ψυχοσύνθεσης του Von Aschenbach. Επίσης οι στιχομυθίες των φιλοσοφικών διαφωνιών μεταξύ Gustav/Alfred, σχετικά με τη διφορούμενη ομορφιά και την άρνηση/αποδοχή της πραγματικότητας και των ανθρώπινων αισθήσεων, οι οποίες διαποτίζουν τελικά κάθε τέχνη, προσδίδουν ένα πιο αναβαθμισμένο, επίπεδο καλλιτεχνικής άποψης στο έργο.

 

Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Luchino Visconti. Αρχικώς παρατηρούμε μια σαφή, οπτική χαρτογράφηση της βενετσιάνικης πόλης. Έπειτα το ξενοδοχείο “des Baines” παρουσιάζεται ως πολυδαίδαλο οίκημα, με πολυτελή δωμάτια εποχής. Η σκηνοθεσία γενικώς με έξυπνο τρόπο ασχολείται με την είσοδο του κτιρίου, τον ανελκυστήρα, το δωμάτιο του Gustav, το μεγάλο σαλόνι στο Hall του ξενοδοχείου, την αντίστοιχων διαστάσεων αίθουσα του δείπνου και φυσικά με την ιδιωτική παραλία του συγκροτήματος και τις όμορφες, σκιερές θέσεις ακόμη και για μη λουόμενες/λουόμενους. Παρατηρούμε πάρα πολλά και μεγάλα άνθη στους χώρους του αριστοκρατικού οικήματος.

 

Γενικώς, θα πραγματοποιηθεί μια περιήγηση της κάμερας στο χώρο του ξενοδοχείου αρχικά στο μεγάλο σαλόνι, στο χολ του οικήματος. Με αριστερές και έπειτα δεξιές κινήσεις του μέσου (κάμερα), ώστε να καταλήξουμε στον πρωταγωνιστή, ο οποίος διαβάζει εφημερίδα. Σκηνοθετικά υφίσταται εστίαση σε πολλά πρόσωπα (ξενοδόχος, μητέρα Tadzio, Gustav, Alfred) καταδεικνύοντας τη δράση της ζωτικότητας των εκφράσεων ή μια μυστηριώδη ατμόσφαιρα του έργου. Παρακολουθούμε άμεσων ταχυτήτων εστίαση, αλλά και αργή αποστασιοποίηση του μέσου (κάμερα) στο έργο. Όπως φερειπείν στον Tadzio στο σαλόνι του ξενοδοχείου, ενώ εκείνος φορά λευκά, ναυτικά ρούχα. 

 

Με την άφιξη του συνθέτη Von Aschenbach κατευθυνόμαστε αμέσως στην επεξήγηση της σκηνοθετικής αφήγησης για τα αίτια των διακοπών εκείνου. Σε αυτό το σημείο οι θεατές ενδέχεται να μπερδευτούν κάπως, αλλά εάν κοιτάξουν προσεκτικά την ενδυμασία του μουσικού -όπως και των υπολοίπων- θα αντιληφθούν, πως η λιποθυμία του έλαβε χώρα στο Μόναχο, προ ολίγων μηνών. 

 

Έτσι ορισμένες φορές στην ταινία όσο εξελίσσεται η πλοκή του έργου, τόσο θα επιστρέφουμε κατά παρελθοντικά διαστήματα σε κρίσιμες στιγμές για τη ζωή του Gustav. Κάτι που εφιστά την προσοχή των θεατών, είναι το γεγονός, πως παρεισφρέει το κείμενο του σεναρίου εντός της σκηνοθεσίας ετεροχρονισμένα, αφορώντας άλλο χρονικό και τοπικό περιβάλλον από εκείνο που βλέπουμε στη Βενετία. 

 

Αυτό συμβαίνει δύο φορές με τις φιλοσοφικές, διαφωνίες των Gustav/Alfred περί ομορφιάς, αισθήσεων, πραγματικότητας και ισορροπίας, όπως έχουμε προαναφέρει. Η χρήση αυτή του σεναρίου μέσα στη σκηνοθεσία ενώνει τις χρονικές στιγμές μέσα στο μυαλό των συνειρμών του Von Aschenbach, αλλά επιπλέον διαχωρίζει και τα παρελθοντικά συμβάντα στους θεατές. Δίνοντας έτσι παράλληλα γνώση στο κοινό για την ψυχοσύνθεση του κορυφαίου συνθέτη και για το υψηλό επίπεδο των συναναστροφών του. Ο τρόπος της σκηνοθεσίας μας συστήνει έναν έντονο, αλλά εκπολιτισμένο αντίλογο, σε αυτά τα σημεία. Στον οποίο οι δύο συνομιλητές με τη σειρά τους αναπτύσσουν τη σκέψη τους σε κάθε απάντηση. Εφόσον παραχωρείται ένας σεβαστός χρόνος έκφρασης, από τον άνθρωπο που μόλις ομίλησε. Έτσι βλέπουμε τα αντίστοιχα, κοντινά πλάνα, όταν μιλά κάποιος.

 

Όμως, η αναδρομή στο παρελθόν θα συνεχιστεί και για πιο κρίσιμα γεγονότα

 

Α) Εκεί βεβαίως θα ακουστεί μόνο μια λέξη από το σενάριο εντός της σκηνοθεσίας, ανήκουσα σε άλλο χρόνο. “Gustav” αναφωνεί η γυναίκα του έξω από το ονειρεμένο σπίτι τους στο Μόναχο και μεταφερόμαστε ακριβώς εκεί. 

 

Β) Αντιθέτως, ο συνειρμός που υποδεικνύει την υπενθύμιση των ιδιαίτερων στιγμών με την πόρνη Esmeralda θα περιγραφεί με τη μελωδία της σύνθεσης Fur Elise από τον Tadzio στο πιάνο. Και θα αντικατασταθεί χωροχρονικά από το ίδιο μουσικό θέμα. Παιγμένο από τη νεαρή κοπέλα σε ένα παρόμοιο, μουσικό όργανο, μέσα σε ένα πορνείο του Μονάχου. 

 

Γ) Κατά την αντίφαση των συναισθημάτων της πρώην, ευτυχισμένης οικογένειας Aschenbach, η χρονική μεταφορά γίνεται μέσω των λυγμών του Gustav εξαιτίας “του δρόμου που επέλεξε,” όπως εκείνος λέει… Με τον κινηματογραφικά “μετέπειτα παρελθοντικό” θρήνο να μας κατευθύνει στην τότε απώλεια της κόρης τους. Μοντέρ του έργου υπήρξε ο Ruggero Mastroianni.

 

Ο αρμόδιος της διοίκησης του ξενοδοχείου στο έργο έχει ένα ρόλο επαφής με την πραγματικότητα για τον Gustav. Τονίζοντας στον πρωταγωνιστή σε καθοριστικά διαστήματα για τη βέβαιη παρουσία του καιρικού φαινομένου του ανέμου Siroco, σε αντίθεση με τον αβέβαιο έρωτα, που ο συνθέτης φέρει διαρκώς στο μυαλό του. 

 

Αργότερα λοιπόν η πληροφόρηση (από τραπεζικό προσωπάρχη) της εξάπλωσης της υπάρχουσας ασιατικής χολέρας, σε σχέση με τις λιμνοθάλασσες της Βενετίας και την παρουσία του συγκεκριμένου ανέμου, φαντάζει ως σοβαρή απειλή ενός πολύ πιθανού τρόμου.

 

Παρόλα αυτά, ο Gustav καλλωπίζεται σε ειδικό κουρείο και το επόμενο πλάνο δείχνει την αντανάκλαση του ειδώλου του Γερμανού μουσικού στο νερό και απέναντι τις ανάλογες μορφές των παιδιών και τις γκουβερνάντας, που τα πηγαίνει βόλτα στην πόλη. Τελευταία μορφή είναι εκείνη του Tadzio. Ο φακός ανεβαίνει και βλέπουμε τον Gustav ντυμένο στα λευκά και την πολωνική οικογένεια να φεύγει μακριά του, ενώ παρατηρούνται οργανωμένες εστίες φωτιάς, χάριν απολύμανσης στην πόλη. 

 

Ένα από τα τελευταία πλάνα δείχνει ακριβώς, την ιδέα που έχει στο μυαλό του, περί διφορούμενου έρωτα, ο Gustav: Υπάρχει σκίαση στα τμήματα της αμμώδους παραλίας, αλλά και κάποια μικρή, λασπώδης συγκέντρωση υδάτων, προ της οποίας παρατηρείται μια φωτογραφική μηχανή εποχής. Μπροστά στον ορίζοντα προβάλει η γαλήνια θάλασσα και ο Tadzio όρθιος στα ρηχά νερά σαν σκιερή, ανθρώπινη φιγούρα, δείχνοντας με το αριστερό του χέρι προς τον ήλιο. Μοιάζει σαν το συμβολισμό της ιδέας του έρωτα η μορφή του. Στη διεύθυνση φωτογραφίας ήταν ο Pasquale de Santis. Και συνολικά στο έργο (όπως και ο μοντέρ) έκανε εξαιρετική δουλειά!!!    

 

Η ψεύτικη νιότη του Gustav ξεφτίζει…

 

Στις ομαδικές ερμηνείες διακρίνονται:

 

Η είσοδος του συνθέτη στο ξενοδοχείο des Baines. Ειδικά στη γραμματεία, όλοι οι ηθοποιοί λειτουργούν άψογα. Πραγματοποιώντας τελικά αντίθετες, ανεξάρτητες κινήσεις.

 

– Οι παρευρισκόμενοι πελάτες στο σαλόνι του ξενοδοχείου, πριν και κατά τη διάρκεια του δείπνου. Προσέξτε στο δείπνο, πόσο ωραία εμφανίζεται στο πλάνο από τα αριστερά της οθόνης (όπως την κοιτάμε ως θεατές) ο Gustav, ώστε να συναντήσει τελικά στην άλλη άκρη εκ δεξιών του χώρου τον αρμόδιο της διοίκησης του ξενοδοχείου και εκείνος έπειτα να του υποδείξει κάποιο ελεύθερο τραπέζι για ένα άτομο.

 

– Ο Gustav κάθεται στη στεριά σε μια βάρκα στην άμμο και την ίδια στιγμή το κάδρο κατακλύζεται από ανθρώπους της παραλίας, που ανήκουν σε μια φυσικότατη τάξη των πραγμάτων. Τότε περνούν μπροστά από τον ήρωα έξι κυρίες ντυμένες στα λευκά. Οι πέντε κρατούν όμοιου χρώματος ομπρέλες. Μα μόνο μία ομπρέλα έχει μαύρη απόχρωση.

 

– Η γκουβερνάντα με τον Tadzio παίζουν στην άμμο κυνηγητό ανάμεσα από τον πλανόδιο πωλητή και τη σεβάσμια μητέρα. Επειδή το παιδί πήρε μια φράουλα, παρά τις συμβουλές αποφυγής της έμπιστης γυναίκας της οικογένειας.

 

– Η ομάδα των μουσικών/τροβαδούρων πάνω από το τραπέζι της μητέρας του Tadzio. Η κάμερα κάνει εστίαση και διακρίνεται: η αμηχανία μα και καλοσύνη της μητέρας, η εσπευσμένη προσπάθεια απομάκρυνσης από τον ανήσυχο ξενοδόχο και η δυσαρεστημένη έκφραση του ανθρώπου που εξακολουθεί να τραγουδά.

 

Στα ντουέτα ξεχωρίζουν:

 

– Οι Gustav και Alfred: Μόλις ο δεύτερος κρατά με ανησυχία τα χέρια του συνθέτη, ο οποίος βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση στην υγεία του, μα σιγά σιγά επανακτά τις αισθήσεις του.

 

– Ο υπεύθυνος ανακοίνωσης της ενημέρωσης για τη λέμβο του Von Aschenbach που αναχωρεί, κάνει το λάθος να μιλήσει στον εκλεκτό πελάτη στο σαλόνι σχεδόν πιεστικά “διώχνοντάς” τον. Η οργή του καλομαθημένου Gustav τραβά την προσοχή των παρευρισκόμενων. Στο πλάνο λοιπόν φαίνεται τελικά ο Gustav και μια κυρία. Η οποία συμπάσχει με την αγανάκτηση του συνθέτη, προσέχοντας ακόμη και πως θα ακουμπήσει το φλιτζάνι της.

 

– Tadzio και Gustav βρίσκονται στους στύλους κάποιων τεντών της παραλίας. Ο έφηβος κάνει ελιγμούς αποφυγής με τα χέρια, ενώ ο ώριμος μουσικός τον ακολουθεί υπνωτισμένος.

 

– Ο θρήνος του ζεύγους Von Aschenbach, για το θάνατο του μικρού τους παιδιού.

 

Συνεπώς αποδεικνύεται ως επιτυχής η απόδοση σεναρίου, σκηνοθεσίας και ερμηνειών.

 

Επιλογή Casting/Σχεδιασμός Κοστουμιών:

 

Τις επιλογές των ηθοποιών στους συγκεκριμένους ρόλους έκανε ο σκηνοθέτης Luchino Visconti. Ο Dirk Bogarde (Gustav Von Aschenbach) είχε μια άριστη, ερμηνευτική απόδοση στο έργο. Οι Romolo Valli (υπεύθυνος διοίκησης ξενοδοχείου), Mark Burns (Alfred) και Silvana Mangano (μητέρα του Tadzio) ξεχώρισαν, όπως προείπαμε.

 

Όμως υπήρξαν και άλλοι χαρακτήρες.

 

Bjorn Andresen (Tadzio): Σαφώς δεν είναι εύκολο να στέκεσαι στο φακό και να εκφράζεις συναισθήματα, δίχως λόγια. Είναι πολύτιμη η συνδρομή του. Ο ηθοποιός έφερε τα ιδανικά χαρακτηριστικά για την υλοποίηση του οράματος του σκηνοθέτη/υπεύθυνου casting.

 

Marisa Berenson (Κυρία Von Aschenbach): Η χαρά και ο θρήνος της σε οικογενειακή ευτυχία και τραγωδία αντίστοιχα, διακρίνονται.

 

Carole Andre (Esmeralda, πόρνη): Η τόλμη και η τρυφερότητα της ερμηνεύτριας δεν περνούν απαρατήρητες σε κίνηση και έκφραση αντιστοίχως.

 

Leslie French (προσωπάρχης τραπέζης): Με την ιδιαίτερη, αγγλική προφορά του μετέδωσε την αγανάκτηση για τη μαζική αποσιώπηση της επιδημίας.

 

Antonio Appicella (τροβαδούρος): Εκτός από περιφερόμενος τραγουδιστής έμοιαζε επίσης και με μια εκδοχή απατεώνα/θανάτου, που ξεγελά τον Gustav.

 

O υπεύθυνος casting πραγματοποίησε τις πιο ενδεδειγμένες επιλογές!

 

Τα κοστούμια σχεδίασε ο Piero Tosi. Οι ενδυμασίες, μας έχουν μεταφέρει νοητικά στις αρχές του 20ου αιώνα. Τα φορέματα, τα καπέλα με βέλο των κυριών ή οι ομπρέλες τους, καθώς και τα κοστούμια των κυρίων με φράκο ή μιας πιο καθημερινής, ενδυματολογικής έκφρασης, προσδίδουν μια αληθινή κομψότητα στο έργο. Ο Tadzio όντως και στο βιβλίο φορούσε ναυτικές ενδυμασίες. Στην ταινία υπήρξαν διάφορες αποχρώσεις ρούχων. Τα μαγιό όλων των ανθρώπων μας οδηγούν επίσης σε πολύ μακρινές χρονολογίες.

 

Μουσική/Ηχητική υπόκρουση:

 

Η μουσική:

 

Συντροφεύει τις ενέργειες των ηρωίδων/ηρώων, αλλά θα τους δώσει και πολύτιμο, ερμηνευτικό χώρο συνολικά στην ταινία. Έχοντας τελικά μια ιδανική ισορροπία διαμοίρασης. Στο έργο ακούμε κατά κύριο λόγο συνθέσεις του Gustav Mahler. Αυτές αφορούν την 3η και 5η συμφωνία του συνθέτη. Στην 3η συμφωνία συμμετείχε η Mezzo Soprano, Lucretia West. Αλλά υπάρχουν επιπροσθέτως διαφορετικές, μουσικές θεματικές από άλλους, επίσης μεγάλους δημιουργούς στο έργο. Όπως ένα μικρό πέρασμα του Fur Elise του Ludwig Van Beethoven. Καθώς και η σύνθεση Lullaby του Modest Mussorgsky με ερμηνεία και απόδοση από τη Soprano Mascia Predit. Μαέστρος για την ταινία υπήρξε ο Franco Mannino, σε συνεργασία με την ορχήστρα Εθνικής Ακαδημίας της Santa Cecilia.

 

Η μουσική μας επισκέπτεται αμέσως από την εισαγωγή του έργου, με το μαύρο φόντο και τα λευκά γράμματα των συντελεστών της ταινίας. Μέσα στην αρμονία των ορχηστρικών εγχόρδων διακρίνονται ηχητικά οι λακωνικές, μελωδικές γραμμές μιας άρπας. Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον, είναι ότι όσο εξελίσσεται η σύνθεση, κάποια έγχορδα στην πορεία αποκτούν χαρακτήρα μελωδίας και η άρπα σκορπίζει εύστοχα, μελωδικά στολίδια πλέον. Έτσι αφού παρατηρήσουμε την έλευση του ατμόπλοιου από μπροστά μας σε αυτή την οπτική ένωση νύχτας και αυγής, αργότερα στο κατάστρωμα προοδευτικά η σύνθεση απαρτίζεται μόνο από τα συγκεκριμένα έγχορδα, μέχρι το σημείο της συρίκτρας του υδάτινου οχήματος.

 

Στο Μόναχο ο Alfred παίζει στο πιάνο μια απαλή μελωδία και ο Von Aschenbach τότε φιλοσοφεί για το χρόνο της κλεψύδρας και της θνητότητας. Πιάνο, τσέλο και δύο βιολιά κρατούν συντροφιά στον Gustav και όλους τους πελάτες του ξενοδοχείου, μέχρι που ο μεγάλος μουσικός ανακαλύπτει την πολωνική οικογένεια, τον Tadzio και τελικά την εντυπωσιακή μητέρα εκείνου.

 

Όταν ο Γερμανός μουσικός θα επιλέξει να αποχωρήσει από τη Βενετία με βαπορέτο, τότε θα επανέλθει η αρχική σύνθεση της εισαγωγής. Στη συνέχεια το μουσικό έργο θα συνοδεύσει τη χαρούμενη απόφαση του Gustav να επιστρέψει ως θριαμβευτής με το ίδιο μεταφορικό μέσο και να χαιρετήσει απενοχοποιημένα τον Tadzio από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου. Η μουσική τότε αναπτύσσεται σε σχέση με την εισαγωγή. Κοιτάζοντας τη μητέρα του Tadzio, η σύνθεση αλλάζει λίγο και επανέρχεται στο βασικό της θέμα, μόλις ο Von Aschenbach θυμάται την οικογένειά του στο Μόναχο.  

 

Ο Gustav Von Aschenbach εμπνέεται από τον Tadzio και ξεκινά να του γράφει μια καινούργια σύνθεση. Τότε, ακούμε την 4η πράξη της 3ης συμφωνίας του Gustav Mahler: Πνευστά, έγχορδα και η πανέμορφη, συγκινητική φωνή μιας Mezzo Soprano. Είναι η Κυρία Lucretia West. O Tadzio παίζει στο πιάνο την αρχική μελωδία της σύνθεσης Fur Elise του Ludwig Van Beethoven και αναπόφευκτα ο Gustav ταξιδεύει νοητικά… Έχοντας ενοχικά συναισθήματα για τις εμπειρίες του με την καλλιεργημένη πόρνη Esmeralda, η οποία έπαιζε την ίδια μελωδία στο Μόναχο.

 

Τα τραγούδια των πλανόδιων μουσικών προκαλούν μεγάλη αμηχανία στον Gustav. Ειδικά εκείνο με το γέλιο… Που κάνει τον ίδιο να αισθάνεται, πως περιγελούν την ιδέα του έρωτά του. Η πρώτη σύνθεση της εισαγωγής της ταινίας επανερχόμενη, βρίσκει τώρα πια τον Von Aschenbach να θυμάται μια τραγική, οικογενειακή απώλεια, στη συνέχεια να καλλωπίζεται και τελικά να ακολουθεί τον Tadzio μέσα σε μια μολυσμένη πόλη, όπου είναι δύσκολο να υπάρξει ο έρωτας… Η Soprano Mascia Predit προλογίζει τις εξελίξεις μέσα από τη σύνθεση Lullaby του Modest Mussorgsky.

 

Στον ήχο:

 

Υπάρχουν κάποιες χαρακτηριστικές στιγμές, που επαναφέρουν τον πρωταγωνιστή στη ζωή. Μακριά από τις αναμνήσεις και σκέψεις του. Κατά τα άλλα, γενικώς ακούγονται τα βήματα και οι ενέργειες των χαρακτήρων (άνοιγμα πόρτας) όταν βρίσκονται στο ξενοδοχείο, μολονότι η λήψη αφορά πιο μακρινές αποστάσεις  (π.χ. Gustav μόλις μπαίνει για πρώτη φορά στο δωμάτιό του μαζί με τον ξενοδόχο και το προσωπικό). Βεβαίως αυτό συμβαίνει και με κοντινή λήψη (π.χ. Gustav και Alfred διαφωνούν στο σπίτι του πρώτου στο Μόναχο).

 

Η συρίκτρα ακούγεται αρκετές φορές, μόλις το ατμόπλοιο, όπου ο πρωταγωνιστής επιβαίνει, φτάνει στην καρδιά της Βενετίας. Το κουπί του απατεώνα γονδολιέρη συνεχίζει ακάθεκτο παρά τις συστάσεις του Gustav. Ο μονόλογος του Von Aschenbach σε σχέση με την πορεία της ζωής και την κλεψύδρα φέρει μια τραγική χροιά. Το σιγανό σφύριγμα σπάει τη μονοτονία του δωματίου, μόλις ετοιμάζεται ο συνθέτης για το δείπνο. 

 

Οι ομιλίες και τα μαχαιροπίρουνα των παρευρισκόμενων “πνίγουν” την ατμόσφαιρα στην τραπεζαρία. Όλες οι φιλοσοφικές διαφωνίες μεταξύ Gustav/Alfred πραγματοποιούνται παρεισφρέοντας από παρελθοντικό, ηχητικό περιβάλλον στο παρόν, προκαλώντας αναστάτωση στο μεγάλο συνθέτη. Ένας πλανόδιος φωνάζει συνεχώς τη λέξη “φράουλες” στα ιταλικά, επηρεάζοντας την οικογένεια του Tadzio. H Esmeralda κλείνει απότομα την πόρτα, με δική της, ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία.

 

Όσο απολυμαίνεται η πόλη λόγω επιδημίας, ακούγονται πένθιμες καμπάνες. Οι λυγμοί του Gustav τον κατευθύνουν στις αναμνήσεις μιας τραγικής απώλειας. Το γέλιο της αυτολύπησης του συνθέτη ενόσω εκείνος βρίσκεται πεσμένος στους δρόμους μιας πόλης, στην οποία ελοχεύει ο θάνατος, μοιάζει με τη μεγαλύτερη καταδίκη…

 

“Η ασαφής προσωποποίηση μιας εμμονικής ιδέας του έρωτα, καλύπτοντας περίτεχνα τις απώλειες των αληθινών παθών και λατρείας” 

 

Μια διανομή από την Bibliotheque

 

Η Bibliotheque επανέρχεται στις 4 Ιουλίου με την αποκατεστημένη, ψηφιακή κόπια της ταινίας “Ο κύριος Βερντού” του Charlie Chaplin σε θερινούς κινηματογράφους. 

 

O Eretikos κριτικός Γιάννης Κρουσίνσκυ

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X