Επιλογές

Eretiki κριτική για την καταπληκτική ταινία Το Βλέμμα του Orson Welles

Eretiki κριτική για την καταπληκτική ταινία Το Βλέμμα του Orson Welles
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Εφόσον το έργοΤο Βλέμμα του Orson Welles έχει χαρακτήρα ντοκιμαντέρ, κάποιες κατηγορίες της στήλης τροποποιούνται ειδικώς για την ανάλυση της εν λόγω ταινίας.

Σενάριο/Ανασκόπηση βίου:

Ο σκηνοθέτης Mark Cousins απευθύνει μια κινηματογραφική, φιλική επιστολή προς τον αινιγματικό, πολυπράγμονα και ταλαντούχο εκφραστή της ανθρώπινης ψυχής, Orson Welles. Με περισσότερα από 30 έτη να έχουν συμπληρωθεί από το θάνατο του μεγάλου ερμηνευτή και σκηνοθέτη, ο θεατής οδηγείται μέσα από το φακό ενός μεγάλου θαυμαστή αυτής της δαιδαλώδους περσόνας, σε νοητικά μονοπάτια και τοπία, που καταδεικνύουν τον τρόπο σκέψης και καλλιτεχνικής δράσης αυτού του τόσο ωφέλιμα, ανήσυχου και πάντα διαχρονικού, δημιουργού. Ξεκινώντας από τη Νέα Υόρκη και τον σημερινό τρόπο ζωής χωρίς την αύρα του Orson, μαζί με την αποκρυπτογράφηση ενός ανοιγμένου κουτιού με σχέδια ζωγραφικής εκπεφρασμένων αναμνήσεων του καλλιτέχνη Welles.

Έπειτα το Σικάγο, τη Νεβάδα, όπου ζει η πάνω από 60 ετών πλέον κόρη του Beatrice και το Δουβλίνο της Ιρλανδίας. Καθότι εκεί άρχισαν όλα, στο θέατρο Gate. Ακολουθεί το Μαρόκο δίνοντας την έμπνευση για κάποια κοστούμια της ταινίας Μr. Arkadin (1955) και πάλι η αμερικάνικη γη. Το νοητικό ταξίδι πραγματοποιείται ανάμεσα στο τότε και το τώρα. Τα σχέδια ζωγραφικής του Orson Welles αποτυπώνοντας τοπία και ανθρώπους, θα ενωθούν με διάσημους πίνακες μεγάλων εικαστικών, γεννώντας στο μυαλό εκείνου εξαιρετικές ιδέες για τα πρωτόγνωρης αισθητικής σκηνοθετικά κάδρα του.

 

Η δική του ανησυχία για το κράμα βιολογικών ενστίκτων και κοινωνικών κατακτήσεων της ανθρώπινης φύσης θα εκφραστεί ποικιλοτρόπως, καθώς ο ίδιος τη σχολιάζει με προβληματισμό μέσα από τη ζωγραφική, τη φωνητική ερμηνεία σε ραδιόφωνο, τη συμμετοχή σε θεατρικές παραστάσεις και φυσικά το διαχρονικά πλούσιο σε ταλέντο πέρασμά του από τον κινηματογράφο, μέσω της ειρηνικής δυαδικότητας σκηνοθέτη/ηθοποιού.  Η συμμετοχή του σε διάφορους ρόλους θα μετατραπεί σε έμψυχο πίνακα ανάδειξης αντιρατσιστικών μηνυμάτων. Με τη διαμορφωμένη θεατρική παράσταση “Voodoo Macbeth” (1936) στο θέατρο Λαφαγιέτ του Χάρλεμ.

Έχοντας 10000 κόσμο απέξω, ενώ εντός του γεμάτου θεάτρου παρευρίσκονταν ανάμεσα στο κοινό και διανοούμενοι αφροαμερικανοί. Αντιφασιστικών πολιτευμάτων με τη θεατρική μεταφορά επίσης του έργου του William Shakespeare “Julius Caesar” (1937) συνδέοντάς το με την τότε Ιταλία του Μουσολίνι.  Ταξικά κοινωνικών προβληματισμών, όπως με το παντοτινά επίκαιρο κινηματογραφικό έργο “Citizen Cane” (1941) ή δηλητηριασμένων ανθρώπινων σχέσεων με την ταινία Othello (1952). Η ένωση συνεντεύξεων, κινηματογραφικών σκηνών και η αφήγηση του Mark Cousins, μαζί με τη σύντομη συμμετοχή της Beatrice Welles, συνιστούν την αποκρυπτογράφηση του ιδιαίτερου ερμηνευτή.

 

Η ρομαντική φύση του αρχοντικού Orson θα περιγραφεί με μια εύστοχη συνδετική ανάλυση της δονκιχωτικής διάνοιάς του. Ο μη ερμηνεύσιμος, πληθωρικός και έχων χίλια πρόσωπα Welles, θα δώσει μια πιθανή απάντηση στο γράμμα του σκηνοθέτη, με το δικό του μοναδικό τρόπο… Και όλοι οι θεατές θα του πούμε την ίδια ειλικρινή κουβέντα ενσυναίσθησης, επειδή έφτασε τον κινηματογράφο εκεί όπου θέλαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να φανταστούμε. Σε Ευχαριστώ!

 

Σκηνοθεσία:  

Σχηματίζεται αρχικά η φράση The eyes και ακολουθεί ένα εναέριο πλάνο της σημερινής Νέας Υόρκης. Ο Mark Cousins ξεκινά την κινηματογραφική του επιστολή απευθυνόμενος στη διάνοια του ταλαντούχου εκφραστή της ψυχής. “Dear Orson Welles, κοιτώντας τη σημερινή Νέα Υόρκη από μακριά παρατηρείς πως κάτι λείπει;” (αναφερόμενος φυσικά στη φρικτή καταστροφή των δίδυμων πύργων). Έπειτα θίγεται η πάντοτε αναπόφευκτα ανθρωποκεντρική παρατήρηση, (σε αυτή την ταινία με αντικείμενο τη συγκεκριμένη προσωπικότητα) πως πέρασαν πάνω από 30  χρόνια μετά το θάνατό του και ο κόσμος δεν σταμάτησε.

Ενώ ο σκηνοθέτης/αφηγητής συνεχίζει να απευθύνεται στο β’ ενικό πρόσωπο προς το ίνδαλμά του, η κάμερα πλέον καταγράφει τους πολίτες της Νέας Υόρκης. Γίνεται τότε μια ενημέρωση στο ζωντανό, διανοητικό πνεύμα, πως πλέον οι κάτοικοι του 21ου αιώνα έχουν κινητά τηλέφωνα στέλνοντας εικόνες ο ένας στον άλλο, χωρίς καν την ύπαρξη λεκτικού περιεχόμενου. Ή (κάνοντας ένα πικρό αστείο) παρακολουθώντας τον πολίτη Cane από αντίστοιχες εφαρμογές τεχνολογίας.

 

Ακολουθεί μια αιχμή για κάποιον που προσπαθεί στο σήμερα να αναπαραστήσει τον πολίτη Cane (Trump). Κατόπιν, οδηγούμαστε σε μια μεγάλη αποθήκη με ένα κουτί αποτυπωμένων αναμνήσεων ζωγραφικής του Orson Welles. Στη συνέχεια οι ουρανοξύστες σηματοδοτούν τις επιρροές αυτού του ιδιαίτερου δημιουργού. Από το αλλαγμένο Σικάγο μεταφερόμαστε στη Νεβάδα και βλέπουμε την πάνω από 60 ετών αλλά πάντα ζωντανή και rock κόρη του Orson, Beatrice Welles, στο αυτοκίνητό της. Ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ συζητά μαζί της και η λήψη γίνεται από κάμερα στο χέρι. Στο σπίτι της ενώ η ίδια μιλά, διακρίνουμε μέσα από τα χέρια της διάφορα σχέδια ζωγραφικής του πατέρα της (όπως ένα σχέδιο προσωπογραφίας του με θέμα τη Σανγκάη ή γερμανικές καρικατούρες) μεταξύ των οποίων και ένα οργισμένων σκέψεων. Καθώς δεν τον άφησαν να εκτελέσει ένα καλλιτεχνικό εγχείρημα. Ένα τεράστιο, κυκλικό, σιδηροδρομικό δίκτυο ενός λούνα παρκ παρομοιάζει τον τρόπο σκέψης του Orson.

 

Γενικά, στο έργο θα υπάρξει ένας ιδιαίτερος διαχωρισμός. Μετά από αυτό το πρώτο στην ουσία κεφάλαιο επαναφοράς του κινηματογραφικού θρύλου στα εγκόσμια, θα υπάρξουν άλλα δύο επεξηγώντας τον ενδιαφέροντα χαρακτήρα του ταλαντούχου καλλιτέχνη. Το δεύτερο λέγεται πιόνι και το τρίτο ιππότης. Στο τρίτο κεφάλαιο πραγματοποιείται μια διάσπαση της βιωσάσης αγάπης, μέσα από την οπτική γωνία του πρωταγωνιστή. Η διάσπαση αυτή συνίσταται από πέντε κατηγορίες: 1) Μέρη, 2) ιπποσύνη και τιμή, 3) ενοχή και ο θάνατος της αγάπης, 4) βασιλιάς, 5) γελωτοποιός. Στην τελευταία, φαίνεται να υπάρχει μια αληθινή απάντηση από τον ίδιο τον Welles στο γράμμα του Cousins! Με την επιβλητική φωνή του.

 

Στο δεύτερο κεφάλαιο κυριαρχούν κάποιες συνεντεύξεις και σχέδια του Orson Welles (από άλλα συγκεντρωμένα αρχεία ντοκιμαντέρ), μπροστά στην κάμερα. Λίγα λόγια ακούγονται για τη μητέρα του, καθώς εκείνη πέθανε όταν ο ίδιος ήταν εννέα ετών, αλλά αποδεικνύεται ξεκάθαρα η κρισιμότητα της επιρροής στο παιδί της. Η είσοδος των δικτατόρων στο πολιτικό προσκήνιο του 1933 τον ώθησε, ώστε να αφηγηθεί στο ραδιόφωνο για την έλευση ενός κατακτητή σε μια πόλη. Με μια φαινομενικά ισχυρή πανοπλία, μα μέσα από εκείνη να εμφανίζεται το απόλυτο κενό.
Ειρωνευόμενος έτσι τις πόλεις, που επιζητούν μάταια και διαρκώς ηγέτες διαφόρων, πολιτικών πεποιθήσεων (Την ώρα της φωνητικής ερμηνείας παρατηρούμε ένα πλάνο της σημερινής Νέας Υόρκης). Κατά αυτόν τον τρόπο λοιπόν, η φρίκη του ντροπιαστικού φασισμού λειτουργώντας αντίστροφα, τον μετέτρεψε σε προοδευτικό άνθρωπο. Με τη μεταφορά του θεατρικού έργου Julius Caesar, ο ίδιος αποκαλύπτει το ζοφερό τοπίο της ψυχής του Μουσολίνι.

 

Επίσης, ανεβάζοντας στο Χάρλεμ την ειδικά διαμορφωμένη παράσταση Voodoo Macbeth (1936), αποκαλύπτει τις αντιρατσιστικές του απόψεις. Ομοίως σε άλλο χρονικό διάστημα, υπερασπίζοντας τον αφροαμερικανό στρατιώτη Γούνταρτ. Ο οποίος αδίκως και αναιτίως ξυλοκοπήθηκε από αστυνομικό με αποτέλεσμα να τυφλωθεί. Ο Orson σχεδίασε το πορτρέτο του άτυχου Γούνταρτ και για δεύτερη φορά μίλησε εκτάκτως μπροστά στην τηλεοπτική κάμερα, αναφέροντας ότι η δύσκολη δουλειά του αστυνομικού στην πραγματικότητα είναι να προστατεύει τους πολίτες. Το διαφορετικό τέλος της ταινίας The Trial επεξηγείται από τον ίδιο ως απαραίτητο. “Γιατί στο έργο του Κάφκα δεν είχε πραγματοποιηθεί το ολοκαύτωμα.” Έτσι δείχνει και τη συμπαράσταση του στους Εβραίους, χωρίς να είναι ο ίδιος.

 

Στο τρίτο κεφάλαιο, όπως προαναφέραμε, διασπάται ο τρόπος που βιώνει την αγάπη ο Orson σε πέντε υποκατηγορίες: Η πρώτη “Μέρη”  αφορά τοποθεσίες από τις οποίες οι άνθρωποι εκδιώκονται. Σαν μια απόσπαση των προσωπικών τους Εδέμ. Όπως ο Falstaff (Chimes at midnight 1965) ή ο Cane (Citizen Cane 1941). Βεβαίως η ευτυχία μιας τοποθεσίας συνοδεύεται και από τον έρωτα. Έτσι οι Dolores del Rio, Rita Hayworth (με το περίφημο, διαγώνιο πλάνο σε εκείνη), Paola Mori (με την κόρη, Beatrice να διηγείται) και Oja Kodar παρελαύνουν σε μια θύμηση του φακού.

 

Η δεύτερη αφορά την “ιπποσύνη και τιμή”. Σε συνέντευξή του αποκαλύπτει πως υπάρχει πνευματική ταύτιση με το Δον Κιχώτη. Ενώ βλέπουμε και την ταινία του, Don Quixote (1992) χωρίς το μοντάζ φυσικά να είναι δικό του (καθώς πέθανε το 1985, αλλά είχε θέσει τις καθοριστικές βάσεις για την υλοποίηση της ταινίας). Ο ίδιος, έβλεπε το ρομαντισμό του Δον Κιχώτη σαν την παράτολμη πτήση του Ικάρου κοντά στον Ήλιο. Μέσα από τον Falstaff, ο Orson εκφράζει τη σημαντική για εκείνον σχέση μεταξύ αντρικών προτύπων, ως μια μορφή αγάπης υπό το πρίσμα της ανθρώπινης σχέσης, που λέγεται φιλία. Αν και ο ίδιος επιδίωκε πιο πολύ να αποτελεί πρότυπο για τους άλλους, παρά το αντίθετο.

 

Η τρίτη κατηγορία συνιστά την “ενοχή και το θάνατο της αγάπης”. Το σχέδιο ζωγραφικής ενός ισχνού ήλιου και η επεξήγηση του Orson το 1978 για την ταινία Othello (1955) μιλώντας για την αγάπη που πεθαίνει από το δηλητήριο του Iago στα αυτιά του Othello, περιγράφουν τις εσωτερικές και εξωτερικές αιτίες του τέλους σε αυτό το συναίσθημα.

 

Στην τέταρτη περιλαμβάνεται ο “Βασιλιάς”. Ο Orson αγαπούσε τη βασιλική υπεροχή μιας παρουσίας και την αρχοντική ζωή της πολυτέλειας. Οι ήρωές του ωστόσο “πνίγονται” και καταρρέουν μέσα στα κάστρα τους (Macbeth, Cane). Στο έργο Macbeth θίγεται η σκλαβιά των ανθρώπων στο βωμό της δίψας για εξουσία.

 

Η πέμπτη πλαισιώνει το “γελωτοποιό” . Η απάντηση παραδόξως έρχεται από τον ίδιο τον Orson, με τη φωνή να μοιάζει σαν δική του. Για τον κόσμο που δεν σταμάτησε μετά το θάνατό του, εκείνος λέει πως κάτι τέτοιο είναι λογικό. Ο ίδιος βλέπει τη ζωή=αγάπη σαν τσίρκο. Ή όπως το αντικρουόμενο μήνυμα στο τέλος του Lady from Sanghai.  Προσθέτει “Life upon my cause…”

 

O Mark Cousins τελειώνει το γράμμα. Με τη λέξη ευχαριστώ!

 

Ερμηνείες/Φωνητικές-ερμηνείες/Καταθέσεις απόψεων/Αφηγήσεις/Πληροφορίες:

 

Mark Cousins: Στο ρόλο του αφηγητή/συνομιλητή του Orson Welles.

 

Η αφήγηση εκφράζεται σωστά από την αρχή μέχρι το τέλος, κρατώντας διαρκώς την επιλεγμένη φωνή. Απευθύνεται πάντα με ευγενικό ύφος, αλλά με φιλική οικειότητα ειλικρίνειας. Στριμώχνοντας το συνομιλητή του, ο αφηγητής συνεχίζει να αποκωδικοποιεί με όλο και περισσότερη ευστοχία την ψυχοσύνθεση αυτού (“Βιαζόσουν να γεράσεις Orson; Ή απλά έπληττες με τα νιάτα σου;”). Αυτό το ελαφρώς ανακριτικό ύφος κινείται, έχοντας μια ριψοκίνδυνη ισορροπία, αλλά διαθέτει μια τελική βεβαιότητα (“Υποδύθηκες τον Falstaff, αλλά παραδέξου το Orson! Στην πραγματικότητα είσαι Hal”). Η απόδοση του σκεπτικού συσχέτισης τεχνών με την αυτούσια, δημιουργική φύση του Orson, είναι έξοχη.

 

Jack Klaff: Υποδυόμενος τη φωνή της απάντησης του Orson Welles, στην κινηματογραφική επιστολή του Cousins.

 

Έκανε αυτό ακριβώς που χρειαζόταν! Μας προκάλεσε αμφιβολία, για το αν αυτή η φωνή ανήκε σε παλιό αρχείο του Orson Welles. Ερμήνευσε ωστόσο μια χροιά, που υποκριτικά μοιάζει πολύ με αυτή του κορυφαίου καλλιτέχνη, μα ταυτόχρονα εκφράζει και κάτι το απόκοσμο, καταλαμβάνοντας χώρο στη χώρα του φανταστικού. Προσθέτοντας γοητεία και το στοιχείο της έκπληξης στο έργο.

 

Orson Welles: Παρουσιάζεται η αληθινή προσωπικότητα του Orson Welles μέσα από οπτικά καταγεγραμμένες, προσωπικές, καταθέσεις απόψεων. Από ερμηνείες σε ραδιοφωνικές εκπομπές μα και από πολλές κινηματογραφικές του παραγωγές.

 

Κάθε κατάθεσή του συνοδεύεται πάντα με την υποστήριξη ενός ανθρώπινου μηνύματος. Όποιο μέσο τέχνης και αν εκείνος αρχικά χρησιμοποιεί, τελικά προάγει τον προβληματισμό προς μια καλύτερη και πιο ηθική κατεύθυνση. Αυτή του πολιτισμού. Για κάθε καταγεγραμμένη ερμηνεία του ίδιου στο ντοκιμαντέρ, είτε αυτή αφορά ραδιοφωνική, τηλεοπτική ή κινηματογραφική υποκριτική, αναφέρουμε ότι όποιος θεατής το παρακολουθήσει, θα τρομάξει από συγκίνηση μόλις αναλογιστεί το σπάνιο ταλέντο αυτού του τόσο ξεχωριστού δημιουργού. Και βέβαια θα οδηγηθεί σε κάθε καλλιτεχνική πτυχή της απόδοσης του φαινομένου Orson Welles. Από εκείνο το σημείο αφετηρίας. Τα λόγια είναι πολύ λίγα για αυτόν τον άνθρωπο.

Beatrice Welles: Μιλώντας ως ο εαυτός της.

Ειλικρινά μπράβο για τη σεμνότητα που επέδειξε, αν και είχε διατελέσει πολύ παλιότερα η ίδια ως ηθοποιός. Παρέχοντάς μας έτσι, μόνο λακωνικές πληροφορίες για τον καλλιτέχνη και πατέρα της.

 

Επιτυχής ή ανεπιτυχής η απόδοση σεναρίου, σκηνοθεσίας και σύνδεσης αρχείων παλιότερων ντοκιμαντέρ, ερμηνειών και καταθέσεων:  

 

Το σενάριο της δομής αυτού του ντοκιμαντέρ έγραψε ο Mark Cousins. Ακριβώς η ιδέα που είχε για μια κινηματογραφική, ψυχογραφική μα πάντα φιλική, απευθυνόμενη επιστολή προς το μεγάλο Orson Welles είναι ο ένας λόγος, ο οποίος το καθιστά ως ενδιαφέρον. Ο άλλος λόγος είναι το πάντρεμα των επεξηγηματικών, καλλιτεχνικών επιρροών του συγκεκριμένου προσώπου, με το πηγαίο ταλέντο και τις επιπρόσθετες, δικές του, εύστοχες ιδέες. Είναι σαν να εξηγείται επίσημα κάτι που γνωρίζαμε, αλλά και πολλά περισσότερα, τα οποία  αγνοούσαμε για το άτομό του. Καθώς τα βιώματά του συναντούν τις τέχνες και τη μετέπειτα διαχρονικά ώριμη σκέψη του.

Για να πραγματοποιηθούν αυτές οι εύστοχες συσχετίσεις, χρειάζεται βεβαίως η κατάλληλη και συνεπώς κοπιαστική έρευνα. Και όντως αυτό είναι ένα ακόμα σκέλος για την επιτυχή πραγμάτωση μιας συμπαγούς, καταγραφής αρχειακού υλικού, θέτοντας ως απώτερο σκοπό την περαιτέρω επικοινωνία και ενσυναίσθηση με την ψυχή αυτού του καλλιτέχνη. Οι συσχετίσεις είναι ορθές και έχουν όμορφη αισθητική. Αναδεικνύεται η κεντρική ιδέα. Ότι ο κύριος Welles εκφράστηκε και επικοινώνησε με άλλους ανθρώπους μέσα από το σχέδιο, τη θεατρική ραδιοφωνία, το θέατρο και τον κινηματογράφο. “Διαφορετικές λέξεις, μα ίδια ιδέα” όπως αναφέρει και ο ίδιος. Η προσθήκη του σχεδίου, αποτελώντας την πολύ ιδιαίτερη πληροφορία της ταινίας, μας δίνει απαντήσεις για τα πρακτικά θέματα οικονομίας, που αντιμετώπιζε ο Orson. Καθώς σχεδιάζοντας, αναδείκνυε στους συνεργάτες του πιο εύκολα και ανέξοδα τις πάμπολλες, γόνιμες ιδέες των θεατρικών και κινηματογραφικών σκηνικών της αρεσκείας του.

 

Τη σκηνοθεσία ανέλαβε επίσης ο Mark Cousins. Χρησιμοποιήθηκαν απλά, πιο σύνθετα μα και επαγγελματικής, πρακτικής εφαρμογής σχέδια ζωγραφικής του Orson Welles (ηλικιωμένοι στο καράβι προς Ιρλανδία-αργότερα εμπνευσμένη, θεατρική φιγούρα ηλικιωμένου). Μας μεταφέρουν τον πολύ προσωπικό τρόπο σκέψης του για απλά μέχρι και περιπλεγμένα συναισθήματα. Τα σχέδια αυτά ανταποκρίνονται ως μικρά θεμέλια των μεγάλων εμπνεύσεών του. Και αυτό γίνεται παράλληλα επικοινωνώντας αρχικά μαζί με το σκηνοθέτη και έπειτα με το κοινό σε μια κινηματογραφική επιστολή. Ενώ ελοχεύει και η πολύ ενδιαφέρουσα αποκρυπτογράφηση του σπάνιου δημιουργού. Αφήνοντας παράλληλα την εντύπωση στο κοινό, ότι έπρεπε να είχε γίνει εδώ και καιρό το συγκεκριμένο εγχείρημα. Διότι αποδεικνύεται, πως αυτή τη στιγμή έχουμε ανάγκη τον Orson Welles περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Λοιπόν αυτά τεκμηριώνουν, το γιατί είναι τέχνη η συγκεκριμένη ταινία.  

 

Αρκεί να αναλογιστούμε ότι ο σκηνοθέτης έψαξε ανάμεσα σε εκατοντάδες σχέδια ζωγραφικής του πρωταγωνιστή του, ώστε να κάνει τις πιο όμορφες συνδέσεις με τις υπόλοιπες, καλλιτεχνικές συμμετοχές εκείνου. Αλλά και την αναζήτηση, που έκανε ο χειριστής του ντοκιμαντέρ, στο αντικείμενο της τέχνης των μεγάλων εικαστικών, προκειμένου να επιβεβαιώσει αργότερα τους προσωπικούς του ισχυρισμούς περί αυτών των ενώσεων με τις ιδέες του Welles.

Τότε θα καταλάβουμε πως η συγκεκριμένη ταινία περιγράφει ένα ώριμο σκεπτικό σκηνοθεσίας, το οποίο θα ερχόταν μόνο τη σωστή στιγμή. Είναι ενδιαφέρουσα μετά την αμηχανία των θεατών εξαιτίας της αποκρυφιστικής, απαντητικής, χροιάς του Orson, η σκηνοθετική παραδοχή πως η ανταπόκριση αυτή υπήρξε απλά ένα ζωντανό αποκύημα της φαντασίας του Cousins. Στα τεχνικά χαρακτηριστικά, που μας αποκαλύπτονται για τη σκηνοθεσία του Orson, ξεχωρίζουν το διαγώνιο πλάνο στη Rita Hayworth και η εξπρεσιονιστική ματιά του με φακό 18,5 (Macbeth). Υπήρξε μια σκιαγράφηση σχεδίων ζωγραφικής σαν η τελευταία να ξεκινά από το μηδέν. Στα οπτικά effects είναι ο Danny Carr. Η προσέγγιση του φακού ήταν ενδιαφέρουσα και προσεγμένη. Στην κινηματογράφηση ήταν επίσης ο Mark Cousins. Το μοντάζ είναι πολύ καλό (film editing Timo Langer).

 

Κυριαρχεί ως κάδρο πολλές φορές η επανειλημμένη τοποθέτηση μιας φωτογραφίας από τη νιότη του Welles. Σε αυτή εκείνος κοιτά το κέντρο του φωτογραφικού φακού, έχοντας μόνο φαβορίτες και μια επιλεγμένη (μάλλον) έκφραση απορίας με το ένα χέρι στο πρόσωπο. Όντας σχεδόν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι. Κάθε φορά που ο σκηνοθέτης του απευθύνει το λόγο, ρωτώντας τον με ρητορικό τρόπο, επαναχρησιμοποιεί την εν λόγω φωτογραφία. Η διάσπαση στο τρίτο κεφάλαιο εκφράζει μια ευχάριστη και απρόβλεπτα, όμορφη κλιμάκωση.

 

Η τελευταία απάντηση έρχεται δια στόματος Δον Κιχώτη αρχικώς στο Σάντσο Πάντσα. Μα τελικά, σε όποιον αμφισβητεί τη λογική και φιλοσοφία του πρώτου…  

 

Η σύνδεση των ερμηνειών, αρχειακών υλικών, καταθέσεων και αφήγησης μας δείχνει την ομορφιά της σύνθετης σκέψης του σκηνοθέτη Mark Cousins.

 

Συνεπώς, αποδεικνύονται ως επιτυχείς οι αποδόσεις σεναρίου, σκηνοθεσίας και σύνδεσης αρχείων παλιότερων ντοκιμαντέρ, ερμηνειών και καταθέσεων.

 

Επιλογή κεντρικού ήρωα του ντοκιμαντέρ και υπόλοιπου Casting:

 

Ειλικρινά λίγοι είναι οι καλλιτέχνες, οι οποίοι οδήγησαν τον κινηματογράφο από ένα δύσβατο μονοπάτι σε μια τόσο όμορφα, αμόλυντη τοποθεσία, υψηλής ποιότητας. Πέτυχε διάνα στην επιλογή του κεντρικού ήρωα!

 

Η ορθή επιλογή του ίδιου ως αφηγητή, καθορίζει επίσης τη σημασία της έκβασης του έργου. Καθώς η αφήγηση αφορά ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.

 

Η συμμετοχή της Beatrice είναι σωστά κατανεμημένη. Λειτουργώντας ειλικρινά η ίδια, ως ένα μέρος της ζωντανής παρουσίας από τη μετέπειτα ζωή του Orson. Αλλά χωρίς να τη στοιχειώνει το ταλέντο του πατέρα της.

 

Η φωνητική παρουσία του Jack Flaff ως μια πιθανή απάντηση του Orson Welles προς το σκηνοθέτη, είναι το σωστό, συμπληρωματικό στοιχείο, μιας όμορφης υποκριτικής αντιλόγου.

 

Μουσική/Ηχητική υπόκρουση:   

 

Όχι, η μουσική δεν αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο του ντοκιμαντέρ. Στην έναρξη του δευτέρου κεφαλαίου (“πιόνι”) όμως, παρατηρούμε μια απαλή, ακουστική κιθάρα. Με την άφιξη του τρίτου κεφαλαίου (“ιππότης”) το πιάνο αποτελεί ένα μικρό στολίδι της εικόνας.

 

Στον ήχο δεν υπάρχει τίποτα πιο επιβλητικό από τη θεατρική φωνή του Orson Welles, όπου και αν αυτή ακούστηκε (ραδιόφωνο, κινηματογράφος, τηλεοπτικές συνεντεύξεις). Είναι σημαντική και αξιοπρόσεκτη η φωνή του αφηγητή, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών. Η φωνητική ερμηνεία του Jack Flaff θα δώσει ένα σκοτεινό και μυστήριο τόνο στο έργο. Στο τμήμα ήχου ήταν οι Stephen C. Horne (υπεύθυνος απόδοσης δημιουργίας διαλόγων) και Ali Murray (μηχανικός ήχου).

 

“Ένα ντοκιμαντέρ κινούμενο στο παρελθόν μιας διαχρονικά αιώνιας περσόνας, υπό τη συνοδεία της αφηγηματικής ταύτισης μιας κινηματογραφικής επιστολής, που όλοι θα θέλαμε να στείλουμε”

Μια διανομή της AMA films

Ο Eretikos κριτικός  Γιάννης Κρουσίνσκυ

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X