Σινεμά

Eretiki κριτική της ταινίας «Ο Δράκος του Ντίσελντορφ» του Φριτζ Λανγκ

Eretiki κριτική της ταινίας «Ο Δράκος του Ντίσελντορφ» του Φριτζ  Λανγκ
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Σε μια από τις καλύτερες επανεκδόσεις ταινιών της σαιζόν, η New Star παρουσιάζει υπερήφανα την αγαστή, κινηματογραφική έκφραση της διάνοιας του κορυφαίου, εξπρεσιονιστή δημιουργού, Fritz Lang: “-M- Ο Δράκος του Ντίσελντορφ” (1931). Η πρώτη ομιλούσα ταινία του σπουδαίου Γερμανού σκηνοθέτη.

 

Το έργο πραγματεύεται για πρώτη φορά στην ιστορία του κινηματογράφου την επείγουσα, νομική αποκατάσταση ενάντια  στην -εκτός λογικής και ηθικής διάστασης- απειλητική ύπαρξη ενός κατά συρροήν δολοφόνου, μέσα στον κοινωνικό ιστό. Ο δημιουργός εξετάζει επίσης με μοναδική τόλμη τη σφαιρική άποψη όλων των πολιτών στο μεγίστης σημασίας, δημιουργηθέν θέμα της θανατικής ποινής.

 

Το Studio Art Cinema (Σταυροπούλου 33, Πλ. Αμερικής) από τις 5/9/2019 προβάλει μια από τις πιο αρμονικές συνυπάρξεις σεναρίου και σκηνοθεσίας στην ιστορία της Έβδομης Τέχνης, σε μια αδάμαστης γοητείας, ενάρετη θέαση.   

 

Σενάριο:

Στην πόλη του Ντίσελντορφ, στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1930 κάνει αισθητά τα ίχνη της φρικτής δράσης, μα ποτέ την ίδια την παρουσία του, ένας ατιμώρητος κατά συρροήν δολοφόνος μικρών κοριτσιών. Οι αστυνομικές αρχές, καθώς και ο ίδιος ο δράστης διαβάζουν σε όλη την πόλη δημοσιογραφικές επιγραφές με τις παρανοϊκές πράξεις του δευτέρου. Όμως ο ψυχικά διαταραγμένος άντρας “γλιστρά συνεχώς μέσα στις σκιές.” Αγοράζει από έναν τυφλό πωλητή ένα μπαλόνι για το ανυποψίαστο, καινούργιο του θύμα, πραγματοποιώντας ένα ιδιαίτερο σφύριγμα από μελωδία σύνθεσης της κλασικής μουσικής… 

 

Αργότερα αφαιρεί πλέον τη ζωή από αυτό το χαριτωμένο κοριτσάκι, την Elsie Beckmann. Την οποία αντιστοίχως η δική της μέλλουσα, τεθλιμμένη μητέρα περίμενε αδίκως (εν αγνοία της) να γυρίσει στο σπίτι. Η Elsie ήταν το όγδοο θύμα. Ο δολοφόνος γράφει μια επιστολή σχετική με τις πράξεις του σε γνωστή εφημερίδα της πόλης, επισημαίνοντας πως θα συνεχίσει αυτές τις ενέργειες. Ο πανικός έχει φωλιάσει στο μυαλό των πολιτών, καθώς σε κάθε κοινωνική τάξη στις μεταξύ σχέσεις των ανθρώπων επικρατεί καχυποψία και αλληλοκατηγορίες περί δολοφονικής ταυτότητας, σε βαθμό επικινδυνότητας.

 

Οι αστυνομικές αρχές πιέζονται από τον Υπουργό, ώστε να διεξαγάγουν πιο αποτελεσματικές έρευνες. Ο Γενικός Επίτροπος του εξηγεί βεβαίως, ότι το έμψυχο δυναμικό της αστυνομίας μέσα από κάθε πόστο πραγματοποιεί έρευνες από άκρη σε άκρη της πόλης. Όμως οι κάτοικοι δεν συνεργάζονται με ευθυκρισία, ώστε να βρεθεί ο δράστης. Έτσι λοιπόν ο Επίτροπος στέλνει τις δυνάμεις του στους κύκλους του υποκόσμου. Συγκεκριμένα ένας συνάδελφος Επιθεωρητής, o Karl Lohmann πραγματοποιεί αιφνιδιαστική έρευνα μετά συλλήψεων στο club “Crocodile.” Αυτή η πληροφορία φτάνει στα αυτιά του φημισμένου για τις αποδράσεις του, μεγαλό-κακοποιού, Schränker. Ο ίδιος πρεσβεύει τις ίδιες πεποιθήσεις όλων των εγκληματιών, διαφοροποιώντας τη δράση του σιναφιού του από τις φρικιαστικές πράξεις του δολοφόνου παιδιών. Μάλιστα προτείνει να τον σκοτώσουν όλοι οι κακοποιοί και για δικό τους όφελος. Καθώς οι εξονυχιστικές έρευνες στην πόλη δεν τους αφήνουν να “δουλέψουν.”

 

Κακοποιοί και αστυνομικοί συζητούν έκαστοι στους ιδιαίτερους κύκλους των, σε κρίσιμες συσκέψεις, μέσα σε σύννεφα από είδη καπνιστού…Φαίνεται πως οι εγκληματίες έχουν μια πιο πονηρή και άμεση προσέγγιση, ενώ οι κρατικές αρχές διαθέτουν λογική και μεθοδικότητα. Η σκιά του υποκόσμου όμως είναι παντού! Η συνεργασία με τους κοινωνικά απαρατήρητους, αλλά ερευνητικά παρατηρητικούς κατασκόπους/ζητιάνους αποδεικνύεται κρίσιμη για το κυνήγι του τέρατος. Εν τω μεταξύ ο φαινομενικά άκακος πολίτης κυριεύεται και πάλι από αυτή την ακατανίκητη, νοσηρή, φονική παρόρμηση, η οποία υποδεικνύει στο υποσυνείδητό του μόνο μία επιθυμία! Το σφύριγμα μοιάζει να μην δύναται πλέον να τον συγκρατήσει. Παράλληλα ο Επιθεωρητής Lohmann φέρνει στην επιφάνεια της σκέψης του ένα σημαντικό στοιχείο για το φονιά των παιδιών. Όμως εκείνος ο τυφλός πωλητής μπαλονιών αναγνωρίζει τον ήχο του νευρικού σφυρίγματος του δολοφόνου. Έτσι ένας ζητιάνος, βλέποντας τη μοχθηρή μορφή να ξεγελά ένα ακόμη κοριτσάκι, σκέφτεται να σημαδέψει με το γράμμα -Μ- τον ώμο του παλτού του περιζήτητου serial killer. 

 

Ο Lohmann ανακαλύπτει την ταυτότητα και την οικία του φονιά, αλλά όχι την όψη του. Τα διαδοχικά προειδοποιητικά, αποπροσανατολιστικά, εκδικητικά σφυρίγματα των κακοποιών προς τον δολοφόνο φοβερίζουν και αναγκάζουν τον τελευταίο να λάβει μέρος σε ανθρωποκυνηγητό ως θύμα και τελικώς να κρυφτεί σε ένα κτίριο. Η αρχηγική, αποφασιστική φωνή του Schränker συνιστά να “συλλάβουν” το θεριστή παιδικών ψυχών οι άνθρωποι του υποκόσμου…

 

Η αστυνομία αγνοεί, γιατί οι εγκληματίες διέρρηξαν όλες τις πόρτες και κατέστρεψαν την επιφάνεια του πατώματος ενός κτιρίου, αφήνοντας άθικτο το χρηματοκιβώτιο. Όμως έχει έναν άσσο στο μανίκι της, με δύο τεχνάσματα. Ο ακριβοδίκαιος Schränker προτείνει να πάρουν τη δικαιοσύνη στα χέρια τους οι άνθρωποι, που για χρόνια ολόκληρα γνωρίζουν από την κακή πλευρά, τι εστί έγκλημα…

 

Σκηνοθεσία:

Εναρκτήριο ύφος σκηνοθετικής αφήγησης:

 

Παρατηρούμε σε ζωγραφισμένο σχέδιο το γράμμα -Μ- στην παλάμη ενός χεριού. Το όνομα του δημιουργού συστήνεται στο κοινό και έπειτα ακολουθεί ένα μαύρο φόντο υπό διαρκή σιωπή. Το τραγουδάκι ενός μικρού κοριτσιού παρουσιάζεται ως διόλου αθώο, καθότι μιλά για ένα δολοφόνο, που κάνει κομμάτια τα παιδάκια. Όσο ο δεύτερος στίχος του τραγουδιού συνεχίζεται, παρακολουθούμε στην αυλή μιας πολυκατοικίας ένα κύκλο φίλων της μικρής, από τον οποίο εκείνη καθορίζει, βάσει του τελειώματος του τραγουδιού, ποιο παιδάκι θα αποχωρήσει.

 

Το μέσο (κάμερα) κινείται αριστερά, λίγο διαγώνια και έπειτα ανεβαίνει στο μπαλκόνι μιας νοικοκυράς. Εκείνη λέει να σταματήσουν αυτό το φρικτό τραγούδι. Η συγχυσμένη γυναίκα φεύγει από το πλάνο. Η λήψη εξακολουθεί να βρίσκεται στο μπαλκόνι και τα παιδάκια έχουν σωπάσει. Μετά από λίγο το τραγούδι ξεκινά και πάλι. Το επόμενο πλάνο από τις σκάλες του κτιρίου θα εστιάσει στην πόρτα και στη συζήτηση των δύο νοικοκυρών, οι οποίες μας ενημερώνουν για τη δράση του δολοφόνου. 

 

Οι επόμενες εναλλαγές των εικόνων δείχνουν, πώς εισβάλλει ο κίνδυνος σε μια αθώα ζωή, ευρισκόμενη μέχρι πρότινος σε φυσιολογικό περιβάλλον: 

 

Η νοικοκυρά πλένει στη σκάφη/ το ρολόι του κούκου στο σπίτι της δείχνει 12:00 ακριβώς/ οι γονείς περιμένουν τα παιδιά να σχολάσουν/ η μητέρα αφήνοντας τη δική της κόρη να γυρίσει μόνη, στρώνει το τραπέζι/ παραλίγο να χτυπήσει την κόρη της ένα αμάξι/ το παιδάκι παίζει, ρίχνοντας τη μπάλα του κατ’ επανάληψη στις αναρτημένες ανακοινώσεις των δολοφονικών πράξεων/ η σκιά του δολοφόνου με καπέλο κάνει την εμφάνισή της/ το ρολόι δείχνει στο σπίτι 12:20/ τα υπόλοιπα παιδιά επιστρέφουν στην πολυκατοικία/ ο τυφλός πωλητής μπαλονιών ακούει το νευρικό σφύριγμα του δολοφόνου, που φεύγει με τη μικρή Elsie Beckmann/Η μητέρα της βλέπει την ώρα: 13:15/ οι σκάλες της πολυκατοικίας/ η σοφίτα με τα απλωμένα ρούχα/ και το πιάτο της Elsie είναι άδεια στην κατοικία της/ σε κάποια ερημική εξοχή κυλά στο πλάνο ολομόναχη η μπάλα της μικρής/ ενώ το μπαλόνι “χορεύει” ατομικά στα σύρματα του ηλεκτρικού ρεύματος…

 

Γενικώς στο έργο:

 

Θα παρακολουθήσουμε μια από τις πιο άρτια δομημένες ταινίες στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου! Η θέαση είναι αποκλειστικά σε ασπρόμαυρο φόντο. Η πραγματεία της ταινίας φέρνει στο προσκήνιο για πρώτη φορά τον προβληματισμό περί της φύσης των κατά συρροήν δολοφόνων. Καθιστά αυτή την κατηγορία όντος, σαν κάτι το τελείως διαφορετικό από τη γνώριμη διαμάχη μεταξύ των αστυνομικών αρχών, που ενδιαφέρονται για την ηθική/νομική, κοινωνική αποκατάσταση, αλλά και της αντίπερα όχθης των κακοποιών, οι οποίοι διαπράττουν μεν εγκλήματα, μα φέρουν κάποιους κώδικες αρχών. Το συγκεκριμένο ον δολοφονεί μικρά παιδιά. Σοκάροντας ακόμη περισσότερο την όχι ιδανική, αλλά σίγουρα απομακρυσμένη από κάθε τέτοια σκέψη γερμανική, νομοταγή και παράνομη τότε κοινωνία.

 

Επιπροσθέτως, θίγεται άμεσα το μείζον ζήτημα της εφαρμογής ή όχι, της πρώιμης, θανατικής ποινής, ως αντίποινα. Αλλά και έμμεσα, ως πιθανής, επιβεβλημένης νομιμότητας αποκλειστικά σε ένα τέτοιο ον

 

Σε ό,τι αφορά το κινηματογραφικό κομμάτι, επισημαίνουμε, πως η συγκεκριμένη ταινία λειτουργεί για την κατανόησή της, όπως ακριβώς η αριστοτεχνική σύνθεση ενός ευφυούς συνθέτη. Χρειάζεται δηλαδή προσεκτική παρακολούθηση και όσες περισσότερες φορές έρχεται σε καλλιτεχνική επαφή κάποια/κάποιος μαζί της, θα παρατηρεί όλο και πιο πολλές υπολογισμένες, εύστοχες συνδέσεις επί του έργου. Όμως, ακριβώς επειδή υφίσταται δημιουργική μαεστρία, η καλλιτεχνική ομορφιά δεν είναι δύσκολο να αποκαλυφθεί. Ακριβώς επειδή είναι φτιαγμένη, υπό αυτό το σκεπτικό. Και δεν δύσκολο να σκεφτούμε έτσι, καθότι στο έργο ακούγεται και ο επίλογος μιας εξαιρετικής σύνθεσης, τραγουδισμένης διαρκώς στην ταινία μέσω απόδοσης ενός νευρικού σφυρίγματος από τα χείλη του δολοφόνου. Όπως θα δούμε και σε σχετική, κάτωθι κατηγορία της eretikis κριτικής, πρόκειται για τη σύνθεση  Peer Gynt Suite No.1 του Edvard Grieg.

 

Στο έργο δεν θα δούμε ποτέ αυτόν τον δολοφόνο παιδιών να αφαιρεί ανθρώπινες ζωές. Αρχικώς μας συστήνεται η μορφή του υπό τη διάσταση τραγικής φήμης, δια στόματος δύο μητέρων και έπειτα εκείνος ως σκιά (στον κόσμο των θεατών) συναντά δυστυχώς την κόρη της μίας. Κατόπιν θα αγοράσει στη μικρούλα ένα μπαλόνι. Μα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του δεν διακρίνονται, καθώς ο ίδιος είναι με την πλάτη στο πλάνο και φορά καπέλο. Στη συνέχεια θα δούμε τα χέρια του να υπογράφουν μια ενημερωτική επιστολή περί των φονικών πεπραγμένων, προς τις τοπικές εφημερίδες. Μα λίγο αργότερα θα μας αποκαλυφθεί αυτό το μοχθηρό, συγχυσμένο ον, κοιτάζοντας το “δυαδικής ιδιοσυγκρασίας” είδωλό του στον καθρέπτη. Παρόλα αυτά το μυστήριο δεν θα χαθεί ποτέ, γιατί το ενδιαφέρον έγκειται στη σύλληψή του και στο ποια κοινωνική ομάδα θα την πραγματοποιήσει: Οι αστυνομικοί ή μήπως οι κακοποιοί;! Και μάλιστα με ποιο τρόπο επακριβώς θα οδηγηθούν στα ίχνη εκείνου, θα τον συλλάβουν και τελικώς θα επιλέξουν να τον τιμωρήσουν! 

 

Αν και υπάρχουν στη σκηνοθεσία πρωταγωνιστικές μορφές που ξεχωρίζουν, σε ό,τι αφορά την καλλιτεχνική έκφραση παρατηρούμε ρόλους, οι οποίοι εκπροσωπούν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες, κοινωνικές παρατάξεις, γύρω από την έννοια των νόμων. Ο οξυδερκής Επιθεωρητής Lohmann προσωποποιεί την πλευρά της αστυνόμευσης, ενώ ο ευσεβής στο χώρο του εγκλήματος, αρχικακοποιός Schränker, μετουσιώνει την εγκληματική φύση. Ανάμεσά τους, σαν ένα ενοχλητικό παράσιτο, παρεισδύει ο δολοφόνος Hans Beckert. 

  

Είναι η πρώτη ομιλούσα ταινία του Fritz Lang και ο σπουδαίος δημιουργός πραγματοποίησε κάποιες καινοτομίες:

 

Εκμεταλλεύτηκε τον ήχο ως μια ποιοτική και όχι ποσοτική πηγή έμπνευσης. Πράγματι δεν θα ακούσουμε κάθε κίνηση των ηρώων, αλλά μόνο τα ηχητικά σημεία, που είναι ικανά να προκαλέσουν μεγάλο ενδιαφέρον.

 

-*Η τεχνική voiceover, δηλαδή η αποκάλυψη ή συνέχεια μιας φωνής πάνω σε πλάνο, χωρίς να διακρίνεται ο -απών από την τρέχουσα δράση- ομιλών, εντυπωσιάζει το ίδιο ακόμη και σήμερα.

 

Όμως ακόμη και ο τρόπος που χρησιμοποίησε τα γνώριμα, “κινηματογραφικά, εκφραστικά όπλα” παρουσιάζει ενδιαφέρον:

 

Το μοντάζ ανταποκρινόταν με καίρια αμεσότητα, λειτουργώντας ως διαλεκτική επεξήγηση, κατά την εναλλαγή ή παραμονή των πλάνων.

 

Η παρουσία διαφόρων σχημάτων υποδεικνύει τη σφαιρική, σωστά διατεταγμένη, σκηνοθετική άποψη, αλλά και ψυχολογική έκφραση στα κάδρα του δημιουργού.

 

Η καταγεγραμμένη συγκέντρωση διατεταγμένων πληθών στο έργο είναι πραγματικά εντυπωσιακή (π.χ. πολίτες που διαβάζουν αναρτημένη είδηση ή το αδυσώπητο, εφεδρικό δικαστήριο και άλλες στιγμές).  

 

Το κλειδί της συγκεκριμένης, καλλιτεχνικής έκφρασης είναι, πως εμείς ως θεατές γνωρίζουμε, ό,τι αναμένεται να μάθει η πλευρά των αστυνομικών.

 

(περισσότερες πληροφορίες περί σκηνοθεσίας ακολουθούν σε σχετική, κάτωθι κατηγορία της ανάλυσης)

 

Ερμηνείες: 

 

Peter Lorre: Προσωποποιώντας αυτό το ξένο, απειλητικό και πρωτοφανές στοιχείο μιας κοινωνίας. Τη φύση ενός υποδόριου κατά συρροήν δολοφόνου στον κοινωνικό ιστό. Του Hans Beckert.

 

Αρχικώς θα δούμε τη σκιά του δολοφόνου. Ακόμη και εκεί όμως διακρίνεται η ταραχή του, καθώς ο ηθοποιός ανοίγει αργά το στόμα και με φωνητική ερμηνεία μιας επικίνδυνα ψύχραιμης φωνής, διαταραγμένου ανθρώπου,  μιλά στο κοριτσάκι. Ενόσω ο γραφολόγος εξετάζει το γράμμα του Beckert, σκιαγραφώντας το πιθανό, ψυχολογικό προφίλ του, ο ερμηνευτής μας παρουσιάζει το δολοφόνο με την οντότητα της κοινωνικής επικάλυψης να κοιτάζεται στον καθρέπτη. Τα μάτια του είναι απαθή και εκείνος δεν έχει καμία διάθεση να λυπηθεί, για το κακό που προκάλεσε. Χαμογελά ελάχιστα. Παραμορφώνει με τα χέρια το χαμόγελο, ισορροπώντας ανάμεσα σε δολοφονική και γαλήνια φύση.

 

Σε μια βιτρίνα με σερβίτσια ως πράος, πολίτης Beckert, o ηθοποιός αυθυποβάλλεται σε μια ανυπόταχτη δύναμη. Βάζει το αριστερό χέρι στο πρόσωπο “χαράσσοντας” το διαφορετικό, θλιβερό χαμόγελο. Αυτό της δολοφονικής επιθυμίας. Έπειτα “βυθίζεται” σε δύο αντικρουόμενες ιδιοσυγκρασίες (παίζοντας και ανεπαίσθητα με την ισορροπία του σώματος), χωρίς να ξέρει ποια θα επικρατήσει. Μόλις όμως φεύγει το κοριτσάκι, η διαταραχή και η οργισμένη έκφραση του Hans μας υποδεικνύουν, ποια φωνή ακούγεται πιο δυνατά μες το κεφάλι του. Στο cafe με τις φυλλωσιές ο ηθοποιός μεταδίδει την ανίκητη, δολοφονική παρόρμηση υπερτερώντας της μέθης του ρόλου, καλύπτοντας πρώτα τα μάτια και έπειτα τα αυτιά του.

 

Ο φόβος στην έκφραση και στο σώμα του, όταν τον κυνηγούν τρεις άνθρωποι του υποκόσμου είναι αισθητός. Κάνει το θεατή να νιώθει τις αγωνιώδεις, κοφτές ανάσες και το “παγωμένο αίμα” του δολοφόνου, εξαιτίας της θέσης θύματος, που ίδιος για πρώτη φορά βρίσκεται. Μέσα στην κρυψώνα της σοφίτας του κτιρίου ο απόλυτος τρόμος αποδίδεται από τον ερμηνευτή ασκαρδαμυκτί, μόλις το πόμολο κουνιέται για δεύτερη φορά. Δίπλα σε παλιατζούρες και εν αγωνιώδη αναμονή της ανακάλυψής του φαντάζει σαν ένα πραγματικό αγρίμι. 

 

Ο δραματικός λόγος υπεράσπισής του σε ένα εναλλακτικό, αμείλικτο δικαστήριο των εγκληματιών ολοκληρώνει μια αρίστη ερμηνεία. Γονατισμένος ανήμπορος, φοβισμένος με κυρτωμένα δάκτυλα κοντά στο στέρνο, ελευθερώνει την ανεξέλεγκτη, μα και ενοχική παράνοια του ρόλου! Η απελπισμένη, νευρική φωνή του πλαισιώνει άψογα αυτή την τόσο απαιτητική ενσάρκωση.

 

Otto Wernicke/Gustaf Gründgens: Στους προσωποποιημένους ρόλους του νόμου και του εγκλήματος. Αντίστοιχα ως Επιθεωρητής Karl Lohmann και αρχικακοποιός με το προσωνύμιο Schränker (=safecracker=άνθρωπος που ειδικεύεται στο να ανοίγει χρηματοκιβώτια).

 

Επιθεωρητής Karl Lohmann:

Η παρουσία του Επιθεωρητή Κarl Lohmann θα μας απασχολήσει κατά την είσοδό του στο καταγώγιο, όπου ο ίδιος φέρει τον απόλυτο έλεγχο της τάξης, κουνώντας με σιγουριά επιβεβλημένης κίνησης το χέρι του. Έπειτα στον έλεγχο της εξακρίβωσης στοιχείων των παρανόμων είναι ειρωνικός, απλά και μόνο με την έκφρασή του. Παρουσιάζει επίσης τον πολύπειρο, αστυνομικό επαγγελματισμό του ρόλου. Στη σύσκεψη συναδέλφων θυμώνει με την αναφορά της συνεργασίας του κοινού, δυσαρεστείται και μεταδίδει σαρκασμό.

 

Υποδύεται άριστα, ότι θυμήθηκε, πως κάπου έχει ξανακούσει τη μάρκα τσιγάρων “Ariston.” Ο ερμηνευτής εκφράζει την αναλαμπή του πνεύματος, κλείνοντας τα μάτια και κουνώντας τα δάκτυλα του δεξιού χεριού του, ενόσω η κάμερα έρχεται όλο και πιο κοντά. Στο τέλος ανοίγει τα μάτια, δείχνοντας πως “το βρήκε.” Όμως αναμφίβολα η καλύτερη στιγμή είναι, όταν ο ηθοποιός ως Lohmann, έχοντας αίσθηση αυτοελέγχου, μαθαίνει από τον εγκληματία Franz, ποιον έπιασαν οι συνεργοί του. Αυτοπεποίθηση, ταραχή, έκπληξη, κωμικότητα και εχεμύθεια εκφράζονται ιδανικά στη διαχείριση αυτής της απρόβλεπτης πληροφόρησης.

 

Schränker:

Οι κινήσεις του ηθοποιού ως αρχηγού των κακοποιών είναι εκείνες, που τον κάνουν να ξεχωρίσει και όχι τόσο οι εκφράσεις του. Δείτε πως μπαίνει μέσα στο κρησφύγετο, ενώ στέκεται με επιβολή ισχύος όρθιος κοντά στο τραπέζι και με ποιο τρόπο κρατά το μπαστούνι καθιστός. Οι κινήσεις των χεριών του έπειτα δείχνουν μια αρχηγική προσωπικότητα. Ακόμη και όταν είναι στο πλάνο μόνο τα δάκτυλά του με τα γάντια (ενόσω ο ίδιος μιλάει), πάλι ανταποκρίνεται κινησιολογικά στα λεγόμενα του ρόλου (στο πλάνο που φαίνεται ο Franz).

 

Μέσα από τον ίσκιο του, η αποφασιστική άρση του κορμού και οι παρόμοιες κινήσεις των χεριών θα περιγράψουν τον κοφτερό τρόπο σκέψης του αρχικακοποιού. Έπειτα θα φανεί η πρωτοβουλία του με όρθια στάση σώματος ανάμεσα σε καθήμενους και η απλοποίηση της λύσης του προβλήματος με το μέτρημα των δακτύλων. Στο σκοτεινό δικαστήριο αυτή τη φορά ο ίδιος ως καθήμενος θα διακριθεί, με κινήσεις των χεριών, μα εν τέλει και πάλι με την όρθια στάση. Είναι εκπληκτικό, το πώς ο ηθοποιός στηρίζει όλη του την ερμηνεία με επιτυχία σε κινησιολογία, βελτιώνοντάς την ακόμη και σε άστοχες, εκφραστικές στιγμές.

 

Επιτυχής ή ανεπιτυχής η απόδοση σεναρίου, σκηνοθεσίας και ερμηνειών:   

 

Το σενάριο γράφτηκε από τον Fritz Lang και τη γυναίκα του, Thea von Harbou. Ο τίτλος «Μ» περιγράφει τη λέξη Mörder. Η οποία σημαίνει στα γερμανικά «Δολοφόνος.» Η ταινία είναι βασισμένη σε ένα άρθρο του Egon Jacobson, που είχε διαβάσει ο Lang για τον serial killer peter kurten από το Ντίσελντορφ. Έχουν αλλάξει αρκετά στοιχεία, αλλά κάποια ομοιότητα παραμένει (πηγή: New Star). Καθώς έκανε έρευνα για το φιλμ, ο Lang πέρασε 8 ημέρες σε ψυχιατρικό ίδρυμα, γνωρίζοντας αληθινούς φονιάδες παιδιών, όπως ο peter kurten. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο κείμενο, ήταν τα γερμανικά.

 

Καταρχάς στην υπόθεση η κοινωνική επιρροή είναι τόσο έντονη, όπου ακόμη και τα παιδιά συζητούν για τις δολοφονίες, σχεδόν συνειδητά. Παίζοντας, τραγουδούν για τα πεπραγμένα και τα μελλούμενα του φονιά!

 

Αυτό που εντυπωσιάζει στην πλοκή, είναι η επιλογή της αποφυγής των πεπραγμένων του δολοφόνου. Μα ακόμα περισσότερο, η διαμοίραση μιας διεκδικήσιμης καταδίκης εκείνου από το έννομο και το παράνομο “στρατόπεδο.” Σαφώς κάτι ακόμη σημαντικό είναι, πως ο δολοφόνος λειτουργεί στην καθημερινότητά του ως φυσιολογικός πολίτης και ξαφνικά μεταστρέφεται η ψυχοσύνθεσή του σε φονική μηχανή μικρών κοριτσιών. 

 

Αστυνομικοί και κακοποιοί συνεδριάζουν σε παρόμοια ατμόσφαιρα, αλλά σκέφτονται πάντοτε διαφορετικά. Χρησιμοποιώντας αλλιώτικα μέσα σύλληψης του φονιά. Είναι πρωτότυπη η ιδέα της εν τέλει μονοδιάστατης ευθιξίας των κακοποιών. Διότι δεν τους απασχολεί πια να “καθαρίσουν” οι δρόμοι από τους αλλεπάλληλους ελέγχους των αστυνόμων, μα να αποδοθεί δικαιοσύνη. Βεβαίως, οι πρώτες ενδείξεις για αυτό υπήρχαν στο κρησφύγετο των παρανόμων, μόλις ο τύπος με τα κλεμμένα ρολόγια δήλωσε, πως ανησυχεί για το εξάχρονο παιδί του. 

 

Οι στιχομυθίες χαρακτηρίζουν ορθά με διακριτικό τρόπο υπόκοσμο και αστυνομικές αρχές, χωρίς να συναντάμε μεγαλεπήβολες εκφράσεις εκατέρωθεν. Σημασία έχει η κεντρική ιδέα. Όχι η επιφάνεια. Διότι όλοι εντάσσονται στην ίδια πόλη, με μια συμπεριφορά έχουσα αρκετούς, κοινούς κώδικες. Επίσης ως θεατές μας αρέσει, το πως φέρονται και οι δύο πλευρές, γιατί παρατηρούμε εστίαση στον τρόπο σκέψης και όχι στα αθυρόστομα λεγόμενά τους. Αυτό φυσικά οφείλεται στην απουσία βωμολοχιών. Και αποτελεί παράδειγμα για όποια/όποιον νομίζει, ότι σε ιστορίες αστυνομικής εξιχνίασης έχει σημασία το “αληθινό” λεξιλόγιο των χαρακτήρων.  

 

Δεν τίθεται κανένα θέμα αυτοδικίας, γιατί δεν βλέπουμε συγκεκριμένα τις μητέρες των παιδιών να θέλουν να κατασπαράξουν το δολοφόνο. Όμως το πλήθος του παράνομου δικαστηρίου έχει όντως εξαγριωθεί! Ωστόσο, θίγεται ο προβληματισμός περί επιβολής ή όχι της θανατικής ποινής σε μια τέτοια συγκεκριμένη περίπτωση. 

 

Ο ρόλος του συνηγόρου του δολοφόνου εκφράζει την εναπομείνασα λαλιά της διατήρησης της λογικής και του πολιτισμού, ακόμη και εάν ο τελευταίος έχει απειληθεί με αποκτήνωση πρωτίστως. Αντιθέτως, η φωνή μιας γυναίκας του αυτοσχέδιου ακροατηρίου του παράνομου δικαστηρίου προσωποποιεί την κλονισμένη ηθική και αφουγκράζεται τη θέση κάθε μητέρας, η οποία φοβήθηκε προτού μάθει και πέθανε μέσα της, μόλις γνώρισε την τύχη του παιδιού της. 

 

Κατά αυτόν τον τρόπο, η λογική και η ηθική παραδόξως περιστρέφονται μπλεγμένες σε μια ακανθώδη δίνη. Και αντί να συνυπάρχουν αρμονικά (ως συνήθως) κονταροχτυπιούνται για το ποια θα νικήσει! Για αυτό είναι ευφυές το σενάριο!!

 

Σκηνοθεσία:

 

Την υπογράφει ο Fritz Lang. Έχουμε να κάνουμε με μια σκηνοθετική πανδαισία. Το μέσο (κάμερα) βρίσκεται μέσα στη συνείδηση των πολιτών. Διαβάζοντας μαζί τους την ανάρτηση του δολοφόνου και έπειτα πηγαίνοντας πίσω προς την οθόνη μας, γίνεται ένα, με το φόβο των κατοίκων: 

 

-*Το voiceover ξεκινά! Κατευθυνόμαστε σε πιο ευκατάστατους πολίτες και τελικά ανακαλύπτουμε, σε ποιον ανήκε η αφήγηση.

 

Σε αυτόν τον κύκλο των ευγενών η κάμερα βρίσκεται ψηλά. Κατά τη δημιουργία υποψιών, αλλάζει θέση κοντά στους καθήμενους. Γίνεται χρήση δύο μεσαίων πλάνων στον άνθρωπο με τα γυαλάκια στο τραπέζι. Στο πρώτο τα μάτια του είναι οριακά ανοιχτά. Στο δεύτερο δεν φαίνονται με τα ημι -θολωμένα του γυαλιά. Η τύφλωση της καχυποψίας, καθώς όλοι οι πολίτες ακόμη και σε αυτόν τον κύκλο κατηγορούν ο ένας τον άλλο, είναι αισθητή.

 

Παρομοίως ένας κύριος απλώς λέει την ώρα σε ένα κοριτσάκι. Κάποιος πελώριος πολίτης του ζητά το λόγο. Η θέαση περιλαμβάνει το γιγαντόσωμο άνθρωπο, που φοβάται το μυαλό του βραχύσωμου, υποψήφιου φονιά. Και τον μικρού αναστήματος Κύριο, ο οποίος τρομάζει με τη νόηση του συνομωσιολόγου “Γκιούλιβερ.” Όμως και οι δύο -ανεξαρτήτου ύψους- φοβούνται το μυαλό του απέναντι ανθρώπου. 

 

-*Το voiceover συνεχίζεται, καθώς ο Υπουργός μιλά με τον Γενικό Επίτροπο  της αστυνομίας. Στην ουσία ο Επίτροπος λειτουργεί ως αφηγητής σε εμάς τους θεατές και ως συνομιλητής (χωρίς να τον διακόπτουν) του Υπουργού. Εκεί έρχεται και το αρμονικό μοντάζ των λεγομένων. Πράγματι, ό,τι μας αφηγείται ο Επίτροπος το βλέπουμε (π.χ. αποτύπωμα, γραφολόγος). Τότε περνάμε σε μια μετάθεση της συνοδευόμενης, οπτικοποιημένης αφήγησης με τα λεγόμενα του γραφολόγου στη γραμματέα και την ταυτόχρονη εικόνα του δολοφόνου στον καθρέπτη του. Ο διάλογος θα συνεχιστεί από τον Υπουργό, μιλώντας για αποτελέσματα και θα επαναληφθεί η ίδια διαδικασία. Την τρίτη φορά ο Υπουργός θα διακόψει…Οι διαφορετικές, μεθοδικές απόψεις Επιθεωρητών και παρανόμων θα ακουστούν με παραστατικές εναλλαγές εικόνων. Μοντέρ υπήρξε ο Paul Falkenberg.

 

Η ηθική των παρανόμων διακρίνεται από τρία πρόσωπα:

 

1) Οι αστυνόμοι κατεβαίνουν από το λεωφορείο και για πρώτη φορά ακούγεται από πορτοφολά η γνώμη της διαφοροποίησης κακοποιών με τον φονιά των κοριτσιών.

 

2) Μια υπεύθυνη “επί των τιμών” Κυρία στο nightclub Crocodile, λέει το ίδιο.

 

3) Ο Schränker διαχωρίζει τη θέση των παρανόμων από τον δολοφόνο παιδιών.

 

Η φωτογραφία δεν είναι απλά σύμμαχος, αλλά πανίσχυρο, “κινηματογραφικό όπλο” διαρκώς στο έργο:

 

Η αποφασιστική έρευνα των Επιθεωρητών ξεκινά το βράδυ σε δρόμους κακόφημων στεκιών με φωτεινούς στύλους και βρώμικα νερά στο δάπεδο. Η αντιπαράθεση αστυνομικών αρχών και κακοποιών αποδίδεται από την είσοδο του Επιθεωρητή Karl Lohmann στο υπόγειο nightclub “crocodile.” Και οι διαφορετικές μέθοδοι των δύο ομάδων μέσα στα σύννεφα καπνού από καταναλωμένα τσιγάρα και πούρα. Η κλειστή οπτική γωνία των αστυνομικών, εξετάζοντας φυγάδες ψυχιατρείων, ωχριά μπροστά στη σκοτεινή σκέψη της αποτελεσματικής σκευωρίας των κακοποιών, προσλαμβάνοντας κατασκόπους ζητιάνους. Ο δολοφόνος βρίσκεται σε μια σοφίτα γεμάτη με παλαιά και άχρηστα αντικείμενα στο ημίφως. Οι κλέφτες θα τον ανακαλύψουν με έναν φακό, που καταδεικνύει σαν προβολέας τα εγκλήματά του. Στη διεύθυνση φωτογραφίας είναι ο  Fritz Arno Wagner.

 

Τα σχήματα στον κινηματογραφικό κόσμο του Lang έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον:

 

1) Οι άδειες σκάλες στην πολυκατοικία της ανήσυχης Κυρίας Beckmann διαγράφουν από ψηλά διαδοχικά, ορθογώνια παραλληλόγραμμα.

 

2) Οι ομόκεντροι κύκλοι στη χαρτογράφηση των ζαχαροπλαστείων της πόλης δεν βοηθούν την αστυνομία στην έρευνά της.

 

3) Ο Hans Beckert κοιτά ένα ημικύκλιο κουταλιών στη βιτρίνα ως φυσιολογικός πολίτης. Έπειτα στρέφοντας το βλέμμα του σε ένα ρομβοειδές σχήμα μαχαιριών, ως εκστασιασμένος δολοφόνος παρατηρεί το είδωλο ενός μικρού κοριτσιού στον ανάλογο καθρέπτη.

 

4) Το κινούμενο βέλος και η δίνη σε άλλη βιτρίνα οριοθετούν την συγχυσμένη επιθυμία μέσα στο νοσηρό τρόπο σκέψης του δολοφόνου.  

 

Το μοναδικό, κωμικό στοιχείο βρίσκεται στην επεξήγηση του Γενικού Επιτρόπου για την έλλειψη συνεργασίας πολιτών με την αστυνομία, λόγω ισχυρών διαφωνιών σε μαρτυρίες (κόκκινο ή πράσινο καπέλο φορούσε η μικρή Elsie;). Ομοίως και η μαγκούρα του Karl Lohmann, γραπώνοντας προς τα πίσω έναν κακοποιό (“αναρωτιόμαστε,” σε ποιον έδωσε ο Fritz Lang την έμπνευση!!!!), για τον οποίο αντιλήφθηκε, ότι είχε κλέψει το γούνινο παλτό, που με υπερηφάνεια φορούσε.

 

-Δεν υπάρχει πιο όμορφη σκηνή από την αποκάλυψη του μυστηρίου στον Lohmann από τον Franz. Ο εγκληματίας μακριά από τον Επιθεωρητή φαντάζει σαν μια πρώην, θολή σκέψη στο ασυνείδητό του… 

 

Ομαδικές ερμηνείες:  

 

-Ποιος μπορεί ειλικρινά  να ξεχάσει τη συντονισμένη κίνηση του πλήθους των κακοποιών/ηθοποιών στο υπόγειο, νυχτερινό κέντρο “crocodile.” Όπου πανικόβλητα, ανεβαίνοντας τα σκαλιά όλοι προσπαθούν να διαφύγουν!; Η κοπέλα που είχε ειδοποιήσει τους πάντες, έφυγε μεν σαν σίφουνας, μα κάποιος άλλος εγκληματίας, κατανοώντας, ότι παγιδεύτηκαν όλοι, δυσανασχετεί και γυρίζει ενάντια στην κίνηση του πλήθους προς τα πίσω. Τον ακολουθούν στην πορεία αρκετοί αναγκαστικά, διότι οι αστυνόμοι οδηγούν την “εγκληματική ροή” να επιστρέψει στο υπόγειο. Εν τέλει, κάποιος άνθρωπος του νόμου κατεβάζει (σηκωτή παρακαλώ!) τελευταία και την ωρυόμενη Δεσποινίδα του υποκόσμου! Η οποία πλέον είναι πρώτη στη λίστα εξακρίβωσης στοιχείων του υπογείου. Εκπληκτική καταγραφή!! 

 

-Το αντίστοιχο πλήθος του εκδικητικού δικαστηρίου εντυπωσιάζει, εξαιτίας της διατήρησης της αρμονικής διάταξης και της μερικής παρασπονδίας αργότερα…

 

Συνεπώς αποδεικνύεται πολλά περισσότερα από επιτυχής η απόδοση σεναρίου, σκηνοθεσίας και ερμηνειών!!!

 

Επιλογή Casting/Σκηνογραφία:

 

Οι επιλογές των ηθοποιών έγιναν από τον Fritz Lang. Το casting είναι πολυάριθμο. Ο ίδιος επιβεβαίωσε, ότι χρησιμοποίησε αληθινούς εγκληματίες ως κομπάρσους στη σκηνή του δικαστηρίου!!! Μάλιστα, σύμφωνα με τον βιογράφο του, Paul Jensen, 24 τέτοιοι κομπάρσοι συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων!!! (πηγή: New Star).

 

Δεν υπάρχει κάποια/κάποιος, που να μην δικαιώνει τον υπεύθυνο του τμήματος με την απόδοσή της/του. Peter Lorre (Hans Beckert), Otto Wernicke (Επιθεωρητής Karl Lohmann) και Gustaf Gründgens (Schränker), όπως προείπαμε, είναι οι κορυφαίοι του έργου. Αλλά ο πρώτος κάνει μια μνημειώδη ερμηνεία.

 

Διακρίνονται επίσης: 

 

Friedrich Gnaß (Franz). Με τη διττή ερμηνεία “αμίλητου” και “λαλίστατου” κακοποιού στο αστυνομικό τμήμα. 

 

-Η οικονόμος του Beckert. Με την ελλιπή  ακοή και την περίσσεια ευγένεια. Δυστυχώς δεν αναγράφεται πουθενά το όνομά της! 

 

Karl Platen (νυχτοφύλακας Damowitz). Ερμηνεύοντας στο αστυνομικό τμήμα την αίσθηση του πόνου από τα δυνατά χτυπήματα, που πρωτίστως δέχτηκε από τους κακοποιούς.

 

-Η Ellen Widmann (Κυρία Beckmann). Ενσαρκώνοντας πειστικότατα μια νοικοκυρά της μικροαστικής τάξης. Και στα τελευταία πλάνα, εκφράζοντας την απειλητική θλίψη, η οποία εμφανίζει και επίπονη αυτοκριτική.

 

Σκηνογραφία:

 

Η δουλειά των Emil Hasler και Karl Vollbrecht βρίσκεται στους περισσότερους κλειστούς χώρους του έργου. Θυμηθείτε:

 

1) Τον έλεγχο του εξοπλισμού των κακοποιών, που αποκάλυπτε από σιδερογροθιές μέχρι και γούνες.

 

2) Τα διατεταγμένα τσιγάρα και sandwiches, μέσα σε ένα μετριότατης υγιεινής μαγειρείο.

 

Μουσική/Ηχητική υπόκρουση: 

 

Το κυριότερο, μουσικό θέμα, που θα μας στοιχειώσει, ανήκει στον επίλογο της σύνθεσης Peer Gynt Suite No.1 του Νορβηγού Edvard Grieg. Αυτή η σπουδαία μελωδία θα μεταφερθεί στο τρομακτικό, νευρικό σφύριγμα του δολοφόνου. Το οποίο συναντάμε αρκετές φορές.

 

Κατά τα άλλα, θα ακούσουμε στο έργο ένα παιδικό τραγουδάκι με αλλοιωμένους στίχους, λόγω της αναπόφευκτης, κοινωνικής επιρροής του serial killer. Αλλά και ένα μουσικό, μεγάλο κουτί να προσπαθεί να δώσει χαρά στο τρομοκρατημένο Ντίσελντορφ.

 

Στην ηχητική διάσταση:

 

Ίσως εκπλαγείτε, εάν μάθετε, πως το σφύριγμα δεν έγινε ποτέ από τον πρωταγωνιστή. Διότι δεν μπορούσε να σφυρίξει. Ο Fritz Lang το έκανε, όσες φορές αυτό ακούγεται στην ταινία. Είναι σε αρκετές στιγμές! Χαράσσονται στη μνήμη μας: 

 

-Το πρώτο σφύριγμα, αγοράζοντας ένα μπαλόνι στη μικρή Elsie.

 

-Εκείνο, φεύγοντας από τη βιτρίνα με τα μαχαίρια.

 

-Και φυσικά στο Cafe με τις φυλλωσιές, το ακόλουθο ψυχαναγκαστικό

 

Όμως υπάρχουν και άλλες εκπεφρασμένες προσωπικότητες δια της ηχητικής οδού:

 

-Προσωπικότητες όπως ο Επιθεωρητής Lohmann ή η Δεσποινίδα πόρνη του υπογείου θα σφυρίξουν διαφορετικά.

 

Η ευαισθησία της ακοής του τυφλού πωλητή μπαλονιών θα μας κεντρίσει το ενδιαφέρον, προλογίζοντας τη συνέχεια…

 

-Δεν θα αντικρίσουμε ως θεατές τον πόνο του βασανισμένου νυχτοφύλακα, αλλά θα τον ακούσουμε ως ακροατές μέσα από μια κραυγή, η οποία σόκαρε ακόμη και τους κακοποιούς.

 

-Οι εγκληματίες δίνουν τα τελικά χτυπήματα στην πόρτα, που διαφύλασσε την τύχη του δολοφόνου παιδιών.

 

“Η υποδόρια, δολοφονική φύση ενός τέρατος με ανθρώπινο δέρμα, απωθεί προσωρινά μια χρόνια έχθρα, στο βωμό μιας αμοιβαίας ηθικής” 

 

Μια διανομή από τη New Star

 

O Eretikos κριτικός Γιάννης Κρουσίνσκυ 

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X