Ελλάδα

Eretiki κριτική για την ταινία The Waiter

Eretiki κριτική για την ταινία The Waiter
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Σενάριο για την ταινία The Waiter. Σε μια ακόμη συνηθισμένη ημέρα, ο Ρένος ξυπνά και πάλι μόνος στο εργένικο, μα και τακτοποιημένο του διαμέρισμα. Περιποιείται την εμφάνισή του, βελτιώνοντας κάποιες λεπτομέρειες στο πρόσωπο με τη βοήθεια της ξυριστικής μηχανής, φορά τα γυαλισμένα από το προηγούμενο βράδυ μαύρα υποδήματά του και ξεκινά για τη δουλειά. Είναι επαγγελματίας σερβιτόρος! Η προσωπική του ενδυμασία είναι απλής μορφής, αλλά σε άριστη κατάσταση κομψότητας. Μετά την παράξενα μοναχική του διαδρομή, καταλήγει στο χώρο εργασίας. Εκεί προστίθεται η ειδική στολή, ως αρμόζουσα στην αισθητική του επαγγελματικού περιβάλλοντος.

Πρόκειται για ένα από τα παλιότερα ζαχαροπλαστεία της Αθήνας. Ο Ρένος σερβίρει με άψογη, εναρμονισμένη με τους τύπους, προσέγγιση, την παραγγελία ενός χαρούμενου, καινούργιου ζευγαριού μεσηλίκων πελατών, που διαθέτουν νεανική γλυκύτητα. Ο συνάδελφός του με το προσωνύμιο “Κεραυνός,” έχει μια ιδιαίτερη επικοινωνία μαζί με τον, όχι και τόσο κοινωνικό, Ρένο. Συζητούν λίγο πιο ελεύθερα μεν, αλλά υπάρχει και μια ανθρώπινη απόσταση ανάμεσά τους. Ο δεύτερος φαίνεται πως γνωρίζει αρκετές πληροφορίες, είτε πρόκειται για τον ανθρώπινο εγκέφαλο, είτε για τον τρόπο της κατάλληλης τσάκισης στο παντελόνι.

Η ρουτίνα του πολύπειρου σερβιτόρου μοιάζει σαν εντεταγμένη σε ένα σκοπό. Τελειώνοντας τη δουλειά, κάνοντας αντίστροφα τη διαδρομή από τον ίδιο ακριβώς δρόμο, εκείνος επιστρέφει το βράδυ στο σπίτι του. Παρατηρεί και χαιρετά στο διάδρομο το γείτονα του απέναντι διαμερίσματος, Milan. Ο τελευταίος μοιάζει κάπως χαρούμενος. Την επομένη η καθημερινότητα αυτή φέρει μια μικρή αλλαγή…

Όταν ο χαμηλών τόνων σερβιτόρος, φεύγοντας από το σπίτι, παρατηρήσει στην απέναντι πόρτα κάποιον, άγνωστο επισκέπτη. Αργότερα στη δουλειά ο “Κεραυνός” σπάει αυτή την ασφυκτική μονοτονία του επαγγέλματος, αλλά δυστυχώς μαζί με τα γυάλινα σκεύη μιας παραγγελίας. Ανοίγεται τότε στο Ρένο, περιγράφοντας μια πρόσφατη, γλυκιά, απολεσθείσα αγάπη. Εκείνος του συμπαραστέκεται ψυχολογικά. Πάλι όμως η μεταξύ τους επικοινωνία  εμφανίζει όρια.

Ο μοναχικός τύπος επιστρέφει το βράδυ και πάλι στο διαμέρισμά του, μετά από μια αρκετά διαφορετική ημέρα. Η αινιγματική μορφή βρίσκεται και πάλι στην απέναντι πόρτα. Κάτι σπρώχνει το Ρένο να του μιλήσει αυτή τη φορά. Ρωτά, εάν ο Milan μετακόμισε.

Με μια παράξενης ηρεμίας απάντηση, ο καινούργιος, μυστηριώδης επισκέπτης επικαλείται τον κοινότοπο συνδυασμό μιας δικαιολογημένης φράσης. Περιγράφοντας ένα αδιευκρίνιστο ταξίδι του Milan σε συνάρτηση με το ανατεθέν καθήκον να ταΐσει πλέον εκείνος τη γάτα του απόντος ενοίκου!

Αναπόφευκτα, ο Ρένος κάνει κάποιες σκέψεις. Αργότερα το ίδιο βράδυ πηγαίνοντας να πετάξει τα σκουπίδια, έξω από τον κάδο της πολυκατοικίας παρατηρεί κάτι, το οποίο διαταράσσει όλη  του την ύπαρξη!

Η σιωπηλή φρίκη του Ρένου ξεκινά μια πολύ τρομακτική περιπέτεια για τον ίδιο. Όπου από εδώ και στο εξής η κάθε του λέξη χρειάζεται να ειπωθεί με σωστή σκέψη και άπειρη προσοχή…

Σκηνοθεσία:

Εναρκτήριο ύφος σκηνοθετικής αφήγησης:

Η σκοτεινή απεικόνιση του διαδρόμου της πολυκατοικίας καλωσορίζει τους θεατές. Αναγράφονται λίγοι συντελεστές και ο τίτλος της ταινίας. Παρατηρούμε το Ρένο να ξυπνά στο κρεβάτι του. Μετά ο φακός εστιάζει στα ψάρια, που έχει στη γυάλα ο σιωπηλός ιδιοκτήτης. Έπειτα γίνεται μια οπτική αναφορά στο ράψιμο ενός κουμπιού. Κατόπιν στην ξυριστική μηχανή, ενόσω ο Ρένος περιποιείται κάποια χαρακτηριστικά του προσώπου του. Τα μαύρα παπούτσια  “τον περιμένουν.” Μετά από μια τελευταία ματιά στον καθρέπτη καταγράφεται ο διάδρομος. Ο σερβιτόρος με την απλή, μα κομψή ενδυμασία, κατευθύνεται προς τη δουλειά του. Τον βλέπουμε σε ένα όχι πολύ κοντινό πλάνο να περπατά από το απέναντι, μεγάλο πεζοδρόμιο και έπειτα από πιο μακρινή, σκηνοθετική απόσταση να εξακολουθεί.

Στη δουλειά τυλίγει τα δάκτυλά του με κάποια ειδικά, μικρά καλύμματα. Αμέσως παραδίδει την παραγγελία σε ένα χαριτωμένο ζευγάρι μεσηλίκων πελατών. Με υπερισχύον το πορτοκάλι, στο αλκοολούχο ποτό του κυρίου. Έπειτα στέκεται με άψογη, επαγγελματική στάση σώματος όρθιος, δίπλα στο συνάδελφό του, περιμένοντας τυχόν παραγγέλματα από τους θαμώνες. Συνομιλεί διακριτικά με τον “Κεραυνό,” όπως του αρέσει να τον αποκαλούν και διακρίνουμε, ότι ο Ρένος είναι αρκετά πιο έξυπνος από ότι θέλει να δείξει στους άλλους.

Μιλά για τα κέντρα παρόρμησης του εγκεφάλου και αργότερα για την αξιοποίηση της παραφίνης, ώστε να επιτευχθεί καλύτερη τσάκιση στο παντελόνι. Σχολώντας από τη δουλειά, περπατά αντίστροφα από τον ίδιο ακριβώς δρόμο, με ολόιδιο τρόπο βαδίσματος, πηγαίνοντας προς το σπίτι του. Στο διάδρομο της πολυκατοικίας χαιρετά το Milan, ο οποίος έχει μια παράξενα ευδιάθετη συμπεριφορά. Σαν να βρίσκεται αλλού το μυαλό του.

Ο Ρένος μπαίνει στο διαμέρισμα. Ακούγονται κάποιοι, γειτονικοί θόρυβοι. Ακολουθούν μερικά πλάνα εντός του σπιτιού. Ο ήρωας της καθημερινότητας γυαλίζει τα παπούτσια του, αφήνοντάς τα να στεγνώσουν.  Την επομένη το πρωί η ρουτίνα με τα τυπικά, ίδια βήματα συνεχίζεται, όμως έξω από το διαμέρισμά του συναντά κάποιον άγνωστο στην πόρτα του Milan…

Γενικά, θα μπορούσαμε να χωρίσουμε το έργο σε έξι ενότητες:

1) Τον πρόλογο, που περιλαμβάνει τη ρουτίνα της μοναχικής ζωής του Ρένου.

2) Την πρώτη συνάντηση με τον άγνωστο, μυστηριώδη τύπο. Όλα αλλάζουν. Ακόμα και στη δουλειά ο “Κεραυνός” ξεσπά, μιλώντας για κάτι προσωπικό.

3) Η δεύτερη διασταύρωση με τον παράξενο επισκέπτη του Milan. Μετά τις προκλητικά παιδικές δικαιολογίες του αγνώστου, ο Ρένος κατεβάζει τα σκουπίδια. Ποτέ δεν πίστευε, ότι θα αντικρίσει κάτι τέτοιο στη ζωή του!

4) Η απειλητική πλέον φιγούρα, προσκαλεί σε δείπνο το Ρένο. Ο τελευταίος έχει το μυαλό του σε εγρήγορση. Οι πρώτες παραισθήσεις με τη μορφή του Milan αρχίζουν.

5) Η αμήχανη γνωριμία συνεχίζεται, μιλώντας όλο και περισσότερο με τον αινιγματικά, ευγενικό δολοφόνο. Εκείνος προσκαλεί πλέον και μια φίλη, τη Τζίνα. Ο Ρένος την εμπιστεύεται.

6) Όλα ξεκαθαρίζουν, σε μια ομαδική εκδρομή των τριών. Το ένστικτο της επιβίωσης είναι πανίσχυρο! Η τότε ζωγραφική του Ρένου θα μας δείξει πολύ πιο μετά, ότι η ηθική του ακεραιότητα ξεπερνά ακόμη και τις προσωπικές του επιθυμίες.

Η ατμόσφαιρα στο έργο είναι σκοτεινής αισθητικής. Όμως υπάρχει μια τρομακτική ματιά και στην καθημερινότητα του Ρένου, προτού εκείνος ανακαλύψει τη σορό του Milan. Καταρχάς παρατηρείται μια απίστευτης αίσθησης μοναχικότητα. Ο ήρωας δεν έχει προσωπική ζωή. Ακόμα και όταν περιποιείται την εμφάνισή του ή ασχολείται λεπτομερώς με την ιδιωτική, βέλτιστη ενδυμασία, το πραγματοποιεί επειδή αυτές οι ενέργειες εντάσσονται σε μια πολύ καλά οργανωμένη καθημερινότητα, εξυπηρετώντας αποκλειστικά τη δουλειά του.

Ακόμη και μόλις περπατά στο δρόμο, υπάρχουν κοντά του ελάχιστοι περαστικοί. Γενικώς διακατέχεται από μια αίσθηση μοναχικότητας και μοναξιάς. Όμως δεν φαίνεται να τον απασχολεί κάτι τέτοιο. Παρουσιάζει μια κρυφής μορφής παραίτηση. Αντιθέτως ο συνάδελφός του, “Κεραυνός,” είναι εκείνος, ο οποίος εκφράζει απόψεις φυγής από αυτή την ασφυκτική ρουτίνα.

Το περιβάλλον της δουλειάς παρουσιάζεται ως τυπικό και κοινωνικά απόμακρο. Ο Ρένος εκφράζει επίσημα μόνο τα λόγια της εργασίας. Ωστόσο, διακριτικά με το συνάδελφό του κάνουν ανεπαίσθητο, μαύρο χιούμορ για το μέλλον του καινούργιου ζεύγους των πελατών. Μα πάλι ο ήρωας μιλά τυπικά, δίνοντας συμβουλές για την τσάκιση του παντελονιού. Υπάρχει ένας σημαντικός  άξονας στην ταινία και είναι φυσικά το ζευγάρι των πελατών στο ζαχαροπλαστείο/καφετέρια.

Όσο προχωρούν οι εξελίξεις στην ιστορία παρατηρούμε και τη διακύμανση της δικής τους προσωπικής σχέσης, αρκετές φορές σε διάφορα, χρονικά διαστήματα της ταινίας. Αλλά μέσα από τα μάτια του σερβιτόρου! Δηλαδή, τα αμοιβαία χαμόγελα ή η διαδοχική, λιγότερης έντασης εν τω χρόνω, ευχάριστη διάθεση από την κυρία, καθορίζουν το μέλλον αυτής της σχέσης. Όπως αντιλαμβάνεται στην πορεία ο Ρένος.

Η καθημερινότητα στη δουλειά θα σπάσει μαζί με τα γυάλινα σκεύη, τα οποία  εκσφενδονίζονται από το δίσκο του απασχολημένου με αγάπες “Κεραυνού.” Εκεί, όταν ο πρωταγωνιστής τον βοηθά να μαζέψει τη “γυάλινη θάλασσα,” διακρίνουμε, πως μιλούν μεταξύ τους κοντά στο πάτωμα σαν να μην υπάρχει άλλος κανείς. Οι ειλικρινείς κουβέντες οδηγούν στην ψυχολογική συμπαράσταση, πηγαίνοντας το βράδυ σε ένα κέντρο διασκέδασης. Ο κόκκινος φωτισμός σε αυτό το χώρο εντάσσεται σωστά στο δίκοπο πάθος του “Κεραυνού,” για την κοπέλα που εξαφανίστηκε, χωρίς κάποια εξήγηση, από τη ζωή του. “Έτσι!” Αλλά και στο πως αναγνωρίζει την αγάπη, ο ήρωας της ταινίας.

Νιώθοντας ένα φόβο, παρατηρεί τον ερωτευμένο “Κεραυνό” σαν ασθενή. Η ματιά στο χώρο εξακολουθεί να περιγράφει το πως βλέπει τον κόσμο ο Ρένος. Τα τραπέζια δεν είναι πολλά και φέρουν μεγάλη απόσταση μεταξύ τους. Υπάρχει πάλι δηλαδή αυτή η αίσθηση μοναξιάς και μοναχικότητας. Ο ερωτοχτυπημένος συνάδελφος ζει ένα ξαφνικό, γλυκό φλερτ ενσυναίσθησης, από μια εντυπωσιακή, ξανθιά παρουσία! “Κλέβοντας” λίγο κινηματογραφικό χρόνο από τη ματιά του Ρένου. Η αιφνιδιαστικά αστεία σκηνή με το παπούτσι μέσα στα ράφια των ψυγείων του ζαχαροπλαστείου, προκειμένου αυτό να “απεμπλακεί” από την τσίχλα, μας αποφορτίζει.

Η στιγμή της ανακάλυψης της σορού έχει προσδιοριστεί έξυπνα από άποψη σκηνοθεσίας. Παρατηρείται απλώς στον κάδο των σκουπιδιών, ένα χέρι με συγκεκριμένο τατουάζ και όλη η μετάδοση της φρίκης αποδίδεται από τη σοκαρισμένη αίσθηση, που βιώνει ο ήρωας. Αξιοποιώντας ως εικόνα τη σιωπηλά τρομαγμένη έκφραση του ηθοποιού. Η κίνηση, η οποία εκείνος πραγματοποιεί, καλύπτοντας τη μύτη του, μας μεταφέρει ακόμη και μια πιθανή σκέψη για το πόσο αποπνικτική θα ήταν η οσμή του νεκρού. Ούτε και τότε περνά κανείς περαστικός.

Ο σοκαρισμένος, μοναχικός τύπος επιστρέφει γρήγορα στην πολυκατοικία. Η κάμερα τον ακολουθεί με τόσο επαγγελματικό τρόπο στα σκαλιά, που σε κάνει να ξεχνάς, ότι παρακολουθείς μια ταινία. Αλλά ταυτόχρονα αφήνει και χώρο στον ηθοποιό, ώστε να δουλέψει σωστά την κίνηση και έκφραση. Κατόπιν, μέσα από το διαμέρισμα με τα σβηστά φώτα ο Ρένος κοιτά το σκουπιδιάρικο να εκτελεί άλλο ένα δρομολόγιο, φτάνοντας τελικά στον κάδο της συγκεκριμένης πολυκατοικίας.

Η λήψη δείχνει τον τρομαγμένο σερβιτόρο στο σκοτάδι να παρατηρεί το φως ενός απορριμματοφόρου, καθώς το όχημα λαμβάνει πια ρόλο νεκροφόρας. Ενώ οι σκιές των αγαπημένων φυτών του Ρένου προβάλουν, δίνοντας μια αίσθηση ερεβώδους ζούγκλας. Είναι η αίσθηση ενώπιον του φόνου, που παρατήρησε ο ήρωας. Ο ίδιος διακρίνει την αποκτήνωση μέσα στον ιστό της πόλης, πίσω από το παράθυρό του. Η σιωπή εν προκειμένη περιπτώσει, θα αποδειχθεί πως μόνο χρυσός δεν ήταν…

(περισσότερη ανάλυση περί σκηνοθεσίας ακολουθεί σε σχετική, κάτωθι κατηγορία της στήλης)

Ερμηνείες:

Άρης Σερβετάλης: Στο ρόλο του πρωταγωνιστή, Ρένου. Ενός σερβιτόρου που έχει κάνει ενδιαφέρουσες, νοητικές αναζητήσεις στη ζωή του. Αυτές θα τον βοηθήσουν να αντιμετωπίσει μια πρωτόγνωρη απειλή.

Ο ηθοποιός καταγράφεται από την κάμερα αρχικά, ξυπνώντας στο κρεβάτι του. Πέρα από τη φυσικότητα, ο ερμηνευτής επιτυγχάνει να συσχετίσει αυτή τη στιγμή με μια μετέπειτα λήψη, που προσδιορίζει κατάλληλα την προσομοίωση μιας περσόνας στον τρόπο εισαγωγής στην καθημερινότητα του ήρωα, λίγες στιγμές αφότου εκείνος ανοίξει τα μάτια του. Επιπροσθέτως, έχει εφεύρει ένα ενδιαφέρον περπάτημα για το χαρακτήρα, μόλις τον βλέπουμε να βαδίζει στο δρόμο ή στο διάδρομο. Κρατώντας το ένα χέρι στην τσέπη του παντελονιού.

Στις συναναστροφές αποδίδεται ερμηνευτικά μια αποστασιοποίηση του χαρακτήρα από τους ανθρώπους. Μόνο εκείνος ορίζει πόσο κοντά τους θα έρθει (τουλάχιστον πριν από την ανακάλυψη του νεκρού και συνεπώς τη γνωριμία με τον “Blond”). Κατά αυτόν τον τρόπο, σωστά μιλά με τον “Κεραυνό” λίγο πιο χιουμοριστικά, μαζεύοντας τα σπασμένα γυαλιά. Αλλά  και έπειτα, τηρεί ορθά την οριοθέτηση ενός ιδιωτικού, νοητικού τείχους, μόλις εκείνος στο κέντρο διασκέδασης τον ρωτά για τα προσωπικά του. Η περιέργεια, η ανησυχία και ίσως η επιβολή ενός ανθρώπου σε έναν άλλο, εκφράζεται από τον πρωταγωνιστή, ρωτώντας θαρραλέα τον παράξενο, καινούργιο επισκέπτη, που βρίσκεται τελικά ο γείτονας Milan.

Η αίσθηση του σοκ έχει περιγραφεί ιδανικά από τον ηθοποιό, παίζοντας αναγκαστικά μόνο με τα μάτια και το μέτωπο (εφόσον καλύπτεται το στόμα). Το περιγράφει, όπως πιθανόν θα συνέβαινε στην πραγματικότητα και όχι με υπερβολές. Με μια σιωπηλή φρίκη, όπου ο ήρωας αναρωτιέται για λίγες στιγμές, εάν συμβαίνει όντως στα αλήθεια αυτό το εφιαλτικό περιστατικό. Και μετά περνάμε στην υποκριτική σύνδεση δύο κόσμων, μέσα από μια απλή φράση. Ο καινούργιος… “γείτονας”, πλέον τον προσκαλεί σε δείπνο με σπεσιαλιτέ το κρέας, ρωτώντας, εάν γενικά αυτό αρέσει στο Ρένο. Ο δεύτερος λέει: “Μου αρέσει.” Το ύφος του ηθοποιού αποδίδει ταυτόχρονα το φόβο του ρόλου και διακριτικά ένα χιουμοριστικό ψίθυρο σε εμάς τους θεατές, που γνωρίζουμε επίσης τι έχει δει.

Πριν φέρει το κυρίως πιάτο ο φαινομενικά ευγενής οικοδεσπότης, ο ηθοποιός ως Ρένος, κάνει μια μικρή, νευρική κίνηση με τα χέρια του. Δηλώνοντας εκφραστικά το πόσο ταραγμένος είναι στην πραγματικότητα μέσα του. Παρακολουθεί μέσα από το ημίφως της κουρτίνας ανιχνευτικά την Τζίνα και το δολοφόνο. Όταν μαθαίνει, ότι αυτή η εγκληματική φιγούρα ανίχνευσε και το περιβάλλον εργασίας του, ο ηθοποιός αποδίδει την έκφραση του τρόμου με το βλέμμα και του ευδιάκριτου θυμού, εξαιτίας αυτής της απρόβλεπτης εισβολής. Τα υπόλοιπα ερμηνευτικά μέσα επί της μεγάλης οθόνης! Και είναι αρκετά…

Γιάννης Στάνκογλου: Στο ρόλο του στυγνού δολοφόνου, με το προσωπείο του αινιγματικά ευγενούς οικοδεσπότη. Μέχρι…

Ο ηθοποιός ξεχωρίζει, απαντώντας στο ξεκίνημα της επικοινωνίας του Ρένου. Απευθύνεται ευγενικά, αλλά και με μια εκπεφρασμένα αφηρημένη δικαιολόγηση περί ταξιδιού και γάτας. Ως πιθανή, αντίστοιχη απάντηση στην επιβολή ενός ανθρώπου. Χρησιμοποιώντας ακόμη και μια φτηνή δικαιολογία. Ή μάλλον δύο. Ο ερμηνευτής βγάζει εις πέρας μια πολύ απαιτητική ψυχοσύνθεση ενός χαρακτήρα, που επιχειρεί να μαγνητίσει με την πλασματική ευγένεια ένα μελλοντικό θύμα του, παίζοντας ένα υπομονετικό παιχνίδι.

Αυτό φαίνεται αμέσως μόλις ζητά το παυσίπονο και καλεί τον έμπειρο σερβιτόρο σε δείπνο, με ιδιαίτερο κρέας. Η χροιά της φωνής είναι στοργική, σχεδόν σαν πατρική. Ξεγελώντας κατά κάποιο ποσοστό, ακόμη και το Ρένο (παρά την ατυχή του γνώση). Μας πείθει, ότι μπορεί να μαγειρεύει τόσο καλά. Η κίνησή του φέρνοντας το κυρίως γεύμα, δείχνει έναν άνθρωπο, που εκτιμά την ιεροτελεστία της μαγειρικής. Σαν οικοδεσπότης είναι αινιγματικός! Ο τόνος της φωνής δείχνει ευγενικό και ήρεμο ύφος, αλλά και μια τρομακτική πειθώ.

Ανά πάσα στιγμή μας κάνει να σκεφτούμε, πως ενδέχεται να πέσουν οι μάσκες και να επιτεθεί. Με τη Τζίνα χωρίς να κάνει κάτι αληθινά βίαιο, κατορθώνει να εκφράζει διαρκώς μια κυριαρχία επάνω της. Στον εφιάλτη του Ρένου, μπαίνοντας στην πόρτα του διαμερίσματος του Milan, μεταφέρει την αίσθηση του κυρίαρχου φόβου στους άλλους (Τζίνα, Milan) χωρίς καν να χρησιμοποιήσει ομιλία.   

Αλέξανδρος Μαυρόπουλος/Chiara Gensini:  Στους αντίστοιχους ρόλους του “Κεραυνού” και της Τζίνας.

Πραγματοποιεί πειστικά την αδέξια κίνηση, ρίχνοντας τα γυάλινα σκεύη του δίσκου. Τότε χαμηλά στο πάτωμα αποδίδει ένα δραματικό τόνο για την καθημερινότητα, αλλά και για την απολεσθείσα αγάπη του. Στο κέντρο διασκέδασης κάνει τη στιγμή δική του, ενσαρκώνοντας τον ερωτευμένο, o οποίος αισθάνεται αρκετά, αλλά δεν κατανοεί τίποτα. Ο τρόπος που αργότερα λέει: “πάτησα τσίχλα” εισαγάγει το στοιχείο του χιούμορ εντελώς ξαφνικά στην ταινία. Αργότερα ο ηθοποιός, ως “Κεραυνός,” με ωραία ερμηνεία εκμυστηρεύεται στο Ρένο, την προσωπική ιδέα να φύγει από όλη αυτή την καθημερινότητα.

Αυτό που μπορούμε να κρατήσουμε από την ερμηνεύτρια είναι, ότι εξέφρασε με σωματική κίνηση και μορφασμούς την αναγκαστική συνέχιση της γνωριμίας της με το δολοφόνο. Στον αντίποδα, μας παρουσίασε υποκριτικά τη γαλήνη  που ένιωσε, γνωρίζοντας το Ρένο. Πριν φύγει το πούλμαν τον αναζητά ανήσυχη “παίζοντας” με το σώμα στη μακρινή λήψη. Στο εφιαλτικό όνειρο του Ρένου εκφράζει αρχικά μια ερωτική αναποφασιστικότητα μεταξύ Milan και δολοφόνου. Ενώ έπειτα τον ξεκάθαρο φόβο για το δεύτερο.

Επιτυχής ή ανεπιτυχής η απόδοση σεναρίου, σκηνοθεσίας και ερμηνειών:    

Το σενάριο έγραψε ο Στηβ Κρικρής. Η γλώσσα, που χρησιμοποιήθηκε είναι τα ελληνικά. Η ιστορία είναι εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα, που βίωσε ο σεναριογράφος/σκηνοθέτης, ενώ ζούσε κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 στη Νέα Υόρκη. Διαμέσου της εστίασης σε ένα μικρόκοσμο του ήρωα, έγινε μια αναπροσαρμογή στους χαρακτήρες και στα αισθητικά στοιχεία του περιβάλλοντος, στο οποίο ο ίδιος ο σεναριογράφος ήταν τότε εκτεθειμένος.

Παρατηρούνται λίγοι χαρακτήρες. Όμως είτε λόγω της υπονοούμενης οντότητάς τους (ο Ρένος παρουσιάζει αρκετές γνώσεις σε πρακτικά και θεωρητικά θέματα, αν και δείχνει ως απλός πολίτης/σερβιτόρος/χαρακτήρας   μπροστά στους άλλους), είτε εξαιτίας της αφαιρετικότητας άλλων ρόλων (αδιευκρίνιστο παρελθόν Τζίνας και δολοφόνου) το σενάριο αποκτά μια συμπαγή δομή, με ωραίες αντιθέσεις. Η ένταξη του “Κεραυνού,” ο οποίος παριστάνει, ότι κρύβει κάποια αίσθηση μυστηρίου, ενώ ο Ρένος ταυτόχρονα ζει ένα ζωντανό εφιάλτη δίχως να αναφέρει τίποτα στον πρώτο, είναι διακριτικά απολαυστική. Ο συνάδελφός του έχει ένα ρόλο καθημερινού ανθρώπου, που εμφανίζει διάθεση για ζωή και πλήττει σε αυτή τη ρουτίνα.

Η προσθήκη του ζευγαριού στην καφετέρια δείχνει δύο ανθρώπους με απλά προβλήματα! Η εμφάνιση του Milan εξυπηρετεί σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία της πλοκής, ώστε να γνωριστεί ο Ρένος τελικά με αυτή την εφιαλτική μορφή. Ενώ τότε ο χαμηλών τόνων σερβιτόρος, απλά βρισκόταν στο διάδρομο της πολυκατοικίας του διαμερίσματός του. Δηλαδή σε ένα ασφαλές περιβάλλον! Που δεν προμήνυε ποτέ μια τέτοια έλευση. Η εμφάνιση της Τζίνας δείχνει, μέσα από την πρώιμη παραίτηση του Ρένου, αλλά και τη διαδεχόμενη αντιμετώπιση των φρικτών γεγονότων, πως μπορεί να γεννηθεί και πάλι, έστω η ιδέα του έρωτα.

Τα κείμενα είναι λακωνικά. Ειδικά ο Ρένος όταν μιλά, φαίνεται πως έχει συγκεκριμένη γνώση για πρακτικά θέματα (τσάκιση στο παντελόνι), αλλά και διαπιστευμένη, φιλοσοφική άποψη (“Δεν έγινα αυτός, που νόμιζε, ότι ήθελε να γίνω!”). Η επικοινωνία εκφράζεται μεταξύ των ηρώων, χωρίς πολλές κουβέντες. Μα είναι άμεση. Ακόμα και όταν ο Ρένος παίζει το παιχνίδι του αντιπάλου του. Όπου υπονοούνται άλλες προθέσεις σε σχέση με τα λεγόμενα (π.χ. στο δείπνο). Είναι εύστοχη η εξέλιξη της ιστορίας, δίνοντας και ένα κρυφό, διδακτικό τόνο! Διότι στην ουσία ο πρωταγωνιστής αποσιώπησε, αντί να αναφέρει ως μάρτυρας το φόνο του Milan. Έτσι, ίσως να τελείωναν νωρίτερα όλα.

Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Στηβ Κρικρής. Ο χαρακτήρας του Ρένου, με τα αγαπημένα του φυτά στο διαμέρισμα, την κομψότητα και καθαριότητα στην εμφάνιση, μα και την απόλυτη μοναχικότητα δημιουργεί ένα ιδιαίτερο, κινηματογραφικό σύμπαν. Για τον θεατή υπάρχει στο μεγαλύτερο, χρονικό διάστημα του έργου ο μικρόκοσμος του ήρωα, όταν εκείνος χρησιμοποιεί την ξύστρα, γράφει, αποσιωπά για το φόνο του Milan ή κοιτά τη Τζίνα ερωτικά, αλλά θέλει να φύγει πρόωρα από το διπλανό, ιδιωτικό πάρτι.

Ακόμα και όταν στρέφεται σε ένα φύλλο χαρτιού, ζωγραφίζοντας, ενώ βρίσκεται στο όμορφο τοπίο της εκδρομής. Επιπροσθέτως, μόλις ο ίδιος κάνει μια ειδική, ανάποδη γιόγκα, η κάμερα πρωτίστως βρίσκεται επίσης ανάποδα. Προκειμένου το κοινό να πραγματοποιήσει τη συσχέτιση σκηνοθεσίας/σεναρίου με αντιστροφή (δηλαδή, ότι σε αυτή τη σκηνή προκειμένου να ηρεμήσει… Ώστε να το δουν οι θεατές πρώτα μέσα από τα μάτια του). Γενικώς, μας απασχολεί το σκούρο πράσινο, καταπραϋντικό (όπως αναφέρει και ο σκηνοθέτης) χρώμα του διαμερίσματός του.

Ο συσχετισμός της δικαιολόγησης από τον καινούργιο επισκέπτη, μιλώντας για ταξίδι και τάισμα γάτας ,παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο σε σενάριο/σκηνοθεσία. Σωστά ενδέχεται να αναρωτηθούν οι θεατές, πως γίνεται εκείνος να χρησιμοποιήσει μια τόσο απλή δικαιολογία; Και ακόμα περισσότερο, πως γίνεται μετά να προσκαλεί το Ρένο στο διαμέρισμα, όπου εκείνος ξεκάθαρα βλέπει, ότι δεν υπήρξε ποτέ γάτα; Και όμως αυτός είναι ο στόχος! Δηλαδή ο δολοφόνος έχει θράσος! Θεωρεί, ότι μπορεί να επιβληθεί στο γείτονα της διπλανής πόρτας ακόμη και αν χρησιμοποιήσει ένα τόσο παιδικό κράμα δικαιολογίας.

Στη συνέχεια δε, για αυτόν ακριβώς το λόγο τον προσκάλεσε στο διαμέρισμα. Για να κάνει επίδειξη ισχύος. Με το θάνατο, το ψέμα, τη διαμονή και κατανάλωση φαγητού σε αυτό το διαμέρισμα. Καθώς και με την απόλαυση της Τζίνας εκεί, που κατοικούσε ο Milan. Ο ρόλος της τρομοκράτησης είναι πιθανότατα το παιχνίδι του εγκληματία.

Θα εμφανιστούν δύο φορές συγκεκριμένες παραισθήσεις του Ρένου, βλέποντας μπροστά του το νεκρό Milan. Η πρώτη είναι σε ειδικό χώρο πλύσης ρούχων. Επίσης, πριν γνωρίσει ο ήρωας της ταινίας τη Τζίνα, τον βλέπουμε να την παρατηρεί κρυφά, σε ιδιωτικό χώρο μαζί με τον απειλητικό (στην ουσία) εχθρό του. Ο Ρένος στο ημίφως της κουρτίνας παραμένει για ακόμη μια φορά ως παρατηρητής. Ο εφιάλτης του είναι από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της ταινίας! Οι ηθοποιοί (ενσάρκωση Τζίνας, Milan, δολοφόνου) δεν μιλούν, αλλά υπάρχει η αίσθηση του τι νιώθουν.

Από το ερημικό μπαρ με τίτλο “Ανατολή,” οι τρεις καταλήγουν στο διαμέρισμα του Milan. Όπου οι εξελίξεις δεν είναι καθόλου ευνοϊκές για εκείνον. Συνδέεται αμέσως τότε μια ανατριχιαστική σκηνή, όπου ο ήρωας περπατά σε ένα θερμοκήπιο, σερβίροντας προς κάποια άγνωστη κατεύθυνση σε μη ορατούς πελάτες. Με καλυμμένο πρόσωπο σαν σκιάχτρο… Ο Ρένος ξυπνά. Μοντέρ ήταν οι Γιώργος Μαυροψαρίδης και Ιωάννα Πογιαντζή.

Υπήρξαν και εξωτερικά γυρίσματα εκτός πόλης, για το πολύ όμορφο τοπίο στη λίμνη, κατά τη σκηνή της εκδρομής. Η προσέγγιση του Ρένου, ξεσκεπάζοντας τον επικίνδυνο “φίλο” του, φέρνει κάποιες κτηνώδεις συνθήκες. Μετά από αυτές η ομορφιά της φύσης μοιάζει απέραντη, μπροστά στις ανθρώπινες συγκρούσεις. Στη διεύθυνση φωτογραφίας είναι ο Γιώργος Καρβέλας.

Ο ένας πλέον θαμώνας από το ζευγάρι στην καφετέρια έχει χωρίσει και επίσημα. Μιλά για πρώτη φορά στο Ρένο (στην ταινία), κάνοντας μια χιουμοριστική προσέγγιση. Η επεξήγηση της ζωγραφιάς του σερβιτόρου έρχεται, όταν εκείνος κάνει το σωστό, κατά την εφησυχασμένη συνείδησή του.

Στις ομαδικές ερμηνείες: Η φύση του έργου είναι τέτοια, ώστε ομαδική να θεωρείται η συνύπαρξη τριών ατόμων στο κάδρο. Μια σκηνή, η οποία ξεχωρίζει είναι η εξής:

Στον εφιάλτη του Ρένου, Τζίνα, Milan και “Ξανθός” (δολοφόνος) βγαίνουν έξω από το απομονωμένο μπαρ “Ανατολή.” Εκεί συγκρούονται οι δύο μεθυσμένοι άντρες ήπια, γιατί δεν έχουν δυνάμεις. Ενώ διεκδικούν ξεχωριστά την κοπέλα, φιλώντας τη. Επιστρέφοντας στο διαμέρισμα του Milan, το ζευγάρι φοβάται τον επικίνδυνο άντρα. Όλες αυτές οι διαδοχικές σκηνές γίνονται μόνο με κινήσεις και απόδοση εκφράσεων του προσώπου, χωρίς να χρησιμοποιούν λέξεις οι ηθοποιοί. Η υποκριτική τους είναι απόλυτα εύστοχη!

Στα ντουέτα:  Έχει ενδιαφέρον η συνύπαρξη “Κεραυνού” και Ρένου στο πλάνο, μέσα στο ζαχαροπλαστείο. Μιλώντας την πρώτη φορά μεταξύ τους. Και έπειτα, όταν ο ήρωας βοηθά το συνάδελφό του να μαζέψει τα σπασμένα. Τζίνα και “Ξανθός” συζητούν ιδιωτικά, ενώ τους παρακολουθεί ο απορημένος σερβιτόρος, μέσα από μια κουρτίνα. Στο διαμέρισμα του Milan, ο ίδιος άνθρωπος χορεύει μαζί της, επιβάλλοντας και πάλι την κυριαρχία του.

Συνεπώς αποδεικνύεται ως επιτυχής η απόδοση σεναρίου, σκηνοθεσίας και ερμηνειών.

Επιλογή Casting/Σχεδιασμός Κοστουμιών:  

Υπεύθυνη για το τμήμα ήταν η Natalie Pawloff. Οι επιλογές των Άρη Σερβετάλη (Ρένος) και Γιάννη Στάνκογλου (“Ξανθός”=Δολοφόνος) βάσει της απόδοσής τους αποδεικνύουν πως υπήρξαν κομβικής σημασίας. Καθώς από διαφορετικές θέσεις στάθηκε υποκριτικά επάνω τους το συγκεκριμένο έργο. Βεβαίως ο πρώτος υπήρξε ο πρωταγωνιστής, που κατέγραφε ακόμη και στις πιο απλές στιγμές η κάμερα. Αλλά και η συνδρομή του συμπρωταγωνιστή του ανατροφοδότησε παραστατικά το κοντράστ των ρόλων. Ένα είναι σίγουρο! Η απόλυτη ευστοχία των συγκεκριμένων επιλογών στους ειδικούς ρόλους.

Αρκετά κινηματογραφική και σωστά εντεταγμένη στο ιδιαίτερο σύμπαν της ταινίας υπήρξε συνολικά η ερμηνευτική παρουσία του Αλέξανδρου Μαυρόπουλου (“Κεραυνός”). Ως η περσόνα, που εισήγαγε το διακριτικό, κωμικό στοιχείο. Η κοινή συμμετοχή των Γιώργου Γλάστρα (Άντρας στο ραντεβού του ζαχαροπλαστείου/καφετέριας) και Μαρίας Καλλιμάνη (Γυναίκας στο ραντεβού του ζαχαροπλαστείου/καφετέριας) ήταν ένα πολύ εύστοχο βέλος, προερχόμενο εκ των “σπλάχνων” της φαρέτρας του casting. Μόνο με τις εκφράσεις τους σκιαγράφησαν ερμηνευτικά την εναλλαγή των συναισθημάτων, ώστε τελικά ως μόνος, να μιλήσει ένας χαρακτήρας.

Ο Αντώνης Μυριαγκός (Milan) με ελάχιστα λόγια, μας έπεισε πως καταγόταν από άλλη χώρα και ότι έκανε μια πονηρή πράξη, πριν από κάποιες στιγμές. Για την οποία χαίρεται, χωρίς να μπορεί να το κρύψει τελείως (εκείνο το αλματάκι). Προτού καταλήξει να την πληρώσει.

Η Ελεάνα Φινοκαλιώτη (ρόλος τραγουδίστριας σε κέντρο διασκέδασης) κάνει κάτι εκπληκτικό! Εάν κάποιος δεν γνώριζε την ονομαστική της συμμετοχή, θα δυσκολευόταν να πιστέψει, ότι οπτικά και βάσει της συγκεκριμένης ενσαρκωμένης περσόνας, πρόκειται για την ίδια. Παίζοντας ένα τελείως διαφορετικό ρόλο. Όχι, δεν είναι η ξανθιά κώμη και το μακιγιάζ η αιτία. Είναι καθαρά θέμα μιας ορθά πραγματοποιημένης ερμηνείας! Υπήρξε σαν προσωποποίηση μιας θηλυκής, ρομαντικής συμπαράστασης στο χαρακτήρα του “Κεραυνού,” όταν εκείνος το είχε ανάγκη. Η υπεύθυνη του casting έκανε σωστές και προσεγμένες επιλογές.

Ενδυματολόγος ήταν η Νατάσα Σαρρή. Όπως προείπαμε, εάν παρατηρήσει κανείς την ενδυμασία του Ρένου πηγαίνοντας στη δουλειά, θα διαπιστώσει μια εμφανή κομψότητα, χωρίς πολλά χρώματα και υπερβολές. Τα παπούτσια του απασχολούν τα βλέμματα του κοινού. Οι στολές εργασίας των σερβιτόρων είναι προσεγμένες. Ακόμα και μόλις ο ήρωας φορέσει άσπρο ζιβάγκο, αντί για πουκάμισο. Τα ρούχα του δολοφόνου, διακρίνονται επίσης.

Μουσική/Ηχητική υπόκρουση:

Τη μουσική έγραψε ο Coti K. Γνωστός και ως Κωνσταντίνος Λουκάς Ρολάνδος Κυριάκος (Στέρεο Νova, Mohammad, The man of Managra). Στο ιδιαίτερο κέντρο διασκέδασης ακούμε μια εκδοχή του τραγουδιού της Τζένης Βάνου “Η σκλάβα.” Στο πρώην διαμέρισμα του Milan και νυν σχεδόν όλων των υπολοίπων παίζει από το ηχοσύστημα ένα τραγούδι, ενόσω χορεύει η Τζίνα με τον καινούργιο γείτονα του Ρένου. Η μουσική του μας κάνει να ξεχάσουμε προσωρινά τη φρίκη, που περνά ο ήρωας. Το κομμάτι, το οποίο ακούμε κατά τη διάρκεια του ονείρου του πρωταγωνιστή, αρμόζει στη μουσική υπόκρουση ενός υποσυνείδητου με εφιάλτες! Σε ένα μακρινό πλάνο στην ήρεμη λίμνη, μετά από μια άγρια διαμάχη, ακούμε τσέλο.

Η ηχητική διάσταση της ταινίας έχει ιδιαίτερο χαρακτήρα! Διάφορες χρήσεις μικρών αντικειμένων από τους ήρωες ή αντιήρωες του έργου, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, έχοντας αρκετά υψηλή ένταση. Η ξύστρα στο διαμέρισμα του Ρένου, ο ήχος καθώς εκείνος γυαλίζει τα παπούτσια του ή η χρήση του αναπτήρα από τον αμείλικτο δολοφόνο, στην εκδρομή της λίμνης, αποτελούν μερικά τέτοια παραδείγματα.

Ο Ρένος περιποιείται την εμφάνισή του με ξυριστική μηχανή. Οι κουβέντες στη δουλειά ακούγονται για ακόμη μια φορά γκρίζες. Αντιθέτως ο Milan μυστηριώδης. Ένα δίσκος πέφτει και μια προσωπικότητα κλονίζεται. Ο Ρένος ενημερώνει το φίλο του, “Κεραυνό,” στο κέντρο διασκέδασης, ότι όλοι γενικά αγαπούν, αλλά το συναίσθημα αυτό ηχεί χωρίς συμβιβασμούς για τον ίδιο. Η δικαιολόγηση του καινούργιου επισκέπτη, για την εξαφάνιση του Milan, ακούγεται προκλητικά ψεύτικη. Ένας κάδος σκουπιδιών ανοίγει, μα κλείνει απότομα. Η φρικώδης σιωπή του Ρένου κυριαρχεί. Μια ευγενική φωνή με σκοτεινή ψυχή, τον προσκαλεί σε δείπνο. Κάποιος πραγματοποιεί αυτοσχέδιες, κλακέτες σε κατάστημα πλύσης ρούχων. Μια ειρηνική εκδρομή μετατρέπεται σε ηχηρό αγώνα του ενστίκτου επιβίωσης. Η συνείδηση του Ρένου αποδεικνύεται, πως εκπέμπει πανίσχυρα, ηχητικά κύματα στον εγκέφαλό του.

“Η μοναχική καθημερινότητα ενός σερβιτόρου διαταράσσεται, όταν η πανίσχυρη παρουσία του θανάτου τον αγγίζει τρεις φορές, ενώ η όμορφη ζωή μόλις μία”

Η ταινία έχει ανεξάρτητη διανομή, αλλά αποτελεί μια παραγωγή της Φιλμικής και του Στηβ Κρικρή με την υποστήριξη του Ελληνικού (EKK), της ΕΡΤ & της εταιρείας Post production 2/35.

Ο Eretikos κριτικός Γιάννης Κρουσίνσκυ

 

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X