Ελλάδα

Ντίνοο…

Ντίνοο…
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Ντίνοο…Δευτερόλεπτα πριν με την άκρη του ματιού του, τον είχε δει να τρέμει σύγκορμος. Ξαφνικά σαν αστραπή πέρασαν απ΄ το μυαλό του οι συνειρμοί….

«Ντίνοοο….» Η Μαίρη ούρλιαξε ξανά, διακόπτοντας τις σκέψεις του, καθώς το σώμα του Ντίνου διαγράφοντας μια μικρή τροχιά, χανόταν στα μαύρα νερά σε εκείνο το απώτατο άκρο, στο Παλιούρι της Χαλκιδικής. «Ά ρε κερατά Ντίνο σε είχα καταλάβει παλιοκιτρινιάρη και οδηγούσες κιόλας ρε καθίκι. Πως δεν μας σκότωσες;»… Όταν ήταν μικρός είχε μια νταντά, την Μαρία που ήταν ψυχούλα. Είχε μια μικρή σωματική δυσπλασία αλλά ήταν δυστυχώς και επιληπτική! Μόλις άρχιζε το τρέμουλο εκείνη έπεφτε κάτω. Τότε η γιαγιά του ψύχραιμα, τής έβαζε στο στόμα ένα κουτάλι για να μη δαγκώσει την γλώσσα της. Μια φορά που την έπιασε η κρίση και ήταν μόνοι τους, η Μαρία και αυτός, χωρίς να χάσει καιρό, τής έβαλε στο στόμα το κουτάλι και αυτό ήταν! Από τότε εκπαιδεύτηκε για τα καλά.. ‘Έτσι όταν είδε τον Ντίνο κάτω οριζοντιωμένο να τρέμει σαν ψάρι, δεν ξαφνιάστηκε. Το μόνο που σκέφτηκε ήταν που στο διάολο θα έβρισκε ένα κουτάλι; Αλλά αυτός με το τρέμουλο έφυγε σφαίρα, το σώμα του πέρασε ξυστά από τα βράχια, έπεσε στη θάλασσα και χάθηκε στο βυθό!

«Ντίνοοοο….» Η Μαίρη τρελαμένη ερχόταν προς το μέρος του κλαίγοντας… «Φτού ρε γαμώτο, πρέπει να πέσω μέσα να τον βγάλω» σκέφτηκε. Με αργές κινήσεις που έσκαγαν γάιδαρο, έβγαλε τα παπούτσια του, το ρολόι του, το πουκάμισο, τα γυαλιά, (στο μεταξύ η Μαίρη είχε λιποθυμήσει και συνέλθει δυό-τρεις φορές) και τέλος πάντων κάποια στιγμή με περισσή απροθυμία βούτηξε στα μαύρα νερά!

Τουλάχιστον να είχε πέσει στο νερό καμιά κοπελιά, θα είχε και ενδιαφέρον… Αλλά τώρα έπρεπε να κάνει τον ναυαγοσώστη για τον Ντίνο… Είχε διαβάσει ότι αυτόν που πνίγεται τον πιάνεις από τα μαλλιά… Αλλιώς θα σε πάρει κάτω και άντε γειά… Πήρε μια βαθιά αναπνοή και βούτηξε προς τα κάτω… Μαύρη μαυρίλα… Πήγε πιο κάτω τίποτα… Φοβόταν κιόλας μη βγει κανένα τέρας από το πουθενά…

Ξαφνικά τον είδε!Το τρέμουλο τον έκανε να ανέβει για λίγο, τόσο όσο χρειάστηκε να τον αρπάξει από τα μαλλιά. Αναπνοή δεν είχε, τού τελείωσε γρήγορα και ετούτος εδώ ήταν βαρύς σαν μολύβι! Άρχισε να ανεβαίνει με την ψυχή στο στόμα, προσέχοντας μη τον τυλίξει ο επιληπτικός και τον πάρει κάτω… Ανάσα επιτέλους! Με όση δύναμη τού είχε απομείνει τού έβγαλε το κεφάλι από το νερό…

« Ντίνοοοο…» Η Μαίρη το χαβά της. Πλησίασε στα βράχια και δοκίμασε να τον σηκώσει λίγο. Τίποτα ασήκωτος ο κερατάς μολύβι σκέτο. Προσπάθησε μαζί με τη Μαίρη, τίποτα. Κάποιοι ξένοι τουρίστες έκαναν ηλιοθεραπεία παρακάτω στα βράχια… «Heeelp»…. Τίποτα… « Ηeeelp»… 0ι μαλάκες κουνάγανε τα χέρια τους νομίζοντας ότι τους χαιρετάνε… Άντε λίγο το χέρι, λίγο τον ώμο, πιάσε από εδώ πιάσε από εκεί, ανέβασαν τον λιπόθυμο Ντίνο στο πλάτωμα, στα βράχια.

«Ντίνοοοο…». «Μαιρούλα, επιτέλους βγάλε τον σκασμό και βοήθα!». Τον γύρισαν στο πλάι, εκείνος έβγαλε λίγο νερό. Κάπως ανέπνεε… Είδε με φρίκη αίμα στο δικό του γόνατο… Στην προσπάθεια να τον ανεβάσει είχε κοπεί στα βράχια… «Γαμώτο», έβρισε σιγά… Τότε ο Ντίνος ακούστηκε να λέει με αδύναμη φωνή: «Γιατί είμαι βρεγμένος;»… «Γιατί είσαι βρεγμένος; Γιατί είσαι βρεγμένος;» Του’ ρθε να του τα χώσει άσκημα, όχι για την ταλαιπωρία, αλλά για το ότι έκρυβε την πάθησή του και άκουσον-άκουσον, τον είχαν αφήσει να οδηγήσει στην εθνική οδό! Έτσι και τον έπιανε η επιληψία στο τιμόνι θα τους είχε θερίσει κάποιο φορτηγό… Τον τύλιξαν με πετσέτες, του έτριψαν τα πόδια και τα χέρια, τον πήγαν σε σκιερό μέρος, γιατί ο ήλιος ήταν αυτός που προκάλεσε την κρίση.

Έτσι σιγά-σιγά με το παραμιλητό του Ντίνου, τα αναφιλητά της Μαίρης και τα δικά του μπινελίκια, ο παρ΄ ολίγον πνιγμένος άρχισε να συνέρχεται. Τότε ξαφνικά -και ενώ ο Ντίνος δεν έτρεμε πλέον- άρχισε να νοιώθει ο ίδιος ένα μικρό τρέμουλο, που δεν μπορούσε να το σταματήσει, που δεν μπορούσε να το εξηγήσει εκείνη τη στιγμή. Να ήταν η κούραση; Η αγωνία; Μπα...Κάτι άλλο ένοιωθε. Κάτι πρωτόγνωρο!

Πήρε μια βαθιά ανάσα, δυό ανάσες τίποτα. Το τρέμουλο συνέχισε να διαπερνά όλο το σώμα του. «Τι διάολο τρέμω με σαράντα βαθμούς θερμοκρασία;» Σκέφτηκε… Χρειάστηκε όμως να περάσουν αρκετά λεπτά για να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς του συνέβαινε. Αυτό δηλαδή που θα ένοιωθε κάποιος που μόλις πριν από λίγο είχε σώσει μια ανθρώπινη ζωή! Ήταν ένα συναίσθημα τόσο περίεργο όσο και σπάνιο. Μια ένταση και μια ανάταση, που σε κάνει να πατάς στη γη πιο γερά, πιο σταθερά από ποτέ! Κάτι που δεν περιγράφεται εύκολα με λέξεις και σίγουρα δεν ξεχνιέται ποτέ!

Γράφει ο ( Φράνκ )

Μάτι: Πεδίο βολής 5΄λεπτά από την Ομόνοια!

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X