Ο κύκλος των Eretikon ποιητών

~ Σπύρος Κιοσσές: Το Γοβάκι ~

~ Σπύρος Κιοσσές: Το Γοβάκι ~
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Πολλά χρόνια πριν, πρωτοετής στη Θεσσαλονίκη.Έμενα κέντρο, σ’ ένα στενό απέναντι απ’ την Καμάρα, γεμάτο πολυώροφες πολυκατοικίες του ’70, βαμμένες ένα άρρωστο κίτρινο.

Ασφυκτικά ακουμπούσαν η μια στην άλλη οι ζωές των ενοίκων τους.
Σεπτέμβρης μήνας, πολλή ζέστη ακόμη, διάβαζα για την εξεταστική.

Έδινα την επόμενη μέρα ένα μάθημα επιλογής, κάτι για τον λαϊκό πολιτισμό.
Είχα ανοιχτή μπροστά μου τη «Μορφολογία του παραμυθιού» του Προπ.

Κόντευε μεσάνυχτα κι εγώ, άμαθος ακόμη από ξενύχτια, προσκυνούσα πάνω στα βιβλία που ήταν απλωμένα στο τραπέζι της κουζίνας.
Το ’χα και γραφείο μαζί – πιο γεμάτο, δηλαδή, ήταν συνήθως από τροφή πνευματική παρά υλική.

Δύσκολα χρόνια, ευτυχώς που υπήρχε κι η Λέσχη. Η ατμόσφαιρα του δωματίου ασφυχτική.
Το παράθυρο ανοιχτό σε μάταια αναζήτηση λίγης δροσιάς.
Καθημερινή ήταν, ησυχία έξω.

Προσπαθώντας με το ζόρι να κρατήσω τα μάτια ανοιχτά, διάβαζα για τους ρόλους που επιτελούν οι χαρακτήρες του παραμυθιού: ο ήρωας, η πριγκίπισσα, ο ανταγωνιστής, ο βοηθός.

Αλλά και για τις μεταβολές που μπορούν να συμβούν στη σφαίρα δράσης τους.
Κάποιο πρόσωπο να φαίνεται ότι λειτουργεί στην αρχή ως βοηθός του ήρωα και μετά να αποδεικνύεται αντίπαλός του.

Ή κάτι τέτοιο. Δεν μπορούσα να επεξεργαστώ τις πληροφορίες.
Σ’ ένα μεταίχμιο το μυαλό, στη γκρίζα ζώνη μεταξύ ύπνου και ξύπνιου.
Βυθισμένο σε μια δική του θολή αλήθεια – ή ψέμα.

Όταν ξαφνικά το ανασύρει από κει απότομα ο ήχος μιας γυναικείας φωνής.

Ένα κλάμα που ακούγεται από κάπου μακριά – ή μήπως κοντά; – κάτι σα παράπονο κι ικεσία μαζί. Και μετά κι άλλη φωνή, πιο δυνατή, αντρική τώρα, γιατί σε κοιτούσε μωρή καργιόλα έτσι αυτός;
Σε ήξερε;
Κι η γυναικεία φωνή, ανάμεσα σε λυγμούς, όχι, σ’ τ’ ορκίζομαι, αγάπη μου, πρώτη φορά τον έβλεπα, πρώτη φορά πήγαινα εκεί, μαζί σου ήμουν συνέχεια, πού να τον ξέρω;

Θόρυβος δυνατός μετά, μάλλον χτύπημα σε λαμαρίνα αυτοκινήτου, έλα δω μωρή, μην τρέχεις, θα σε πιάσω, ουρλιαχτό ξανά, μη, σε παρακαλώ, φοβάμαι, πάνω μου κατουρήθηκα, κοίτα, χάλια έγινε το φόρεμά μου, σε παρακαλώ, πώς θα γυρίσω έτσι στο σπίτι μου, τι θα πω στη μάνα μου, αλήθεια σου λέω, πρώτη φορά τον έβλεπα. Και μετά τίποτα.

Μια θολή κι αποπνικτική ηρεμία.
Την άλλη μέρα το πρωί πετάγομαι ταραγμένος απ’ τον θόρυβο του απορριμματοφόρου.
Με είχε πάρει ο ύπνος.

Ντύνομαι γρήγορα, μες στην αγωνία να προλάβω τις εξετάσεις, δεν πλένομαι καν, στιλό και κόλλα αναφοράς μην ξεχάσω, δυο δυο κατεβαίνω τα σκαλιά, κλείδωσα την πόρτα;, ορμάω έξω απ’ την πολυκατοικία, το πάσο το πήρα;, στρίβω δεξιά, τρέχω προς Εγνατία και μετά – ούτε που καταλαβαίνω πώς, μετά, παραπατάω και σωριάζομαι στο πεζοδρόμιο.
Δεν κοιτούσα κάτω, κάπου σκόνταψα.

Σηκώνομαι βιαστικός, ούτε που με νοιάζει που έγινα θέαμα, ψάχνω το πάσο μου, κάπου εδώ κοντά έπεσε.
Και τότε το βλέπω.
Ένα μαύρο γυναικείο παπούτσι. Αυτό πάτησα κι έπεσα. Μια γόβα.
Ένα γοβάκι Σταχτοπούτας που βιαζόταν.
Που έτρεχε με την ψυχή στο στόμα να πάει στο σπίτι της.
Να προλάβει να φύγει.
Γιατί τα όμορφα ρούχα της είχαν βρομίσει.
Και γιατί οι πρίγκιπες είχαν γι’ αυτήν αλλάξει ρόλο, ίσως για πάντα.
Δεν θυμάμαι αν πέρασα το μάθημα.
Ούτε καν αν πήγα να το δώσω.

Σπύρος Κιοσσές
Επιμέλεια Ενότητας:Αυγουστάτου Σόφη

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X