Eretiki Κριτική

Εretiki κριτική της ταινίας “Άγνωστοι Μεταξύ Μας”

Εretiki κριτική της ταινίας “Άγνωστοι Μεταξύ Μας”
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Από τον Eretiko κριτικό Γιάννη Κρουσίνσκυ

Η επιτυχία του έργου οφείλεται στο γεγονός, πως λόγω της σύνθετης δομής του ανάμεσα σε μυστήριο, θρίλερ και ρομαντική απόδοση συνιστά μια ενδιαφέρουσα μορφή χαμένης τρυφερότητας. Έτσι κατορθώνει να αφορά κάθε ευαισθητοποιημένο θεατή, ανεξαρτήτως σεξουαλικότητας.

Ωστόσο, η ταινία του Χέϊγκ βρίσκει κινηματογραφικά το δικό της αλλιώτικο υφολογικό περιεχόμενο μέσα από ένα φιλοσοφικό χάδι συναισθηματικής αναπλήρωσης, υπό μορφή δραματοθεραπείας για τον κεντρικό ήρωα, ο οποίος ακολουθεί μαγνητικά ένα μονοπάτι αμφισβητούμενης τρυφερότητας.

Εκεί ενυπάρχει η αίσθηση της παιδικότητας, της αδικίας, της ενηλικίωσης που έκανε προσωρινή παύση και φυσικά της απολύτως σεβαστής διαφορετικότητας.

Ανάλυση

Γενικώς…

Η νέα ταινία του Άντριου Χέϊγκ κάνει τον θεατή να κατανοήσει, πώς είναι να βρίσκεσαι μέσα στον μοναχικό και συνάμα δημιουργικό κόσμο της περσόνας ενός συγγραφέα τηλεοπτικών-κινηματογραφικών σεναρίων. Βεβαίως όχι ακριβώς στις σελίδες των γραπτών του, μα μέσα στο μυαλό του κατά τη ροή της γόνιμης φαντασίας εκείνου. Αυτή η φαντασία του συγγραφέα σεναρίων πέραν των δημιουργικών ιδεών στο επαγγελματικό περιβάλλον- φέρει ακατάπαυστη επιρροή και στον τρόπο σκέψης της προσωπικής του ζωής μέσω προβεβλημένων εντυπώσεων.

Εκεί λοιπόν ακριβώς θα μας πάει η ταινία, αφήνοντας το καλά ρυθμισμένο επαγγελματικό κομμάτι του συγγραφέα σεναρίων εντελώς απέξω και εστιάζοντας αποκλειστικά στο πόσο η ευφάνταστη ψυχολογική άμυνά του τον συνοδεύει στα ενδόμυχα μονοπάτια της προβληματικής μοναχικότητάς του. Όσο και αν ο ίδιος προσπαθεί να την ξεχάσει. Σε μια ρέουσα μορφή φαντασίας, η οποία δεν σταματά να αναμετράται με το παρελθόν, μαχόμενη να το βελτιώσει, ενόσω επιπροσθέτως δεν παραλείπει να ανασκευάζει ρομαντικά και το παρόν.

Προτού περάσουμε όμως στη σκηνοθεσία, κοιτάζοντας πιο προσεκτικά τον σκελετό των κινηματογραφικών παραμέτρων του εν λόγω έργου, παρατηρούμε, ότι έχουν ληφθεί κάποιες σωστές διαδοχικές αποφάσεις στην εξέλιξη του σεναρίου της ταινίας “Άγνωστοι Μεταξύ Μας.” Τούτες οι αποφάσεις χτίζουν πολύ σημαντικά θεμέλια, προκειμένου να μπορεί έπειτα η εικονοποιημένη αφήγηση να μεταδώσει αισθαντικότητα μυστηρίου στον θεατή. Δύο αποφάσεις.

Η πρώτη σωστή απόφαση για την επιτευχθείσα ενσυναισθητική αύρα της πλοκής, ήταν αυτή η ωφέλιμη επικέντρωση στο πώς διαχειρίζεται ο συγγραφέας τηλεοπτικών και κινηματογραφικών σεναρίων, Άνταμ, τον ελεύθερο χρόνο στην προσωπική του ζωή, εν συναρτήσει με τα όσα τον βαραίνουν ψυχολογικά εκεί. Δηλαδή το γεγονός ότι η όποια εσωτερική διαμάχη του Άνταμ επικεντρώνεται μονάχα στην προσωπική του ζωή, κατά την οποιαδήποτε ανάλογη διασταύρωση ανθρώπινης σχέσης (εδώ οικογενειακή, ερωτική), ωφελεί πραγματικά τον θεατή, ώστε να λειτουργήσει πιο ενσυναισθητικά απέναντι στον κεντρικό ήρωα.

Και όντως, δεν μας ενδιαφέρει καθόλου η επαγγελματική του αρτιότητα, μα μόνο ο προβληματικός ιδιωτικός βίος, που κουβαλά με αρκετή εσωστρέφεια μέσα του ο Άνταμ. Έτσι ο θεατής αποκτά ιδιωτική πρόσβαση σε κάτι που φτιάχνεται μεν (επίλυση υπαρξιακών προβλημάτων), αλλά δεν έχει κιόλας εγχειρίδιο κανόνων.

Έπειτα ας μην ξεχνάμε, ότι το τωρινό έργο Άγνωστοι Μεταξύ Μας” (2023) του Άντριου Χέϊγκ είναι βασισμένο στο βιβλίο Strangers” (1987) του Ταΐσι Γιαμάντα. Μάλιστα, αποτελεί τη δεύτερη διασκευή στο βιβλίο αυτό, μετά την εντελώς διαφορετική υπόθεση της προϋπάρχουσας horror ταινίας The Discarnates” (1988). Ωστόσο, η ταινία του Χέϊγκ βρίσκει κινηματογραφικά το δικό της αλλιώτικο υφολογικό περιεχόμενο μέσα από ένα φιλοσοφικό χάδι συναισθηματικής αναπλήρωσης, υπό μορφή δραματοθεραπείας για τον κεντρικό ήρωα, ο οποίος ακολουθεί μαγνητικά ένα μονοπάτι αμφισβητούμενης τρυφερότητας. Εκεί ενυπάρχει η αίσθηση της παιδικότητας, της αδικίας, της ενηλικίωσης που έκανε προσωρινή παύση και φυσικά της απολύτως σεβαστής διαφορετικότητας.

Αλλά μάλλον και της οριακής αυτοκαταστροφής, καθότι ο ίδιος ο ήρωας σκαλίζει τελικά το γονεϊκό τραύμα του, αγωνιζόμενος να το ξεπεράσει. Σαφέστατα λοιπόν, στην τωρινή ταινία του Χέϊγκ η γκέϊ περσόνα του κεντρικού ήρωα διαφοροποιεί με ενδιαφέρουσες αντιρατσιστικές προεκτάσεις την προοπτική του σεναρίου. Παρόλα αυτά, όσον αφορά τη συνολική κινηματογραφική και κατ’ επέκταση καλλιτεχνική έκφραση, πρακτικά δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία, ότι ο κεντρικός ήρωας ήταν σε αυτή τη διασκευή ταινίας μια γκέϊ περσόνα επιτυχημένου συγγραφέα σεναρίων. Αλλά αντιθέτως αποκτά ενδιαφέρον, το πώς ο ίδιος το διαχειρίστηκε προσωπικά σε σχέση με τη σύνδεση άλλων κρίσιμων γεγονότων.

Διότι εδώ ο κεντρικός ήρωας Άνταμ μεταφέρει διαρκώς μαζί του ένα ανεπούλωτο οικογενειακό και υπαρξιακό τραύμα, ταυτοχρόνως. Οι γονείς του σκοτώθηκαν σε τροχαίο ατύχημα, όταν ο ίδιος ήταν μόλις δώδεκα ετών. Συνέβη μέσα στις χριστουγεννιάτικες γιορτές, κατά τη δεκαετία του 1980. Οι γονείς του Άνταμ βγήκαν εκείνο το βράδυ για να διασκεδάσουν και δεν ξαναγύρισαν ποτέ, λόγω τραγικού συνδυασμού οδήγησης υπό μέθη και απειλητικού λεπτού πάγου στο οδόστρωμα. Και έτσι ο Άνταμ δεν πρόλαβε ποτέ να συστηθεί πραγματικά με τους γονείς του. Δεν πρόλαβε να ζήσει καν την εφηβεία και την πορεία ενηλικίωσης κοντά τους. Δεν πρόλαβε να μάθει, εάν θα τον αποδέχονταν ποτέ τους. Δεν πρόλαβε ούτε να μοιραστεί την επαγγελματική του πρόοδο μαζί τους.

Ο ίδιος τριάντα ολόκληρα χρόνια μετά, ταξιδεύει νοητικά σε μια αναγκαία και παράλληλα γεμάτη μυστήριο συνάντηση μαζί τους. Τους επισκέπτεται τακτικά στο παλιό τους σπίτι και εκείνοι παραδόξως διαθέτουν την ηλικία των τριαντάρηδων, ολοζώντανοι απέναντί του. Δηλαδή ακριβώς όπως ήταν οι γονείς του, λίγο προτού πεθάνουν. Ο σαραντάρης ενήλικος Άνταμ επιλέγει τότε να τους γνωρίσει καλύτερα, αφού τους παρουσιάσει πρώτα τον δικό του εαυτό. Ναι, είναι σεναριακά έξυπνο, το ότι εκείνος σε τούτες τις συναντήσεις παρουσιάζεται ως ηλικιακά μεγαλύτερός τους. Αυτή αποτελεί τη δεύτερη ορθή σεναριακή απόφαση της ταινίας!

Από εκεί και πέρα, το ξαναλέω όμως, δεν έχει κομβική σημασία για την ειδική διασκευή της ταινίας του Άντριου Χέϊγκ απλώς το ότι ο κεντρικός ήρωας ήταν γκέϊ. Μα αντιθέτως, δίνεται ισχυρή βάση στο πότε και στο πώς πέθαναν οι γονείς του, υιοθετώντας πιθανώς μεταξύ άλλων και την αμφιλεγόμενη αντίληψη (άλλη αντιμετώπιση έχουν πατέρας και μητέρα του Άνταμ) μιας ολόκληρης νοοτροπίας-εποχής, περί σεξουαλικής και όχι μόνο ελευθερίας…Παράλληλα αποδεικνύεται σημαντικό, το πώς αποδίδεται σεναριακά και αφηγηματικά το βίωμα στο υπαρξιακό και οικογενειακό τραύμα του κεντρικού χαρακτήρα Άνταμ. Καθώς επίσης και το πώς αντιμετωπίζει ο ίδιος την αποδοχή της σεξουαλικότητάς του στο σήμερα σε σχέση με παλιές του, δικαιολογημένες και μη, φοβίες.

Συμπερασματικά

Η επιτυχία του έργου οφείλεται στο γεγονός, πως λόγω της σύνθετης δομής του ανάμεσα σε μυστήριο, θρίλερ και ρομαντική απόδοση συνιστά μια ενδιαφέρουσα μορφή χαμένης τρυφερότητας. Έτσι κατορθώνει να αφορά κάθε ευαισθητοποιημένο θεατή, ανεξαρτήτως σεξουαλικότητας. Διότι διαθέτει παράλληλα βασικούς υπαρξιακούς προβληματισμούς (γονεϊκή απώλεια, μοναχικότητα, αναντικατάστατη γονεϊκή αγάπη, επίπονο παρελθόν, στάσιμο παρόν, φόβος για την εμπιστοσύνη σε κάθε ανθρώπινη σχέση), αλλά και συγκεκριμενοποιημένες συνθήκες πανανθρώπινης ευαισθητοποίησης (για όποια/όποιον διαθέτει ομοφυλοφιλία ή αμφισεξουαλικότητα μέσα της/του ή για όποιο άτομο απλώς λειτουργεί ως ετεροφυλόφιλος αντιρατσιστής, ταγμένος υπέρ των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων).

Επιπλέον, η έκφραση του Χέϊγκ περιλαμβάνει σεναριακά μεν λίγες, μα κρίσιμες ανατροπές, που αναβαθμίζουν την ταινία, αποκαλύπτοντας υπομονετικά και μεθοδικά το σκεπτικό του όλου έργου στον θεατή. Μία από αυτές τις ιδιαίτερες ανατροπές συνιστά η ήπια και χωρίς καμία δυσκολία, υγιής αποδοχή του πατέρα στην ομοφυλοφιλία του γιου Άνταμ. Ιδίως εάν σκεφτούμε, ότι αυτή λαμβάνει χώρα εν αντιθέσει με την κακοφορμισμένη αντίδραση κατανόησης από την ενοχλημένη μητέρα του.

Η δε σκηνοθεσία του Άντριου Χέϊγκ μαζί με το μοντάζ του Τζόναθαν Άλμπερτς μάς συστήνουν πολύ αποκαλυπτικά τον Άνταμ και πολύ θολά την πραγματική εικόνα των γονιών του ή και του γείτονά του, Χάρρυ. Η ζεστασιά και η πρόθεση εμπιστοσύνης έρχονται από τον Άνταμ σαν μορφή δεύτερης ευκαιρίας και στις δύο περιπτώσεις. Ο πραγματικός τρόμος όμως εξακολουθεί να βρίσκεται μέσα στο μυαλό του Άνταμ. Το κλίμα μυστηρίου καλλιεργείται από τη διεύθυνση φωτογραφίας του Τζέϊμι Ράμσεϊ σε συνδυασμό με τα επιτελεία των συντελεστών σε οπτικά και ειδικά εφέ αντιστοίχως.

Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η Κάθαρση του Άνταμ ήταν να ξεπεράσει τελικά τον οποιονδήποτε Θάνατο, στο οποιοδήποτε χρονικό διάστημα. Να νικήσει δηλαδή το δίπολο Θανάτου/Χρόνου. Εν τέλει, μοιάζει να μην χρειάζεται να ξανακάνει εκείνος το ίδιο νοητικό ταξίδι ούτε για το παρελθόν με τις οικογενειακές σχέσεις, ούτε για συναντήσεις στο παρόν με ερωτικές υποσχέσεις. Υπό αυτή την έννοια, το έργο έδωσε μια ενδιαφέρουσα απάντηση Κάθαρσης ή έστω κάτι από την αύρα της…

Απλά, δυστυχώς το οπτικοποιημένο ταξίδι μέχρι να φτάσουμε σε τούτη την απάντηση εμπεριέχει ορισμένες άνισες -από άποψη γοητείας- στιγμές. Αυτές αποχρωματίζουν το ενδιαφέρον της ταινίας, περνώντας στον θεατή μια προσωρινή εντύπωση φίλτρου κοινοτοπίας (π.χ. το μοτίβο με το κλαμπ, τον χορό και τα ναρκωτικά, ειλικρινά αποτελεί ένα βαρετό, χιλιοειπωμένο και εκνευριστικά μη ρεαλιστικό κλισέ).

Όμως το σύνολο της ταινίας αποζημιώνει ξεκάθαρα τον θεατή. Με συνέπεια εκείνος να προσπερνά εύκολα αυτές τις λίγες αρνητικές στιγμές και τελικώς να κατανοεί, εξαιτίας μιας κρίσιμης ανατροπής που επεξηγεί την ψυχολογική απόσταση των Άνταμ-Χάρρυ, το γιατί συνέβησαν αφηγηματικά.

Σκεπτικό…

Εύστοχη Ανατροπή

Ούτε προβλέψιμη, ούτε και απρόβλεπτη. Μα αποδεικνύεται ως εύστοχη η εν λόγω ανατροπή, ως προς τον Χάρρυ και τον Άνταμ. Την έχει πραγματικά ανάγκη αυτή η ταινία, ώστε να μην μπορώ να σας την αποκαλύψω. Ωστόσο μπορώ να πω, ότι το σενάριο, η σκηνοθεσία και το μοντάζ ένωσαν ιδανικά τον κόσμο της κρίσης πανικού του ήρωα Άνταμ και της γενικής του υπαρξιακής ανησυχίας μέσα από τα όνειρα, τη ρομαντική αλληλοϋποστήριξη και τη διεκδίκηση αυτογνωσίας, προκειμένου να φτάσουμε τελικά αλυσιδωτά σε αυτή την εύστοχη ανατροπή.

Πιο Αναλυτικά…

Ερμηνείες

Άντριου Σκοτ (Άνταμ)

Ένας εξαιρετικός επαγγελματίας. Είτε παίξει σαν απόμακρος χαρακτήρας τον ρόλο του υπολοχαγού Λέσλι στην ταινία “1917” είτε τον πρωταγωνιστικό ανταγωνιστή Μοριάρτι στην τηλεοπτική σειρά “Sherlock”, το ταλέντο του παραμένει ευδιάκριτο. Εδώ αποδεικνύεται ως ένας πολύ καλός πρωταγωνιστής, που έδωσε το κάτι παραπάνω σε σχέση με τις απαιτήσεις της ταινίας, προκειμένου η εξωτερική ηρεμία της περσόνας να ελευθερώσει το μοτίβο μυστηρίου της σκηνοθεσίας.

Παράλληλα, ανταπεξήλθε σε πολύ δύσκολη αποστολή, υποδυόμενος ψυχολογικά τραυματισμένο παιδί και μπερδεμένο ενήλικο, με καίριες συναισθηματικές εναλλαγές. Η μεγάλη επιτυχία του εδώ είναι ότι ο ίδιος σε αντίθεση με τα λεγόμενα του ρόλου, σπάει τα κλισέ περί σεξουαλικότητας και παγιωμένης συμπεριφοράς. Πάντως, δεν είναι η καλύτερη ερμηνευτική στιγμή στην καριέρα του. Εδώ κάτι λείπει…Αλλά δεν ευθύνεται ο ηθοποιός για αυτό.

Πολ Μεσκάλ (Χάρρυ)

Στη συγκεκριμένη ταινία, κατά την άποψή μου, ο ηθοποιός έκανε αυτό που χρειαζόταν. Ναι, συνεισέφερε κάπως στη συναισθηματική ενίσχυση του έργου. Μα ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί ήταν νικητής ερμηνείας για καλύτερη υποστηρικτική απόδοση στα “British Independent Film Awards”, μέσα από τούτο το ρόλο. Το βρίσκω υπερβολικό.

Τζέϊμι Μπελ (Πατέρας του Άνταμ)

Εδώ αντιθέτως, έχουμε την πραγματικά καλή, κρυμμένη ερμηνεία! Στο ρόλο του πατέρα ο ερμηνευτής έχτισε μια ζεστή σχέση απέναντι στον κεντρικό ήρωα, αλλά και στο κοινό. Η πραότητα και μια εσωτερική δύναμη στο ρόλο είναι μονίμως παρούσες. Η στιγμή κατά την οποία ο ρόλος μοιράζεται τα επίπονα πατρικά λάθη μαζί με τον ακριβοδίκαιο γιο, είναι ουσιώδης.

Κλαιρ Φόϊ (Μητέρα του Άνταμ)

Ενδιαφέρουσα! Στο ρόλο της ανεξαρτητοποιημένης μητρικής αγάπης για το παιδί της, καθώς και της απορημένης ενηλίκου για τη διαδικασία αποδοχής της διαφορετικότητας του γιου της, η ερμηνεύτρια τα πήγε πολύ καλά.

Μια διανομή της Feelgood Entertainment

Συντελεστές

Σενάριο: Andrew Haigh, Taichi Yamada. Σκηνοθεσία: Andrew Haigh. Μοντάζ: Jonathan Alberts. Διεύθυνση Φωτογραφίας: Jamie Ramsay. Πρωταγωνιστούν/συμμετέχουν: Andrew Scott, Paul Mescal, Jamie Bell, Claire Foy κ.ά. Διανομή Ρόλων: Kahleen Crawford. Κοστούμια: Sarah Blenkinsop. Μακιγιάζ: Nicola Buck, Zoe Clare Brown κ.ά. Διεύθυνση Σκηνογραφίας: Bill Brown, Luke Deering. Εσωτερική Διακόσμηση: Lauren Doss, Marian Murray. Ειδικά Εφέ: Scott MacIntyre. Οπτικά Εφέ: Simon Hughes. Μουσική: Emilie Levienaise-Farrouch. Ήχος: Joakim Sundström, Jorge Alarcón κ.ά.

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X