Το βρετανικό περιοδικό «The Economist» προειδοποιεί στο τελευταίο του τεύχος ότι «φθάνει στο τέλος» η οικονομική ανάκαμψη που προήλθε μετά την πανδημία του κορωνοϊού στην Ευρώπη. «Και αυτό μπορεί να επηρεάσει τις οικονομικές προοπτικές, την ανάπτυξη της απασχόλησης και να προκαλέσει “μικρή πίεση” για την αντιμετώπιση των μεταρρυθμίσεων για την ανεργία».

Στο σημαντικό άρθρο με τίτλο «η έκρηξη της απασχόλησης στη νότια Ευρώπη δεν είναι αρκετά ισχυρή», το βρετανικό περιοδικό εξετάζει τα στοιχεία για την απασχόληση στην Ισπανία, την Ιταλία, τη Γαλλία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα και υπογραμμίζει ότι η «έκρηξη» είναι «λιγότερο εντυπωσιακή από όσο φαίνεται».

 

«Αυτή η κατάσταση δεν φαίνεται πιθανό να βελτιωθεί», σύμφωνα με τον Economist, που επισημαίνει ότι η μετά την πανδημία ανάκαμψη στον ευρωπαϊκό νότο, που ωθείται από τον τουρισμό και τα «μεγάλα» δημόσια ελλείμματα, «φθάνει στο τέλος» και θα αρχίσει να μειώνεται μετά το 2024.

Στη Γαλλία, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε κατά ένα δέκατο το τρίτο τρίμηνο. Στην Ισπανία πολλοί εργαζόμενοι που εγκατέλειψαν το σχολείο για να εργαστούν στις κατασκευές τις τελευταίες δύο δεκαετίες, είδαν την οικονομική κρίση να τελειώνει τις προσδοκίες τους, ενώ στην Ιταλία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία υπάρχει ένα «ασυνήθιστα μεγάλο» ποσοστό ανέργων που είναι εκτός εργασίας για περισσότερους από έξι μήνες.

 

Ο Economist εξηγεί ότι όταν η ανεργία επιμένει, οι ένοχοι είναι οι δομικοί παράγοντες και προτείνει έναν συνδυασμό τριών μέτρων για τη μείωσή της: Επαγγελματική κατάρτιση, αύξηση της κινητικότητας για την εξεύρεση εργασίας και πιο «ευέλικτη» νομοθεσία σε ό,τι αφορά τις συμβάσεις αορίστου χρόνου.

Το βρετανικό περιοδικό καταλήγει μάλιστα στο συμπέρασμα ότι οι πολιτικοί στη νότια Ευρώπη «δεν φαίνεται να νοιάζονται υπερβολικά για τίποτα από όλα αυτά», εν μέρει, επειδή «ορισμένοι από τους ανέργους εργάζονται στην παραοικονομία». Ταυτόχρονα, η απασχόληση αυξάνεται και αυτό έχει ασκήσει «λίγη πίεση» στους πολιτικούς να αντιμετωπίσουν τις «ακανθώδεις» διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. «Αυτό μπορεί να αλλάξει τώρα που η ανάκαμψη φτάνει στο τέλος της», προειδοποιεί ο Economist.

 

Επιβράδυνση στην ΕΕ

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, το ΑΕΠ της Ευρωζώνης το τρίτο τρίμηνο σημείωσε πτώση 0,1%, ενώ η απασχόληση αυξήθηκε κατά 0,2%. «Εκ πρώτης όψεως φαίνεται σαν μια αντίφαση», εξηγεί ο Λουίτζι Καμπίλιο, καθηγητής Οικονομικής Πολιτικής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, αλλά δεν είναι. Τα δεδομένα για την αγορά εργασίας συνήθως καταγράφουν τις επιπτώσεις μιας επιβράδυνσης στην αγορά εργασίας με καθυστέρηση μερικών μηνών.

Εξετάζοντας επίσης τα στοιχεία των επιμέρους χωρών, υπάρχουν ενδείξεις σημαντικής επιβράδυνσης και σε ό,τι αφορά δύο σημαντικές οικονομίες όπως η Γερμανία και η Γαλλία, που και οι δύο κατέγραψαν πτώση του ΑΕΠ της τάξης του 0,1%. Μπορεί να είναι ένα κυκλικό φαινόμενο, αλλά γενικά δεν υπάρχουν ισχυρά σημάδια ανάπτυξης της παραγωγικής δραστηριότητας.

 

«Η μείωση του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη ήρθε σε μια περίοδο μάλιστα που ο πληθωρισμός υποχωρεί. Αλλά η μείωση της τάσης αύξησης του πληθωρισμού, αν και καλό νέο, δεν σημαίνει ότι το επίπεδο των τιμών πέφτει, ειδικά σε σύγκριση με αυτό πριν από δύο χρόνια. Σαν να μην έφτανε αυτό, η αγοραστική δύναμη των Ευρωπαίων μειώνεται, δεδομένου ότι οι μισθοί δεν αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό με τον πληθωρισμό», τονίζει ο ιταλός καθηγητής.

Γερμανική πίεση για λιτότητα

Την ίδια ώρα όμως οι χώρες του Βορρά, με πρώτη τη Γερμανία, πιέζουν και πάλι για θεσμοθέτηση της λιτότητας στις διαπραγματεύσεις που συνεχίζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας.

 

Στο τελευταίο Ecofin δεν υπήρξε και πάλι συμφωνία για το νέο Σύμφωνο και το θέμα παραπέμφθηκε στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ, την προσεχή Πέμπτη και Παρασκευή, στις Βρυξέλλες. Στην πραγματικότητα, γίνεται πολύς λόγος για τροχιές, παραμέτρους και όρια που σχετίζονται με το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά ελάχιστα για επενδύσεις και πολιτικές μείωσης του χάσματος μεταξύ των χωρών μελών.

Ο γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρουνό Λεμέρ, εκφράζοντας τον Νότο, επέμεινε ότι η αποκατάσταση των δημόσιων οικονομικών πρέπει να συμβαδίζει με αναπτυξιακές επενδύσεις στην ενεργειακή μετάβαση ή στην κοινή άμυνα.

 

Ο γερμανός συνάδελφός του, Κρίστιαν Λίντνερ, απέκλεισε όμως κάθε «χρυσό κανόνα» για τις επενδύσεις. Για τον Λίντνερ, βέβαια, η διαπραγμάτευση για το νέο Σύμφωνο έχει φτάσει στο 92%, για τον Λεμέρ είναι 95%, αλλά όπως πάντα ο διάβολος είναι στις λεπτομέρειες.

Οι «λεπτομέρειες»

Ποιος είναι ο «διάβολος» που κρύβεται στις λεπτομέρειες; Φαίνεται να έχει συμφωνηθεί ότι όσες χώρες έχουν υπερβολικό έλλειμμα θα πρέπει να πραγματοποιήσουν μια ελάχιστη ετήσια «διαρθρωτική προσαρμογή» 0,5% του ελλείμματος ως προς το ΑΕΠ. Αλλά η Επιτροπή θα είναι σε θέση, για μια μεταβατική περίοδο από το 2025, το 2026 και το 2027, «να λάβει υπόψη και να συνυπολογίζει την αύξηση των τόκων που καταβλήθηκαν για τον υπολογισμό της προσπάθειας προσαρμογής στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος».

 

Έπειτα, υπάρχει η νέα ρήτρα διασφάλισης για το έλλειμμα: αφού επανέλθει τουλάχιστον στο 3% του ΑΕΠ για όλους, θα πρέπει να μειωθεί στο 1,5% για χώρες με χρέος μεγαλύτερο από 90% του ΑΕΠ. Για να επιτευχθεί ο στόχος, το διαρθρωτικό έλλειμμα καθαρό από τόκους θα πρέπει να είναι 0,3% ετησίως (0,2% για όσους προσαρμόζουν τον προϋπολογισμό σε 7 χρόνια και όχι σε 4 όπως πρότεινε η Γαλλία). Το χρέος, ωστόσο, θα πρέπει να μειώνεται κατά μία ποσοστιαία μονάδα ετησίως όπως θέλει η Γερμανία.

Οι Νότιοι επιδιώκουν να υπάρξει μια ευελιξία που να μην είναι κατά κάποιο τρόπο εφάπαξ, αλλά οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της Επιτροπής και των επιμέρους χωρών να λαμβάνουν πάντα υπόψη τις δυσκολίες που συναντώνται από καιρό έως χρόνο στη διαχείριση της οικονομίας. Κάτι που προκάλεσε την αντίδραση του γερμανού υπουργού Κρίστιαν Λίντνερ.

 

Η διαίρεση της ΕΕ

Δυστυχώς, η ΕΕ δεν έχει διαιρεθεί μεταξύ γερακιών και περιστεριών, φιλοευρωπαίων και εθνικιστών , φειδωλών και σπάταλων, αλλά μεταξύ ανθρώπων που έχουν αυταπάτες και των ρεαλιστών. Η καταιγίδα τελείωσε, σκέφτονται όσοι πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες ζουν με αυταπάτες. Άρα, πρέπει να επιστρέψουμε στην «κανονικότητα», αποκαθιστώντας με κάποιες προσαρμογές τους κανόνες που ρυθμίζουν την οικονομική δράση της ΕΕ, ειδικά μεταξύ των χωρών που μοιράζονται το ίδιο νόμισμα.

 

Οι ρεαλιστές είναι πεπεισμένοι ότι η πανδημία τελείωσε, αλλά  έχουν ξεσπάσει άλλες καταιγίδες, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, η κρίση του φυσικού αερίου, ο πληθωρισμός και τώρα η μάχη της Γάζας, με άμεσο αντίκτυπο στην οικονομική και πολιτική ζωή της Ένωσης. Οι Νότιοι είναι με τους ρεαλιστές. Οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης με τη Γερμανία είναι με όσους έχουν αυταπάτες. Ακόμη και αν η γερμανική οικονομία έχει γίνει «μπάχαλο»!

Θετική παρέμβαση της ΕΚΤ

Με αυτά τα δεδομένα πάντως στην ευρωπαϊκή οικονομία,  η ΕΚΤ δείχνει πλέον σαφή σημάδια της προθυμίας να μην αυξηθούν τα επιτόκια, αλλά και να αρχίσουν να μειώνονται, ενδεχομένως και από την άνοιξη, προκειμένου να γίνει πιο φθηνός ο δανεισμός και να ενισχυθεί η ανάπτυξη. Στο νομισματικό μέτωπο, επομένως, υπάρχουν προφανώς καλά νέα για τις πιστώσεις προς επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, των οποίων οι συνθήκες θα μπορούσαν, έστω και οριακά, να βελτιωθούν, με θετικές επιπτώσεις και σε επίπεδο παραγωγής.

Πηγή: Ναυτεμπορική