Ελλάδα

Αγνό παρθένο…μαλλί!

Αγνό παρθένο…μαλλί!
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Ήταν εκείνο το μαγαζί στην Κλειτίου μια πάροδο της οδού Ευαγγελιστρίας. Ο θείος του τον είχε προσλάβει για την πρώτη του δουλειά! Βοηθός μαραγκού παρακαλώ! Και ποιού μαραγκού του κύρ-Παναγιώτη με τ΄όνομα… δηλαδή ενός επαγγελματία τεμπέλη που έκανε ότι δούλευε, που για να καρφώσει μια πρόκα έπινε δυό καφέδες και κάπνιζε τρία τσιγάρα… ‘Ετσι επειδή και ο ίδιος ήταν τεμπέλης εκ΄γενετής ταιριάξανε οι δυό τους μια χαρά. Το πρωί εννιά με δέκα κάνανε ότι καρφώνανε, δέκα με ένδεκα πηγαίνανε στην αγορά για ΄΄υλικά΄΄, δηλαδή τρώγανε πατσά στην βρωμερή κρεαταγορά και στη συνέχεια ξηλώνανε ή καρφώνανε κάποιο ράφι…

Η δουλειά είχε ενδιαφέρον γιατί γύρω τους υπήρχαν καμιά ντουζίνα νέα κορίτσια, οι πωλήτριες που τιτιβίζανε σαν μελισσούλες γύρω απ΄τη φωλιά τους. <<Τι θέλουν οι μελισσούλες κύρ- Παναγιώτη μου;>> Μέλιι… και ποιος θα τις ταίσει μέλι; Μα οι κηφήνες φυσικά! Κορίτσια όμως υπήρχαν και στο διπλανό υπόγειο, που ήταν πιλοποιείο! Και δώστου ανοίγανε τρύπες στην ξύλινη μεσοτοιχία…και δώστου γελάκια, ραβασάκια και απογευματινά ραντεβουδάκια… βέβαια εκείνη την εποχή, δεκαετία του εξήντα γάρ, για να πηδήξεις έπρεπε ή να πιάσεις το λαχείο ή να φτύσεις αίμα… Έτσι ενώ οι μελισσούλες βουίζανε δίπλα τους και έλεγες που θα πάει θα συμβεί…τίποτα δεν γινόταν. Όλο λόγια, χάδια, φιλάκια, υποσχέσεις και αποτέλεσμα μηδέν. Άτιμη κοινωνία, ενώ μας…ανεβάζεις, μετά σε παρατάει η μικρή και στο ζουμί σου βράζεις..

Ήταν εκείνη η τροφαντή Κορυδαλλιώτισα, γεμάτη χυμούς! Δεκαοχτώ Μαϊων παρακαλώ, έτσι και ζούσε στην εποχή του Νόμπελ του Σουηδού, αυτός δεν θα χρειαζόταν να εφεύρει τον δυναμίτη, γιατί θα τον είχε ζωντανό μπροστά στα μάτια του. Τι κορίτσαρος! << Σωστός γενίτσαρος>> έλεγε ο κύρ- Παναγιώτης. Όταν κατέβαινε τις σκάλες στο υπόγειο και αυτός ήταν κάτω, έβλεπε το κιλοτάκι της να ασφυκτιά ανάμεσα στις υπέροχες γάμπες της! Όταν εκείνη ανέβαινε τις σκάλες και αυτός βρισκόταν επάνω έβλεπε το πλούσιο στήθος της να ξεχειλίζει.. Είχαν φτιάξει και ένα συναγερμό με ένα τενεκεδάκι το οποίο κτύπαγε όποιος ήταν ποιο κοντά, μόλις κάποιο θηλυκό κατέβαινε τις σκάλες. Όταν καρφώνανε ξύλα στο υπόγειο ο συναγερμός ήτανε….΄΄ Μπούτιααα΄΄ κεφαλή προς τα πάνω. Όταν πάλι ξηλώνανε ράφια στο ισόγειο ψυθυρίζανε το αντίστοιχο… ΄΄Στήθιαααα΄΄, κεφαλή προς τα κάτω…

Ναι αλλά δεν ήταν ζωή αυτή. Ήταν μαρτύριο, γιατί ναι μεν ο κύρ- Παναγιώτης ήταν μεγάλος, αλλά ο ίδιος ήταν δεκαοχτάρης και δεν άντεχε, γελάκια από εδώ υπονοούμενα από κεί.. με τόσα θηλυκά γύρω του, δεν ήξερε σε ποια να τα ρίξει. Κάθισε και σκέφτηκε και συσκέφτηκε με τον κολλητό του φίλο. Μεγάλη κουφάλα ο φίλος του, επιστήμονας στο καμάκι! << Άκουσέ με καλά>> , του είπε ο φίλος του, << Δεν μπορείς να φλερτάρεις με όλες, θα επικεντρωθείς σε μία. Στην καλύτερη! Θα την πολιορκήσεις στενά, να της τάξεις λαγούς με πετραχήλια, μόνο έτσι θα φιλήσεις χείλια, κατάλαβες;>>

Είχε δίκιο ο φίλος του, αμέσως έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιο…Ποιά του άρεσε περισσότερο; Μα η ποιο ζουμερή, η Κορυδαλλιώτισα! Να τα δωράκια, να οι υποσχέσεις, να οι αναστεναγμοί, ακόμα και ποίημα της έγραψε…. Σιγά – σιγά η σεξοβόμβα άρχισε να γίνεται όλο και ποιο προσιτή, όλο και ποιο κοντά. Ένα κλεφτό φιλί στο υπόγειο, ένα άγγιγμα στο πατάρι… διάφορες συζητήσεις στις οποίες του είχε εξομολογηθεί ότι είχε προηγούμενες ερωτικές εμπειρίες, οπότε..ψήνεται το πράμα ψήνεται…

Ο θείος του, έξυπνος άνθρωπος με αστείρευτο χιούμορ, πήρε χαμπάρι αμέσως τις κινήσεις του ανιψιού, οπότε κάποια στιγμή του είπε χαμογελώντας κάτω απ΄τα μουστάκια του… <<Λοιπόν αύριο το μεσημέρι θα κάνεις απογραφή στο υπόγειο, θέλω να μου μετρήσεις όλα τα μαλλιά τα συσκευασμένα και να μου ζυγίσεις όλα τα χύμα>> και συνέχισε. << Θα σου δώσω βοηθό μια πολλή εργατική κοπέλα και κλείνοντάς του το μάτι του παρουσίασε την λεγάμενη. Είναι έμπειρη υπάλληλος και θα σε βοηθήσει, θέλω υπευθυνότητα και σοβαρότητα στη δουλειά. Όταν φύγει το προσωπικό θα κλειδώσετε την πόρτα του μαγαζιού από μέσα για να μη μπει κανείς και μας ξαφρίσει το ταμείο… σύμφωνοι;>> Σύμφωνοι χρυσέ μου θείε! Ακριβέ μου θείε! Πώ πώ.. τι θείο δώρο ήταν αυτό! ,μόνος το μεσημέρι στο υπόγειο με την γκομενάρα! Ώ ανέλπιστη τύχη!

Δεν μπορούσε να κοιμηθεί το βράδυ, περίμενε να ξημερώσει η μέρα…Έφτασε πρώτος στο μαγαζί, σε λίγο νάσου και η βοηθός, ποιο όμορφη από ποτέ! << Το μεσημέρι θα δουλέψουμε μαζί!>> της είπε.. εκείνη του χαμογέλασε προκλητικά και του έδωσε ένα μικρό τσίμπημα στην κοιλιά! Αυτό ήταν, μέχρι το μεσημέρι είχε μία στύση μέχρι το….λαιμό. Πάει πες ότι την έκανε δικιά του… άντε και δεν έρχεται αυτό το αναθεματισμένο μεσημέρι….

Όλοι έφυγαν στις δύο το μεσημέρι, τελευταίος ο θείος…<< και όπως είπαμε θέλω σοβαρότητα και υπευθυνότητα>> . << Μην ανησυχείς θείε όλα θα γίνουν στην εντέλεια..>> Κλείδωσε την πόρτα γύρισε γρήγορα και την άρπαξε στις σκάλες… τα φιλιά τους ήταν καυτά σαν λάβα, το κορίτσι ανάσανε βαριά, κατέβηκαν στο υπόγειο, άρχισε να την γδύνει αργά τελετουργικά, εκείνη που καυχιόταν ότι είχε εμπειρίες, έδειχνε λίγο αμήχανη. Ήθελε αλλά κάτι φοβόταν, εκείνος το κατάλαβε και έκοψε στροφές… της μίλησε με λόγια ρομαντικά, την φίλησε πιο ΄΄ κινηματογραφικά΄΄ την ακούμπησε απαλά πάνω στα σκόρπια κουβάρια… το στήθος της ήταν στα χέρια του πλούσιο γεμάτο χυμούς! Την φίλησε παντού… αλλά ήταν άνθρωπος και είχε φτάσει στο Αμήν…οπότε με μια αποφασιστική κίνηση ο Ιβανόης έβγαλε το κοντάρι του και ετοιμάστηκε να την λογχίσει…Τότε εκείνη πετάχτηκε επάνω με ένα ουρλιαχτό. << Δεν μπορώ είμαι παρθένα! Είμαι παρθένα!>> κατόπιν φόρεσε γρήγορα- γρήγορα τα ρούχα της, ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες ξεκλείδωσε την πόρτα και εξαφανίστηκε στο δρόμο…

Έμεινε εμβρόντητος, απίστευτα ανικανοποίητος, τρελαμένος από τον πόθο με το κοντάρι κυριολεκτικά στο χέρι να ψάχνει τον χαμένο στόχο…. Δεν είναι δυνατόν, τέτοια γκαντεμιά! Η μυρωδιά της ήταν επάνω του, τώρα πριν μια στιγμή την είχε στην αγκαλιά του, έτοιμη υγρή! τότε είδε απέναντί του τη νάιλον σακούλα με τα πολύχρωμα μαλλιά…χωρίς καθυστέρηση την αγκάλιασε σφιχτά, το κοντάρι του την έσκισε με πάταγο…με λίγες και γρήγορες κινήσεις έκανε δική τη σακούλα σαν να επρόκειτο για την καλύτερη ερωμένη που είχε ποτέ.. Όταν κάποτε συνήλθε από αυτό τον παροξυσμό είδε την ταμπελίτσα. Ήταν τυλιγμένη με ένα σπάγκο στην κορυφή της..βιασμένης σακούλας. Απευθυνόταν στον ανυποψίαστο πελάτη και έγραφε…

΄΄ Αγνό Παρθένο Μαλλί” ΄΄

Tου eretikou συγγραφέα Φράνκ

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X