Υγεία

Οι γενεσιουργές αιτίες της «εγκληματικότητας» των ανήλικων

Οι γενεσιουργές αιτίες της «εγκληματικότητας» των ανήλικων
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Το φαινόμενο των ανήλικων εγκληματιών έχει αρχίσει να παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις τελευταία(περισσότερο στο εξωτερικό και λιγότερο στη χώρα μας προς το παρόν).

  Βέβαια διάβασα και προχθές από τα ΜΜΕ την υπογράμμιση «της καταγωγής Έλληνα  ανήλικου εγκληματία» ξανά και ξανά και άρχισα να αναρωτιέμαι που αποσκοπεί αυτή η «διαχείριση» ενός τέτοιου γεγονότος. Τι ήθελε δηλαδή να δείξει ο «ποιητής» δημοσιογράφος με αυτή την επίμονη αναφορά του στην καταγωγή; Ο καθένας μας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.

   Σχετικά με την εγκληματικότητα των ανηλίκων, η οποία είναι ένα θέμα για μελέτη φυσικά, αυτό το οποίο απασχόλησε σοβαρά τους επιστήμονες ήταν το αν αυτή κληρονομείται ή αν είναι μια επίκτητη συμπεριφορά. Από τις αρχές του 20ου αιώνα έχουν γίνει πολλές μελέτες πάνω στο θέμα. Τελικά δεν αποδείχτηκε ποτέ η κυριαρχία των γενετικών παραγόντων επί των περιβαλλοντικών στην  εγκληματογένεση. Η κληρονομικότητα και το περιβάλλον βρίσκονται σε μια δυναμική σχέση αλληλεπίδρασης και επηρεάζουν από κοινού τους ανήλικους. Η υπόθεση δε ότι η εγκληματική συμπεριφορά είναι ασθένεια ή διαταραχή έχει πλέον καταρριφθεί για πολλούς λόγους.

  Για την ερμηνεία της νεανικής εγκληματικότητας πιο κατάλληλες θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι οι κοινωνιολογικές θεωρίες. Αυτές εστιάζουν πιο πολύ στην κοινωνικοποίηση των ανηλίκων, όπου πρωτεύοντα ρόλο για την εγκληματογένεση έχουν οι κοινωνικοί παράγοντες.

  Ο βαθμός διασύνδεσης με την κοινωνία, το σύστημα ηθικών αξιών της, η οικονομική κατάσταση, οι έννοιες της υποχρέωσης και της ενοχής, όπως αυτές επικοινωνούνται σε ένα ανήλικο άτομο, είναι παράγοντες που παίζουν πολύ σοβαρό ρόλο στην εγκληματικότητα των ανηλίκων.  Η οικογένεια, που είναι ο πρωταρχικός φορέας της κοινωνικοποίησης, συμβάλλει από την πλευρά της στην καλλιέργεια του σεβασμού και της υπακοής στους νόμους και την αρνητική στάση προς τις συμπεριφορές που αποδοκιμάζονται επίσημα από το νόμο, προπαγανδίζοντας ορισμένες αξίες. Η εγκληματικότητα πρέπει επομένως να αναζητηθεί σε μια ελλιπή και λανθασμένη κοινωνικοποίηση(διαπαιδαγώγηση) του παιδιού από γενιά σε γενιά. Βασικά τα παιδιά υιοθετούν τα πρότυπα συμπεριφοράς από τους άλλους και κυρίως από τους γονείς.

  Η συμπεριφορά επιβραβεύεται ή τιμωρείται κυρίως από τα μέλη της οικογένειας, τους φίλους, τους δασκάλους, γείτονες και λοιπό κοινωνικό περιβάλλον(ουσιαστικά όλοι αυτοί αποτελούν την «ευρύτερη οικογένεια»).  Μετά τα παιδιά διαμορφώνουν την δική τους συμπεριφορά με βάση αυτά τα πρότυπα επιβραβεύοντας ή κριτικάροντας τον εαυτό τους.

  Ορισμένα άτομα έχουν περισσότερες πιθανότητες να «ενισχυθούν» ως προς την εγκληματική συμπεριφορά από άλλα. Μερικές φορές αυτό γίνεται σκόπιμα. Π.χ. οι γονείς επιθετικών παιδιών ενθαρρύνουν σκόπιμα την επιθετική συμπεριφορά εκτός σπιτιού, «καλλιεργώντας» στο παιδί τους το αίσθημα της «ήττας» και της «νίκης» σε ένα διαπληκτισμό του με άλλο παιδί. Ο ρόλος της οικογένειας μπορεί να είναι καθοριστικός στην εγκληματικότητα ενός ανηλίκου.

  Ο αυτοέλεγχος, τον οποίο αποκτά το άτομο στα πλαίσια της κοινωνικοποίησής του, σε συνάρτηση με τις καλές κοινωνικές σχέσεις που διατηρεί και την καλή εικόνα για τον εαυτό του, συμβάλλουν αποφασιστικά στην πρόληψη της εγκληματικότητας.

  Για την εμφάνιση της εγκληματικότητας των ανηλίκων, αποφασιστική επίδραση έχουν οι «κοινωνικές πιέσεις». Όλα δηλαδή τα προβλήματα που σχετίζονται με τα άτομα των χαμηλών κοινωνικοοικονομικών τάξεων, όπως μεταξύ άλλων, κακή οικονομική κατάσταση, άθλιες συνθήκες διαβίωσης, αδυναμία επίτευξης ορισμένων στόχων και το αίσθημα αδικίας που αναβλύζει όταν αντιλαμβάνονται την υπερβολή των αγαθών σε άλλες κοινωνικές τάξεις. Ο συγχρωτισμός και η επιρροή άλλων ατόμων με  εγκληματική συμπεριφορά ισχύει.

  Όμως η θετική εικόνα που έχει ο ανήλικος για τον εαυτό του, το σύστημα ηθικών αξιών μέσα στο οποίο έχει γαλουχηθεί, ο αυτοέλεγχος που έχει μάθει να ασκεί, οι θετικοί στόχοι και η αυτοπεποίθηση ότι μπορούν να επιτευχθούν, είναι οι ανασταλτικοί παράγοντες για την εγκληματικότητα.

  Ανήλικοι οι οποίοι έχουν μια θετική εικόνα για τον εαυτό τους, έχουν αρμονικές σχέσεις με τους γονείς τους και έχουν προσαρμοστεί στον κομφορμιστικό τρόπο ζωής, συνήθως δεν προβαίνουν σε εγκληματικές πράξεις.  

  Αντίθετα οι ανήλικοι που δεν έχουν καλές σχέσεις με τους γονείς τους, ή που τους είναι αδιάφοροι (επειδή οι ίδιοι οι γονείς πρώτα αδιαφορούν ή είναι «απόντες») που σχηματίζουν για εκείνους και για τον εαυτό τους μια αρνητική εικόνα, που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης, συχνά εκδηλώνουν εγκληματική συμπεριφορά, αδυνατώντας να ελέγξουν τον θυμό τους γι αυτά.

  Όλοι οι άνθρωποι είναι ικανοί από την φύση τους να παρανομήσουν. Όμως ο φόβος του ελέγχου τους συγκρατεί από την εγκληματική πράξη. Οι στενοί κοινωνικοί δεσμοί με ομάδες, όπως η οικογένεια, οι φίλοι, οι γείτονες, οι συνάδελφοι και οι παρέες, αποτρέπουν από την εγκληματική συμπεριφορά. Όταν αυτοί οι δεσμοί σπάζουν ή αδυνατούν, η εγκληματική συμπεριφορά είναι πολύ πιθανή. Η έλλειψη ελέγχου και επίβλεψης από την πλευρά των γονιών, συντελούν αποφασιστικά στην αύξηση της εγκληματικότητας των ανηλίκων. Οι κυρώσεις από την πλευρά των γονιών, που εμπεριέχουν φυσική και λεκτική βία μπορεί να φέρουν αντίθετα αποτελέσματα και να αυξήσουν την εγκληματικότητα. Πολλές φορές γίνονται αιτία διακοπής των δεσμών σεβασμού μεταξύ γονέων και παιδιών.

  Η αστάθεια των κοινωνικών αξιών, επηρεάζει πολύ την συμπεριφορά των ανηλίκων. Μια κοινωνία που στηρίζει τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, αδιαφορεί για τον άνθρωπο και προωθεί το άνομο κέρδος εις βάρος των ηθικών αξιών, είναι βέβαιο ότι θα γεννάει ανήλικους εγκληματίες.

  Επίσης η κακομεταχείριση του ανήλικου (σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική), καθώς και η παραμέλησή του(μη παροχή κατάλληλης στέγης, τροφής, ιατρικής φροντίδας, στοργής  προστασίας και ασφάλειας, είναι παράγοντες εγκληματογένεσης.

  Η άσκηση βίας στον ανήλικο, του μαθαίνει να «λύνει» τα προβλήματά του με την βία. Επίσης τον κάνει ευάλωτο σε «εξωτερικές» επιθέσεις, όταν αυτός αναγκαστεί για λόγους αυτοπροστασίας να φύγει από το σπίτι του.

  Επίσης ο κοινωνικός στιγματισμός παιδιών, που οι γονείς ή τα αδέλφια τους είναι εγκληματίες, μπορεί να οδηγήσει έναν ανήλικο σε παρεκκλίνουσα ή εγκληματική συμπεριφορά(γιατί ήδη το κοινωνικό σύνολο έχει αποφασίσει να του δώσει αυτό το ρόλο).

  Τα αναμορφωτικά μέτρα που προβλέπονται σήμερα για τους ανηλίκους, είναι δώδεκα. Κατά σειρά βαρύτητας είναι:

  1. «Η επίπληξη»(Επίσημη παρατήρηση του δικαστή για την πράξη του ανηλίκου)
  2. «Η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς ή στους επιτρόπους του»

Συνήθως τα δυο αυτά μέτρα αποδεικνύονται αναποτελεσματικά.

  1. «Η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου σε ανάδοχη οικογένεια.»
  2. «Η ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτική εταιρεία, ή σε ιδρύματα ανηλίκων, ή σε «επιμελητές ανηλίκων».
  3. «Η συνδιαλλαγή μεταξύ ανήλικου δράστη και θύματος για έκφραση συγνώμης και εν γένει για εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης».
  4. «Η αποζημίωση του θύματος  ή κατ΄ άλλον τρόπο άρση ή μείωση των συνεπειών της πράξης από τον ανήλικο.»
  5. «Η παροχή κοινωφελούς εργασίας από τον ανήλικο»
  6. «Η παρακολούθηση από τον ανήλικο κοινωνικών και ψυχολογικών προγραμμάτων σε κρατικούς, δημοτικούς, κοινοτικούς ή ιδιωτικούς φορείς».
  7. «Η φοίτηση του ανηλίκου σε σχολές επαγγελματικής ή άλλης εκπαίδευσης ή κατάρτισης».
  8. «Η παρακολούθηση από τον ανήλικο ειδικού προγράμματος κυκλοφοριακής αγωγής»
  9. «Η ανάθεση της εντατικής επιμέλειας και επιτήρησης του ανήλικου σε προστατευτικές εταιρίες ή σε «επιμελητές ανηλίκων»
  10. «Η τοποθέτηση του ανηλίκου σε κατάλληλο κρατικό, δημοτικό, κοινοτικό ή ιδιωτικό ίδρυμα αγωγής, το οποίο εμπεριέχει στέρηση ελευθερίας και εφαρμόζεται για σοβαρές πράξεις και μόνο όταν δεν μπορούν να εφαρμοστούν τα προηγούμενα αναμορφωτικά μέτρα.

  Ασφαλώς λαμβάνονται υπ όψη η διανοητική και ψυχική κατάσταση του ανηλίκου που εμφανίζει εγκληματική ή παρεκκλίνουσα συμπεριφορά. Διότι η νοητική υστέρηση και οι ψυχικές παθήσεις μπορεί να  είναι παράγοντες και αιτίες παρεκκλίνουσας ή εγκληματικής συμπεριφοράς.(π.χ. ψυχική ασθένεια, που δεν έχει γίνει αντιληπτή ή αποδεκτή από το περιβάλλον του ανηλίκου και έχει παραμεληθεί θεραπευτικά, μπορεί να γίνει η αιτία εγκληματικής συμπεριφοράς).

  Θα πρέπει σαν κοινωνία να επαγρυπνούμε και όχι να αδιαφορούμε όταν πέφτει στην αντίληψή μας ή παρεκκλίνουσα συμπεριφορά ενός ανηλίκου. Μόνο έτσι θα γίνει εφικτή η μείωση ή και η εξάλειψη της εγκληματικότητας των ανηλίκων.

  Τα παιδιά με παρεκκλίνουσα συμπεριφορά και οι οικογένειές τους, χρειάζονται στήριξη και όχι «εύκολη καταδίκη». Γιατί κάθε «αποτέλεσμα» έχει πάντα την «αιτία» του. Εκεί πρέπει να σκοπεύουμε σαν κοινωνία που θέλει την εξυγίανση και όχι την «απενοχοποίηση».

 

       Ολυμπία Βεζυρέα-Μαντωνανάκη

       Ψυχίατρος

 

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X