Οικονομία

Κατώτατος μισθός: “Παγωνιά” από τις αυξήσεις που προτείνουν επιστημονικοί φορείς και Τράπεζα της Ελλάδας

Κατώτατος μισθός: “Παγωνιά” από τις αυξήσεις που προτείνουν επιστημονικοί φορείς και Τράπεζα της Ελλάδας
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

“Παγωνιά”  αποπνέουν οι προτάσεις για την αύξηση του κατώτατου μισθού των επιστημονικών φορέων και της Τράπεζας της Ελλάδας. Πρόκειται για αυξήσεις κάτω από τον πληθωρισμό, που σημαίνει μεγάλες απώλειες για τους εργαζόμενους. Οι προτάσεις τους κινούνται σε επίπεδα μεταξύ 3% και 5%, όταν ακόμη και οι εργοδοτικοί φορείς (ΣΕΤΕ και ΣΕΒ) προτείνουν αυξήσεις στο πεδίο του 5,5% έως 6% (στα 753 ευρώ).

ΚΕΠΕ, ΙΟΒΕ και ΤτΕ συμμετέχουν στην διαβούλευση για τον κατώτατο μισθό, όμως θεωρούν πως μια γενναία αύξησή του θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και θα αυξήσει ασύμμετρα το κόστος εργασίας.

Στον αντίποδα η ΓΣΕΕ ζητά να οριστεί νέο όριο αμοιβών στα 826 ευρώ (από 713 ευρώ σήμερα), η ΕΣΕΕ πρότεινε αύξηση πλησίον του 7% (στα 763 ευρώ), ενώ η ΓΣΕΒΕΕ, κάνει λόγο για αναπροσαρμογή της τάξης του 8% με 10% (στα 770 έως 784 ευρώ).

ΙΟΒΕ

Το ύψος του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα το 2023 ανέρχεται σε επίπεδα κοντά στο 50% του μέσου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, που αποτελεί έναν από τους υψηλότερους βαθμούς συγκέντρωσης μισθών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Συνεπώς, οποιαδήποτε μεταβολή του κατώτατου μισθού χρειάζεται να γίνεται με σύνεση και στη βάση αυξήσεων της παραγωγικότητας έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος αρνητικού αντίκτυπου στην απασχόληση.

Άρα υπάρχει περιθώριο για αύξηση του κατώτατου μισθού σε ονομαστικό επίπεδο, προς την περιοχή του εκτιμώμενου πληθωρισμού για το 2023.

ΚΕΠΕ

Οι όποιες αποφάσεις αναφορικά με τη μεταβολή του κατώτατου μισθού εκτός από το ότι θα πρέπει να είναι συμβατές με τις εξελίξεις της παραγωγικότητας, προκειμένου το όποιο αρνητικό τους αποτέλεσμα στην απασχόληση να είναι χαμηλής έντασης, θα πρέπει επίσης να λαμβάνουν υπόψη και το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον και να αποφεύγονται σε περιόδους ύφεσης.

Μία αύξηση του κατώτατου μισθού δεν αναμένεται να προκαλέσει άμεση δημοσιονομική επιβάρυνση, καθώς εκτιμάται ότι θα αυξήσει τα έσοδα από φορολογία εισοδήματος, ασφαλιστικές εισφορές και ΦΠΑ σε μεγαλύτερο βαθμό από την επιπλέον επιβάρυνση που θα υπάρξει λόγω αύξησης των επιδομάτων ανεργίας και λοιπών επιδομάτων που καθορίζονται ως ποσοστό του κατώτατου μισθού (Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, επίδομα παιδιού, κτλ.).

Εντούτοις, ο κατώτατος μισθός σε δωδεκάμηνη βάση (831,83€) έχει πλέον ξεπεράσει τον «κατώτατο» μισθό του Δημοσίου (ΜΚ1 για ΥΕ 780€) και εύλογα μπορεί να εγείρει αξιώσεις για αλυσιδωτές μισθολογικές αυξήσεις στο Δημόσιο τομέα επιβαρύνοντας τα δημόσια οικονομικά.

Δεδομένου ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας το 2023 εκτιμάται ότι θα κυμανθεί περίπου στο 2%, οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου μισθού πάνω από 3% με 4% θα αυξήσει το μοναδιαίο κόστος εργασίας.

Ως εκ τούτου υπάρχει η δυνατότητα αύξησης του κατώτατου μισθού, η οποία όμως δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικά μεγάλη, καθώς θα επιβαρύνει περισσότερο τις μικρές επιχειρήσεις και τις επιχειρήσεις σε συγκεκριμένους κλάδους. Ενώ και για λόγους ισότητας η αύξηση του κατώτατου μισθού θα ήταν σκόπιμο να μην ξεπερνά την αύξηση που δόθηκε πρόσφατα στους συνταξιούχους.

Τράπεζα της Ελλάδος

Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας τα τελευταία έτη έχουν καταστήσει τον μηχανισμό μετάδοσης της αύξησης του κατώτατου μισθού στα υψηλότερα μισθολογικά κλιμάκια λιγότερο αποτελεσματικό σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ατόνηση των μισθολογικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Τα δύο βασικά οικονομικά κριτήρια για την εκτίμηση του περιθωρίου μιας αύξησης του κατώτατου μισθού είναι η διαφύλαξη της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και της σταθερότητας των τιμών. Σε αυτό το πλαίσιο και δεδομένης της σημαντικής επιβράδυνσης του πληθωρισμού που προβλέπεται για το 2023, κρίνεται ότι υπάρχει περιθώριο για μια λελογισμένη αύξηση των κατώτατων μισθών και ημερομισθίων σε ένα εύρος μεταξύ 3% και 5% από την 1η Απριλίου 2023.

Σε αντίθετη περίπτωση, οι ελληνικές επιχειρήσεις, που στην πλειοψηφία τους είναι μικρού μεγέθους, δεν θα μπορέσουν να απορροφήσουν το αυξημένο κόστος παραγωγής που θα προέρχεται τόσο από τις διεθνείς τιμές ενέργειας και πρώτων υλών όσο και από το εργασιακό κόστος, επιτείνοντας τον κίνδυνο απώλειας θέσεων εργασίας ή μετατροπής θέσεων πλήρους απασχόλησης σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης.

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X