Πολιτική

Ένωση Δικαστών: Σφοδρή κριτική στο νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης

Ένωση Δικαστών: Σφοδρή κριτική στο νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Σφοδρή κριτική ασκεί η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων στο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για τις αλλαγές στους Ποινικούς Κώδικες, που κατατέθηκε σήμερα προς συζήτηση στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής και έχει προκαλέσει την αντίδραση του νομικού κόσμου.

Η ΕνΔΕ με αναλυτικό κείμενο 19 σελίδων υπό τον τίτλο «Παρατηρήσεις στο σ/ν για τους ποινικούς κώδικες» που δημοσίευσε και παράλληλα έστειλε στα κόμματα και φυσικά στον υπουργό Δικαιοσύνης εκφράζει αναλυτικά τις αντιρρήσεις και τις παρατηρήσεις της στο νομοσχέδιο.

Μεταξύ άλλων, η Ένωση Δικαστών κάνει λόγο για προσπάθεια του νομοσχεδίου να «θεσπίσει μια και μοναδική κρατική αλήθεια και να διώξει κάθε αντίθετη άποψη» αναφερόμενη στη ρύθμιση του άρθρου 191 ΠΚ για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, για «αδικαιολόγητη οπισθοδρόμηση, που τίποτα δεν έχει να προσφέρει στην γενική πρόληψη» σχετικά με την επαναφορά της ισόβιας κάθειρξης ως μόνης απειλούμενης ποινής, για «έντονη δυσπιστία στη δικαστική κρίση και πλήξη στην αρχή της αναλογικότητας» σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση νεαρών ενηλίκων, κ.ά.

Ενδεικτικά, βασικά σημεία των παρατηρήσεων της ΕνΔΕ

Διασπορά ψευδών ειδήσεων: «Σκοπός της ρύθμισης είναι η δίωξη των “αιρετικών” απόψεων»

Σχετικά με την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 191 ΠΚ για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων η ΕνΔΕ τονίζει ότι «μετατρέπει και πάλι το αδίκημα σε έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης και πλέον δεν θα είναι αναγκαίο να επέλθει όντως το αποτέλεσμα του φόβου ή της ανησυχίας αλλά θα αρκεί η δυνατότητα των ειδήσεων να προκαλέσουν ανησυχία ή φόβο» και «επιπλέον εισάγει στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος την ικανότητα της ψευδούς είδησης να κλονίσει την εμπιστοσύνη του κοινού στην ευρύτερη “δημόσια τάξη”», κάτι που είναι «μέγεθος μη μετρήσιμο», ενώ «η διάκριση από την αλήθεια είναι σε πολλές περιπτώσεις δύσκολη».

«Πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία η θέσπιση μιας και μοναδικής κρατικής αλήθειας και η δίωξη κάθε αντίθετης άποψης, μια πρακτική που εύκολα μπορεί να εκπέσει σε λογοκρισία», όπως υπογραμμίζεται και μάλιστα η ΕνΔΕ τονίζει ότι «είναι προφανές ότι σκοπός της ρύθμισης είναι η δίωξη των “αιρετικών” απόψεων που διατυπώνονται στα ΜΜΕ» με αφορμή την πανδημία και «περιορίζει σημαντικά το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και πληροφόρησης όπως αυτό αποτυπώνεται στα άρθρα 5 και 14 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 11 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Όπως παρατηρεί επιπλέον η προτεινόμενη ρύθμιση «για πρώτη φορά τιμωρεί και τον πραγματικό ιδιοκτήτη και τον εκδότη του μέσου με το οποίο τελέστηκαν οι πράξεις, καθιερώνοντας έτσι ex officio ποινική ευθύνη στον βωμό της γενικοπροληπτικής λειτουργίας της ποινής και πλήττοντας καίρια την ελευθερία του Τύπου».

Αυστηροποίηση ποινών και ισόβια: «Αδικαιολόγητη οπισθοδρόμηση και δυσπιστία στη δικαστική κρίση»

Στον ισχύοντα ΠΚ, σημειώνει η ΕνΔΕ, «προβλέφθηκε για όλα τα σοβαρά κακουργήματα (τόσο του ΠΚ όσο και των ειδικών ποινικών νόμων, μέσω της διάταξης του άρθρου 463 παρ. 4 ΠΚ), για τα οποία το προγενέστερο καθεστώς απειλούσε μόνο την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, η διαζευκτική απειλή πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον 10 ετών. Η επιλογή αυτή είναι απόλυτα ορθή και εκφράζει την ελαστικότητα, η οποία πρέπει να χαρακτηρίζει την νομοθετική οριοθέτηση της απειλούμενης ποινής», γιατί «η πρόβλεψη ανελαστικών ποινών (και τέτοια είναι αναμφίβολα η ποινή της ισόβιας κάθειρξης) υποδηλώνει δυσπιστία της νομοθετικής απέναντι στη δικαστική εξουσία, δηλ. φόβο για τυχόν καταχρήσεις από μέρους της τελευταίας και οδηγεί σε ανεπιεική αποτελέσματα, ενόψει της αδυναμίας προσαρμογής στα δεδομένα της κάθε περίπτωσης».

Η επαναφορά της ισόβιας κάθειρξης ως μόνης απειλούμενης ποινή είναι ατυχής και συνιστά «αδικαιολόγητη οπισθοδρόμηση, που τίποτα δεν έχει να προσφέρει στην γενική πρόληψη, εκδηλώνοντας σαφώς (όπως και με σειρά άλλων διατάξεων του νομοσχεδίου) έντονη δυσπιστία στη δικαστική εξουσία», με «δεδομένη και σε ορισμένες περιπτώσεις μη ανεκτή προσβολή της αρχής της αναλογικότητας των ποινών.

Αρκεί να αναφερθεί το ακόλουθο παράδειγμα για την κατάδειξη του προβλήματος: δράστης που τελεί βιασμό σε βάρος ανηλίκου (π.χ. 17 ετών) με ετεροαυνανισμό ή πεολειξία ή αιδοιολειξία θα τιμωρηθεί υποχρεωτικά με τη μόνη απειλούμενη ποινή της ισόβιας κάθειρξης με την οποία τιμωρείται και ο δράστης ομαδικού βιασμού που είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του θύματος».

«Το το περί δικαίου αίσθημα»

Η αιτιολογική έκθεση αναφέρει ότι «ένας από τους βασικούς σκοπούς που θέλει να εξυπηρετήσει το σχέδιο νόμου είναι η αντιμετώπιση της αυξανόμενης εγκληματικότητας και της δυσλει τουργίας που παρατηρήθηκε με την υποβάθμιση κακουργημάτων σε πλημμελήματα, που επισύρουν χαμηλότερες ποινές και προκαλούν το περί δικαίου αίσθημα».

Ωστόσο τονίζει η ΕνΔΕ η υποβάθμιση ορισμένων κακουργημάτων σε πλημμελήματα στον Ν. 4619/2019 συνδυάστηκε με την τροποποίηση της διάταξης περί αναστολής της ποινής φυλάκισης και την κατάργηση της δυνατότητας μετατροπής της ποινής φυλάκισης, ώστε ποινές φυλάκισης άνω των τριών ετών να εκτίονται πραγματικά. Με το σχέδιο νόμου επιτρέπεται ξανά η αναστολή ποινών φυλάκισης άνω των τριών ετών και κατά συνέπεια, για παράδειγμα, κάποιο κακούργημα που με τον νέο Π.Κ. είχε υποβαθμιστεί σε πλημμέλημα με ποινή πάνω από 3 χρόνια, με την αλλαγή Τσιάρα η ποινή αυτή θα μπορεί να ανασταλεί.

«Είναι προφανές ότι με τον τρόπο αυτό αφενός ανατρέπεται η δικαιολογητική βάση της υποβάθμισης του αδικήματος από κακούργημα σε πλημμέλημα, αφετέρου αναιρούνται οι ως άνω σκοποί που το νομοσχέδιο φιλοδοξεί να ικανοποιήσει».

Επιστροφή της αντιμετώπισης νεαρών ανηλίκων στο 1950: Προσβολή στους δικαστές

Η επαναφορά του καθεστώτος του 1950 για την αντιμετώπιση νεαρών ενηλίκων στον προϊσχύσαντα ΠΚ/1950 «αφαιρεί από το δικαστήριο τη δυνατότητα, εκτιμώντας την προσωπικότητα και την ωριμότητα του δράστη και τις συνθήκες τέλεσης του εγκλήματος, να διατάξει τον περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων», τονίζει η ΕνΔΕ, «περιορίζει την ελευθερία του δικαστηρίου να επιλέξει την κατάλληλη για τη συγκεκριμένη περίπτωση κύρωση» και για μία ακόμη φορά δείχνει «μία έντονη δυσπιστία στη δικαστική κρίση», ενώ «πλήττεται και η αρχή της αναλογικότητας στο μέτρο που όλοι οι νεαροί ενήλικες αντιμετωπίζονται ενιαία χωρίς διάκριση ανάλογα με την ωριμότητά τους και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους».

Αλιεία αλλοδαπών: «Στοχεύει τους Τούρκους αλιείς»

Η επαναφορά ως βαρύτατου πλημμελήματος του εγκλήματος «της αλιείας σε χωρικά ύδατα από αλλοδαπούς» αιτιολογείται με βάση την «προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος από την αλόγιστη και μη ελεγχόμενη αλιεία και ως εκ τούτου η προώθηση μέτρων αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, η οποία επιδρά και στον τομέα της αλιείας», αλλά όπως λέει η ΕνΔΕ, «Οι σκέψεις αυτές της Αιτιολογικής Έκθεσης ελάχιστα πειστικές είναι. Στις πραγματικές προθέσεις του νομοθέτη είναι η αντιμετώπιση του φαινομένου της παράνομης αλιείας από Τούρκους αλιείς στην αιγιαλίτιδα ζώνη του Ελληνικού Κράτους».

Προσθέτει μάλιστα ότι το φαινόμενο «αντιμετωπίζεται και υπό το σημερινό καθεστώς με κατάλληλη εφαρμογή της νομοθεσίας για την παράνομη είσοδο αλλοδαπών στη Χώρα, χωρίς να χρειάζεται η προσφυγή σε αμφιβόλου σκοπιμότητας και ορθότητας νομοθετικές επιλογές».

Νέος ποινικός κώδικας για «ψευδείς ειδήσεις»: Ο,τι αμφισβητεί μπορεί να διωχθεί;

Aναφορικά με τη διασπορά ψευδών ειδήσεων που προβλέπει το σχέδιο νόμου «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» που έθεσε η κυβέρνηση σε διαβούλευση, το tvxs.gr σε ρεπορτάζ του μίλησε με τον Βασίλη Παπαστεργίου, μέλος του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας και την Μαρίνα Ρήγου, επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.

«Έτσι κι αλλιώς κάθε άρθρο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον περιορισμό της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης είναι προβληματικό» τονίζει μιλώντας στο tvxs.gr ο Βασίλης Παπαστεργίου, και εξηγεί: «Κατά τη γνώμη μου και το υπάρχον άρθρο έχει προβλήματα, δεν μας χρησιμεύει επί της ουσίας σε κάτι, ωστόσο με τη νέα ρύθμιση, όπου φεύγει η διατύπωση που λέει “ελέγχονται εκείνες οι ειδήσεις οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ανησυχίας” και αντικαθίσταται με τη διατύπωση “είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχία” διευρύνεται προφανώς το αξιόποινο και αυξάνεται η προβληματικότητα. Δηλαδή σε ένα άρθρο που ακόμη και με τη τωρινή του διατύπωση δημιουργεί ζητήματα, πόσο μάλλον εάν τυχόν αντικατασταθεί κατά αυτόν το δυνητικό τρόπο.

Η λύση δεν είναι να θεσπίζεις, λόγω έκτακτης περίπτωσης, διότι η πανδημία θα φύγει αλλά οι νόμοι θα μείνουν. Κατά τη γνώμη μου η καταπολέμηση των fake news σε σχέση με την υγεία πρέπει να γίνει από την οργανωμένη πολιτεία μέσα από μια διαδικασία ανταλλαγής επιχειρημάτων και πειθούς και όχι με την ποινικοποίηση και ποινική δίωξη απόψεων, ακόμη και όταν είναι αναληθείς».

Από την πλευρά της η Μαρίνα Ρήγου, είπε στο tvxs.gr. «Ο κίνδυνος της λογοκρισίας υφίσταται, ειδικά από κακοδιατυπωμένες νομικές διατάξεις, ή από την ερμηνεία τους. Η συγκεκριμένη διατύπωση στο σχέδιο νόμου εύκολα θα μπορούσε να εκπέσει σε λογοκρισία αφού ένας αντιπολιτευτικός λόγος θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι κλονίζει την εμπιστοσύνη του κοινού. Μια κριτική παρουσίαση κυβερνητικών πολιτικών σε ζητήματα άμυνας ή σε ζητήματα υγείας, μπορεί να προκαλέσει ανησυχία. Το θέμα είναι ότι υπάρχουν κυβερνητικές πολιτικές που μπορεί να προκαλούν φόβο ή ανησυχία. Εάν αυτό εντοπίζεται και επισημαίνεται, τότε η άμυνα είναι η υπαγωγή αυτού του λόγου στις ψευδείς ειδήσεις».

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X