Υγεία

Έλληνες καρδιολόγοι ξεκαθαρίζουν: Μύθος ότι οι γυναίκες έχουν χαμηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο!

Έλληνες καρδιολόγοι ξεκαθαρίζουν: Μύθος ότι οι γυναίκες έχουν χαμηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο!
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Οι γυναίκες αντιμετωπίζουν προκλήσεις με την υγεία τους καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας (8 Μαρτίου) οκτώ γυναίκες καρδιολόγοι, μέλη της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας (ΕΚΕ), τις ενημερώνουν για όσα πρέπει να γνωρίζουν για την καρδιαγγειακή υγεία τους από την παιδική ηλικία έως την εμμηνόπαυση.

Ποια προληπτικά μέτρα πρέπει να ακολουθούν οι γυναίκες από νεαρή ηλικία για να διατηρήσουν την καρδιαγγειακή υγεία τους;

Η αντίληψη ότι οι γυναίκες αποτελούν ένα πληθυσμό χαμηλού καρδιαγγειακού κινδύνου πρέπει να αναθεωρηθεί, απαντά η καρδιολόγος δρ Μαρία Παπαβασιλείου, διευθύντρια του Κέντρου Υπέρτασης One-day Clinic στο Metropolitan General Hospital.

Η καρδιαγγειακή νόσος στις γυναίκες έχει υψηλότερη θνητότητα απ’ ό,τι στους άνδρες. Επιπλέον, το περίπου το 50% των γυναικών έχουν ήδη κακή καρδιαγγειακή υγεία κατά την αναπαραγωγική ηλικία τους. Επομένως είναι επιτακτική η ανάγκη για μεγαλύτερη εγρήγορση και ενημέρωση για την σημασία της πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας των απειλητικών για την ζωή καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου.

Η καρδιαγγειακή υγεία  μπορεί να γίνει βέλτιστη με την επικέντρωση στις υπάρχουσες ιδιαιτερότητες του φύλου σχετικά με τους κύριους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Οι παράγοντες αυτοί είναι:

  • Η αρτηριακή υπέρταση
  • Ο σακχαρώδης διαβήτης
  • Το μεταβολικό σύνδρομο
  • Η οικογενής δυσλιπιδαιμία
  • Η κακή  διατροφή
  • Η έλλειψη άσκησης
  • Η καθιστική ζωή
  • Το κάπνισμα
  • Η παχυσαρκία
  • Ψυχοκοινωνικοί παράγοντες
  • Το οικογενειακό ιστορικό για καρδιαγγειακή νόσο

Σε νεαρή ηλικία, όμως, υπάρχουν κι άλλοι, μοναδικοί παράγοντες στις γυναίκες. Αυτοί είναι:

  • Ιδιαίτερες συνθήκες κατά την κύηση (αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης, ανεπιθύμητη έκβαση)
  • Ορμονικοί παράγοντες (λήψη αντισυλληπτικών φαρμάκων, σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, πρόωρη εμμηνόπαυση)
  • Καρδιοτοξική χημειοθεραπευτική αγωγή ή ακτινοθεραπεία
  • Ανοσολογικά  νοσήματα (πιο συχνά στις γυναίκες: ερυθηματώδης λύκος, ρευματοειδής αρθρίτις)

Οι παράγοντες αυτοί αυξάνουν τον μελλοντικό καρδιαγγειακό κίνδυνο και χρήζουν ιδιαίτερης φροντίδας και αντιμετώπισης στις νέες γυναίκες, τονίζει η δρ Παπαβασιλείου.

Η τροποποίηση του τρόπου ζωής είναι απαραίτητη για την πρωτογενή πρόληψη των καρδιαγγειακών συμβαμάτων από την νεαρή ηλικία στις γυναίκες, προσθέτει. Αυτή συνίσταται σε:

  • Διακοπή καπνίσματος
  • Συστηματική άσκηση
  • Αποφυγή καθιστικής ζωής
  • Διατήρηση του ιδανικού βάρους σώματος
  • Υγιεινό τρόπο διατροφής
  • Μέτρια πρόσληψη αλκοόλ και άλατος

Ποια είναι τα κύρια συμπτώματα του εμφράγματος στις γυναίκες και γιατί συχνά έχουν πιο δύσκολη πορεία απ’ ό,τι οι άνδρες;

Τα συχνότερα συμπτώματα του εμφράγματος δεν διαφέρουν μεταξύ ανδρών και γυναικών, λέει η επεμβατική καρδιολόγος δρ Άννα Δαγρέ, από το Θριάσιο Νοσοκομείο, πρόεδρος της ομάδας εργασίας Αιμοδυναμικής & Επεμβατικής Καρδιολογίας της ΕΚΕ.

Αυτά είναι έντονος πόνος ή δυσφορία στο στήθος, που συχνά περιγράφονται και ως σφίξιμο, κάψιμο ή πίεση βαθιά πίσω από το στέρνο. Ο πόνος αυτός συχνά επεκτείνεται:

  • Στον λαιμό
  • Στην κάτω γνάθο
  • Στους ώμους
  • Στους βραχίονες
  • Στους αγκώνες όπου αποτελεί μια πολύ χαρακτηριστική αντανάκλαση

Μερικές φορές ο πόνος επεκτείνεται ή και εντοπίζεται στην περιοχή του στομάχου. Σε τέτοια περίπτωση χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή ώστε να μην ξεγελαστούν οι πάσχοντες, εκλαμβάνοντάς τον ως έλκος ή γαστρίτιδα.

Ο πόνος του εμφράγματος συνήθως συνδυάζεται με αίσθημα αδυναμίας, ωχρότητα, ναυτία και έντονη εφίδρωση. Στις γυναίκες όμως, το έμφραγμα εμφανίζεται κάποιες φορές  με διαφορετικά από τα παραπάνω συμπτώματα. Έτσι μπορεί να εμφανίσουν:

  • Ζάλη
  • Δυσκολία στην αναπνοή
  • Έμετο
  • Λιποθυμία
  • Αίσθημα κόπωσης
  • Αϋπνία

Αυτό οδηγεί πολλές φορές σε υποεκτίμηση της σοβαρότητας της κατάστασής τους, προειδοποιεί η δρ Δαγρέ. Και αυτό, διότι τα συγκεκριμένα συμπτώματα εύκολα αποδίδονται από τις γυναίκες σε ψυχολογικά αίτια ή άγχος. Το επακόλουθο είναι να καθυστερούν να ζητήσουν βοήθεια από τον γιατρό και να καθυστερούν να λάβουν την σωστή θεραπεία. Αυτό όμως έχει πολύ σοβαρές συνέπειες για την υγεία και την ίδια τους την ζωή, προειδοποιεί η ειδικός.

Πού μπορεί να οφείλεται η φαγούρα μετά την σεξουαλική επαφή;

Το γεγονός αυτό είναι ένας από τους παράγοντες που συντελούν στην χειρότερη πορεία των γυναικών μετά το έμφραγμα. Ένας άλλος παράγοντας είναι το ότι οι γυναίκες συνήθως εκδηλώνουν έμφραγμα σε μεγαλύτερη ηλικία απ’ ό,τι οι άνδρες. Επιπλέον, έχουν πιο σοβαρούς παράγοντες κινδύνου που οδηγούν σε αυτό, όπως:

  • Ο σακχαρώδης διαβήτης
  • Η υπέρταση
  • Η υψηλή χοληστερόλη

Τα προβλήματα αυτά μπορεί να  παραμένουν για χρόνια χωρίς διάγνωση και θεραπεία στις γυναίκες.

Όλ’ αυτά πρακτικά σημαίνουν ότι οι γυναίκες πρέπει να κάνουν τα εξής:

  • Να αναζητούν αμέσως ιατρική βοήθεια εάν νιώσουν τα προαναφερθέντα συμπτώματα εμφράγματος
  • Να γνωρίζουν και να «ακούν» το σώμα τους
  • Να είναι ενημερωμένες για το κληρονομικό ιστορικό της οικογένειάς τους
  • Να μην αμελούν τον τακτικό έλεγχο των παραγόντων κινδύνου  για έμφραγμα που προαναφέρθηκαν

Γιατί είναι οι γυναίκες ευάλωτη ομάδα όσον αφορά την καρδιαγγειακή υγεία; Τι διαφοροποιεί τα δύο φύλα στον καρδιαγγειακό κίνδυνο;

Οι καρδιαγγειακές νόσοι στις γυναίκες υποδιαγιγνώσκονται και υποθεραπεύονται τόσο στην Ελλάδα όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, απαντά η καρδιολόγος δρ Αναστασία Κίτσιου, διευθύντρια της Καρδιολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Σισμανόγλειο στην Αθήνα.

Όπως εξηγεί, η ευαισθητοποίηση για τις καρδιαγγειακές νόσους στις γυναίκες έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Εν τούτοις, τόσο οι ίδιες όσο και οι ιατροί εξακολουθούν να υποεκτιμούν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο σε αυτές.

Εξαιτίας της ευρέως διαδεδομένης άποψης ότι οι γυναίκες προστατεύονται από τα οιστρογόνα μέχρι την εμμηνόπαυση, πολλές νεότερες γυναίκες θεωρούν λανθασμένα ότι είναι άτρωτες. Πιστεύουν επίσης ότι δεν χρειάζεται να αντιμετωπίζουν και να περιορίζουν τους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές νόσους, όπως:

  • Το κάπνισμα
  • Η παχυσαρκία
  • Η αρτηριακή υπέρταση
  • Η υπερλιπιδαιμία
  • Ο σακχαρώδης διαβήτης
  • Η έλλειψη άσκησης

Η λανθασμένη αυτή πεποίθηση έχει ως συνέπεια την αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου στις γυναίκες αυτές.

Όσον αφορά στα οξέα στεφανιαία σύνδρομα, οι γυναίκες συχνά μπορεί να παρουσιάσουν διαφορετικά, μη τυπικά συμπτώματα σε σύγκριση με τους άνδρες. Δηλαδή, αντί του τυπικού θωρακικού-οπισθοστερνικού άλγους μπορεί να εμφανίσουν δύσπνοια, ναυτία, έμετο και άτυπο άλγος (π.χ. στην πλάτη ή το επιγάστριο). Το επακόλουθο είναι η υποδιάγνωση των οξέων στεφανιαίων συνδρόμων στις γυναίκες και η μη παροχή ή η καθυστέρηση εφαρμογής της ενδεδειγμένης φαρμακευτικής αγωγής ή/και επεμβατικής αντιμετώπισης.

Ακόμα και στις χρόνιες καρδιαγγειακές νόσους οι γυναίκες λαμβάνουν σε χαμηλότερο ποσοστό θεραπεία σύμφωνη με τις κατευθυντήριες οδηγίες, σε σύγκριση με τους άνδρες.

Επιπλέον δεν λαμβάνονται υπόψη οι σχετιζόμενοι με το φύλο παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου. Τον καρδιαγγειακό κίνδυνο αυξάνουν στις γυναίκες:

  • Η πρόωρη εμμηνόπαυση
  • Ο διαβήτης και η υπέρταση κύησης
  • Το ιστορικό πρόωρου τοκετού
  • Το ιστορικό αποβολής
  • Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
  • Το ιστορικό υστερεκτομής
  • Η αυξημένη συχνότητα αυτοάνοσων νόσων σε αυτές

Ωστόσο, μόλις πρόσφατα έχει αρχίσει η ευαισθητοποίηση της ιατρικής κοινότητας σχετικά με αυτούς τους ειδικούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου στις γυναίκες.

Είναι οι γυναίκες πιο ευάλωτες για επιπλοκές σε περίπτωση κολπικής μαρμαρυγής;

Η κολπική μαρμαρυγή αποτελεί ένα συνεχώς διογκούμενο πρόβλημα διεθνώς, αυξάνοντας το κόστος της νοσηλείας αλλά και της αποκατάστασης των ασθενών, λέει η καθηγήτρια Καρδιολογίας δρ Κωνσταντίνα Αγγέλη, από την Α’ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική του ΕΚΠΑ στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο.

Τελευταία τονίζονται ιδιαίτερα οι διαφορές μεταξύ των φύλων στην επίπτωση, την αντιμετώπιση και την πρόγνωση της κολπικής μαρμαρυγής, όπως:

  • Στους ασθενείς ηλικίας άνω των 75 ετών, η επίπτωση της κολπικής μαρμαρυγής είναι μεγαλύτερη στις γυναίκες.
  • Οι γυναίκες με κολπική μαρμαρυγή έχουν πιο συχνά βαλβιδοπάθεια, στεφανιαία νόσο και γενικά πιο πολλές συννοσηρότητες
  • Οι γυναίκες ασθενείς διαθέτουν πιο αυξημένο κίνδυνο για εγκεφαλικό επεισόδιο και θάνατο σε σύγκριση με τους άνδρες. Για τον λόγο αυτό στον καθορισμό του σκορ κινδύνου για εμβολικό επεισόδιο (CHA2DS2 VASC), το γυναικείο φύλο αποτελεί έναν από τους παράγοντες κινδύνου

Οι γυναίκες έχουν επίσης πιο επιβαρυμένη συμπτωματολογία, πιο εκτεταμένα εγκεφαλικά επεισόδια και χειρότερη ποιότητα ζωής και πρόγνωση. Είναι πιθανόν η αρνητική αναδιαμόρφωση του αριστερού κόλπου και η έκδηλη διαστολική δυσλειτουργία να παίζουν σημαντικό ρόλο στην συμπτωματολογία των γυναικών, αναφέρει η δρ Αγγέλη.

Επιπλέον, μετά την εμμηνόπαυση οι γυναίκες χάνουν την προστατευτική δράση των οιστρογόνων. Έτσι, ο κίνδυνος εμβολικού επεισοδίου είναι μεγαλύτερος.

Ακόμα και οι θεραπευτικές στρατηγικές για την κολπική μαρμαρυγή διαφέρουν. Η επιλογή της καρδιομετατροπής και της κατάλυσης αποτελούν λιγότερο συχνές επιλογές στις γυναίκες. Αντιθέτως, η φαρμακευτική θεραπεία για τον έλεγχο συχνότητας ή η χορήγηση αντιαρρυθμικών φαρμάκων αποτελούν πιο συχνές θεραπευτικές στρατηγικές.

Οι γυναίκες γενικά δεν εκπροσωπούνται επαρκώς στις πολυκεντρικές μελέτες για να εξαχθούν αξιόπιστα αποτελέσματα. Απαιτείται πιο ενδελεχής έρευνα, στηριζόμενη στην τεκμηριωμένη Ιατρική (Evidence Based Medicine) για να εξηγηθούν οι διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, υπογραμμίζει η δρ Αγγέλη. Η έμφαση, συμπληρώνει, πρέπει να δοθεί κυρίως στην αντιμετώπιση:

  • Με φαρμακευτική αγωγή (αντιπηκτική αγωγή, αντιαρρυθμικά φάρμακα)
  • Με επεμβατική προσέγγιση (κατάλυση κολπικής μαρμαρυγής, σύγκλειση του ωτίου του αριστερού κόλπου με συσκευή)

Η καρδιακή ανεπάρκεια έχει διαφορετικό προφίλ στις γυναίκες;

Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι μια πολύ συχνή, χρόνια πάθηση που αντιμετωπίζεται με ιατρική βοήθεια, απαντά η αναπληρώτρια καθηγήτρια Καρδιολογίας δρ Κατερίνα Νάκα,  από την Β’ Πανεπιστημιακή Κλινική του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Όπως εξηγεί, στην καρδιακή ανεπάρκεια η καρδιά δεν μπορεί να παρέχει στο σώμα το αίμα που απαιτείται για να λειτουργήσει σωστά. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι ο μυς της καρδιάς «αδυνατίζει», νεκρώνεται ή «σκληραίνει». Το επακόλουθο είναι να εμφανίζονται συμπτώματα, όπως:

  • Δύσπνοια
  • Εύκολη κούραση
  • Κατακράτηση υγρών (στα πόδια, την κοιλιά, τους πνεύμονες)

Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια υπολογίζονται στο 1-2% του πληθυσμού παγκοσμίως. Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζουν δραματική αύξηση και το περίπου 50% εξ αυτών είναι γυναίκες.

Όπως ισχύει με τις άλλες καρδιοπάθειες, έτσι και τα αίτια της καρδιακής ανεπάρκειας διαφέρουν μεταξύ γυναικών και ανδρών. Καταστάσεις που σχετίζονται με μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης καρδιακής ανεπάρκειας στις γυναίκες είναι:

  1. Η αρτηριακή υπέρταση
  2. Ο σακχαρώδης διαβήτης
  3. Η κολπική μαρμαρυγή (η πιο συχνή αρρυθμία σε άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών
  4. Οι βαλβιδοπάθειες
  5. Η παχυσαρκία
  6. Η καρδιοτοξικότητα θεραπειών για τον καρκίνο του μαστού

Αντιθέτως, η στεφανιαία νόσος είναι συχνότερο αίτιο καρδιακής ανεπάρκειας στους άνδρες, παρότι οι γυναίκες που παθαίνουν έμφραγμα μυοκαρδίου έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για καρδιακή ανεπάρκεια και άλλα καρδιαγγειακά επεισόδια από ό,τι οι άνδρες.

Επιπλέον, η καρδιακή ανεπάρκεια επηρεάζει διαφορετικά τα δύο φύλα, τονίζει η δρ Νάκα. Ειδικότερα, οι γυναίκες:

  • Την παρουσιάζουν σε μεγαλύτερη ηλικία (συνήθως μετά τα 65 έτη)
  • Έχουν πολύ περισσότερα συμπτώματα και λιγότερη αντοχή στην κούραση
  • Νοσηλεύονται συχνότερα
  • Έχουν συχνότερα κατάθλιψη
  • Εμφανίζουν έναν ιδιαίτερο τύπο καρδιακής ανεπάρκειας, κατά τον οποίο η καρδιά έχει σχετικά καλή σύσπαση (δηλαδή δύναμη να στείλει αίμα στα όργανα). Ωστόσο έχει «σκληρύνει» και δεν μπορεί να χαλαρώσει καλά για να γεμίσει με ικανή ποσότητα αίματος. Πρόκειται για την επονομαζόμενη καρδιακή ανεπάρκεια με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης. Η ανεπάρκεια αυτή είναι πιο δύσκολο να διαγνωσθεί και να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά.

Αισιόδοξο, όμως, είναι ότι οι γυναίκες ζουν λίγο περισσότερο και ανταποκρίνονται λίγο καλύτερα σε ορισμένες θεραπείες. Επιπλέον, τα περισσότερα από τα αίτια που τους προκαλούν καρδιακή ανεπάρκεια, μπορούν σε μεγάλο βαθμό να προληφθούν, καταλήγει η ειδικός.

Πολυκυστικές ωοθήκες και καρδιαγγειακός κίνδυνος: Υπάρχει σχέση;

Το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών είναι μία από τις συχνότερες ενδοκρινολογικές διαταραχές στις γυναίκες. Όπως εξηγεί η αναπληρώτρια καθηγήτρια Καρδιολογίας δρ Μαρία Μαρκέτου, από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου Κρήτης, η επίπτωση του συνδρόμου αυξάνεται σταδιακά. Τα τελευταία χρόνια βρίσκεται στο μικροσκόπιο των ερευνητών για την πιθανή συσχέτισή του με τα καρδιαγγειακά νοσήματα.

Παρόλο που οι κλινικές μελέτες δεν είναι ξεκάθαρες και σε πολλές τα αποτελέσματα δεν συμφωνούν απόλυτα, θεωρείται ότι οι γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν άτομα αυξημένου κινδύνου για καρδιαγγειακά νοσήματα. Πρέπει επίσης να τροποποιούνται νωρίς και επιθετικά οι συνυπάρχοντες παράγοντες κινδύνου.

Οι παράγοντες αυτοί συχνά είναι σημαντικοί. Στη ρύθμισή τους πρέπει να δίνεται προτεραιότητα, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ειδική θεραπεία για το σύνδρομο. Κατ’ αρχάς, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών συνδέεται με παχυσαρκία η οποία εμφανίζεται ήδη από την εφηβική ηλικία. Η παχυσαρκία αυτή καθαυτή είναι γνωστό ότι σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Επίσης, στους παθογενετικούς μηχανισμούς του συνδρόμου, εκτός από την υπερανδρογοναιμία, συχνά συμμετέχουν διάφορες καρδιομεταβολικές παθολογικές καταστάσεις όπως:

  • Η αντοχή στην ινσουλίνη
  • Η υπερλιπιδαιμία
  • Ο σακχαρώδης διαβήτης
  • Η υπέρταση

Τα παραπάνω αποτελούν τους βασικούς παράγοντες που οδηγούν στη αθηρωμάτωση και κατ’ επέκταση στα καρδιαγγειακά νοσήματα, κατά την δρα Μαρκέτου. Η υπερλιπιδαιμία στις γυναίκες με το σύνδρομο συνυπάρχει σε ένα ποσοστό που φθάνει το 70%. Δεν αφορά μόνο αύξηση των επιπέδων της LDL (κακή χοληστερόλη) αλλά και μείωση των επιπέδων της HDL (καλή χοληστερόλη).

Οι περισσότερες μετα-αναλύσεις έχουν δείξει ότι οι γυναίκες με το σύνδρομο έχουν μεγαλύτερη επίπτωση:

  • Στεφανιαίας νόσου
  • Εμφραγμάτων μυοκαρδίου
  • Εγκεφαλικών επεισοδίων

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάγκη για το σχεδιασμό μεγαλύτερων και πιο μακροχρόνιων μελετών οι οποίες θα αναδείξουν καλύτερα τη συσχέτιση του συνδρόμου με τα καρδιαγγειακά νοσήματα, καταλήγει η δρ Μαρκέτου.

Τι πρέπει να προσέχει η γυναίκα πριν, στη διάρκεια και μετά την εγκυμοσύνη;

Η περίοδος της κύησης είναι μια περίοδος γεμάτη χαρά και προσδοκία για μέλλουσες μητέρες. Υπάρχουν όμως κάποιες πληροφορίες απαραίτητες για τη φροντίδα τους, δεδομένου ότι ολοένα συχνότερα είναι μεγαλύτερες σε ηλικία.

Το πιο σημαντικό είναι να μιλήσουν με τον καρδιολόγο τους πριν αποφασίσουν την εγκυμοσύνη, όλες οι γυναίκες με ιστορικό οποιασδήποτε καρδιαγγειακής νόσου, συγγενούς ή επίκτητης, λέει η καρδιολόγος δρ Αλεξάνδρα Φρογουδάκη, διευθύντρια ΕΣΥ στη Β’ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου ΑΤΤΙΚΟΝ. Εκείνος είτε θα τις παραπέμψει για περαιτέρω διερεύνηση είτε θα δώσει το πράσινο φως για την μελλοντική εγκυμοσύνη.

Με τον καρδιολόγο πρέπει να μιλήσουν και όλες οι γυναίκες με προδιαθεσικούς παράγοντες για καρδιαγγειακή νόσο όπως:

  • Αρτηριακή υπέρταση
  • Σακχαρώδη διαβήτη
  • Αυξημένη χοληστερόλη
  • Κάπνισμα
  • Οικογενειακό ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου

Τα τελευταία χρόνια πολλές γυναίκες υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση. Αναλόγως με το πρωτόκολλο διέγερσης των ωοθηκών που χρησιμοποιείται, η ίδια η διαδικασία δημιουργεί κάποιες αλλαγές:

  • Στην καρδιακή συχνότητα
  • Στην αρτηριακή πίεση
  • Στην καρδιακή λειτουργία

Συνήθως οι αλλαγές αυτές είναι πολύ μικρές και περνούν απαρατήρητες, διευκρινίζει η δρ Φρογουδάκη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, εξ άλλου, οι επιπλοκές που μπορεί να εμφανιστούν ακόμα και σε γυναίκες χωρίς προηγούμενο καρδιολογικό ιστορικό είναι:

  • Υπέρταση κύησης
  • Σακχαρώδης διαβήτης κύησης
  • Προεκλαμψία/εκλαμψία
  • Λιποβαρές νεογνό
  • Καθυστερημένη ενδομήτρια ανάπτυξη του νεογνού
  • Θνησιγενές νεογνό

Όλες οι παραπάνω επιπλοκές αντανακλούν την αδυναμία των αγγείων του πλακούντα να ανταπεξέλθουν στην εγκυμοσύνη. Αποτελούν σήμα κινδύνου για την μελλοντική καρδιαγγειακή υγεία της γυναίκας.

Έτσι στα σύγχρονα καρδιολογικά ιατρεία λαμβάνεται και το μαιευτικό ιστορικό των γυναικών. Σε περίπτωση επιπλοκών της κύησης πρέπει αμέσως μετά την κύηση να τροποποιηθούν οι παράγοντες κινδύνου με:

  • Έλεγχο αρτηριακής πίεσης
  • Ρύθμιση σακχάρου και χοληστερόλης
  • Διακοπή καπνίσματος
  • Άσκηση και απώλεια βάρους αν χρειάζεται
  • Υγιεινή διατροφή

Η παρακολούθηση μετά την κύηση από καρδιολόγο καθορίζεται κατά περίπτωση, προσθέτει η δρ Φρογουδάκη.

Πρόωρη εμμηνόπαυση: Αυξάνει η θεραπεία υποκατάστασης τον καρδιαγγειακό κίνδυνο ή τον κίνδυνο για καρκίνο μαστού;

Οι γυναίκες σε πρώιμη εμμηνόπαυση έχουν αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα και εγκεφαλικό επεισόδιο, λόγω της απώλειας της θετικής δράσης των οιστρογόνων. Πρώιμη είναι η εμμηνόπαυση που συμβαίνει πριν την ηλικία των 40 ετών. Αφορά το 1% των γυναικών, εξηγεί η καρδιολόγος δρ Αγγελική Γκουζιούτα, επιμελήτρια Α’ στη Μονάδα Καρδιακής Ανεπάρκειας & Μεταμόσχευσης Καρδιάς του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου.

Η θεραπεία υποκατάστασης ορμονών δεν επιδεινώνει τον κίνδυνο καρδιοαγγειακής νόσου όταν αρχίζει:

  • Πριν από τα 60 έτη και
  • 10 χρόνια μετά την εμμηνόπαυση

Η χρήση ορμονοθεραπείας που περιλαμβάνει μόνο οιστρογόνο δεν επηρεάζει ή και ελαττώνει την πιθανότητα καρδιακού επεισοδίου. Ωστόσο αν περιέχεται και προγεσταγόνο, τότε ο κίνδυνος μπορεί να αυξηθεί λίγο.

Ο κίνδυνος εγκεφαλικού επεισοδίου μπορεί να αυξηθεί λίγο με την χορήγηση ορμονοθεραπείας από το στόμα. Όχι όμως και με την διαδερμική χορήγηση. Η διαδερμική χορήγηση είναι ασφαλής και σε γυναίκες με αυξημένο σωματικό βάρος.

Οι γυναίκες που έχουν επιβαρυντικό ιστορικό για θρομβοεμβολικό επεισόδιο, συνιστάται να υποβάλλονται σε ειδικό αιματολογικό έλεγχο πριν την έναρξη της ορμονοθεραπείας.

Ο κίνδυνος καρκίνου του μαστού σε γυναίκες σε ηλικίες γύρω από την εμμηνόπαυση ποικίλει ανάλογα με τους επιβαρυντικούς παράγοντες. Οι γυναίκες στις οποίες η θεραπεία υποκατάστασης ορμονών μπορεί να έχει μεγαλύτερη επίπτωση στην εμφάνιση καρκίνου του μαστού είναι:

  • Οι άτοκες ή αυτές που έγιναν μητέρες μετά τα 30 έτη
  • Όσες έχουν πυκνούς μαστούς και ταυτοχρόνως οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού ή ιστορικό καλοήθους νόσου του μαστού για την οποία χρειάστηκε βιοψία

Οι υπέρβαρες γυναίκες διατρέχουν ήδη αυξημένο κίνδυνο και η λήψη ορμονοθεραπείας δεν τον αυξάνει περαιτέρω. Σε εκείνες με χαμηλό σωματικό βάρος, μπορεί να τον αυξήσει.

Η δόση, ο τρόπος χορήγησης και η διάρκεια της θεραπείας υποκατάστασης πρέπει να εξατομικεύονται και να επανεκτιμώνται σε σταθερά χρονικά διαστήματα, τονίζει η δρ Γκουζιούτα. Η διασφάλιση της ποιότητας ζωής με τη διατήρηση της σωματικής και ψυχολογικής υγείας της γυναίκας μετά την εμμηνόπαυση είναι θεμελιώδης. Πρέπει να ενθαρρύνονται αλλαγές του τρόπου ζωής όπως  διακοπή καπνίσματος, άσκηση και προσεγμένη διατροφή, καταλήγει.

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X