Αναλύσεις

Μια Κόλαση επί της Γης ως τεκμήριο Ιστορίας

Μια Κόλαση επί της Γης ως τεκμήριο Ιστορίας
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)

Βρέθηκα στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο Μυρόφυλλο της Πίνδου, μεταξύ Τρικάλων και Άρτας- που είναι οι πόλεις αναφοράς του χωριού-, προκειμένου να μελετήσουμε τη στερέωσή του. Ένας δυνατός σεισμός πριν από κάποιες δεκαετίες είχε γκρεμίσει, μάλλον ανεπανόρθωτα πιά, τμήματα του μοναστηριακού συγκροτήματος. Η επιχειρούμενη τωρινή στερέωση αφορά τον ναό καθ’εαυτό, εν όψει του κατακλυσμού της περιοχής με την ολοκλήρωση του φράγματος της Συκιάς για την εκτροπή του Αχελώου ώστε να αρδεύσει πεδιάδες της Θεσσαλίας. Ο ιστορικός ναός- σάρκα από τη σάρκα μιας διαχρονικής κοινότητας: εκεί βαφτίζονται, εκεί παντρεύονται οι μόνιμοι κάτοικοι μα συχνά και οι ξενιτεμένοι, εκεί γιορτάζουν, εκεί κηδεύονται, εκεί προσεύχονται- είναι το μόνο κτιριακό στοιχείο που προβλέπεται να διασωθεί από τον προγραμματισμένο κατακλυσμό.

Η κοινότητα του Μυρόφυλλου, όπως και όλων των οικισμών της ευρύτερης περιοχής, έχει υπάρξει εκεί, σ’αυτό το κατά τα άλλα μαγικό φυσικό τοπίο, με μεγάλες δυσκολίες επιβίωσης, μα και μεγάλη ανθεκτικότητα, και τη θέληση όχι απλά για επιβίωση, μα για προκοπή. Η πρόσβαση ποτέ δεν ήταν εύκολη, πότε το Κράτος τους φτιάχνει μια γέφυρα πάνω από τους γκρεμούς, πότε αυτή η γέφυρα πέφτει, τα σταθερά περάσματά τους- με τα πόδια- ήταν για αιώνες «οι δρόμοι των βουνών» («τα βουνά ενώνουν» σου λένε οι γεροντότεροι, «σε αντίθεση με τη θάλασσα που χωρίζει»).

 

Δεν προλαβαίναμε να χωνέψουμε τις πολλές και πυκνές εμπειρίες μας εκεί, στη διάρκεια της πρώτης μας, αναγνωριστικής επίσκεψης. Είχαμε ήδη πολλή ώρα στον υποβλητικό ναό του Αγίου Γεωργίου, όταν εξαίφνης πρόσεξα τις τοιχογραφίες, όχι στον κυρίως ναό μα στον νάρθηκα της κεντρικής πύλης, που περιγράφουν τα βασανιστήρια των αμαρτωλών στην Κόλαση μετά τη Δευτέρα Παρουσία. Οι εικόνες είναι πρωτοφανούς ωμότητας: ήμουν εξοικειωμένος φυσικά με εικόνες από τα μαρτύρια των Αγίων, μα αυτές δεν έδειχναν ποτέ την πράξη, ήταν υπαινικτικές, και επίσης το καινοφανές εδώ ήταν ότι για πρώτη φορά σε ορθόδοξη εκκλησία έβλεπα να πρωταγωνιστούν στις εικόνες όχι οι Άγιοι, μα οι βασανιζόμενοι αμαρτωλοί, μαζί με τους δαίμονες που τους υποβάλλουν σε φριχτά βασανιστήρια.

Ανακάλεσα στη μνήμη μου τον τρόμο που μας φύτευαν στο υποχρεωτικό Κατηχητικό των παιδικών μου χρόνων στα τέλη της δεκαετίας του 1960, με ιστορίες βασανιστηρίων που θα μας περίμεναν αν δεν περνούσαμε επιτυχώς τη διαδικασία της Δευτέρας Παρουσίας (μια προσομοίωση των Εισαγωγικών Εξετάσεων στο Πανεπιστήμιο;). Η ατμόσφαιρα εκείνων των ιστοριών ταίριαζε με τις εικόνες που αντίκρυσα στον νάρθηκα του ναού. Η ιδέα που σου εμφύτευαν τα Κατηχητικά ήταν τρομακτική: ακόμα κι αν δεν έφταναν την ωμότητα των τοιχογραφιών, η αίσθηση και μόνο ότι το σώμα σου θα βασανίζεται στον αιώνα τον άπαντα ισοδυναμούσε με μια μόνιμη εν δυνάμει ενδόρρηξη του μυαλού σου.

Η ανάκληση αυτών των παλιών ιστοριών μου προκάλεσε μια απορία. Είχα διαβάσει το μεγάλης βιωματικής έντασης βιβλίο «Καταφύγιο ιδεών», Ίκαρος 2011, του Χρήστου Γιανναρά, όπου με βάση τις εμπειρίες του από τη στράτευσή του σε μηχανισμούς που εμπεριείχαν το Κατηχητικό στη μεταπολεμική Ελλάδα, αναδεικνύει τη βαριά ψυχοπαθολογία της εφαρμογής μεθόδων άσκησης ψυχολογικής εξουσίας με πρόσχημα τη θρησκεία, μα τις απέδιδε σε έναν ξενόφερτο ευσεβισμό προτεσταντικού τύπου που δεν είχε σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Κι όμως εγώ τα έβλεπα σε τοιχογραφίες που φτιάχτηκαν το 1870, στα δικά μας τα μέρη, ασχέτως αν στη μακρόχρονη καλοκαιρινή συναναστροφή μου  με το πνεύμα των βουνών είχα βιώσει μια τρυφερή θρησκευτικότητα, συνδεδεμένη περισσότερο με γιορτές της συλλογικότητας παρά με κάποιου είδους τιμωρητικό ή απειλητικό κλίμα.

 

        Διερεύνηση

Ήταν τόση η έξαψη της αναστήλωσης, σε συνδυασμό με τις ποικίλες θαυμαστές εμπειρίες που μας πρόσφερε το Μυρόφυλλο, που το θέμα πέρασε σε δεύτερη μοίρα, δεν ήταν αυτή η προτεραιότητα. Όμως η απορία παρέμενε, και όταν ήρθε αργότερα η ώρα της να ασχοληθώ περισσότερο, με την αφορμή μια διερεύνηση μεθοριακών καταστάσεων για ένα καινούριο βιβλίο μου, διαπίστωσα ότι οι απορίες- σε συσχετισμό με την αρχική- είχαν πολλαπλασιαστεί, όχι ως προβλήματα, μα ως δυνατότητες εμβάθυνσης στις πραγματικότητες του πολιτισμού των βουνών, και δι’αυτού ενδεχομένως και σε άλλες αχαρτογράφητες περιοχές ανάλογης τροπικότητας.

Οι απορίες ήταν περί κάποιους άξονες: Πού αλλού; Πότε; Γιατί; Γιατί έτσι;

Το κίνητρό μου προκειμένου να ξεκινήσω τη συγκεκριμένη διερεύνηση είναι κατά βάση γνωστικό. Εχω τη συναίσθηση ότι «δεν είμαστε μόνοι, και δεν ερχόμαστε από το πουθενά», οπότε μια διευρυμένη γνώση σε σχέση με τη συλλογική αυτογνωσία του τόπου μου, βοηθάει τον προσανατολισμό μου και διευρύνει τον ζωτικό μου χώρο. Επί πλέον, εμβαθύνοντας στο παρελθόν- ιδιαίτερα αν συμβαίνει να έχω μ’αυτό βιωματικούς δεσμούς απώτερης καταγωγής, και κάποιου είδους μύηση χάρη στις μακρές καλοκαιρινές διακοπές των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων στο Περτούλι του Ασπροποτάμου-με βοηθάει να αντιληφθώ εναργέστερα τόσο συνολικά το παρόν, όσο και κάποια μελλοντικά ενδεχόμενα.

Προκειμένου βεβαίως μια διερεύνησή να είναι δημιουργική, είναι απαραίτητο να έχει κάποιους άξονες ώστε να αποφεύγει τις ρηχές κοινοτοπίες, αλλά και παραπλανητικούς δρόμους που θα μας εκτρέψουν σε πληκτικά αδιέξοδα. Οπότε:

-Δεν έχει νόημα να προσεγγιστούν αυτές οι παραστάσεις με το σύγχρονο γούστο. «Είναι αρρωστημένες!» μου λέει μια πολύ καλλιεργημένη κυρία, ή στο ίδιο πνεύμα κάποιος άλλος τις βλέπει ως σαδομαζοχιστικές, και ένας τρίτος τις θεωρεί πολύ κακότεχνες από αισθητική άποψη. Και οι τρεις έχουν δίκιο από τη σκοπιά τους, μα αν μέναμε εκεί δεν θα μαθαίναμε κάτι.

-Δεν έχει νόημα επίσης μια απολογητική προσέγγιση. Για παράδειγμα, προκειμένου «να μην δυσφημιστεί η θρησκεία», να γίνεται με σκοπιμότητα μια αναγωγή σε κείμενα ή άλλες πρακτικές, ώστε το ζήτημα αυτών των εικόνων να τίθεται μη παραγωγικά με όρους σφάλματος (θεωρητικής έκπτωσης, παρέκκλισης). Ανάλογα ισχύουν και για προσεγγίσεις με αντίστροφες ιδεολογικές βουλγκάτες, ότι δηλαδή «οι θρησκείες φταίνε για όλα τα δεινά».

– Το ζήτημα αυτών των εικόνων, προκειμένου κάπου να οδηγηθούμε εμπλουτιζόμενοι, είναι απαραίτητο να τεθεί με θετικούς όρους: Ποια είναι τα αίτια; Και πώς λειτουργούν: σε τί χρησιμεύουν; ποιά λειτουργία διασφαλίζουν; σε ποιες στρατηγικές εντάσσονται; Μόνο μια συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης μπορεί να μας διαφωτίσει, και να μας βοηθήσει να κάνουμε πολύτιμες αναγωγές σε άλλες εποχές και άλλα περιβάλλοντα.

Ξεκίνησα λοιπόν τη διερεύνηση ψάχνοντας, ρωτώντας, διαβάζοντας. Ο πολιτισμός των βουνών του ελληνικού χώρου, μολονότι είναι πολλαπλά συναρπαστικός και πάντως «σάρκα από τη σάρκα» του συνολικού πολιτισμού και της ιστορίας μας, πολύ απέχει από το να είναι ένα θέμα «τακτοποιημένο» επιστημονικά- όπως και πολλά άλλα πεδία στη χώρα μας. Αλλά υπάρχουν διάσπαρτοι πολλοί «ανιχνευτές», «σκαπανείς», που αγαπούν ή ιντριγκάρονται από το βουνό, και ανοίγουν κάθε τόσο μονοπάτια γνωστικής επαφής με το αντικείμενο. Τους χρωστώ ευγνωμοσύνη για τη συμβολή τους στην ωριμότητα της διερεύνησης. Δεν μνημονεύω εδώ τα ονόματά τους, για να μην φορτωθούν τα βάρη του δικού μου σχήματος, μα θα βρεθεί ένας τρόπος για την αναγνώριση του πλούτου που κομίζουν. Ετσι κι αλλιώς, το βουνό είναι ανεξάντλητο, οι διερευνήσεις μας δεν τελειώνουν εδώ.

 

 Πού αλλού; Πότε; 

Στις πρώτες επαφές με σοβαρούς ιστορικούς της περιόδου και αγιογράφους, προέκυψε ένας πρώτος γεωγραφικός προσανατολισμός: δεν υπάρχουν τέτοιες εικόνες στην Κωνσταντινούπολη και στις μεγάλες πόλεις του ελληνισμού.

Στη συνέχεια, είχα την τύχη να ανακαλύψω το βιβλίο του ζωγράφου, διδάκτορα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, και διδάσκοντος εκεί, Στέφανου Τσιόδουλου, με τίτλο «Τιμωρία, η σκοτεινή όψη της σεξουαλικότητας», με υπότιτλο «Ερωτικές σκηνές και οι σιωπηλές αφηγήσεις τους στις παραστάσεις της Κόλασης, 13ος-19ος αιώνας»,  futura 2012. Το βιβλίο είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για την περιήγηση του πεδίου, δίνοντάς μας μια εκτεταμένη τοπογραφία ναών και μοναστηριών με τέτοιου είδους τοιχογραφίες. Το άπλωμά τους στον ελληνικό χώρο είναι μεγάλο: από την Ιερά Μονή της Θεοτόκου στο Γαρδίκι Τρικάλων, τη Μονή Αγίου Νικολάου στο Σκαμνέλι Ζαγορίου Ιωαννίνων, τη Μονή Ευαγγελισμού στην Κυψέλη Αρτας, ως το Ναό Ασωμάτου στις Αρχάνες Κρήτης, τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στα Κριτσά Κρήτης και την Παναγία στη Σκλαβοπούλα Κρήτης. Οι αναφορές είναι ενδεικτικές, και οπωσδήποτε ο συγγραφέας έχει περιηγηθεί μόνο κάποιες περιοχές της χώρας.

Εχει ενδιαφέρον ότι ο Τσιόδουλος αναδεικνύει την καταλυτική εντύπωση του Γιώργου Σεφέρη από αυτού του είδους την εικονογραφία με τις ποινές των κολασμένων, όταν επισκέφτηκε στην Κύπρο αρχικά την Παναγία Φορβιώτισσα, και μετά του Αντιφωνητή. Το σχετικό ποίημά του «Λεπτομέρειες στην Κύπρο» συμπεριλαμβάνεται στα «Ποιήματα», Ικαρος, 1972, ενώ οι εντυπώσεις του στο βιβλίο του «Μέρες στ’, 20 Απρίλη 1951- 4 Αυγούστου 1956», Ικαρος 1972.

Μάλιστα, προηγουμένως, κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Προξένου στο Αργυρόκαστρο, ο ποιητής αναφέρεται σε τοιχογραφίες που συνάντησε σε ορθόδοξο ναό της Βορείου Ηπείρου, που φαίνεται πως τον παραξένεψαν και τις χαρακτήρισε «βυζαντινολαϊκές». Δεν γνωρίζουμε τη θεματολογία αυτών των εικόνων, μα ο χαρακτηρισμός τους μπορεί να μας βοηθήσει στα περαιτέρω.

Η διασπορά των μονών και των ναών στα συγκεκριμένα σημεία του χώρου επιβεβαιώνει ότι οι παραστάσεις αυτές απαντώνται πέραν των μεγάλων πόλεων, και μάλιστα σε τοποθεσίες που θα μπορούσαν κατ’αρχάς να χαρακτηριστούν ως απόμερες- μολονότι για να αποδοθεί ουσιαστικά αυτός ο όρος πρέπει προηγουμένως να γίνει πολλή επιστημονική δουλειά ώστε να προκύψουν τα παραγωγικά και κοινωνικά κέντρα του ελληνικού χώρου ανά χρονικές περιόδους, έχοντας μάλιστα υπ’όψιν ότι για μεγάλες περιόδους της οθωμανικής κυριαρχίας τα κέντρα των χριστιανών, τουλάχιστον σε περιοχές όπως της Ηπειροθεσσαλίας ήσαν περισσότερο στα βουνά παρά στις πόλεις. Πολύ σημαντικό γι’αυτά τα θέματα, αλλά και για κάθε έρευνα που αφορά την κοινωνία εκείνων των περιοχών τον 19ο αιώνα είναι το σπουδαίο πολύτομο έργο του Βασίλη Παναγιωτόπουλου «Αρχείο Αλή Πασά», Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, 2009, εξαντλημένο στον εκδότη σήμερα.

Μαζί με τον τρόπο της διασποράς στον χώρο, κρίσιμης σημασίας είναι και η χρονική φάση που δημιουργήθηκαν αυτές οι τοιχογραφίες. Στον υπότιτλο του βιβλίου του ο Τσιόδουλος το προσδιορίζει από τον 13ο έως και τον 19ο αιώνα. Ο 13ος συμβαίνει να είναι ο αιώνας της διάλυσης και καταδιάσπασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, ενώ ο 18ος και 19ος αιώνας είναι οι τελευταίοι αιώνες της Οθωμανικής κυριαρχίας στον κυρίως ελληνικό χώρο. Πάντως, η συντριπτική πλειοψηφία των τοιχογραφιών που αναφέρει ο Τσιόδουλος στο βιβλίο του ανήκουν στην περίοδο από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα έως και μεγάλο τμήμα του 19ου (σημειώνουμε ότι η ένταξη της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος έγινε το 1881).

 

   Εχει επηρεαστεί η επίμαχη θεματογραφία από τη Δύση;

Εκκλησιαστική εικονοποίηση της Κόλασης

 

Μιλώντας με καλλιεργημένους περί αυτά τα θέματα ανθρώπους, μια από τις πρώτες κουβέντες που μου λέγανε, ήταν : «Μήπως πρέπει να αναζητήσουμε δυτικές επιρροές;»

Άνοιξα στην τύχη τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, σε απόδοση Ευάγγελου Ανδρουλιδάκη, Ενωμένοι Εκδότες, Αθήνα 1962, εξαντλημένο. Από το Ασμα Εκτον, της Κόλασης, διάβασα: «Είχα φθάσει στον τρίτο κύκλο της αιώνιας, της καταραμένης, της παγερής βροχής, που δεν αλλάζει ποτέ ρυθμό ή ποσότητα. Χαλάζι πυκνό, πίσσα, μαύρο νερό και χιόνια ξεχύνονται ανάμεσα στον σκοτεινιασμένο ουρανό. Μια βρωμερή οσμή ξεχύνονταν από το χώμα, που ποτιζόνταν μ’εκείνη τη βροχή. Ο κέρβερος…εγαύγιζε το πλήθος των κολασμένων, που είχε βυθίσει εκεί η θεία δικαιοσύνη. Εχει μάτια κατακόκκινα και γένια μαύρα και πυκνά, τρομερό στομάχι και νύχια αγκιστρωτά. Κατασπαράζει και δέρνει τις ψυχές. Η βροχή τις κάνει να ουρλιάζουν σαν σκύλοι…»

Χωρίς να έχει την ωμότητα των παραστάσεων στις τοιχογραφίες, είναι πάντως ένα κείμενο που μπορεί να τρομάξει. Ενυπάρχει παράλληλα σ’αυτό μια διάχυτη ποιητικότητα, δεν είναι μονότροπα καθηλωτικό. Και συνεχίζει παρακάτω: «Όταν ο κέρβερος, το τρομερό θηρίο μας αντίκρυσε, άνοιξε διάπλατα τα στόματά του…Όλα τα μέλη του έτρεμαν από τη λύσσα. Ανοιξε τότε ο οδηγός μου τα δυό του χέρια, πήρε μια φούχτα χώμα και το έρριξε μέσα στα λαίμαργα στόματα. Όπως ο σκύλος που αλυχτάει, για να δείξει την πείνα του κι’ησυχάζει μόλις του ρίξουν την τροφή, έτσι κι’ο φοβερός  δαίμονας, ο κέρβερος, έκλεισε τα τρομερά τα στόματά του…» Πέραν της φοβικής απειλής, υπάρχει εδώ και μια αποφασιστική αντίδραση στο πεδίο, που κάνει τον φοβερό δαίμονα «να κλείσει τα στόματά του». Αλλά δεν είναι μόνο αυτό: στο βιβλίο, ο Δάντης με τον μεγάλο ποιητή των Λατίνων Βιργίλιο, περιηγούνται την Κόλαση, το Καθαρτήριο, τον Παράδεισο. Μολονότι έτσι αναγνωρίζουν την ύπαρξή τους, πάντως δεν είναι μέρος τους, έχουν την απόσταση του παρατηρητή. Ετσι, το βιβλίο δεν είναι στενά φοβικό, μα συνιστά ένα πολύπτυχο πεδίο όπου εκδηλώνονται (ποιητικά) αντιτιθέμενες δυνάμεις.

Σ’αυτό το πνεύμα, των αντιτιθέμενων δυνάμεων, που έχει συνάφεια με ρευστές σχέσεις εξουσίας στο πεδίο, έχω πάντα στο μυαλό μου μια Εκθεση στη Royal Academy of Arts του Λονδίνου, με έργα του περίφημου αναγεννησιακού ζωγράφου Μποτιτσέλλι – ένα από τα πιο γνωστά του έργα είναι η «Αναδυόμενη Αφροδίτη»- που, σε πλήρη αντίθεση με το φωτεινό κύριο σώμα του έργου του, αφορούσαν μια βαρειά σκοτεινιά, τα βασανιστήρια των αμαρτωλών στην Κόλαση. Ήταν από την τελευταία φάση της ζωής του, κατά την οποία ο ζωγράφος προσέγγισε τον μοναχό Τζιρόλαμο Σαβοναρόλα, δεινό πολέμιο των Μεδίκων και του αναγεννημένου ανθρωπισμού της αρχαιότητας, που ζητούσε από τους φλωρεντινούς του 15ου αιώνα να ρίξουν στην «πυρά της ματαιοδοξίας» (falò delle vanità) τα πολύτιμα αντικείμενά τους.

Μια συνάφεια με τα παραπάνω έχει το γεγονός ότι ο Βοκάκιος, που ανέδειξε τη χαρά της επίγειας ζωής με τους ύμνους του στις σχέσεις του σαρκικού έρωτα στο βιβλίο του «Δεκαήμερο», εκδόσεις γράμματα, 1993, το οποίο έγραψε μάλιστα τον καιρό που μια φριχτή επιδημία πανούκλας τυρρανούσε τους φλωρεντινούς (και τα σώματά τους), είναι ο ίδιος Βοκάκιος που εξέδωσε τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη με την τοπογραφία της Κόλασης- και τη θαυμάσια λογοτεχνική γλώσσα που αποτέλεσε το θεμέλιο της νέας ιταλικής γλώσσας. Περισσότερα για την καλλιτεχνική δημιουργία εκείνης της εποχής στο βιβλίο “Καλλιτέχνες της Αναγέννησης” του Giorgio Vasari, σε μετάφραση Στέλιου Λυδάκη, εκδόσεις Κανάκης, 1995.

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια ατμόσφαιρα εξαιρετικά δημιουργικής αναστάτωσης, όπου οι αντιτιθέμενες δυνάμεις δρουν σε ένα πλαίσιο καλπασμού των παραγωγικών δυνάμεων και του πολιτισμού. Οι αμυντικοί κοινωνικοί σχηματισμοί των απόμερων τόπων του ελληνικού χώρου, που με ανθεκτικότητα και απαντοχή απασχολούνται με την επιβίωση, είναι ακόμα μακριά από τις εξελίξεις στη Δύση. Επί πλέον, είναι κρίσιμης σημασίας, από όσα γνωρίζουμε από την Ιστορία και τις Επιστήμες του Ανθρώπου, ότι καμμιά εξωγενής επιρροή δεν μπορεί να σταθεί απλά ως μίμηση, αν δεν ανταποκρίνεται σε εσωτερικές διεργασίες και ανάγκες.

 

Ο Βιργίλιος οδηγεί τον Δάντη στους κύκλους της Κόλασης. Από την περίφημη εικονογράφηση της «Θείας Κωμωδίας» του Γουστάβου Ντορέ (1832-1883).

 

Ποιες μπορεί να είναι λοιπόν οι ενδογενείς αιτίες αυτού του φαινομένου;

Είναι αναπόφευκτο να αναζητήσουμε τις ιστορικές συνθήκες της εποχής, σε συνδυασμό με την επισήμανση ότι όταν εμφανίζεται μια θεσμική τρομοκράτηση- είτε στα πλαίσια μιας μικρής ή μεγάλης κοινωνίας, είτε μιας συλλογικότητας όπως μπορεί να είναι η οικογένεια-, αυτή έχει να κάνει εκ των πραγμάτων με ένα «σφίξιμο των λουριών». Κι ένα τέτοιο σφίξιμο δεν μπορεί να προκύψει σε ένα περιβάλλον βαλτωμένο, όπου τίποτα δεν κουνιέται. Εκδηλώνεται προκειμένου να αντιμετωπιστεί μια αναστάτωση, όχι περαστική, μα που συνδυάζεται με μια ριζική μεταβολή των συνθηκών.

Συνέχισα λοιπόν τη διερεύνηση διαβάζοντας, συζητώντας, και σκεπτόμενος. Με βάση αυτά, επιχειρώ να οικοδομήσω ένα σχήμα, το οποίο εννοείται ότι είναι ανοιχτό στην κριτική, ακόμα και στην κατεδάφιση εφ’όσον προκύψει ένα ανθεκτικότερο και πειστικότερο σχήμα που θα μπορούσε να το αντικαταστήσει. Οπότε: καθώς ο Τσιόδουλος ξεκινά από τον 13ο αιώνα, αυτός ο αιώνας είναι κρίσιμος για τα καθ’ημάς, αφού τότε (1204) με την κατάλυση της Αυτοκρατορίας και του κέντρου της, οι κάθε είδους τοπικότητες βρέθηκαν με ένα είδος αναγκαστικής αυτονόμησης σε όλα τα επίπεδα, κοινωνικά, παραγωγικά, ιδεολογικά. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, μια τέτοια αναγκαστική αυτονόμηση δεν είχε βεβαίως κάποιον απελευθερωτικό χαρακτήρα, αντίθετα προέκυψαν ανάγκες δύσκολης λειτουργίας σε ένα περιβάλλον καταδιασπασμένου κόσμου, έμφορτο αβεβαιοτήτων και απειλών.

Κάνοντας ένα ιστορικό άλμα στον 18ο και 19ο αιώνα, οπότε πύκνωσαν οι τοιχογραφίες αυτού του είδους, βρισκόμαστε σε μία διαφοροποιημένη κατάσταση που έχει από κοινωνική άποψη κάποια ειδικά χαρακτηριστικά. Πρώτα απ’όλα, έχει ήδη υπάρξει για κάποιους αιώνες η λεγόμενη «οθωμανική ειρήνη» όπου έχει μεν αποκατασταθεί ο ενιαίος χώρος, πλην όμως με τους χριστιανούς απομονωμένους χωρικά εν μέσω άλλων μετακινηθέντων πληθυσμών, και ευρισκόμενους θεσμικά σε καθεστώς υπηκόων δεύτερης κατηγορίας. Παράλληλα, προκύπτουν κάποιες θεσμικές εξελίξεις τομής ως αποτέλεσμα ατυχών πολέμων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε μπει πλέον σε μια διαδικασία συρρίκνωσης και εξασθένησης.

Μια τέτοια εξωγενής θεσμική εξέλιξη τομής είναι η Συνθήκη του Πασάροβιτς (1718) μεταξύ Αυστρίας, Βενετίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι διομολογήσεις που προέβλεπε η Συνθήκη διευκόλυνε την κινητικότητα της οικονομικής και εξ αυτής της πολιτικής ζωής των Ελλήνων του ελλαδικού χώρου. Με αυτές επετράπη αμοιβαία στους υπηκόους των δύο Αυτοκρατοριών να ναυσιπλοούν ελεύθερα και να ασκήσουν ελεύθερα εμπόριο σε ξηρά και θάλασσα και των δύο κρατών.

Με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), ο οικονομικός άρα και ο πολιτικός χώρος των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επεκτάθηκε περαιτέρω, εδαφικά και στη Ρωσία, και πολλαπλασιάστηκε η κινητικότητα μαζί με τις δυνατότητες πρωτοβουλιών ανάπτυξης. Με αυτή την έννοια, ο 18ος αιώνας ήταν μια εποχή πρωτοφανών αλλαγών για τους χριστιανούς της Οθωμανίας, με τη δυνατότητα ουσιαστικής συμμετοχής τους- οικονομικά και πολιτιστικά- στο πεδίο του αναδυόμενου καπιταλισμού και της μοντερνικότητας.

Είναι φυσικό όλα αυτά να επηρεάσουν τις συνθήκες ζωής στις μέχρι τότε σχεδόν στάσιμες, από την άποψη της κινητικότητας, χριστιανικές εσωστρεφείς κοινότητες. Αν υπήρχε μια Ιστορία της κατοίκησης του ελληνικού χώρου, σε συσχετισμό με την εξέλιξη του είδους των κτισμάτων σ’αυτές τις περιοχές, θα βλέπαμε πολύ παραστατικά ένα εντελώς νέο τοπίο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Δεν είναι συμπτωματική ακόμα και η έξαρση της ληστείας- μαζί με την προϊούσα αδυναμία των δομών της Αυτοκρατορίας να την αποτρέψουν-, ακόμα και με πυρπολήσεις ευημερούντων χωριών προκειμένου να συληθούν οι περιουσίες τους.

Η ριζική αναστάτωση αφορά όλα τα πεδία. Για πρώτη φορά, άνδρες των κοινοτήτων απουσιάζουν σε πολύ μακρινές περιοχές για πολλά χρόνια. Παρ’ότι την περίοδο αυτή μπορούν να μεταναστεύσουν για εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες αλλού μόνο οι σχετικά εύποροι, τα οικονομικά τους μέσα δεν επαρκούν για συχνές επιστροφές στο σπίτι, πέραν του ότι οι απαιτούμενοι χρόνοι γι’αυτό είναι τεράστιοι, και οι δυσκολίες στους δρόμους με τους ληστές, αποτρεπτικές.

Πέραν του ότι οι ξενιτεμένοι άνδρες εκτίθενται σε εντελώς καινοφανείς καταστάσεις στους άλλους τόπους, και σε μία εκ των πραγμάτων πολύ μεγάλη ρευστότητα, οι γυναίκες της ευρύτερης οικογένειας μένουν «μόνες» στην εστία. Είναι πολλά τα δημοτικά τραγούδια της εποχής, που μαζί με τον βαθύ πόνο της ξενιτιάς που τραγουδούν αριστουργηματικά («Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο, η ξενιτιά σε χαίρεται κι’εγώ έχω τον καημό μου…Μωρέ ξένε μου, αυτού στα ξένα που είσαι, σου στέλνω μήλο, σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει…Σου στέλνω και το δάκρυ μου σ’ένα φτενό μαντίλι…Μωρέ ξένε μου το δάκρυ μου είναι καφτερό και καίει το μαντίλι»), μιλάνε και για πρακτικές περιπλοκές: όπως ότι αρχίζουν να έρχονται στο χωριό πραματευτάδες που γλυκοκοιτάζουν τις γυναίκες, ακόμα και τις δυσκολίες της επανένωσης των ζευγαριών μετά από μια τόσο πολύχρονη απουσία, τα αναγνωριστικά σημάδια που αναζητά μια γυναίκα για να πειστεί ότι ο «ξένος» (πια) είναι όντως ο άνδρας της («Μαλαματένιος αργαλιός κ’ελεφαντένιο χτένι, κ’ένα κορμί αγγελικό που κάθεται και φαίνει…Πραγματευτής απέρασε στον μαύρο καβαλλάρης, κοντοκρατεί τον μαύρο του και την καλημεράει. ^Καλή σου μέρα κόρη μου^ ^Καλώς τον ξένο πούρτε^ ^Κόρη πώς δεν παντρεύεσαι, να πάρεις παλληκάρι;^ ^Κάλλιο να σκάσ’ο μαύρος σου, παρά τον λόγο πούπες. Αντρα μου’χω στην ξενιτειά, δώδεκα χρόνους λείπει, κι’ακόμα τρεις τον καρτερώ και τρεις τον απαντέχω, κι’αν δεν ερθεί κι’αν δεν φανεί καλόγραια θα γένω^…^Κόρημ’ εγώ’μ ο άντρας σου, εγώμαι ο καλός σου^ ‘Αν είσαι συ ο άντρας μου, αν είσαι ο καλός μου, δείξε σημάδια της αυλής κι’απέκει να σ’ανοίξω^…Της δείχνει, μα…^Αυτά τα ξέρ’η γειτονιά, τα ξέρ’ο κόσμος όλος. Δείξε σημάδια του κορμιού κι’απέκει να σ’ανοίξω^ ^Ελιάν έχεις στο μάγουλο, ελιάν στην αμασκάλη, και στο δεξί σου το βυζί μικρήν δαγκαματίτσα^ ^Βάγιες τρεχάτ’ανοίξετες, αυτός είν’ο καλός μου^»). Τα αποσπάσματα ελήφθησαν από το βιβλίο «Ρωμαίικα τραγούδια- επιλογή δημοτικών τραγουδιών», από τη Συλλογή Arnold Passow, Teubner, Λειψία 1860, σε ωραία φωτογραφική ανατύπωση Νίκας (1958) και Εκδόσεις Ελληνική Παιδεία 2007.  Είναι πολλά τα δημοτικά τραγούδια της εποχής που παραπέμπουν στον αρχετυπικό μύθο της ξενιτιάς του ελληνικού χώρου, την Ομήρου «Οδύσσεια».

Σ’αυτά πρέπει να προστεθεί μια άλλη εστία αστάθειας, το γεγονός ότι, σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, οι Κλέφτες των βουνών, που την άνοιξη και το καλοκαίρι κοιμούνται σε σκηνές στο δάσος, μπαίνουν πάντως κάθε τόσο στους οικισμούς, περνάνε από τις στάνες των λεγόμενων «ληστοτρόφων» που εκόντες άκοντες τους υποστηρίζουν, συχνά ξεχειμωνιάζουν στα μοναστήρια, κοντά στα χωριά, οπότε εκ των πραγμάτων ένα ιδιότυπο πνεύμα «ανταρσίας», αναστάτωσης, εμπλέκεται έστω ως ατμόσφαιρα, με την κανονική, δηλαδή συνηθισμένη, κοινοτική ζωή. («^Τείν’το κακό που γίνεται φέτο το καλοκαίρι, που βγήκ’Αντώνης στ’Άγραφα με τον Καραγιαννάκη. Και πήρε ντέβρι τα χωριά, ντέβρι τα βιλαέτια. Πήγαν και λημεριάσανε στου Γαλανού τη στάνη. Γυρεύει το χαράτσωμα χίλια τριακόσια γρόσια. Γυρεύει το κορίτσι του κι’άλλες πέντε νυφάδες, γυρεύει και την τσούπρα του να την φιλήσ’Αντώνης…Κι’ο Λιάζαγας σαν τ’άκουσε, πολύ του κακοφάνη..^,^Τρία τουφέκια τούριξαν, τα τρί’αράδ’αράδα, τόνα τον παίρνει στο πλευρό, και τ’άλλο στο κεφάλι, το τρίτο το φαρμακερό ανάμεσα στα μάτια^»). Ενδιαφέρον σχετικά έχει, μεταξύ άλλων, το βιβλίο του Στάθη Δαμιανάκου «Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός», εκδόσεις Πλέθρον, 1987.

 

   Πώς λειτουργούν λοιπόν αυτές οι τοιχογραφίες;

Μετά από όσα αναλύσαμε, προκύπτουν πολλαπλές και μεγάλης έντασης αιτίες για το «σφίξιμο των λουριών», που αυτές οι τοιχογραφίες το κάνουν στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό.

Η τεράστια ωμότητα, η αγριότητα των εικόνων, είναι άραγε ανάλογες του βαθμού του προβλήματος; Μπορεί, μα πρέπει να ληφθεί υπ’όψιν ότι η βία γενικά, αλλά και αυτής της φύσης τα βασανιστήρια, ήταν κοινός τόπος εκείνη την εποχή. Το βιβλίο του Κυριάκου Σιμόπουλου «Βασανιστήρια και εξουσία. Από την Ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, το Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία ως την εποχή μας», Αθήνα 1987, είναι πολύ κατατοπιστικό. Είναι απαραίτητο επίσης να ληφθούν υπ’όψιν και τα ανακλαστικά μιας μέχρι τότε πολύ συντηρητικής, εσωστρεφούς, αμυντικά δομημένης κοινωνίας που μπορεί και να μεγαλοποιεί τους ξαφνικούς κινδύνους στο μυαλό της: να έχει τρομάξει τόσο πολύ, που να της είναι απαραίτητο να βεβαιωθεί ότι θα τρομάξουν όλοι, προκειμένου να μην διαλυθεί η συνοχή της κοινότητας.

Και το χτύπημα της σεξουαλικότητας; Η τιμωρία της σεξουαλικότητας, με τα φριχτά βασανιστήρια των σωμάτων που μετείχαν σ’αυτή; Ασφαλώς έχει τη σημασία του ότι δια του σώματος χτίζουμε τη σχέση μας με τον Κόσμο (Ουμπέρτο Γκαλιμπέρτι «Τοπία ψυχής», σε μετάφραση Εφης Καλλιφατίδη, Ιταμος, 2001), άρα ένα χτύπημα σ’αυτό μπορεί να είναι καίριο, μα μην ξεχνάμε ότι τα όριο των εικόνων είναι ότι επικαλούνται μια τρομερή απειλή, ενώ ούτε αυτές ούτε κάποιος άλλος θα (μπορεί να) εφαρμόσει στο πεδίο αυτή την απειλή. Ο συγκεκριμένος θεσμικός τρόμος αποσκοπεί στο να αιχμαλωτίσει το μυαλό. Επομένως, συνεπικουρούμενοι από τον Μισέλ Φουκώ («Το μάτι της εξουσίας», μετάφραση Τάσος Μπέτζελος, εκδόσεις Βάνιας, 2008), μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι η σεξουαλικότητα καθ’εαυτή που κυνηγιέται. Αυτή είναι το μέσο (όχι η αιτία) επιβολής του τρόμου για το «σφίξιμο των λουριών».

Σε ό,τι αφορά την μεγάλη εγγύτητα νεκρών και ζωντανών- εκ των πραγμάτων, με τους νεκρούς στο νάρθηκα του ναού και τους ζωντανούς τριγύρω τους κατά τη λειτουργία ή στις ποικίλες επισκέψεις στον ναό- πρέπει να πούμε ότι, όπως παρατηρεί και ο Darren Oldridge στο βιβλίο του «Παράξενες ιστορίες του Μεσαίωνα», Αλεξάνδρεια 2014, που αναφέρεται στις συνθήκες της προνεωτερικότητας: «Οι αντιλήψεις γύρω από τη ζωή μετά θάνατον χαρακτηρίζονταν από μια αμοιβαία σχέση μεταξύ ζωντανών και νεκρών, η οποία εκφραζόταν μέσα από μια καταπληκτική ποικιλία από επίσημες και ημιεπίσημες πρακτικές»,  όχι μόνο επειδή «οι νεκροί μπορούσαν να ικετεύσουν τους συγγενείς τους για πνευματική βοήθεια, συχνά ζητώντας τους να προσφέρουν λειτουργίες και ^αγαθοεργίες^ για τις ψυχές τους», μα έχουμς και «πλήθος περιγραφές για νεκρούς που ξαναζούσαν…οι νεκροί μπορούσαν να σηκωθούν από τους τάφους τους για να προσφέρουν καλές υπηρεσίες στους ζωντανούς». Το εμβληματικό δημοτικό τραγούδι «Μάνα με τους εφτά σου γιούς» στα καθ’ημάς, κινείται ακριβώς σ’αυτό το σύμπαν. Η μεγάλη αυτή εγγύτητα, στο μυαλό των ανθρώπων, καθιστά την ατμόσφαιρα της απειλής ακόμα πιό βαριά: δεν έχουν μόνο τους ζωντανούς να σκεφτούν, μα και τους πεθαμένους ως δρώντα υποκείμενα.

Μην υποτιμάμε, επίσης, και μια ολόκληρη στρατιά φριχτών, πολύ απειλητικών οντοτήτων – λάμιες, μοχθηρές νεράϊδες, βρυκόλακες, καλικάντζαροι-, ανύπαρκτων φυσικά στο πεδίο της πραγματικότητας, μα πολύ υπαρκτών στο μυαλό των ανθρώπων εκείνης της εποχής, που ζούν περιχαρακωμένοι στα χωριά τους εν μέσω μιας φύσης με απειλητικά χαρακτηριστικά, στο έλεος της σκοτεινιάς χωρίς το ηλεκτρικό ρεύμα που σήμερα θεωρούμε αυτονόητο, εν πολλοίς αποκομμένοι από τις διεργασίες ενός ευρύτερου κόσμου που μεταβαλλόταν γοργά. Κατά κάποιο τρόπο, στις απειλητικές τοιχογραφίες βρίσκει χώρο «νόμιμης παρουσίας» και αυτός ο έτσι κι αλλοιώς πανταχού παρών στα μυαλά των ανθρώπων κόσμος.

Επί πλέον, κάτι το πολύ σημαντικό: τα ήθη αυτών των περιχαρακωμένων, αμυντικής, επιβιωτικής δομής, κοινωνιών, ήταν έτσι κι αλλιώς εξαιρετικά αυστηρά, και πολύ περιοριστικά, οπότε οι νέες συνθήκες της μεγάλης κινητικότητας υπέβαλλαν αυτούς τους κώδικες σε μεγάλη δοκιμασία με όρους δράσης-αντίδρασης.  Το εμβληματικό, πολύ σύγχρονο και καινοτόμο, βιβλίο του Παντελή Μπουκάλα «Το αίμα της αγάπης: ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση», εκδόσεις Αγρα, 2017- που θα μπορούσε να διαβαστεί και ως μια διαχρονική σπουδή στα εμπόδια που βρίσκει η επιθυμία- αναδεικνύει όλον αυτό τον εντατικό αναβρασμό, που συχνά επιδιώκεται να κατευναστεί, μεταξύ άλλων, με κατάρες, «η χρήση των οποίων» γράφει ο Μπουκάλας «προϋποθέτει απόλυτη εμπιστοσύνη στην επιτελεστική ισχύ της γλώσσας και στη μαγική ικανότητα των λέξεων να μετατρέπονται όχι μόνο σε αισθήματα και διανοήματα, αλλά και σε πράγματα». Οπότε: «Καταριέται η μάνα τον γιό της να ξενιτευτεί…ή να γευτεί τα βάσανα της κλέφτικης ζωής ή να τον φάνε πότε τ’αρκούδια και πότε τα ψάρια/ Καταριέται η μάνα, Εβραία, την κόρη της, για να την αποτρέψει να παντρευτεί χριστιανό/ Καταριέται ο πατέρας τον γιό του, γιατί δεν συμφωνεί να παντρευτεί χήρα γυναίκα, και η αδερφή την αδερφή να κάμει Τούρκα πεθερά κι ας είναι Ρωμιοπούλα/ Καταριέται ο αγαπητικός την κόρη που τον αρνήθηκε/ Καταριέται η καταδιωκόμενη από Τούρκο τον Άγιο Γεώργιο που αποκαλύπτει την κρυψώνα της».

Να μην παραλείψουμε μια αναφορά στην παθολογία που συμβαδίζει- με άλλα χαρακτηριστικά κάθε φορά, μα με ανάλογα βαριές επιπτώσεις- με κάθε κοινωνία και κάθε χρονική φάση. Στη συγκεκριμένη περίοδο, υπάρχει το υπόβαθρο για την ανάπτυξη μιας μνησικακίας, σε προσωπικό (έναντι αυτών που «φτιάχνουν λεφτά» μακριά από τη μέχρι τώρα συλλογική εστία), μα και σε συλλογικό επίπεδο (ολόκληρα χωριά, ως απόμεροι τόποι-άρα χωρίς τα οικονομικά μέσα, και ενδεχομένως χωρίς την κουλτούρα της απομάκρυνσης «μένουν πίσω» από τις ραγδαίες εξελίξεις), που μπορεί εύκολα μετουσιωνόμενη σε διάχυτη δυσανεξία να εμποτίσει με τοξικότητα τους δρώντες μηχανισμούς εξουσίας στην ευρύτερη κοινωνία ή μέσα στο σπίτι. Η Silvia Federici (συγγραφέας των βιβλίων «Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα- Γυναίκες, Σώμα και Πρωταρχική Συσσώρευση» και «Το κυνήγι των μαγισσών χθες και σήμερα», Εκδόσεις των Ξένων, 2014) και η Alice Markham-Cantor, σε άρθρο τους στο περιοδικό Scientific American, Μάϊος 2023, αναδεικνύουν την έξαρση μιας τοξικότητας στις κοινωνικές συμπεριφορές, σε περιόδους μεγάλων οικονομικών αναδιαρθρώσεων άρα και αναστατώσεων, τοξικότητας που συχνά στρέφεται κατά των γυναικών ως πιο εύκολων στόχων, προκειμένου να τις φορτώσουν την κακή ενέργεια της νέας εποχής.

Έχει (κρίσιμο, ενδεχομένως) ενδιαφέρον πάντως ότι αυτοί που απειλούνται με φριχτές τιμωρίες του σώματος στην «άλλη ζωή», στις επίμαχες τοιχογραφίες στους νάρθηκες των ναών, είναι ο ενεργός πληθυσμός, κυρίως οι γυναίκες και οι «επαγγελματίες» (ο μυλωνάς, ο φούρναρης, ο μπακάλης, η πόρνη!- άραγε ως φορείς των συναλλακτικών ηθών της νέας εποχής;), ενώ δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά στους ηλικιωμένους, στους κατά κάποιο τρόπο απόμαχους, μολονότι οι τελευταίοι είναι εκ των πραγμάτων πιο κοντά απ’όλους στην «αιώνια ζωή». Η έμφαση στον ενεργό πληθυσμό έχει τη σημασία του, όχι μόνο επειδή αναδεικνύει με ενάργεια τη στόχευση των απειλούντων, μα και επειδή διαφέρει από το «κυνήγι μαγισσών» στη Δύση των πολύ περασμένων αιώνων- στον καθ’ημάς πολιτισμό δεν υπάρχει αυτό το φαινόμενο- ακόμα και κατά το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, δεδομένου ότι κατά τη Federici σ’αυτό το κυνήγι τα θύματα ήταν κυρίως ηλικιωμένες γυναίκες, που βρισκόταν δηλαδή στη μή παραγωγική τους ηλικία πια.

Ολοκληρώνοντας αυτή την παράγραφο, πρέπει να σημειώσω ότι- ενώ τα θαυμαστά δημοτικά τραγούδια της ξενιτιάς μιλάνε για τον πόνο και τις αγωνίες αυτών που έμειναν πίσω- μου λείπει η φωνή των ίδιων των ξενιτεμένων ανδρών: ποιά ήταν άραγε η ζωή αυτών των ανθρώπων που ξεκομμένοι από τον τόπο καταγωγής τους ζούσαν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγικής τους ζωής σε «νέες χώρες», και κατά ποιόν τρόπο μπορούσαν να επηρεάσουν τις μικροκοινωνίες των τόπων τους; Υπάρχει ένα τραγούδι με τίτλο «Βαρέθηκα την ξενιτιά» από τα μαστοροχώρια της Κόνιτσας, που μολονότι αφορά μετακινήσεις όχι πολύ μακροχρόνιες, εντός του ελληνικού χώρου, και όχι σε χώρες διαφορετικών πολιτισμών, που μας μιλάει για ζόρια: «Όρε βαρέθηκα, ο μαύρος, την ξενιτιά, νιάτα καημένα νιάτα μου^ Όρε στα χάνια ξεπεζεύομαι, νιάτα, καημένα νιάτα μου^στα χάνια τρώω και πίνω, όρε νιάτα μου και λεβεντιά μου, δεν σας γλέντησε η καρδιά μου^Όρε νιάτα μου χαριτωμένα, πό’βαλα σεβντά για σένα, πάνω κι’έρχομαι στα ξένα, όρε για τε σένα παίζουν τούτα, τα βιολιά και τα λαγούτα».

Και, τέλος, ποιός είναι ο ρόλος της Εκκλησίας, τόσο των ιερέων των χωριών που ήταν στενά συνδεδεμένοι με τις έγνοιες των κατοίκων, όσο και της Εκκλησίας ως οργανισμού, που βρίσκεται εξαίφνης αντιμέτωπη με καινοφανείς καταστάσεις;

Η Εκκλησία βεβαίως προΐσταται της κοινότητας εκείνης της εποχής. Όχι μόνο άτυπα, μετά από κοινή παραδοχή των ανθρώπων, μα επίσημα, θεσμικά. Για πρώτη φορά στην ιστορία της (και τελευταία, μέχρι σήμερα) η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε την κοσμική εξουσία των χριστιανών της επικράτειας, στα πλαίσια της οργάνωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε πολλαπλά πεδία. Υπάρχει ένα βιβλίο- θησαυρός, που πολύ μας βοηθάει να αντιληφθούμε αυτή τη διάσταση. Πρόκειται για το βιβλίο του Παναγιώτη Δ. Μιχαηλάρη, με τίτλο «Αφορισμός- Η προσαρμογή μιάς ποινής στις αναγκαιότητες της Τουρκοκρατίας», Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, 2004.

Σύμφωνα με το βιβλίο, και με βάση ένα τεράστιο υλικό που προέκυψε από τις έρευνες του συγγραφέα, οι αφορισμοί ως εργαλείο διοίκησης των πιστών από την Εκκλησία, γνώρισαν μια εκρηκτική διάδοση στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ακριβώς επειδή η Εκκλησία ανέλαβε θεσμικά την κοσμική εξουσία των Ορθόδοξων Χριστιανών, έναν ρόλο που δεν είχε επί Βυζαντίου. Σύμφωνα με το βιβλίο, οι αφορισμοί ήταν ένας τρόπος να λειτουργήσει αυτή τη διοίκηση- δεν είχε άλλα μέσα επιβολής όπως είχε το Κράτος-, και αφορούσε μια πλειάδα πράξεων, όπως οι αγοραπωλησίες, οι διαθήκες, τα κληρονομητήρια, οι εμπορικές συμφωνίες, η απονομή δικαιοσύνης σε τοπικό επίπεδο, μα και μια πλειάδα πρακτικών ζητημάτων επιβολής ορθολογικών μέτρων όπως ήταν για παράδειγμα η απαγόρευση κοπής δένδρων σε πλαγιές δασών ώστε να αποφευχθούν πλημμύρες.

Το περιεχόμενο του αφορισμού, εκτός από τον κοινωνικό αποκλεισμό που επιφέρει, αναφέρεται σε συνέπειες τρομερές για την ιδεολογία της εποχής: πέραν της απώλειας του δικαιώματος του χριστιανού στη μεταφυσική συγχώρεση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την τύχη της ψυχής μετά θάνατον, προβλέπει επαχθείς συνέπειες και για το σώμα του αφορισμένου.

Η νομικίστικη διάσταση των αφορισμών ώστε να εξυπηρετηθούν οι κοσμικές διοικητικές ανάγκες της Εκκλησίας έρχονται να συναντήσουν ανάλογες πρακτικές της Δυτικής Εκκλησίας, ήδη από την εποχή του Αγίου Αυγουστίνου, αφού από πολύ νωρίς εκεί είχε εμπλακεί στα πεδία της κοσμικής εξουσίας. Η λειτουργία της Δευτέρας Παρουσίας εκείνη την εποχή με τρόπο ανάλογο των αφορισμών- το ζήτημα αυτό θεωρείται από την εποχή του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, αδελφού του Μεγάλου Βασιλείου, ως θεολογούμενο, δηλαδή ανοιχτό στη συζήτηση, και όχι ως δογματικό, όπως είναι το φιλιόκβε, οπότε τυχόν αποκλίνουσες απόψεις να μη συνιστούν αίρεση-, μπορεί να συνδεθεί με τη θεματολογία των τοιχογραφιών που διερευνούμε. Εχει σχέση με τα παραπάνω ότι στο βιβλίο του Στυλιανού Αλεξίου «Ελληνική Λογοτεχνία, Από τον Όμηρο στον 20ο αιώνα», εκδόσεις Στιγμή, 2010, αναδεικνύεται η παρατήρηση του μεγάλου θρησκειολόγου M. P. Nilsson, ότι «η ομηρική αντίληψη του σκοτεινού ενιαίου χώρου των ψυχών, του Άδη-χωρίς Παράδεισο/Κόλαση-διατηρήθηκε στην Ελλάδα έως τους νεώτερους χρόνους, όπως δείχνουν τα δημοτικά τραγούδια».

 

Μποτιτσέλι, Η Κόλαση

Οπότε;

Έτσι όπως πολλά βρίσκουν τη θέση τους στο ερμηνευτικό σχήμα που παραθέσαμε, αισθάνομαι ότι το δάσος της περιήγησής μας δεν είναι πιά σκοτεινό. Οι εικόνες στον νάρθηκα του παμπάλαιου ναού που με προβλημάτισαν, δεν είναι πια παρά ψηφίδες ενός πολύ σύνθετου και πολύ ζωντανού μωσαϊκού καταστάσεων ενός όχι πολύ μακρινού πολιτισμού που πάντως εξακολουθεί να μας αφορά. Ετσι, λειτουργούν ως κλειδί ερμηνείας, και ορισμένως εισαγωγής στη διαχρονία της ανθρώπινης περιπέτειας. Με αυτή την έννοια, δεν αφορούν πιά μόνο το συγκεκριμένο παρελθόν, μα με βοηθούν να αντιληφθώ διαυγέστερα τη λειτουργία του τρόμου τον καιρό του σύγχρονου Κυλώνειου Άγους στη χώρα μας, μα και τη λειτουργία των φοβικών εξωφύλλων του διεθνούς περιοδικού επιρροής Economist του καιρού μας, που προειδοποιούν ότι με τις νέες τεχνολογίες ήλθε το τέλος των εργαζομένων, που αναπόφευκτα θα εξαϋλωθούν, ή ότι εν γένει έρχεται η καταστροφή του Κόσμου, οπότε μας περιμένει η αιώνια χωματερή.

Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη για τη διαδικασία που μερίμνησε για τη στερέωση της παμπάλαιας εκκλησίας και των συμβόλων της έναντι του προγραμματισμένου κατακλυσμού. Εχοντας πιά κάποια φρέσκα ερμηνευτικά εργαλεία, και κίνητρα για νέες περιηγήσεις των βουνών- ο χώρος σαν να μεγάλωσε, και σαν να φωτίστηκε αλλιώς- υπάρχουν πιθανότητες για νέου είδους δημιουργικά συναπαντήματα.

 

(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Τα πιο  πρόσφατα βιβλία του είναι «Ο πολιτισμός των φαντασμάτων» και «Ηδονική Γεωγραφία», εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

 

Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/

 

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X