Ελλάδα

Eretiki Ανάλυση της ταινίας “Η Ομορφιά της Ύπαρξης” (Om det Oändliga)

Eretiki Ανάλυση της ταινίας “Η Ομορφιά της Ύπαρξης” (Om det Oändliga)
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Μιλώντας την πιο εκλεπτυσμένη γλώσσα του κινηματογράφου, ο εκφραστής Roy Andersson παρουσιάζει ένα έργο, που μόνο με προσεκτική ανάγνωση αποκαλύπτει το ώριμο σκεπτικό του. Όμως όταν αυτό συμβεί, προκαλείται η παραδοχή της ευφυΐας του δημιουργού. 

Υπόθεση: Ένα αντρόγυνο σε ονειρικό κόσμο απόδρασης ίπταται αγκαλιασμένο με ασφάλεια στα σύννεφα της ανθρώπινης, σωτήριας τρυφερότητας. Μέσα σε κάποιον μεταπολεμικό Σεπτέμβριο της ανθρώπινης ιστορίας ένα ηλικιωμένο ζευγάρι σε κάποιο παγκάκι αγναντεύει την ειρήνη, ενόσω περνά στον μουντό ορίζοντα αυτού του λόφου το φιλήσυχο, διατεταγμένο σμήνος πτηνών. Ένας Σουηδός πολίτης μιλά με σεβασμό για τον Σβέρκερ (παλιό γνωστό του), στον οποίο κάποτε δεν φέρθηκε καλά. Στην εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας διάφορες, κοινωνικές φιγούρες, είχαν το μυαλό τους αλλού, δεν ήταν ικανές να αισθανθούν την ντροπή, δεν εμπιστεύονταν την κατάθεση χρημάτων σε τραπεζικούς λογαριασμούς, ζούσαν ανεξίτηλους εφιάλτες ενός σύγχρονου Γολγοθά ή έχαναν την αγάπη στην εξέλιξη της νιότης τους.

 

Ένας ιερέας, ξεχωρίζοντας ανάμεσά τους, συνέβη να χάσει την πίστη του και συνεπώς κάθε σκοπό στη γη. Ο ψυχοθεραπευτής του προσπάθησε να τον παρηγορήσει. Η ιστορία επίσης θα γνωρίσει, τον άνθρωπο που έχασε τα πόδια του λόγω νάρκης, αλλά και τους γονείς εκείνου, ο οποίος άφησε πίσω του μόνο έναν τάφο, ώστε οι αγαπημένοι του υπό αθάνατους θρήνους να φροντίζουν. Εκείνο το αντρόγυνο απέδρασε τελικά, μέσω της διαφυγής του ιπτάμενου, ρομαντικού ονείρου, από τα συντρίμμια της Κολωνίας, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο…Στη Σουηδία η άφιξη μιας νεαρής γυναίκας ορίζει την ανιδιοτέλεια. Η διαμονή μιας άλλης την πολυτέλεια. Ο ανταγωνισμός κυριαρχεί στις συγκρούσεις των αντρών. Οι αναμνήσεις του πολέμου επανέρχονται με αμετάκλητα αιματοκυλίσματα εκτελέσεων. Οι νεαρές Δεσποινίδες αποτελούν τη μοναδική ηλιαχτίδα φωτός για τις επόμενες γενιές.

 

Η πραγματική υπεράσπιση της οικογενειακής τιμής αποδεικνύεται, πως δεν έχει κάποια σχέση με κώδικες αντεκδίκησης. Είτε στην ακραία είτε στην πιο ήπια αντίδρασή της. Οι εφηβικές θεωρίες περί ενέργειας αγνοούν τους συγκυριακούς και ανθρώπινους, απρόβλεπτους παράγοντες. Έτσι ακόμη και οι πιο αιμοδιψείς δυνάστες σαστίζουν στη θέα της αναπόφευκτης ήττας, που μοιράζει απλόχερα η ιστορία. Η σουηδική κοινωνία σε ένα κλίμα αέναης αδιαφορίας για την αληθινή, ανθρώπινη επικοινωνία κρύβει τη θλίψη στα σπίτια της, αν και η τρομακτική ειλικρίνεια θα μπορούσε να την διδάξει, ώστε να βελτιωθεί. Κάποιοι γονείς φροντίζουν όμως να μην καταλήξουν έτσι τα παιδιά τους.

 

Ο ίδιος ιερέας βρίσκεται πλέον σε χειρότερη, νοητική κατάσταση, χάνοντας μια ζωή ολοκληρωτικά δομημένη επάνω στην πίστη του. Ενώ ο ίδιος ψυχίατρος ίσως διαθέτει τη λύση, μα όχι το χρόνο, για το πρόβλημα του αναλυόμενού του. Ένας οδοντίατρος είναι απηυδισμένος, αγνοώντας το φόβο, τα πραγματικά, αλλά και τα φανταστικά προβλήματα των άλλων ανθρώπων. Η διαχρονική ήττα των στρατιωτών κάνει εκείνους να επιστρέψουν σιωπηλά στη Σιβηρία. 

 

Ο Σβέρκερ Όλσον ήταν συμμαθητής εκείνου του προβληματισμένου πολίτη. Ο τελευταίος πραγματοποιεί έναν σκληρό απολογισμό ζωής εν συγκρίσει με την πορεία του παλιού συμμαθητή του. Στην ίδια μεταπολεμική περίοδο ειρήνης εκείνου του αρχικού ζευγαριού στο λόφο με το παγκάκι, ένας άνθρωπος σε ερημικό αυτοκινητόδρομο αντιμετωπίζει μοναχός ενοχλητικό πρόβλημα. Λόγω βλάβης στο αμάξι του, εκείνος βρίσκεται σε δύσκολη θέση, καθώς ταυτόχρονα το ίδιο, διακριτικό σμήνος πτηνών ταξιδεύει μηχανικά στους αιθέρες…

 

Σενάριο σε συνδυασμό με τη Σκηνοθεσία:

 

Το σενάριο έγραψε ο Roy Andersson. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε, ήταν τα σουηδικά. “Om det Oändliga” στα σουηδικά σημαίνει “Σχετικά με το Άπειρο.” Το έργο κινείται μεν στις υπεράριθμες πιθανότητες του απείρου, αλλά με κάποιον ωφέλιμο τρόπο οι χαρακτήρες του σχετίζονται μέσα στην πορεία του χωροχρόνου. Όπως κατανοείτε ήδη, φυσικά δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη ταινία. Ούτε και αυτή αναλύεται με τόσο γνώριμους τρόπους. Λειτουργεί σαν την προοδευτική αποκάλυψη καλλιτεχνικών στοιχείων ενός πίνακα ζωγραφικής. Χρειάζεται χρόνο, προσεκτική παρατήρηση και ελεύθερη διερώτηση στην αναζήτηση του τρόπου σύνδεσης (τεχνικά+νοηματικά) του όμορφου συνόλου του. Δεν τίθεται θέμα αποκάλυψης κάποιας πλοκής. Οι ιστορίες αυτές αιωρούνται αενάως ταυτόχρονα με ανεξάρτητη, μα και άρρηκτα συνδεδεμένη ανάπτυξη στην πορεία της ανθρώπινης ιστορίας. Αφορώντας κυρίως τα μέσα και τέλη του 20ου αιώνα. 

 

Η ειδική δομή του έργου, μέσα από το σενάριο, καθορίζει και την εξέλιξη της σκηνοθεσίας. Καθότι δεν παρακολουθούμε την κατηγορία της αριστοτέλειας (αρχή-μέση-τέλος) αφήγησης. Μα αντιθέτως, στο έργο παρατηρούμε την ελλειπτική αφήγηση! Όμως υφίστανται οι κατάλληλες συνδέσεις, επεξηγώντας στο κοινό, όχι στην ολότητα του έργου, μα εν μέρει, το καλλιτεχνικό σκεπτικό του δημιουργού. Για να επιτευχθεί φυσικά ένας τέτοιος στόχος, ο δημιουργός οφείλει να γνωρίζει, τι θέλει να κάνει επακριβώς τεχνικά, αλλά και νοηματικά. Βεβαίως, σε τέτοια καλλιτεχνικά εγχειρήματα ο πήχης ανεβαίνει υψηλότερα! Ο συγκεκριμένος κινηματογραφιστής μέσα από τις επιλογές του μας αποδεικνύει εμπράκτως, πως διαθέτει όντως όλες τις περγαμηνές, για έναν τέτοιο καλλιτεχνικό σκοπό. Δεν είναι τα πάντα ξεκάθαρα ωστόσο…Λειτουργεί το σύνολο αυτό σαν ένα παζλ αποκρυπτογράφησης.

 

Υπάρχουν λοιπόν αυτές οι κρίσιμες συνδέσεις, στην ιδιόρρυθμη δομή της ταινίας. Στην τελευταία προσμετρούμε συνολικά περίπου (υπάρχουν στιγμές, τις οποίες μπορούμε να θεωρήσουμε σαν υποενότητες στις κοινωνικές αναφορές) 24 διαφορετικές ιστορίες ανθρώπων. Αυτές δεν καταγράφονται αριθμητικά. Παρατηρώντας τες πιο προσεκτικά, διακρίνουμε την επανάληψη σε ορισμένες. Όπως: 

 

1) Στην αλλοιωμένη καθημερινότητα του ιερέα, ο οποίος έχασε την πίστη του και συνεπώς κάθε προσωπικό σκοπό στη γη.

 

2) Στην αγχώδη ανασκόπηση της ζωής του Σουηδού πολίτη, που υπήρξε κάποτε συμμαθητής με τον Σβέρκερ Όλσον.

 

3) Και στο ερωτικό ζευγάρι, το οποίο ίπταται σφιχταγκαλιασμένο με ονειρική προστασία επάνω από την κάποτε συντετριμμένη Κολωνία.

 

Αντιστοίχως, αυτές οι τρεις κατηγοριοποιήσεις, καθόλου τυχαία, αντανακλώνται (1=Α, 2=Β, 3=Γ) σε συγκεκριμένες, καλλιτεχνικά εκπεφρασμένες διαμάχες στο έργο:

 

Α) Η νέα άστατη καθημερινότητα του ιερέα αντιμάχεται με την ατάραχη ζωή του ψυχιάτρου του (και όπως θα δούμε παρακάτω, υπάγεται επιπλέον στην ακούραστη διαμάχη μεταξύ θρησκείας και επιστήμης).

 

Β) Ο συγκεκριμένος Σουηδός πολίτης πρωταγωνιστεί στους αδιάκοπα ενοχικούς, κοινωνικούς προβληματισμούς των ιστοριών…Είναι σχετικοί με φιλοδοξίες, αμφισβητήσεις και ανθρώπινες συγκρούσεις της συγκεκριμένης κοινωνίας.

 

Γ) Το ερωτικό ζευγάρι βρίσκεται ανάμεσα στην αιώνια διαμάχη της αναπαραγωγής ολέθριου πολέμου και διεκδίκησης ειρηνικής περιόδου (μοιάζει σαν να ταξιδεύει το ζεύγος στο χρόνο, διαφεύγοντας από την κατεστραμμένη Κολωνία, με το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου).

 

Οι στιχομυθίες…

 

Στο έργο αφορούν (συν)ομιλίες σύγχρονων προσώπων ή εκφράσεις συναισθημάτων μέσα από λόγια καθαρά θρησκευτικού περιεχομένου (“σταύρωσον, σταύρωσον!” “γιατί με εγκατέλειψες;”). Στη δεύτερη περίπτωση, τα περισσότερα λόγια σχετίζονται με την πλέον ανίσχυρη, δογματική σκέψη του ιερέα, η οποία μετατρέπεται σε απελπισία και αισθητό φόβο, λόγω αποπροσανατολισμού του ιδίου. 

 

Η φωνητική παρουσία της αφήγησης είναι καθοριστικής σημασίας. Η αφηγήτρια ξεκινά πάντοτε την εκάστοτε επεξηγηματική φράση της για τα πιο πολλά πρόσωπα, λέγοντας “Είδα κάποτε μια γυναίκα/έναν άντρα η οποία/ο οποίος…”   

 

Στην πιο σημαντική επανάληψη της ιστορίας του ιερέα με τη χαμένη πίστη, οι στιχομυθίες τριών προσώπων αποκτούν χαρακτήρα θεατρικότητας στο ιατρείο του ψυχοθεραπευτή. Τρεις φράσεις, τριών διαφορετικών προσώπων. Ιερέας, Ψυχίατρος και Γραμματέας του γιατρού επαναλαμβάνουν με απλές φράσεις τις ισχυρές, συγκρουόμενες θέσεις τους. Ελευθερώνεται τότε μέσα από τις τελευταίες η αυξανόμενη δύναμη της δραματικής τάσης. Των ανθρώπινων συγκρούσεων. Μέχρι οι δύο τελικά να σπρώξουν, έξω από το χώρο, τον ιερέα σαν απλό αντικείμενο… 

 

Ο πόλεμος…

 

Είναι ένα θέμα, που επανεξετάζεται συχνά σε αυτές τις ιστορίες. Υπάρχουν προσωπικές περιπτώσεις στρατιωτών, μα και ιστορικές αναφορές στρατηγικών κινήσεων ή αποτελεσμάτων. 

 

Στην πρώτη κατηγορία αναφέρεται, ότι άγνωστοι στρατιώτες ακρωτηριάστηκαν σε πεδίο μάχης (ανάπηρος που πάτησε νάρκη), απεβίωσαν στην πρώτη πολεμική γραμμή (τάφος με θρηνούντες γονείς) ή εκτελέστηκαν από ειδικό απόσπασμα (στρατιώτης δεμένος σε στύλο). 

 

Όμως στη δεύτερη κατηγορία, όπως προείπαμε, παρατίθενται και παραδείγματα καθοριστικών στιγμών πολεμικής περιόδου, επηρεάζοντας και την μετέπειτα ειρηνική (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ειρήνη σε διεθνή κλίμακα, τηρουμένων των επικρατούντων συμμαχιών), παγκόσμια ιστορία. Εκεί βλέπουμε τον σαστισμένο χίτλερ, ταπεινωμένο σε επισφαλές, υπόγειο καταφύγιο να αντιλαμβάνεται την επερχόμενη ήττα της προσωπικής μεγαλομανίας του, μα και του ίδιου του ναζισμού. Επιπροσθέτως, παρακολουθούμε την σιωπηλή επιστροφή ηττημένων στρατιωτών στη Σιβηρία.

 

-Στο σενάριο ξεχωρίζει η διαμάχη της κοσμοθεωρίας μεταξύ θρησκείας και επιστήμης…

 

Ο καλλιτέχνης αμφισβητεί και τις δύο, όμως εκφράζει μια πιο ψύχραιμη παρατήρηση των πραγμάτων μέσω της επιστήμης (διότι ο ψυχίατρος δεν φοβάται καθόλου, εν αντιθέσει με τον ιερέα). **{υπερισχύει μια λεπτομέρεια, την οποία θα αναφέρουμε στη σκηνοθεσία}

 

-Επίσης απασχολεί έντονα τον δημιουργό, η αναμόχλευση των ιδανικών του Δυτικού Πολιτισμού, έπειτα από το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις επόμενες γενιές της σουηδικής κοινωνίας… 

 

Εξού και οι πρώιμες αναφορές στην Γερμανία (στον χίτλερ και στην κατεστραμμένη Κολωνία). Δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη, πως πολλές γενιές επηρεάστηκαν από την κτηνωδία του ναζισμού, ακόμα και σε κράτη που δεν επλήγησαν στο B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Σουηδία βεβαίως εμπλεκόταν σε αυτή την κτηνωδία με άλλο τρόπο. Τήρησε στάση ουδετερότητας, αλλά ουσιαστικά προσέφερε τα σιδηρομεταλλεύματά της στους ναζί. Επιπροσθέτως, οι ίδιοι απαγόρευσαν την είσοδο στη χώρα, σε όσους Εβραίους προσπαθούσαν να αποδράσουν επειγόντως τότε από την θανατηφόρα παραμονή στη μεταλλαγμένη, ναζιστική Γερμανία (πηγή: https://www.protagon.gr/epikairotita/souidia-to-kalosynato-ethnos-me-to-ksexasmeno-nazistiko-parelthon-44341835838 ). 

 

Ο δημιουργός όμως εστιάζει και στην προβληματική συνύπαρξη των πολιτών, λόγω ενοχής που βίωσαν οι επόμενες, μεταπολεμικές γενιές, εξαιτίας εκείνης της επιλεγμένης ουδετερότητας. Αυτό διακρίνεται στο έργο από την αισθητή αδιαφορία των πολιτών για την ενσυναίσθηση (συνεπιβάτες μεταφορικού μέσου σε συμπολίτη, που εξομολογείται δημοσίως τα προβλήματά του) και από την έλλειψη της εμπιστοσύνης σε οποιαδήποτε ανθρώπινη σχέση (π.χ. πολίτης, που δεν εμπιστεύεται τις τραπεζικές συναλλαγές ή ο νεαρός, ο οποίος δεν διεκδικεί την αγάπη). 

 

Σκηνοθεσία:

 

Την υπογράφει o Roy Andersson. Καταρχάς, στο έργο υπάρχει σε συγκεκριμένες στιγμές η επεξηγηματική φωνή μιας αφηγήτριας. Άλλοτε οι εικόνες επαρκούν στο σκηνοθετικό κάδρο, ώστε να επεξηγήσουν την εκάστοτε απομονωμένη/συνδεόμενη ιστορία και άλλοτε πάλι συμπληρώνονται από αυτή τη φωνή. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι η φωνή αυτή ανήκει σε γυναίκα. Γενικώς, η σουηδική γλώσσα έχει κάποιες γραμματικές ιδιαιτερότητες. Υπάρχουν δύο γένη: το επίκοινο (utrum) και το ουδέτερο. Επίκοινο ονομάζεται ένα γένος, το οποίο συμπεριλαμβάνει σημασιολογικά τόσο το θηλυκό όσο και το αρσενικό. Επομένως σε αυτή τη γραμματική γενικότερα, τα συμφραζόμενα (αντωνυμίες κ.τ.λ.) μας δίνουν τις λεπτομέρειες για το γένος λεκτικώς. Ας πούμε για παράδειγμα, προσωποποιώντας ως θηλυκό την ανθρώπινη ιστορία…Ωστόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση της ταινίας, η λύση έρχεται ειδικότερα προφορικώς! Μιας και στο έργο μας ενδιαφέρει τώρα κυρίως ποιο πρόσωπο-γένος αφηγείται τις στιγμές σαν ανθρώπινη οντότητα (εκτός από το τι αυτό το άτομο αφηγείται). 

 

Ακούμε λοιπόν στο συγκεκριμένο, κινηματογραφικό, διεθνές περιβάλλον, τη θηλυκή χροιά. Ο ρόλος του θηλυκού εκεί δεν είναι τυχαίος. Η γυναικεία, φωνητική παρουσία αντικατοπτρίζει με αφήγηση τον προσδιορισμό της σουηδικής γραμματικής πιο αισθαντικά, απλουστεύοντας οποιαδήποτε σημασιολογική επεξήγηση. Γιατί έχει διεθνιστική αύρα η γυναικεία ψυχή αυτής της ομιλίας. Διότι μοιάζει, σαν η αφηγήτρια να μιμείται την ανθρώπινη (παγκόσμια) ιστορία.  Η οποία είδε με τα μάτια της, δηλαδή βίωσε διάφορα γεγονότα σε αλλιώτικες δεκαετίες, κοινωνίες, χώρες και συγκεκριμένες καταστάσεις (εμπόλεμες ή ειρηνικές). Σχεδόν όλα μας τα περιγράφει ή συμπληρώνει αυτή η φωνή. Μα πραγματικά όλα συνδυάζονται, ως τα κατάλοιπα του ναζισμού, σε μια κοινωνία του Δυτικού Πολιτισμού, όπως αυτή των επόμενων γενεών του, γεμάτου από ερωτηματικά περί ηθικής αποκατάστασης και ανάπτυξης, κράτους της Σουηδίας. Αντιπροσωπεύοντας μια εσωστρεφή, απέλπιδα (“είδα μια γυναίκα, που δεν πίστευε, ότι θα την περίμενε κανείς”), αφηρημένη (“είδα έναν άντρα, που είχε αλλού το μυαλό του”), αδιάφορη, καχύποπτη και φοβισμένη πλειοψηφία ανθρώπων, όπως προκύπτει στο άθροισμα της κάθε ιστορίας της ταινίας. 

 

-Υπάρχει επομένως voiceover, το οποίο διαβιεί καλλιτεχνικά ανάμεσα σε συγχρονισμένο και ασύγχρονο κινηματογραφικό τόπο, εφόσον η φωνή περιγράφει γεγονότα σε συνδυασμό επεξήγησης με την ανάλογη εικόνα. Προσδιορίζοντας έτσι σε ικανοποιητικό (μα όχι αναλυτικό) βαθμό συνολικά το χωροχρόνο των επιλεγμένων στιγμών. 

 

Η τέχνη της σκηνοθεσίας:

 

-Η εικόνα παίζει μεγάλο ρόλο στο έργο, προωθώντας το διάλογο (δίαυλο επικοινωνίας με τους θεατές) μαζί με αυτή τη φωνή. Αρχικώς αναφέρουμε, πως στη συγκεκριμένη ταινία απουσιάζουν τα κοντινά ή και μεσαία πλάνα. Υπάρχουν μόνο γενικά πλάνα (longshots)! Και αυτό συνάδει απόλυτα δια της έγκυρης αποστασιοποίησης του μέσου (κάμερα), εν συγκρίσει με το εφάμιλλο ύφος της ατμόσφαιρας των όμοιας φύσης ανθρώπινων σχέσεων στο φιλμ. Βοηθώντας, κατά αυτόν τον τρόπο, στην αποτελεσματική μύηση του θεατή στο απόμακρο, κοινωνικό περιβάλλον της σουηδικής κοινωνίας, που προσδιόρισε επιτυχώς ο καλλιτέχνης-σκηνοθέτης.  

 

Όλες οι ιστορίες ενυπάρχουν σε ένα μουντό, αμυντικό κοινωνικό, αβέβαιης εμπιστοσύνης περιβάλλον. Μοναδική ευδιάκριτη νότα αισιοδοξίας και συνεπώς ανεπαίσθητα διαφορετικού χρωματισμού είναι ο χαρούμενος, απαλλαγμένος από κάθε δυστυχία, χορός τριών Δεσποινίδων, σε εξωτερικό χώρο, μπροστά σε καφετέρια με πελάτες. 

 

Μια ακόμη ενδιαφέρουσα, αξιοποιήσιμη τεχνική του σκηνοθέτη είναι η χρησιμοποίηση του πλάνου βάθους πεδίου. Δύο χαρακτηριστικές στιγμές:

 

Α) Κατά την ροή των ιστοριών, στην πρώτη επιστροφή της ζωής του ιερέα παρατηρούμε εκείνον μέσα σε ειδικό δωμάτιο να θρηνεί δεξιά και πιο μπροστά στο πλάνο, ενώ ταυτοχρόνως αριστερά και πιο μακριά από εκείνον πίσω στο κάδρο περιμένουν οι άνθρωποι της εκκλησίας του, γονατίζοντας. Τελικώς ο ίδιος πηγαίνει κοντά τους. Όλες οι ανθρώπινες φιγούρες είναι νεταρισμένες.

 

Β) Ο συμμαθητής του Σβέρκερ, που γνωρίσαμε κοντά στις πρωταρχικές σκηνές του έργου, επιστρέφει προς τον επίλογο. Μπροστά στο πλάνο, όρθιος αμφισβητεί εαυτόν, αναλογιζόμενος την προσωπική πορεία του σε σύγκριση με τον παλιό του συμμαθητή. Παράλληλα αρκετά πίσω του στο κάδρο και κοντά (αλλά προφανώς όχι ακριβώς) στην ίδια ευθεία, η γυναίκα του, καθήμενη στο τραπέζι, τον παρηγορεί. Διακρίνονται και οι δύο φιγούρες. Είναι αγαπημένοι, συνυπάρχοντας σαν ένα οικογενειακό σώμα. 

 

-Επίσης ο σκηνοθέτης αξιοποιεί στα μακρινά (γενικά-longshots) πλάνα του την σωματική  παρουσία των μορφών. Φερειπείν:

 

1) Στην ψαραγορά ένα αντρόγυνο, μαζί με άλλους συμπολίτες, βιώνει μια ταραχώδη, εκδηλωμένη σκηνή ζηλοτυπίας. Οι ακίνητες ή κινούμενες, ανθρώπινες φιγούρες στο πλάνο δίνουν αξία στη δράση του διαπληκτισμού ή συμφιλίωσης του ζευγαριού. Ομοίως και η στάση της γυναίκας, που υπομένει την ταπείνωση. 

 

2) Στο χώρο εργασίας, η βοηθός του οδοντιάτρου πίσω στο πλάνο κουνά ανεπαίσθητα τα χέρια της, εκφράζοντας τρόμο για τον πόνο του ασθενούς.

 

3) Αμέσως μετά ο οδοντίατρος πηγαίνει σε καφετέρια. Η κάμερα καταγράφει επτά άτομα. Εκείνος είναι στο κέντρο του σκηνοθετικού κάδρου. Έξω χιονίζει. Οι περισσότεροι θαμώνες κοιτούν προς τα έξω το χιονισμένο τοπίο, μέσα από τα τζάμια. Όχι ο οδοντίατρος. Κάποιος δηλώνει ξαφνικά, ότι πιστεύει, πως όλα είναι φανταστικά/πλασματικά γύρω του. Πέντε άνθρωποι στρέφουν το κεφάλι τους προς εκείνον. Μα όχι ο οδοντίατρος.

 

-*Το μαύρο φόντο θα εμφανιστεί αρκετές φορές στο έργο ανάμεσα σε κάποιες ιστορίες (αυτό αρχικά οδηγεί σε υποθέσεις συσχέτισης ή μη των ιστοριών). 

 

**-Κάτι ακόμα! Στην πρώτη, κρίσιμη συνάντηση ιερέα και ψυχιάτρου το πλάνο, σύμφωνα πάντα με την αισθητική της ταινίας, παραμένει καταγράφοντας από αυτή τη γνώριμη, μακρινή απόσταση. Για λίγα δευτερόλεπτα, επειδή οι δύο συνομιλητές κάθονται και δεν κινούν καθόλου τα χέρια ούτε και το κεφάλι τους κατά τον διάλογο, ως θεατές όλοι θα αναρωτηθούμε, ποιος από τους δύο μιλά. Εάν, αυτό τότε επακριβώς γίνεται σκόπιμα, ώστε να καταγραφεί η συγχυσμένη πρόσμιξη θρησκείας και επιστήμης σε σύγχρονο κράτος του Δυτικού Πολιτισμού, τότε Κύριε Roy Andersson συγχαρητήρια! Σας βγάζουμε το καπέλο! 

 

Φωτογραφία και μοντάζ:

 

Φωτογραφία:

 

Θα μπορούσαμε να πούμε, χωρίς υπερβολές, ότι η σκηνή στο παγκάκι με το ζευγάρι, που αγναντεύει την ειρήνη από εκείνο το ύψωμα (κοιτάζοντας κόντρα στην οθόνη των θεατών, με πλάτη στο κοινό), έχει μια παραμυθένια θέαση. Σαν μια γαλήνια, όμορφη και σκοτεινή ζωγραφιά σε αξιοπρόσεκτη, κινηματογραφική αισθητική (καταγράφεται επίσης ένα σμήνος πτηνών στο βάθος, πιθανότατα με visual effects).

 

Στον αφηρημένο πελάτη του εστιατορίου διακρίνουμε έντονα την απότομη δράση της εν λόγω ιστορίας, σε ένα μέχρι πρότινος ήσυχο κλίμα. Εξαιτίας του παραγεμισμένου ποτηριού με κρασί, λερώνοντας το τραπέζι. Αυτό συμβαίνει, μολονότι το πλάνο είναι μακρινής απόστασης.

 

Ένα αντρόγυνο στολίζει επί σειρά ετών τον τάφο του αδικοχαμένου γιου τους στον πόλεμο. Η φωτογραφία είναι άψογη με σταθερότητα και ευκρίνεια των χαρακτήρων των γονιών μπροστά. Ενώ πίσω στο φόντο διακρίνεται η απόδοση της ομίχλης και των δέντρων δίχως φύλλα.

 

Είναι αδύνατον να αγνοήσουμε εκείνη την θέαση “ονειρικής πτήσης” του αγκαλιασμένου, ερωτικού ζεύγους επάνω από την κατεστραμμένη Κολωνία.  

  

Διεύθυνση Φωτογραφίας: Gergely Pálos.

 

Μοντάζ: 

 

Α) Στο συγκεκριμένο έργο έχουν συνδεθεί συχνά με χρονική εγρήγορση πράξεων κάποιες θεματικές των ιστοριών, με τις αντίστοιχες σκηνές. 

 

Β) Ωστόσο, παρατηρείται και κατηγορία ελλειπτικού μοντάζ.

 

Γ) Αλλά έχει χρησιμοποιηθεί επίσης αρκετές φορές και το *μαύρο φόντο. Αυτό παρατηρείται, όταν περνά από τον πόλεμο προς την ειρήνη η καθοδήγηση του έργου προς τους θεατές. Ως η πιθανή, αφηγηματική φωνή της ανθρώπινης ιστορίας. 

 

Συγκεκριμένα, ανά ανάλογη (Α=1η, Β=2η, Γ=3η) παράμετρο:

 

Στην πρώτη παράμετρο: Παρακολουθούμε το βιωματικό όνειρο του σύγχρονου, αναπόδραστου Γολγοθά. Έπειτα μεταφερόμαστε με αμεσότητα στα εντελώς ανήλιαγα, με κατεβασμένα στόρια, διαμερίσματα υπνοδωματίων του ανθρώπου, που είδε τον συνταρακτικό εφιάλτη (κατά πάσα πιθανότητα είναι ο ιερέας). Εκείνος διηγείται τρομαγμένος τότε το όνειρο στη γυναίκα του. 

 

Στη δεύτερη παράμετρο: Οι ιστορίες του ιερέα και του προβληματισμένου πολίτη (παλιός συμμαθητής του Σβέρκερ) επανέρχονται με πρωταγωνιστική παρουσία, προσδιορίζοντάς μας σε άχρονη σύνδεση, σημαντικά κομμάτια της εξελισσόμενης καθημερινότητάς τους (π.χ. ιερέας σε χώρο εργασίας=ενορία και πολίτης στο σπίτι με τη γυναίκα του).

 

Στην τρίτη παράμετρο: Τοποθετείται εξ’ αναγκασμού στρατιώτης σε ξύλινο στύλο και ένα εκτελεστικό απόσπασμα ετοιμάζεται να τον θανατώσει. Ακολουθεί μαύρο φόντο…Και έπειτα βρισκόμαστε σε τελείως διαφορετικό περιβάλλον με τις τρεις Δεσποινίδες να χορεύουν ειρηνικά. 

 

Μοντέρ: Johan Carlsson, Kalle Boman, Roy Andersson. 

 

Ερμηνείες:

 

Δεν κυριαρχούν σε αυτό το έργο οι ερμηνείες. Σε καμία περίπτωση όμως δεν αποτελούν και αμελητέα, καλλιτεχνική ποσότητα. Διότι αποδόθηκε, όταν έπρεπε, η εκφραστική αντίδραση του σώματος. Ξεχώρισαν έτσι άτομα, ανήκοντα σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα. Ο χορός των τριών Δεσποινίδων. Η μετάνοια του άντρα που νόμιζε, πως θα υπερασπιζόταν την οικογενειακή τιμή. Ο σαστισμένος χίτλερ. Ο οδοντίατρος με αδιαφορία και η βοηθός του με φόβο. Έπειτα ο θαμώνας της καφετέριας, έχοντας αυτοπεποίθηση, σχετικά με τις θεωρήσεις του, περί φανταστικών πραγμάτων.

 

Πιο πολύ όμως διακρίθηκε ένας ηθοποιός. Και δόθηκαν στο χαρακτήρα του περισσότερες κινηματογραφικές στιγμές.

 

Martin Serner: Υποδυόμενος τον δίχως πίστη, απελπισμένο ιερέα.

 

Ο ερμηνευτής έχει εστιάσει στην τραγικότητα της οξύμωρης θέσης του ρόλου του, μέσω της κατάλληλα αποδιδόμενης χροιάς. Έτσι χωρίς πολλές κινήσεις, αμέσως μας μεταδίδει την απελπισία του ιερέα και γενικώς τον συναισθηματικό μικρόκοσμο εκείνου. Βεβαίως στη σκηνή της ενορίας του, στο μικρό δωμάτιο διακρίνεται και η εξελισσόμενη θλίψη, πίνοντας αλκοόλ, κλαίγοντας και νιώθοντας ματαιότητα. Καθώς στη συνέχεια εκείνος περίλυπος πηγαίνει στους ανθρώπους, που προσήλθαν στον χώρο εργασίας του, προκειμένου να τους μεταδώσει, κάτι το οποίο ο ίδιος πλέον δεν πιστεύει.     

 

Μουσική:

 

Την επέλεξε ο Henrik Skram. Η μουσική εμφανίζεται σε λίγες, αλλά ενδιαφέρουσες στιγμές. Το έργο ξεκινά με άριες, κατά την ονειρική πτήση του αγκαλιασμένου, ερωτικού ζεύγους. Ο ανάπηρος άντρας παίζει στο μαντολίνο τη μελωδία του τραγουδιού “It’s Now or Never” του Elvis Presley. Στη σκηνή του ζευγαριού, που παραγγέλνει αλκοόλ (εξαιτίας της “ειδικής λατρείας” της γυναίκας σε συγκεκριμένο ποτό), ακούμε από το ραδιόφωνο την όμορφη, με τρυφερότητα φωνή της Madeleine Peyroux. Ενόσω χορεύουν με  αγνότητα χαρωπά οι τρεις Δεσποινίδες, τις συντροφεύει ένα απλό, ευχάριστο τραγούδι, χωρίς ιδιαίτερο, στιχουργικό περιεχόμενο (Tra la la). 

 

Ο δημιουργός Roy Andersson μας παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο έργο αποκρυπτογραφημένης σκηνοθεσίας και σεναρίου. Θίγοντας με διακριτική ευαισθησία, πως τίποτα δεν έχει αποκτήσει την πραγματική ωριμότητα που του αξίζει, σε μία ακόμη κοινωνία του Δυτικού Πολιτισμού.

 

Μια διανομή της Ama Films

 

Ο Eretikos κριτικός Γιάννης Κρουσίνσκυ

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X