Κοινωνία

Πέθανε ο Γιάννης Τσεκλένης-Η ζωή και το έργο του

Πέθανε ο Γιάννης Τσεκλένης-Η ζωή και το έργο του
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Ο μεγάλος Ελληνες σχεδιαστής Γιάννης Τσεκλένης δεν βρίσκεται μαζί μας. Ο άνθρωπος που σφράγισε την ελληνική μόδα πέθανε σε ηλικία 82 ετών.

Ήταν γιος του Κώστα Τσεκλένη από τον Πύργο και της Μελανίας Παστιρματζή με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη. Μεγάλωσε και ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Αθήνα. Αρχικά φοίτησε στο Κολλέγιο Αθηνών και στη συνέχεια αποφοίτησε από τη Σχολή Μωραΐτη. Ο Γιάννης Τσεκλένης θεωρείται ως ο κορυφαίος Έλληνας σχεδιαστής μόδας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ο οποίος εισήγαγε την ελληνική μόδα στον σύγχρονο διεθνή κόσμο. Οι δημιουργίες του από το 1965 έως το 1991, πωλήθηκαν παγκοσμίως από τα κορυφαία καταστήματα, σε περισσότερες από 30 χώρες.

Η καλλιτεχνική συνεισφορά του στην Ελλάδα, έχει αναγνωριστεί και του έχουν απονεμηθεί διάφορες διακρίσεις. Έχει λάβει τον Αργυρό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος το Χρυσό Μετάλλιο της Μόδας από το Ελληνικό Ινστιτούτο Μόδας, την Κόρη των Κυκλάδων από το Ελληνικό Κέντρο Μόδας και το Βραβείο Δίολκος της Ελλληνικής Ακαδημίας Marketing.

Ο Γιάννης Τσεκλένης ήταν  για τα ελληνικά δεδομένα μια σύνθετη περίπτωση σχεδιαστή υφασμάτων, μόδαςαεροπλάνων και μέσων μεταφοράςεπιχειρηματίακαλλιτέχνηφωτογράφουαρχιτέκτονα εσωτερικών χώρων, και κυρίως οραματιστή – σημάδεψε με το πέρασμά του πάνω από πέντε δεκαετίες. Στο διάστημα αυτό, ο σχεδιαστής διεκδίκησε τη δική του θέση στο παγκόσμιο δημιουργικό γίγνεσθαιεπηρέασε πολλούς δημιουργούς, αλλά και επηρεάστηκε από όλα τα μεγάλα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του και παλαιότερα.Η δημιουργική πορεία του Γιάννη Τσεκλένη ταυτίζεται με το πέρασμα της ίδιας της Ελλάδας από την «εποχή της αθωότητας» της δεκαετίας του ’60 με την ανάταση και το glamour της εποχής αυτής, σε μια σκληρή ενηλικίωση με το όνειρο μιας βιομηχανικής επανάστασης να συντρίβεται, και μια χαμένη ευκαιρία για τη χώρα να γίνει υπολογίσιμος παράγοντας στο διεθνή χώρο της μόδας.

Σηματοδοτεί το πέρασμα από τα καταστήματα υφασμάτων, την υψηλή ραπτική από τις μοδίστρες ή τους πρώτους οίκους μόδας, στη βιομηχανία ετοίμων ενδυμάτων με την παραγωγή ειδών πολυτελείας, καθώς ο Γιάννης Τσεκλένης είναι ο πρώτος δημιουργός που σχεδίασε αναγνωρίσιμα έτοιμα ενδύματα. Η έντονη ταυτότητα των δημιουργιών του οφείλεται στο οτι ο ίδιος σχεδίαζε τα υφάσματα σε μοντέρνες θεματικές συλλογές. Το όνομά του συνδέεται, επίσης, με την άνοδο και την πτώση της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας και της εγχώριας βιομηχανίας μόδας, αφού υπήρξε κυρίως σχεδιαστής υφασμάτων. Επιπλέον, κατά το πέρασμα από τις φυσικές στις συνθετικές ίνες, ο Γιάννης Τσεκλένης εισήγαγε στον ελληνικό χώρο τεχνογνωσία για την επεξεργασία των παραγόμενων υφασμάτων.

 

Συλλογή «Γαΐτης», 1982Πολυέστερ κρεπΣυλλογή Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος
Συλλογή «Γαΐτης», 1982Πολυέστερ κρεπΣυλλογή Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος

 

Η Ελληνική βιομηχανία μόδας και ο Γιάννης Τσεκλένης

Οι κλωστουφαντουργίες που ανθούσαν στην Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο δηλαδή, ήταν οι βαμβακουργίες Πειραϊκή Πατραϊκή, Αιγαίον Α.Ε., Μαραγκόπουλος, Ρετσίνας, η Ελληνική Υφαντουργία, οι εριουργίες Μηναΐδης-Φωτιάδης, Τρία Άλφα, Τρία Δέλτα, Ελληνική Εριουργία και οι μεταξουργίες Χρυσαλλίς, Βόμβυξ, Μεταξουργία Τζιβρέ – στο Σουφλί – και η Νίκη Α.Ε. Αυτές τροφοδοτούσαν κυρίως την ελληνική αγορά, είχαν αναπτυχθεί κάτω από ένα καθεστώς κρατικού προστατευτισμού, και διέθεταν στην αγορά, τα προϊόντα τους χωρίς καμία στρατηγική marketing και σχεδιασμού. Η ραφή των ενδυμάτων γινόταν είτε από εμποροράφτες και μικρά ραφεία, μοδίστρες και το πιο συνηθισμένο,  στο σπίτι, με αγορασμένα πατρόν μαζί με τα υφάσματα που τα προσαρμόζαν ανά περίπτωση.Υπήρχαν φυσικά και οι οίκοι «υψηλής» ραπτικής, οι οποίοι κατασκεύαζαν συλλογές κυρίως αγοράζοντας ή αντιγράφοντας μοντέλα από το Παρίσι.

Πρέπει να πούμε ότι τα υφάσματα για την ραφή τα προμηθεύονταν από καταστήματα της Αθήνας τα οποία έκαναν εισαγωγές από οίκους κυρίως της Γαλλίας, Ιταλίας και Αγγλίας, αυτούς που προμήθευαν την υψηλή ραπτική στο εξωτερικό. Ένα από αυτά τα καταστήματα, ήταν και το κατάστημα Τσεκλένης – Καργαδούρης, στην συμβολή των οδών Ερμού και Βουλής,  πατέρα του Γιάννη Τσεκλένη. Μερικοί από τους πιο γνωστούς οίκους ραπτικής της εποχής, ήταν οι Παπαστεφάνου, Ζωρζέτ, Τσαμαδού, Τσούχλος, Ευαγγελίδη-Κουρτίδη, Αφοι  Μαυρόπουλοι, Βούρος και ο νεότερος Ντίμης Κρίτσας.

Αξιοσημείωτη ήταν η ομάδα δημιουργών  «ελληνικής παραδοσιακής μόδας»: αριστοτέχνες του αργαλειού και του κεντήματος  συνεχιστές της μεγάλης παράδοσης των Ελληνοραπτών, που δημιουργούσαν συλλογές εμπνευσμένοι από τις τοπικές φορεσιές. Ήταν οι μόνοι που παρουσιαζόντουσαν από και στις ελληνικές πρεσβείες του εξωτερικού, χωρίς ποτέ όμως να καταφέρουν να πραγματοποιήσουν εξαγωγές. Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε τους Μάριο Αθανασιάδη, Ελένη Κόκκου, Άννα Σικελιανού – σύζυγο του Άγγελου Σικελιανού,  Αμαλία Φρόντζου, και Νιζέττα. Κατασκευαστές ετοίμων ενδυμάτων υπήρχαν οι ΕΤΑΜ από την δεκαετία του 50 και οι αδελφοί Τσιτσόπουλοι, οι τελευταίοι όμως παρήγαγαν ενδύματα μόνο για τα πολυκαταστήματά τους.

Εκείνη την εποχή η παραγωγή βάμβακος στην Ελλάδα έφθανε το 60% του παραγομένου στην ΕΟΚ (γι’ αυτό και η Ελλάδα ονομαζόταν “the EEC cotton partner”) και αναπτυσσόταν με ταχείς ρυθμούς. Αντίστοιχα, η παραγωγή του μεταξιού στην περιοχή του Σουφλίου, η οποία έως πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έφθανε τους 3500 τόνους, από τις δεκαετίες του ‘50 και ‘60 ακολουθεί μια φθίνουσα πορεία για να καταλήξει την δεκαετία του ’80, να παράγει μόλις 3 τόνους.

 

Συλλογή «Βυζαντινά χειρόγραφα», 1970Ζέρσεϊ βελούρ, βελούδοΣυλλογή Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος
Συλλογή «Βυζαντινά χειρόγραφα», 1970Ζέρσεϊ βελούρ, βελούδοΣυλλογή Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος

 

Αυτήν την «επιχειρησιακή» πραγματικότητα βρήκε ο νεαρός τότε Γιάννης Τσεκλένης, όταν την δεκαετία του ’50 και του ’60. Εργαζόμενος στην οικογενειακή επιχείρηση – κατάστημα υφασμάτων υψηλής ραπτικής, μαθήτευσε λόγω συνεργασίας με την  μεταξοβιομηχανία Χρυσαλλίς Α.Ε. και εξοικειώθηκε με την τεχνική της αναπαραγωγής σχεδίων και εκτύπωσής τους. Έτσι, όταν θα θελήσει να δημιουργήσει την πρώτη του συλλογή που σχεδιάζει το 1965, κατέχει την τεχνογνωσία και πειραματίζεται να δώσει στην ελληνική και στην συνέχεια την παγκόσμια αγορά υφάσματα από ελληνικό μετάξι κατ’ αρχήν, τυπωμένα με σχέδιά του, σε μοτίβα και χρώματα που χαρακτηρίζονται παγκόσμια πρωτοτυπία.

Συνεργαζόμενος αργότερα κυρίως με την Χρυσαλλίς Α.Ε. στα μεταξωτά υφάσματα, και με την Νίκη Α.Ε. στα συνθετικά, προκαλεί λόγω των συνεργασιών του με τις μεγάλες διεθνείς εταιρείες νημάτων όπως η Dupont de Nemours, η J. Bancroft, η American Celanese κ.ά., να μοιρασθούν την τεχνογνωσία τους  με τις ελληνικές εταιρείες για την βαφή, τυποβαφή αλλά και φινίρισμα συνθετικών υφασμάτων.   Έτσι, πέτυχε ώστε τα παραγόμενα στην χώρα μας υφάσματα για τις συλλογές του, όπως τριασετάτ, πολυεστερικά, ακρυλικά και άλλα συνθετικά και σύμμεικτα, να πληρούν τις διεθνείς προδιαγραφές  που απαιτούντο.

Στον τομέα της κατασκευής ενδυμάτων, και πριν ξεκινήσει την διαδικασία εγκατάστασης ιδιόκτητης μονάδας παραγωγής για τις δημιουργίες του, κατ’ αρχήν κατέφυγε στην εκχώρηση της άδειας παραγωγής και διάθεσης (licensing) των ειδών του σε ξένους μεγάλους οίκους όπως η Berkertex, Frank Usher του Ηνωμένου Βασιλείου, Puritan Fashions Inc. και David Crystal των ΗΠΑ, Benger Ribana Gmbh της Γερμανίας αλλά και δεκάδες μικρότερους, επιτυγχάνοντας έτσι την παραγωγή, την διάθεσή αλλά και την διάδοσή τους στην παγκόσμια αγορά. Στις αρχές της δεκαετίας του 70 εκπαιδεύει την τεχνική του ομάδα στα εργοστάσια της licensee David Crystal Inc. στην Πενσυλβάνια των ΗΠΑ, και ξεκινά την δημιουργία της ιδιόκτητης μονάδας παραγωγής TSEKLENIS στο Μαρκόπουλο.

 

Remake 1974/1991Μεταξωτή μουσελίναΣυλλογή Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος
Remake 1974/1991Μεταξωτή μουσελίναΣυλλογή Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος

 

Στην πορεία, η ελληνική παραγωγή του από το 1974 και μετά εξοστρακίζει την αντίστοιχη των ξένων licensees και διαθέτει τις συλλογές του απ’ ευθείας σε εκατοντάδες καταστήματα του εξωτερικού. Στα μέσα της δεκαετίας του 70 άρχισε να αναπτύσσεται στην χώρα μας με γρήγορους ρυθμούς η πλεκτοβιομηχανία, παράγοντας κυρίως προϊόντα βάμβακος, ζέρσεϊ βαμβακερά και σύμμεικτα, η οποία σε μια και μόνο δεκαετία εξελίχθηκε στην πιο σύγχρονη της Ευρώπης, χάρη στον υπερσύγχρονο νεο-αποκτηθέντα μηχανολογικό εξοπλισμό. Τα πλεκτήρια αναπτύχθηκαν σε κάθετες μονάδες και κατασκευή ενδυμάτων, ειδικά στην περιοχή της κεντρικής Μακεδονίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το μπουμ αυτό κατέστησε την Ελλάδα 12η εξαγωγική χώρα του κόσμου σε κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και ενδύματα το 1988, με εξαγωγές 2,5 δις δολαρίων. Δυστυχώς όμως το 95% και πλέον αυτών των εξαγωγών αφορούσε σε ανώνυμα και κυρίως χωρίς κανένα design προϊόντα, φασόν δηλαδή, εφόσον όλο το μάρκετιγκ, ο σχεδιασμός και επιτελική εργασία αλλά και η διάθεση γινόταν από τους ξένους οίκους που ανέθεταν την παραγωγή, με αποτέλεσμα μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας σύνδεσης με την ΕΕ το 1992 οι μονάδες αυτές στο σύνολό τους σχεδόν να καταρρεύσουν.  Αξίζει να τονισθεί ότι εάν το επίτευγμα του 1988 γινόταν με προϊοντική σύνθεση με 50% επωνύμων προϊόντων, ο κύκλος εργασιών θα μπορούσε να είχε ξεπεράσει τα 8 δις δολάρια.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 90 ο Γιάννης Τσεκλένης, αισθανόμενος ότι η συμβολή του στην παροχή γνώσης, πείρας και έμπνευσης στους κλάδους της κλωστοϋφαντουργίας και κατασκευής ενδυμάτων κυριολεκτικά απέτυχε, αποφάσισε να αποχωρήσει σιωπηρά από την βιομηχανία μόδας ένδυσης, και να δραστηριοποιηθεί σε άλλους τομείς της μόδας ζωής, όπως αυτή των χώρων κατοικιών, οικιστικών συνόλων και ξενοδοχείων, ενώ ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα στον σχεδιασμό της εμφάνισης (έσω – έξω) αεροσκαφών, πλοίων και άλλων μέσων μαζικής μεταφοράς.

 

Σύνολο “Floral”, 1968Ζέρσεϊ βελούρΣυλλογή Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος
Σύνολο “Floral”, 1968Ζέρσεϊ βελούρΣυλλογή Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X