Οικονομία

Θέμα προληπτικού προγράμματος στήριξης θέτει η Τράπεζα της Ελλάδος

Θέμα προληπτικού προγράμματος στήριξης θέτει η Τράπεζα της Ελλάδος
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Θέμα “προληπτικού προγράμματος” στήριξης που θα εφαρμοσθεί μετά το τέλος του προγράμματος θέτει η “Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2017” που υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής και το Υπουργικό Συμβούλιο  από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση,  η Ελλάδα ούτως ή άλλως θα βρίσκεται σε καθεστώς εποπτείας, το οποίο θα διαρκέσει τουλάχιστον μέχρις ότου η χώρα αποπληρώσει το 75% των επίσημων δανείων που έχει λάβει από χώρες της ευρωζώνης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM).

“Ωστόσο, πρέπει να αποσαφηνιστεί κατά πόσον θα υπάρχει, και υπό ποιους όρους, ένα ενδεχόμενο “προληπτικό πρόγραμμα στήριξης”. Η ύπαρξη ενός τέτοιου προληπτικού πλαισίου στήριξης εκτιμάται ότι μπορεί να δράσει υποστηρικτικά για την ελληνική οικονομία μειώνοντας το κόστος δανεισμού, καθώς θα παρέχει ασφάλεια σχετικά με την πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου σε χρηματοδότηση μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018. Κάτι τέτοιο θα τονώσει την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, διότι αυτοί θα γνωρίζουν ότι η οικονομική πολιτική είναι και θα παραμείνει συνετή, αποκλείοντας την επανεμφάνιση των ανισορροπιών” επισημαίνει η ΤτΕ.

Μάλιστα προσθέτει ότι “η αποσαφήνιση της μορφής που θα λάβει η στήριξη της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος του προγράμματος είναι σημαντική, στην περίπτωση που μέχρι τότε δεν θα έχει βελτιωθεί η πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας, και για έναν πρόσθετο λόγο: για να μην απολεσθεί η δυνατότητα των ελληνικών ομολόγων (α) να χρησιμοποιούνται ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος και (β) να συμμετάσχουν στις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE), είτε στην κανονική του διάρκεια είτε στη διάρκεια της επανεπένδυσης σε νέους τίτλους. Οι δράσεις αυτές θα βελτιώσουν το επενδυτικό και επιχειρηματικό κλίμα και θα προσελκύσουν εγχώριες και ξένες άμεσες επενδύσεις. Παράλληλα, θα διευκολύνουν την επιστροφή στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα, την οριστική άρση των κεφαλαιακών περιορισμών και τη διατηρήσιμη ανάκαμψη της οικονομίας μετά από οκτώ χρόνια θυσιών, ύφεσης και στασιμότητας που έχουν επιτείνει τις κοινωνικές ανισότητες”.

Συστάσεις για μεταρρυθμίσεις 

Η ΤτΕ αναφέρει ότι “σήμερα, είναι επιτακτική ανάγκη να υλοποιηθεί ομαλά και σύμφωνα με το προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και αποκρατικοποιήσεων, να νομοθετηθούν εγκαίρως και να εφαρμοστούν τα μέτρα που συμφωνήθηκαν στην τρίτη αξιολόγηση και να γίνει επαρκής προετοιμασία για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης που θα σηματοδοτήσει το τέλος του προγράμματος. Αυτά είναι σημαντικά βήματα που θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη και θα συμβάλουν στη βελτίωση της πιστοληπτικής διαβάθμισης της χώρας, επιτρέποντας τη διατηρήσιμη πρόσβαση στις αγορές με ευνοϊκούς όρους μετά το τέλος του προγράμματος”.

Κάνει σαφές ότι εξίσου σημαντικά για την εμπέδωση της εμπιστοσύνης μεσοπρόθεσμα είναι:

(α) η εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους – κάτι τέτοιο θα καταστήσει δυνατή την πρόσβαση της χώρας στις αγορές ομολόγων με βιώσιμους όρους και, δευτερευόντως, θα διευκολύνει την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ – και
(β) η αποσαφήνιση της μορφής που θα λάβει η στήριξη της ελληνικής οικονομίας μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος.
Κίνδυνοι και προκλήσεις
Η ΤτΕ επισημαίνει ότι οι εξελίξεις τους επόμενους μήνες θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμες, γιατί θα επιδράσουν καθοριστικά στην πορεία της οικονομίας για πολλά χρόνια. Μετά από οκτώ χρόνια επώδυνης προσαρμογής, η οικονομία βρίσκεται σήμερα σε κατάσταση που επιτρέπει θετικές προσδοκίες για το μέλλον. Για να υλοποιηθούν όμως οι προσδοκίες αυτές, πρέπει μέσα στους προσεχείς μήνες να σχεδιαστεί η ομαλή κατάληξη της “περιόδου των προγραμμάτων” και η επαναφορά στην ομαλότητα.

Οι προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσα σ’ αυτό το σύντομο διάστημα είναι:

1. η διεύρυνση και εμπέδωση της εμπιστοσύνης, που θα επιτρέψει την επάνοδο στις χρηματοπιστωτικές αγορές με διατηρήσιμους όρους μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018,
2. η υλοποίηση των μέτρων του προγράμματος χωρίς καθυστερήσεις,
3. η καλή προετοιμασία για την έγκαιρη ολοκλήρωση της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης, που θα σηματοδοτήσει το τέλος του προγράμματος,
4. οι διαπραγματεύσεις για τη ρύθμιση του χρέους και για τους όρους της εποπτείας μετά τη λήξη του προγράμματος,
5. η πλήρης άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων (σε συνάρτηση με τη βελτίωση της οικονομίας και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης), η οποία θα βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα και θα βοηθήσει στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων.

Καθυστερήσεις ή εμπλοκές στα παραπάνω ζητήματα θα δυσχεράνουν την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, θα θέσουν σε δοκιμασία την πορεία εξόδου από την κρίση και θα υπονομεύσουν τις αισιόδοξες προβλέψεις. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και εξωτερικοί κίνδυνοι, οι οποίοι συνδέονται με:

1. την πιθανή αύξηση της αποστροφής των επενδυτών προς τον κίνδυνο λόγω αναταράξεων στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές,
2. την εντεινόμενη πολιτική αβεβαιότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως λόγω της αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας στη Γερμανία, καθώς και λόγω των καθυστερήσεων στην ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους όρους του Brexit,
3. ευρύτερους γεωπολιτικούς παράγοντες (προσφυγική κρίση, Βόρειος Κορέα κ.λπ.).

Αναφέρει ότι το τέλος του προγράμματος προσαρμογής, εφόσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις που έχουν επισημανθεί, μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για τη στροφή της οικονομικής πολιτικής σε αναπτυξιακή κατεύθυνση. Η πολιτική αυτή πρέπει πάση θυσία να μην επαναλάβει λάθη του παρελθόντος και να επικεντρωθεί στην προσπάθεια δημιουργίας των συνθηκών που θα οδηγήσουν σε ταχεία διατηρήσιμη ανάπτυξη, αντιμετωπίζοντας τις μεγάλες προκλήσεις που προαναφέρθηκαν. Συνεπώς, η οικονομική πολιτική επισημαίνει η ΤτΕ από εδώ και στο εξής πρέπει να επικεντρωθεί στα εξής:

1. Επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων. Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής, πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων και των μεταρρυθμίσεων. Οι ιδιωτικοποιήσεις οι οποίες βρίσκονται σε ώριμη φάση πρέπει να ολοκληρωθούν γρήγορα. Προκειμένου να προσελκυστούν τόσο εγχώριες όσο και ξένες επενδύσεις, πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις μεταρρυθμίσεις που ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, όπως στη μείωση των εμποδίων εισόδου στους κλάδους δικτύων υποδομών, στο λιανικό εμπόριο και στα ελεύθερα επαγγέλματα, αλλά και στην αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, στη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης και στη μείωση της γραφειοκρατίας.

2. Υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι φιλικότερο προς την ανάπτυξη. Πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην περικοπή των μη παραγωγικών δαπανών και στην αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης της περιουσίας του Δημοσίου. Αυτό είναι σημαντικό, καθώς, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, η περιουσία του Δημοσίου στην Ελλάδα είναι από τις μεγαλύτερες ως ποσοστό του ΑΕΠ στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ. Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα και της φορολογικής διοίκησης, προκειμένου να καταπολεμηθεί η παραοικονομία και η φοροδιαφυγή και να διευρυνθεί η φορολογική βάση, θα έχει ως αποτέλεσμα την πιο δίκαιη κατανομή των δημοσιονομικών βαρών και θα διευκολύνει τη μείωση των υπερβολικά υψηλών φορολογικών συντελεστών.

3. Αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των στρατηγικών κακοπληρωτών, που εμποδίζει το τραπεζικό σύστημα να χρηματοδοτήσει την οικονομική ανάπτυξη. Παράλληλα, το 2018 οι τράπεζες καλούνται να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις, με κυριότερες την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (IFRS 9), την αυστηροποίηση στο χειρισμό των προβλέψεων για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και τη διενέργεια της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων από την ΕΚΤ. Συνεπώς, στο αμέσως προσεχές διάστημα οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και ιδανικά να τους ξεπεράσουν, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Επιπλέον, οι τράπεζες πρέπει να επωφεληθούν από τις αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο (π.χ. αδειοδοτήσεις εταιριών διαχείρισης πιστωτικών απαιτήσεων, λειτουργία ηλεκτρονικής πλατφόρμας για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, λειτουργία της πλατφόρμας για τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς ακινήτων κ.ά.) και να αξιοποιήσουν όλα τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους, προκειμένου να επιταχύνουν τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Στις συνθήκες αυτές επιβάλλεται να διευρύνουν το ταχύτερο δυνατόν τις λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες και να προχωρήσουν στη λήψη πιο δραστικών αποφάσεων, ιδίως όσον αφορά τις ενέργειες αναδιάρθρωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών και την εφαρμογή οριστικής λύσης για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις.

4. Βελτίωση της ποιότητας και διασφάλιση της ορθής λειτουργίας και ανεξαρτησίας των θεσμών. Όσον αφορά τις ανεξάρτητες αρχές και άλλους αντίστοιχους θεσμούς, είναι σημαντικό να ενισχυθεί η διοικητική και οικονομική αυτονομία τους και να διασφαλιστεί ο σεβασμός στην ανεξαρτησία τους παράλληλα με την αυξημένη λογοδοσία τους προς τη Βουλή. Οι αποτελεσματικοί θεσμοί βελτιώνουν τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και προάγουν την οικονομική ανάπτυξη, καθώς επηρεάζουν τα κίνητρα των ατόμων και των επιχειρήσεων όσον αφορά τις επενδύσεις σε υλικό και ανθρώπινο κεφάλαιο, σε τεχνολογία και στην οργάνωση της παραγωγής.

5. Άρση διαφόρων εμποδίων στις επενδύσεις. Πέραν της βελτίωσης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της μείωσης της φορολογίας, είναι απαραίτητη η αποφασιστική και οριστική άρση των εμποδίων που ορθώνουν διάφορα μικρά ή μεγάλα οργανωμένα συμφέροντα και ομάδες και τα οποία επιδεινώνουν το επιχειρηματικό κλίμα και παρακωλύουν την υλοποίηση νέων επενδύσεων και ιδιωτικοποιήσεων, ακόμη και αυτών που έχουν ήδη εγκριθεί.

6. Αντιμετώπιση του υψηλού δημόσιου χρέους. Χρειάζονται αποφασιστικές και συγκεκριμένες ενέργειες για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους στη βάση των αποφάσεων του Eurogroup του Ιουνίου 2017. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει καταθέσει συγκεκριμένη πρόταση ήπιας αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους, η οποία συνεπάγεται αμελητέο κόστος για τους εταίρους και προβλέπει, μεταξύ άλλων, μετάθεση της μέσης σταθμικής διάρκειας αποπληρωμής των τόκων των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) κατά 8,5 χρόνια τουλάχιστον.

7. Στήριξη των ανέργων και ενίσχυση των προγραμμάτων απασχόλησης και κατάρτισης. Καθώς η ανεργία παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, είναι σημαντικό να δοθεί άμεση στήριξη στους ανέργους και σε όσους έχουν οριακή σύνδεση με την αγορά εργασίας μέσω της εφαρμογής ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και μέσω στοχευμένων κοινωνικών μεταβιβάσεων με σκοπό την αντιστάθμιση της προσωρινής απώλειας εισοδήματος και τη μείωση του χρόνου παραμονής στην ανεργία. Μεσοπρόθεσμα πρέπει να δοθεί έμφαση στις πολιτικές αναβάθμισης δεξιοτήτων και επανεκπαίδευσης ώστε οι άνεργοι να μπορέσουν να ξαναβρούν εργασία.

Τραπεζικό σύστημα 

Στη διάρκεια του 2017, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τραπεζικών πιστώσεων τόσο προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις όσο και προς τα νοικοκυριά ήταν κατά μέσο όρο λιγότερο αρνητικός το δεκάμηνο του 2017 από ό,τι την αντίστοιχη περίοδο του 2016. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην υποχώρηση των δανειακών επιτοκίων, ενώ σημαντική θετική επίδραση στην πιστοδοτική δραστηριότητα των τραπεζών άσκησε και η βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας.

Παράλληλα, συνεχίστηκε η επιστροφή καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, με επανακατάθεση τραπεζογραμματίων κυρίως από τις επιχειρήσεις και επαναπατρισμό κεφαλαίων που είχαν τοποθετηθεί στο εξωτερικό. Ειδικότερα, οι τραπεζικές καταθέσεις του μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά 2,6 δισεκ. ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου του 2017 και διαμορφώθηκαν σε 121 δισεκ. ευρώ. Επιπλέον, συνεχίστηκε ο περιορισμός της εξάρτησης των τραπεζών από το μηχανισμό έκτακτης παροχής ρευστότητας της Τράπεζας της Ελλάδος. Τον Οκτώβριο του 2017 τρεις τράπεζες επέστρεψαν στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, για πρώτη φορά μετά το 2014, με την έκδοση καλυμμένων ομολογιών.

Η αναμενόμενη ενδυνάμωση της οικονομικής ανάκαμψης και η περαιτέρω ενίσχυση της εμπιστοσύνης με την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, αλλά και η επίτευξη περαιτέρω προόδου στην αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο τραπεζικό σύστημα, η οποία επίσης θα τονώσει την εμπιστοσύνη προς τις τράπεζες, θα διευρύνουν τις δυνατότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων να συγκεντρώσουν χρηματοδοτικούς πόρους με την προσέλκυση καταθέσεων λιανικής, την πρόσβαση στη διασυνοριακή διατραπεζική αγορά και την έκδοση χρεογράφων.

Οι εξελίξεις αυτές θα συντελέσουν, σε συνδυασμό με τα προγράμματα συγχρηματοδότησης με βάση κοινοτικούς πόρους τα οποία διαχειρίζονται η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και άλλοι οργανισμοί, στην ενίσχυση των δυνατοτήτων του τραπεζικού συστήματος να πιστοδοτήσει την ελληνική οικονομία, ενώ εύλογα αναμένεται αύξηση της ζήτησης πιστώσεων, μεταξύ άλλων εξαιτίας της προβλεπόμενης αποκλιμάκωσης του κόστους τραπεζικού δανεισμού σε μεγάλο βαθμό λόγω συρρίκνωσης του περιθωρίου διαμεσολάβησης.

Βελτίωση των αποτελεσμάτων των τραπεζών

Συνολικά, οι εξελίξεις όσον αφορά τα αποτελέσματα και την ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών ήταν θετικές. Στο εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2017 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν οριακά κέρδη προ φόρων. Ειδικότερα, τα κέρδη προ φόρων διαμορφώθηκαν σε 287 εκατ. ευρώ, βελτιωμένα σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2016. Ο σχηματισμός προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο αυξήθηκε το εννεάμηνο σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2016, ενώ οι λοιπές ζημίες απομείωσης παρέμειναν αμετάβλητες. Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια για το σύνολο του συστήματος, το Σεπτέμβριο του 2017 ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1), σε ενοποιημένη βάση, ανήλθε σε 17,1% (Δεκέμβριος 2016: 16,9%) και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 17,2% (Δεκέμβριος 2016: 17%).

Υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων

Το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) μειώθηκε κατά 7,6% (ή 8,2 δισεκ. ευρώ) το Σεπτέμβριο του 2017 συγκριτικά με το Μάρτιο του 2016 (όταν τα ΜΕΑ έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο) και διαμορφώθηκε σε 100,4 δισεκ. ευρώ ή 44,6% των συνολικών ανοιγμάτων. Η βελτίωση κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου του 2017 ήταν αποτέλεσμα κυρίως διαγραφών δανείων, ενώ θετικά συνέβαλε στη μείωση και η πώληση δανείων εκ μέρους των τραπεζών. Οι πωλήσεις δανείων συνεχίστηκαν και το δ’ τρίμηνο του έτους. Με βάση τις εκθέσεις προόδου που έχει δημοσιεύσει η Τράπεζα της Ελλάδος, κρίνεται επαρκής η πρόοδος ως προς τους στόχους αποτελεσμάτων. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι ο στόχος μείωσης των ΜΕΑ για τα δύο επόμενα έτη αυξάνεται σημαντικά, γεγονός που συνεπάγεται την ανάγκη ενίσχυσης των προσπαθειών των τραπεζών και αξιοποίησης του συνόλου των διαθέσιμων εργαλείων για εξυγίανση του ιδιωτικού χρέους.

Όσον αφορά την επιχειρηματική πίστη, υπενθυμίζεται ότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ως ποσοστό των συνολικών ανοιγμάτων παραμένουν συγκριτικά σε υψηλότερο επίπεδο για τις επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους. Επίσης, υψηλότερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παρατηρούνται στους κλάδους του εμπορίου, των κατασκευών και της μεταποίησης, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη έκθεση σε δανεισμό. Πάντως, οι συσσωρευμένες προβλέψεις των τραπεζών επαρκούν για να καλύψουν το ήμισυ του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, ενώ το υπόλοιπο καλύπτεται πολύ ικανοποιητικά (σε ποσοστό που προσεγγίζει το 100%) από την αξία (βάσει συντηρητικών αποτιμήσεων) των εμπράγματων εξασφαλίσεων που έχουν λάβει οι τράπεζες έναντι των προβληματικών δανείων τους.

Ανάπτυξη 1,6% φέτος  

Η ΤτΕ προβλέπει επίτευξη του στόχου αύξησης του ΑΕΠ κατά 1,6% φέτος. Εκτιμά ότι οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ  θα είναι στο 2,4% το 2018 (αντί για 2,5% που προβλέπει ο προϋπολογισμός) και στο  2,5% το 2019.  Η ανάκαμψη της οικονομίας το 2017 αποδίδεται κατά κύριο λόγο στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, ως αποτέλεσμα της βελτίωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της χώρας, της ανάκαμψης του διεθνούς εμπορίου και της χαλάρωσης των κεφαλαιακών περιορισμών. Η άνοδος της εξωτερικής ζήτησης ενισχύει τη βιομηχανική παραγωγή και συμβάλλει στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης.

Πιστοληπτική Γραμμή  

Η ΤτΕ εξηγεί σε ειδικό Κεφάλαιο της έκθεσης για την “οικονομική και δημοσιονομική εποπτεία” τα εξής: το τέλος του προγράμματος προσαρμογής δεν συνιστά αποδέσμευση από υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει έναντι των Ευρωπαίων εταίρων και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) οι ελληνικές αρχές, ειδικά όσο η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας παραμένει ακόμη ιδιαίτερα χαμηλή.

“Οι υποχρεώσεις παραμένουν και πρέπει να τηρηθούν” επισημαίνει. Εξηγεί ότι εκείνο που θα αλλάξει είναι το εποπτικό πλαίσιο, το οποίο θα ανταποκρίνεται στους γενικούς όρους και κανονισμούς εποπτείας που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

“Η συγκεκριμένη εποπτεία που θα εφαρμοστεί στην Ελλάδα μπορεί να είναι απλή ή ενισχυμένη, ανάλογα με τις εξελίξεις” επισημαίνει και εξηγεί τον Κανονισμό 472/2013 της ΕΕ που προβλέπει κατ’ αρχάς αυτόματη άσκηση Νομισματική Πολιτική Ενδιάμεση Έκθεση 2017 23 “Εποπτείας μετά το Πρόγραμμα” επί του κράτους-μέλους, μέχρι να αποπληρώσει το 75% των δανείων που έχει λάβει από άλλα κράτη- μέλη της ευρωζώνης, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ/ EFSF) και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ/ESM).

Εξηγεί ότι το άρθρο 14 αναφέρεται σε “απλή εποπτεία”, το ακριβές περιεχόμενο της οποίας δεν διευκρινίζεται πλήρως. Σε κάθε περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατηρεί πάντοτε το δικαίωμα να ασκήσει ενισχυμένη εποπτεία, αν κρίνει ότι συντρέχουν οι συνθήκες. Η “ενισχυμένη εποπτεία” σημαίνει πολύ στενή παρακολούθηση των δημοσιονομικών στοιχείων του κράτους-μέλους και της κατάστασης του τραπεζικού συστήματος, τακτικές επισκέψεις των Θεσμών και τριμηνιαίες εκθέσεις προόδου.

Επισημαίνει ότι ο Κανονισμός 472/2013 αναφέρει επίσης και το ενδεχόμενο της προσωρινής παροχής “προληπτικής στήριξης” με τη μορφή πιστωτικής γραμμής, η οποία έχει ως στόχο να διασφαλιστεί η ρευστότητα του κράτους-μέλους καθώς αποκαθίσταται η σχέση του με τις αγορές. Ο μηχανισμός αυτός δεν τέθηκε σε λειτουργία στην περίπτωση της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Κύπρου. Ωστόσο, σε αυτές τις τρεις περιπτώσεις (και σε αντίθεση με την Ελλάδα) εξακολουθούσε να είναι σε ισχύ η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ). Η ΔΥΕ ίσχυε για την Πορτογαλία από το 2009 έως το 2017, για την Ιρλανδία από το 2009 έως το 2016 και για την Κύπρο από το 2010 έως το 2016, αναφέρει η ΤτΕ.

Περιγράφει την λειτουργία της  “προληπτικής στήριξης”  με δύο μορφές:

α) Προληπτική Πιστωτική Γραμμή υπό Προϋποθέσεις (Precautionary Conditioned Credit Line ― PCCL), χωρίς ενισχυμένη εποπτεία, και
β) Πιστωτική Γραμμή υπό Ενισχυμένες Προϋποθέσεις (Enhanced Conditions Credit Line ― ECCL), με ενισχυμένη εποπτεία και με λήψη δανείου.
Και οι δύο πιστωτικές γραμμές δημιουργούνται για μια αρχική περίοδο ενός έτους και μπορούν να ανανεωθούν δύο φορές, κάθε φορά για έξι μήνες. Όσο η Προληπτική Πιστωτική Γραμμή υπό Προϋποθέσεις (PCCL) δεν χρησιμοποιείται (δηλ. δεν αντλούνται τα διαθέσιμα κεφάλαια), δεν συνεπάγεται “ενισχυμένη εποπτεία”, δηλ. η χορήγησή της δεν επιβάλλει νέα μέτρα πολιτικής. Αν όμως η πίστωση χρησιμοποιηθεί, τότε το κράτος-μέλος περνά σε ενισχυμένη εποπτεία.

Στην περίπτωση αυτή, προβλέπεται η λήψη σειράς μέτρων από το κράτος-μέλος σε συνεννόηση με τους Θεσμούς, οι οποίοι διεξάγουν τακτικές επισκέψεις αξιολόγησης ώστε να διαπιστώνεται η πρόοδος στην εφαρμογή των εν λόγω μέτρων. Η χορήγηση Προληπτικής Πιστωτικής Γραμμής υπό Προϋποθέσεις σε κάθε περίπτωση προϋποθέτει ένα “Μνημόνιο Συνεργασίας” με τους Θεσμούς. Αντίθετα, η Πιστωτική Γραμμή υπό Ενισχυμένες Προϋποθέσεις ακολουθείται πάντοτε από ενισχυμένη εποπτεία και προορίζεται για κράτη-μέλη που ακόμη παρουσιάζουν προ- βλήματα. Το κράτος-μέλος συμφωνεί να λάβει διορθωτικά μέτρα που θα αντιμετωπίζουν τις αδυναμίες του, σε συνεννόηση με τους Θεσμούς. Η χορήγηση Πιστωτικής Γραμμής υπό Ενισχυμένες Προϋποθέσεις προϋποθέτει επίσης ένα “Μνημόνιο Συνεργασίας” με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ΕΚΤ και ενδεχομένως το ΔΝΤ.  Επίσης, οι Θεσμοί διεξάγουν τακτικές επισκέψεις αξιολόγησης ώστε να δια- πιστώνεται η πρόοδος στην εφαρμογή των θεσπισμένων μέτρων. Συμπερασματικά, με τη λήξη του προγράμματος προσαρμογής το καλοκαίρι του 2018, η Ελλάδα θα βρίσκεται σε καθεστώς εποπτείας, ενώ η ένταξη σε “προληπτικό πρόγραμμα στήριξης” σε κάθε περίπτωση συνεπάγεται υπογραφή “Μνημονίου Συνεργασίας” και περιοδικές επισκέψεις των Θεσμών. Παράλληλα, η λήψη μέτρων για τη διασφάλιση της μεσομακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους στη βάση των αποφάσεων του Eurogroup του Ιουνίου 2017 ενδέχεται να συνοδευθεί από συγκεκριμένες προϋποθέσεις και δεσμεύσεις εκ μέρους της ελληνικής πλευράς – πρόσθετες προς εκείνες που επιβάλλουν ο Κανονισμός 472/2013 και οι σχετικές οδηγίες του ΕΜΣ. Στην περίπτωση αυτή, η ελληνική πλευρά πρέπει να είναι έτοιμη να υποβάλει δικές της δεσμευτικές προτάσεις για μέτρα αναπτυξιακά που ούτως ή άλλως χρειάζεται η χώρα. Δράσεις οικονομικής πολιτικής που βελτιώνουν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας προκειμένου η έξοδος στις αγορές να γίνει με βιώσιμους όρους κρίνονται επιβεβλημένες, είτε προβλέπονται στο πρόγραμμα είτε όχι, αναφέρει η ΤτΕ.​

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X