Ελλάδα

Eretiki κριτική της ταινίας At Eternity’s Gate

Eretiki κριτική της ταινίας At Eternity’s Gate
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Σενάριο της ταινίας At Eternity’s Gate για τον ευφυή και πρωτοπόρο, ιμπρεσιονιστή ζωγράφο Vincent Van Gohg

Ο Ολλανδός ζωγράφος Vincent Van Gohg βρίσκεται πλέον στη Γαλλία. Δεν φαίνεται να αναγνωρίζεται το έργο του, ούτε από λάτρεις της ζωγραφικής, μα ούτε και από ισχυρούς, εικαστικούς κύκλους καλλιτεχνών. Στο Παρίσι, σε μια συγκέντρωση των δημιουργών με τις ευφάνταστα αποτυπωμένες μορφές, βλέπει μαζί με τον αδερφό του, Theo, ο οποίος επαγγέλλεται ως έμπορος τεχνών, ένα νέο ζωγράφο με διαφορετικές ιδέες από τους υπολοίπους. Αυτό το ανήσυχο πνεύμα δεν δέχεται συνδικαλιστικές έννοιες και μορφές ιεραρχίας στο χώρο των τεχνών, αποχωρώντας θυμωμένος.

Ο Paul Gauguin. Ο Vincent εντυπωσιασμένος τον ακολουθεί. Συζητώντας μαζί για ζωγραφική, αληθινή ελευθερία και γέννηση ιδεών μέσα από καθοριστικά ταξίδια, ο Ολλανδός επικοινωνεί την ιδέα του να χρησιμοποιήσει το φως ως κινητήρια δύναμη έμπνευσης και θεματικής στους πίνακές του. Ο ουσιώδης Paul του επισημαίνει να ταξιδέψει Νότια εν τοιαύτη περιπτώσει. Οι δρόμοι τους προσωρινά χωρίζουν.

Ο Van Gohg πραγματοποιεί ατελείωτες πεζοπορίες σε απέραντες εκτάσεις, φορώντας το αγαπημένο του καπέλο, έχοντας τα καβαλέτα στην πλάτη και  βαδίζοντας συνεχώς μέχρι να εντοπίσει τα γοητευτικά τοπία, που θα καταγράψει μέσα από το δικό του καλλιτεχνικό πρίσμα. Η ματιά του είναι ιδιαίτερη! Εκεί που δύει ο ήλιος, εκείνος βλέπει έντονο φως. Ακόμα και τα νεκρά λουλούδια τα οραματίζεται να βρίσκονται μέσα σε μια μαινόμενη, εκτυφλωτική ακμή.

Η μόρφωση, οι τρόποι του, αλλά και μια μικρή, οικονομική υποστήριξη από τον Theo, θα εξασφαλίσουν στο φτωχό ζωγράφο μια αξιοπρεπή διαμονή στην Arles. Υπό το βλέμμα της γοητευμένης Madame Ginoux, ιδιοκτήτριας της ταβέρνας. Επιπλέον, παρέχεται η απαραίτητη καθαριότητα του ιδιωτικού, παραχωρηθέντα χώρου. Έχοντας σημαντική εξυπηρέτηση από τη νεαρή Gaby. Ο εμπνευσμένος Vincent θα επιλέξει να καταγράψει την πραγματική δυναμική των τοπίων της φύσης, παρακολουθώντας τα, είτε από μεγαλύτερο ύψος είτε ζωγραφίζοντας από πολύ κοντά, σημαντικά στοιχεία αυτών. Σαν τα δέντρα, μα εστιάζοντας σε ασυνήθιστα μέρη εκείνων, δίνοντάς τους μεγαλύτερη διάσταση, όπως λόγου χάριν στις ρίζες των.

Η απλή κοινωνικοποίηση του ταλαντούχου Van Gohg, ομοίως και η αληθινή επικοινωνία με τους ανθρώπους μοιάζει όλο και πιο ξένη. Καθώς ο ζωγράφος με το σπάνιο χάρισμα δυσκολεύεται να ακολουθήσει τη λογική, ακόμα και μέσα στο ίδιο του το μυαλό. Παρουσιάζει πολύ ισχυρή κρίση, οφειλόμενη σε μια έντονη, ψυχική διαταραχή. Εμφανίζοντας παράλληλα μερική απώλεια μνήμης για τις πράξεις του. Το σχετικό ίδρυμα “βρίσκει” τον ίδιο σε μια πτέρυγα απορημένο και τον αγαπημένο, συμπαριστάμενο αδερφό του, Theo να τον επισκέπτεται. Όντας ο μοναδικός ακροατής των φρικτών σκέψεων του Vincent. O Theo ανησυχώντας ιδιαιτέρως, καλεί σε μια επιστολή τον Paul Gauguin να έρθει κοντά τους. Αυτό κάνει καλό στον Vincent, ο οποίος επιστρέφοντας στα κοινωνικά εγκόσμια ξεχωρίζει τον Paul ως μια έμπιστη, ανθρώπινη παρουσία, μαζί με τη Madame Ginoux, την Gaby και τον Theo. Αλλά ο Gaugin αναπόφευκτα ως ζωγράφος υπερέχει και σαν συνομιλητής.

Οι δυό τους μεταδίδουν την έμπνευση εκατέρωθεν, χωρίς πολλές κουβέντες. Όμως εμφανίζουν διαφορετική προσέγγιση στη συγκεκριμένη τέχνη. Ζωγραφίζοντας το ίδιο τοπίο ή την ίδια γυναίκα διακρίνεται η διαφωνία τους. O Paul αποφασίζει να φύγει και οι κρίσεις πανικού του γενικώς μοναχικού, αλλά και παραγκωνισμένου Vincent φτάνουν στο έπακρον! Ο Van Gogh δεν θέλει πια να ακούει τις φωνές μες το μυαλό του, ούτε και την καλλιτεχνική απουσία του Paul.

Η κίτρινη απόχρωση του φωτός είναι πράγματι η κινητήριος δύναμη έμπνευσης του Ολλανδού, μα με έναν εκτυφλωτικό, πυρετώδη, ιλιγγιώδη και ανήκοντα σε μια εικαστικής φιλοξενίας, αισθαντικό λόγο…  

Σκηνοθεσία:

Εναρκτήριο ύφος σκηνοθετικής αφήγησης:

Ξεκινά με ένα πλάνο σε μαύρο φόντο, ενώ ακούγεται μόνο η αφήγηση των σκέψεων του Vincent Van Gohg. “Μιλά” στους θεατές περί μίας επιθυμίας,   γνωριμίας κάποιων εκλεκτών συνομιλητών, πιθανότατα καλλιτεχνών και συγκεκριμένα ταλαντούχων εικαστικών. Έπειτα βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια του. Σε ένα εξοχικό τοπίο πλησιάζει μια γυναίκα. Εμείς εξακολουθούμε να μην τον βλέπουμε, ενώ οδηγούμαστε πιο κοντά στη Γαλλίδα. Της αναφέρει πως εκείνος θέλει να τη ζωγραφίσει.

“Γιατί;” ρωτά η επιφυλακτική κυρία. Το μέσο (κάμερα) απομακρύνεται τώρα προς τα πίσω, σαν να εκφράζει μια δυσαρέσκεια από το ζωγράφο. Ακολουθεί ο τίτλος της ταινίας με μεγάλα, άσπρα γράμματα σε ένα μαύρο φόντο. Μετά τις αυστηρές εκτιμήσεις πινάκων σε ένα είδος καφετέριας, ο Vincent συζητά χαμηλοφώνως με τον αδερφό του Theo, σε έναν άλλο χώρο υπό το φως των κεριών. Σε αυτό το ταβερνείο έχουν συγκεντρωθεί διάφοροι εικαστικοί, προσπαθώντας να θεσπίσουν κάποιους κανόνες σωματείων και κατατάξεων.

Ένας μόνο καλλιτέχνης αντιδρά, λέγοντας στον ομιλητή των συγκεκριμένων απόψεων “δηλαδή μιλάς για ιεραρχία!” και αποχωρώντας με θυμό από την έκπληκτη, υψηλής αισθητικής, ομήγυρη. Μόνο ένας εικαστικός προσπαθεί να του δείξει πως έγινε παρεξήγηση, αποκαλώντας τον με το μικρό του όνομα, “Paul!” Εντυπωσιασμένος ο Vincent τον ακολουθεί εκτός ταβέρνας στο λιγοστό φως της ημέρας, μιλώντας μαζί του.

Είναι ο Paul Gauguin. Συστήνονται και ο Γάλλος ζωγράφος τονίζει, ότι ένας πίνακας του Van Gohg του άρεσε. Ο Ολλανδός επικοινωνεί καλλιτεχνικά πολύ γρήγορα με τον Paul, συζητώντας περί ελευθεριών και καινούργιων απόψεων στη ζωγραφική, με την υιοθέτηση μιας καινοτόμου θεματικής, χρησιμοποιώντας την πανίσχυρη ένταση του φωτός και των χρωματισμών του. Ο Gauguin τον  συμβουλεύει να ταξιδέψει νότια.

Το επόμενο πλάνο καταγράφει το παράθυρο ενός δωματίου. Οι θεατές παρακολουθούν από τον εσωτερικό χώρο προς τα έξω ένα μουντό, ομιχλώδες τοπίο, όπου μπροστά στο παράθυρο χτυπά το τζάμι ένα κλαδί με το κουκουνάρι του. Ορμώμενο από το δυνατό αέρα. Το φτωχικό δωμάτιο του Vincent είναι μικρό, έρημο και ανήλιαγο. Ο φακός ταυτίζεται με την καλλιτεχνική και φτωχική του ζάλη. Τώρα η λήψη γίνεται ένα με τα υποδήματά του, που ο ίδιος πλέον αφαιρεί. Οι τρύπιες κάλτσες στο υποτονικής θέρμανσης δωμάτιο δεν τον πτοούν, καθώς γρήγορα στρέφεται στο καβαλέτο. Ζωγραφίζει τη θέση των υποδημάτων με τα ελεύθερα κορδόνια, αλλά σε φωτεινά, εκτυφλωτικής ζωντάνιας χρώματα, παρόλο που τα τελευταία δεν υφίστανται στο χώρο…

Γενικά, στο έργο θα παρακολουθήσουμε την ιδιοσυγκρασία του Vincent Van Gohg τη συγκεκριμένη εποχή των τελευταίων του χρόνων, όπου από το Παρίσι οδηγήθηκε στις γαλλικές επαρχίες Arles και Auver-sur-Oise. Προκειμένου να αντλήσει την έμπνευσή του από διάφορες τοποθεσίες, επειδή παρουσιαζόταν  ιδιαίτερη ηλιοφάνεια σε συνδυασμό με την έξαρση της φύσης στις συγκεκριμένες περιοχές. Ωστόσο, εκεί παρέμεινε επίσης, εξαιτίας του αρχικώς διάφωνου και εν συνεχεία επιλεγμένου εγκλεισμού του σε ψυχιατρικής μορφής ιδρύματα, λόγω έντονων κρίσεων πανικού.

Πιο συγκεκριμένα, ο Vincent διαμένοντας στην Arles, όταν γίνει η πρωινή σύγκρουση με τα παιδιά και τη δασκάλα, θα πυροδοτήσει έναν εκνευρισμό, ο οποίος αργότερα το ίδιο βράδυ καταλήγει σε μια παράξενη συμπεριφορά. O πρώτος εγκλεισμός τότε είναι γεγονός. Μόλις διαφωνήσει με τον Gauguin εικαστικώς, θα οδηγηθεί πάλι σε ψυχιατρικό ίδρυμα.

Από εκεί αποδρά προσωρινά και πλησιάζοντας τη γυναίκα της εισαγωγής, η οποία δεν κατανοεί τις οδηγίες του ώστε να τη ζωγραφίσει σωστά, την παρενοχλεί και όντας εκτός ελέγχου ξανά, εισέρχεται σε άσυλο. Μετά αμφισβητεί ο ίδιος τους πίνακές του, καταλήγοντας σε θεραπευτική κατοικία. Ουσιαστικά κάθε εγκλεισμός σε ψυχιατρικό ίδρυμα ή οικειοθελής εγκατάσταση σε θεραπευτική κατοικία, σχετίζεται με μια αρνητική εξέλιξη στην τέχνη του.

Η οπτική γωνία στο έργο είναι ξεκάθαρα μέσα από τη ματιά του ταλαντούχου ζωγράφου. Αυτό φαίνεται από συγκεκριμένες στιγμές αλληλεπίδρασης πρωταγωνιστικού χαρακτήρα και φακού:

Α) Από τη γενική, σκηνοθετική ενασχόληση με τον κοκκινομάλλη ζωγράφο, σε ανθρώπινο και καλλιτεχνικό επίπεδο.

Β) Από τις λήψεις του μέσου (κάμερα), όπου σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο με το οποίο ο μυστηριώδης εικαστικός συναναστρέφεται, ακολουθούν κοντινά πλάνα σαν ο φακός να κοιτάζει μέσα από την οντότητα του εγκεφάλου του Vincent Van Gohg (εξαίρεση αποτελεί η καταγραφή χωρίς την παρουσία του, στη μόνη, καλή κριτική για τους πίνακές του. Μόλις ο ίδιος βρίσκεται για δεύτερη φορά σε άσυλο).

Γ) Από την πραγματικά πρωτότυπη καταγραφή της ιδιαίτερα καλλιτεχνικής, πυρετώδους ματιάς του ταλαντούχου, λάτρη του φωτός. Μέσω της οπτικής διάχυσης αυτής της εκτυφλωτικής, κοσμικής, κίτρινης, ανίκητης απόχρωσης!

Ο πρωτοπόρος ζωγράφος λοιπόν:

-Συναντά τον Paul Gauguin στο Παρίσι, μοιράζεται μαζί του την καινοτόμο, εικαστική ιδέα που είχε και οι δρόμοι τους χωρίζουν.

-Κατευθύνεται νότια, επιλέγοντας τοπία σε σχέση με τη διάρκεια και ένταση του φωτός επάνω τους, ώστε να διαφυλάξει την ομορφιά αυτών μέσα στην τέχνη του. Γνωρίζοντας παράλληλα στην Arles τις Madame Ginoux και Gaby.

-Περνά κάποιο χρονικό διάστημα σε ψυχιατρικό ίδρυμα παρά τη θέλησή του, με μοναδικό επισκέπτη και προστάτη τον αδερφό του Theo.

-Ελεύθερος και πάλι συναντά ξανά τον Gauguin πλέον όμως στην Arles, όπου εκεί ο Vincent εμμένει στις καλλιτεχνικές απόψεις του περί αποχρώσεων και έντασης του φωτός. Επιπροσθέτως, εισαγάγει τις λίγες και γρήγορες πινελιές.  Ο Γάλλος λόγω των δύο διαφορετικών, δυνατών ιδιοσυγκρασιών φεύγει.

– Ο Ολλανδός κόβοντας το αριστερό του αυτί, συμφωνεί τώρα να εγκλειστεί  σε ίδρυμα. Από το οποίο το σκάει προσωρινά, κάνοντας πράξεις που εν μέρει δεν θυμάται.

– Επιστρέφει στην κατοικία του Theo στο Παρίσι, αμφισβητώντας ο ίδιος τους πίνακές του. Καταλήγοντας σε μια πιο ειρηνική, θεραπευτική κατοικία υπό την επίβλεψη ενός προσωπικού γιατρού. Όντας τελείως ελεύθερος να ζωγραφίζει, μέχρι…

Μας δίνουν ένα σημαντικό σκηνοθετικό στίγμα δύο παύσεις στο έργο μέσα σε μαύρο φόντο. Την πρώτη με τον τρόπο που ξεκινά το έργο, δεν την κατανοούμε αμέσως, πως φέρει τέτοιο χαρακτήρα. Όμως με τη δεύτερη, η οποία συμβαίνει μετά τη γνωριμία του ζωγράφου με τη Madame Ginoux, τον άντρα της και τη Gaby, κάνοντας μια ατομική περιπλάνηση σε μια τοποθεσία της Arles, εύκολα κάνουμε τη σύνδεση.

Και στις δύο υπάρχει αφήγηση από το ζωγράφο. Στην πρώτη ο Vincent μιλά για κάποιους, εκλεκτούς ανθρώπους που επιθυμεί να γνωρίσει. Κατανοούμε, ότι αναφέρεται σε εικαστικούς. Στη δεύτερη παύση επισημαίνει, ότι κοιτάζοντας ένα άδειο τοπίο, βλέπει μόνο την αιωνιότητα. Και ότι χωρίς το νου, δεν υφίσταται ύπαρξη.

Πλέον δηλαδή, αναφέρεται στην απογείωση της διαδικασίας της έμπνευσης, αντιλαμβανόμενος ότι εκείνη είναι ό,τι πιο σημαντικό στις τέχνες. Συν τοις άλλοις, γνωρίζοντας στην Arles τους τρεις μοναδικούς κατοίκους, που θέλει να μιλά εκεί, έχει αναθεωρήσει περί εκτιμήσεων στις προσδοκίες γνωριμιών με καλλιτέχνες. Η δεύτερη παύση δηλαδή αποτελεί μια συνειδητοποίηση ενός σημείου ωριμότητας, ερχόμενη σε ένα συγκεκριμένο διάστημα της ζωής του, λόγω εμπειριών. Για αυτό το λόγο θεωρείται αντίστοιχο διάστημα και η πρώτη παύση. Όπου εκεί βάσει προηγούμενων εμπειριών, που δεν θα δούμε, αλλά υπονοούνται στην ταινία, αντιλαμβανόμαστε, πως ο ίδιος υπήρξε τότε πιο ανώριμος καλλιτεχνικά και συναισθηματικά.

Θα παρακολουθήσουμε τον χαρακτήρα να σχηματίζει τις πρώτες βασικές γραμμές στα λευκά φόντα του αρκετές φορές. Στον πίνακα των υποδημάτων θα δούμε την εξέλιξη αυτού. Οι Van Gogh/Gauguin θα ζωγραφίσουν το ίδιο τοπίο και γυναίκα, μα με τελείως άλλο τρόπο! Θα υπάρξουν εικαστικές αναπαραστάσεις διάσημων έργων του αληθινού ζωγράφου στο φιλμ. Σε ένα μουσείο της φαντασίας του ο Vincent θα αναγνωρίσει καλλιτεχνικά μεταξύ άλλων, τους ζωγράφους Paolo Veroneze και Eugene Delacroix, ενώ παρακολουθούμε έργα τους.  

Ερμηνείες:

Willem Dafoe: Στο ρόλο του μοναχικού ζωγράφου, με την ιδιαίτερη αισθητική του εκτυφλωτικού φωτός, Vincent Van Gogh.

Αρχικώς αναφέρουμε, ότι ο ηθοποιός ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις μιας ολοκληρωμένης υποκριτικής. Αφήγηση μόνο με φωνητική ερμηνεία, συνομιλία χωρίς να βλέπουμε τη μορφή του, συμμετοχή σε στιχομυθίες, λήψη σε εκείνον ενώ έχει έκφραση έμπνευσης ή αναζήτηση αυτής, ερμηνεία ανθρώπινης, ξεχωριστής χαλάρωσης, δραματική έκφραση ενόσω η κάμερα κάνει πολύ κοντινά πλάνα σε αυτόν, ανταπόκριση σε λήψη που μοιάζει με κατάθεση απόψεων στο σκηνοθετικό μέσο (ενώ συνομιλεί με άλλο πρόσωπο) κ.α.

Ξεκινά με μια επιβλητική αφήγηση. Ακούμε μόνο τη φωνή του στο μαύρο φόντο, η οποία χωρίς να ανεβάσει την ένταση κυριαρχεί, έχοντας μια χροιά παραπόνου, σε μια επιθυμία που εκφράζει περί ενδεχόμενης γνωριμίας καλλιτεχνών. Έπειτα χωρίς να διακρίνουμε τη μορφή του χαρακτήρα, παρατηρούμε, ότι αυτός πλησιάζει μια γυναίκα στην εξοχή (στην εισαγωγή του έργου). Μοιάζει ηχητικά απογοητευμένος από το φόβο εκείνης. Γνωρίζοντας τον Paul Gauguin ερμηνεύει όμορφα τη σημασία της στιγμής, όπου του εκμυστηρεύεται την προσωπική ιδέα του για τη ζωγραφική.

Έχει κατορθώσει να μας μεταδώσει την προσπάθεια αναζήτησης και εν συνεχεία την αποκτηθείσα έμπνευση κατά τις μεγάλες πεζοπορίες στα επιλεγμένα τοπία, του ταξιδιού του. Στο ταβερνείο της Madame Ginoux εκφράζει ταυτόχρονα ένα ντροπαλό στοιχείο, μια πιθανή, ενοχική έλξη και μια πρώτη έμπνευση για τον πίνακα της Γυναίκας από την Arles.   

Στη δεύτερη του αφήγηση με όμοιο φόντο ακούγεται πιο εμπνευσμένος και ήρεμος. Λίγο μετά, μια απόχρωση των ηλιαχτίδων σχηματίζεται επάνω στο πρόσωπό του και ο ηθοποιός ερμηνεύει μια μικρή, σπάνια στιγμή ευτυχίας. Ο απότομος θυμός σε μαθητές και δασκάλα είναι ρεαλιστικός και ταυτοχρόνως μέσα σε μια αιτιολόγηση καλλιτεχνικών πλαισίων. Στο ψυχιατρικό ίδρυμα μιλώντας με τον επισκέπτη αδερφό του, Theo, αποδίδει την άλλη, σκοτεινή πλευρά του Vincent.

Βλέπουμε πως ανάλογα με την πορεία της συζήτησης μετατίθεται με μικρά, ορθά βήματα και η ερμηνεία του. Στην εξομολόγηση των φρικτών σκέψεων και κρίσεων πανικού η λήψη είναι πολύ κοντά, στο πρόσωπο του ηθοποιού, που είναι ολοκληρωτικά μέσα στο ρόλο. Επιλέγει τελικά να ζωγραφίσει τη Madame Ginoux και αισθάνεται ένα δισταγμό, επειδή αυτό ίσως να ενοχλήσει τον Gaugin. Ο οποίος ήδη είχε ξεκινήσει να ασχολείται με τη μορφή της. Υπερασπίζεται τους εικαστικούς της εποχής, που ο Paul αμφισβητεί.

Ξεχωρίζει η καταπληκτική αναπαράσταση κρίσεων πανικού, μόλις πνίγεται από τη διάφωνη συνομιλία με τον Paul! Επειδή πάρα πολύ σωστά δεν είναι υπερβολική και εκφράζεται σαν να εκρήγνυται μέσα σε ένα μόνο μυαλό, ενώ στην πραγματικότητα αν και τη βιώνει σε τεράστια διάσταση, δεν είναι κάτι το οποίο θα τον σκοτώσει. Ωστόσο, είναι κάτι ο οποίο τον οδήγησε στον αυτοτραυματισμό. Μιλώντας στο γιατρό δείχνει τρομακτικά ήρεμος, σαν να έπραξε σωστά κατά τον ίδιο, έχοντας κόψει το αυτί του. Η ήρεμη στάση συνεχίζεται με την απόδραση από το άσυλο, μέχρι την απρόβλεπτη παρενόχληση της γυναίκας, που είδαμε στην εισαγωγή. Υπερασπίζεται την τέχνη του μέσα σε μια αβέβαιη, ψυχική κατάσταση, συνομιλώντας με τον ιερέα.  Ασυζητητί, είναι μια πάρα πολύ καλή, συνολική ερμηνεία!

Oscar Isaac/Rupert Friend/Mads Mikkelsen: Υποδυόμενοι τους Paul Gauguin, Theo Van Gohg και ιερέα επίβλεψης των τροφίμων του ασύλου, αντίστοιχα.

Διακρίνεται γρήγορα, εκφράζοντας την αντίθεσή του περί ιεραρχίας μεταξύ εικαστικών, μέσα σε μια καλλιτεχνική συγκέντρωση. Μιλώντας με τον Vincent δείχνει, ότι τον ξεχωρίζει με σεβασμό σε σχέση με τους υπολοίπους αμέσως, αλλά παρουσιάζει παράλληλα και μια αποστασιοποίηση. Επισκέπτεται τον Vincent στην Arles και φλερτάρει με τόλμη τη Madame Ginoux. Ο ηθοποιός αποδίδει σωστά μια διακριτική δυσαρέσκεια από τον Paul, μόλις ο Van Gohg ζωγραφίζει ταυτόχρονα τη Madame Ginoux. Αμφισβητεί σπουδαίους ζωγράφους της εποχής του εκφράζοντας μια σταθερή γνώμη.

Οι υποδείξεις του Γάλλου ζωγράφου εν συνεχεία αποδίδουν την καλή πρόθεση, τη διαφωνία, μα και μια ένδειξη ανταγωνισμού εξαιτίας της ταχύτητας και της προσωπικής τεχνικής του Vincent. Ανακοινώνει στον Ολλανδό ότι θα φύγει, μεταδίδοντας ορθά με την εσωστρέφεια του Gauguin, πως είναι δύσκολο να συνυπάρξουν οι γόνιμες, δυνατές τους, καλλιτεχνικές ιδιοσυγκρασίες στον ίδιο χώρο. Μετά τους τίτλους τέλους ακούγεται η φωνή του σε ένα προσωπικό σημείωμα του αληθινού Paul Gauguin. Η φωνητική ερμηνεία έχει δώσει το κάτι παραπάνω!

Στο ρόλο του Theo Van Gogh ο ηθοποιός τραβά την προσοχή μας με την επίσκεψη του στο πρώτο, ψυχιατρικό ίδρυμα. Η συμπόνοια στον ασθενή, προβληματισμένο αδερφό είναι αισθητή. Ο ερμηνευτής νιώθει οικειότητα απέναντί του, σαν να ήταν πράγματι αδερφός εκείνου. Μόλις ο Vincent δεν τον βλέπει, ο ηθοποιός μεταφέρει στην κάμερα τη μεγάλη ανησυχία του Theo με ένα εκφραστικό βλέμμα! Ακούμε μια σωστά προσηλωμένη στα συναισθήματά του φωνητική ερμηνεία, κατά την επιστολή στον Paul Gauguin, ώστε να τους επισκεφτεί στην Arles.

Η αμφισβήτηση από το συγκεκριμένο ιερέα είναι όμορφα αναπαραστημένη! Πράγματι ο έμπειρος, διακεκριμένος ηθοποιός μας δίνει την εντύπωση ενός οπισθοδρομικού ανθρώπου. Δεν μπορεί να κατανοήσει το ρόλο των τεχνών, της ζωγραφικής και πιο ειδικά της διάνοιας του σπουδαίου έργου του Vincent Van Gohg. Ο μικρός, αυξανόμενος θυμός του ιερέα σε σχέση με την πορεία της συζήτησης, απευθύνοντας το λόγο στο Vincent, σαν να έχει κάποιον φαντασιόπληκτο ζωγράφο μπροστά του, είναι εκπληκτικός! Εμφανίζει μια διαρκή ψυχρότητα απέναντί του, την οποία αισθάνονται οι θεατές. Η άγνοια και αχαριστία του ρόλου σε σχέση με την τέχνη, είναι ενδιαφέρουσα, αποκαλώντας δυσάρεστα τα έργα του Ολλανδού, ενώ κρατά ένα ανεκτίμητης αξίας εξ’αυτών.

Emmanuelle Seigner: Στο ρόλο της Madame Ginoux, η οποία υπήρξε το μοντέλο έμπνευσης για τον πίνακα της γυναίκας από την Arles.

Όλοι ως θεατές πολλές φορές ξεχνάμε, πόσο δύσκολο είναι για τους ηθοποιούς να κρατούν μια σταθερή, συγκεκριμένη έκφραση στο φακό, υπό τις οδηγίες ενός σκηνοθέτη σε ένα ή περισσότερα διαρκή, κοντινά πλάνα. Στο ταβερνείο ως Madame Ginoux η ερμηνεύτρια είχε το απαιτητικό, υποκριτικό καθήκον να προσδιορίσει στην κάμερα σωστά τρεις συναισθηματικούς κόσμους. Ο πρώτος είναι ο δικός της σαν μια γυναίκα, που γοητεύτηκε από τον Vincent, κοιτάζοντάς τον ως άνθρωπο και ζωγράφο. Ο δεύτερος είναι η απήχηση της έκφρασης του προσώπου της, προκαλώντας πολλά, αντικρουόμενα συναισθήματα στο ζωγράφο, ώστε πολύ αργότερα εκείνος να καταλάβει, ότι θέλει να τη ζωγραφίσει.

Και ο τρίτος είναι η αναγνώριση από τους θεατές, που ήδη ήξεραν πριν δουν την ταινία για το συγκεκριμένο πίνακα (Η Αρλεζιάνα), για την αιτία της πρώιμης έμπνευσης του σπουδαίου ζωγράφου. Η επιθυμία της να γίνει θελκτική, γοητεύοντας τον ιδιόρρυθμο εικαστικό παρουσιάζεται όμορφα. Αργότερα, μόλις τη ζωγραφίσουν και οι δυό τους εκείνη αισθάνεται μια μικρή ντροπή. Έτσι με ταπεινότητα αποχωρεί.

Επιτυχής ή ανεπιτυχής η απόδοση σεναρίου, σκηνοθεσίας και ερμηνειών:

Το σενάριο αφορά τα τελευταία χρόνια του σπουδαίου εικαστικού Vincent Van Gohg. Ζώντας στη γαλλική επαρχία των περιοχών Arles και Auver-sur-Oise. Οι γλώσσες που χρησιμοποιήθηκαν είναι τα Αγγλικά και Γαλλικά. Γράφτηκε από τους Jean-Claude Carriere, Julian Schnabel και Louise Kugelberg. O Julian Schnabel ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης επισήμανε, ότι αυτό είναι ένα φιλμ με θέμα τη ζωγραφική, έναν εικαστικό και τη μεταξύ τους σχέση με την αιωνιότητα. Δεν είναι η αληθινή ιστορία, μα η δική του εκδοχή. Έχει ειπωθεί αποκλειστικά από την πλευρά ενός ζωγράφου, περιλαμβάνοντας αυτά που ένιωσε ο Julian Schnabel, ότι υπήρξαν ουσιώδη στην τότε ζωή του Vincent Van Gogh. Αναφέρει επίσης, ότι μέσα από τη δική του ιστορία, ελπίζει να φέρει πιο κοντά την οντότητα και τέχνη του εν λόγω ζωγράφου στις ζωές των θεατών.

Στο συγκεκριμένο σενάριο λοιπόν εμπεριέχονται πολύ σημαντικά, αληθινά, ιστορικά πρόσωπα στη ζωή του μεγάλου εικαστικού όπως: ο Paul Gauguin, ο Theo Van Gogh, η Madame Ginoux και ο Dr. Paul  Gauchet. Δηλαδή: Ένας σεβαστός, ταλαντούχος ζωγράφος και έμπιστος φίλος. Ο αγαπημένος του αδερφός, που είχε ακλόνητη εμπιστοσύνη στην εικαστική αξία των έργων του Vincent. Η κυρία, η οποία του έδωσε την έμπνευση για τον πίνακα Η γυναίκα από την Arles. Και ο γιατρός που ανέλαβε τη θεραπεία του στην Auver-sur-Oise, τις δύο τελευταίες εβδομάδες πριν ο Ολλανδός φύγει από τη ζωή.
Επιπλέον, έχουν γίνει πολύ καλές προσθήκες χαρακτήρων, όπως της καμαριέρας/καθαρίστριας Gaby, του αγνώμονος, απορημένου ιερέα που κράτα έναν ανεκτίμητης αξίας πίνακά του Vincent, του εκκεντρικού τρόφιμου στο άσυλο και του γιατρού Felix Ray, ο οποίος άκουσε την εξήγηση για το κομμένο αυτί. Επίσης, ο χαρακτήρας της γυναίκας στην εξοχή.

Παρουσιάστηκε μια ουσιώδης προσέγγιση, για έναν πιθανό τρόπο σκέψης του ζωγράφου σε σχέση με το ταλέντο του, μα και την ανίκητη, συντροφική του ψυχική διαταραχή. Οι στιχομυθίες μοιάζουν να ανταποκρίνονται πιστά στα συγκεκριμένα προφίλ. Εύστοχα εμφανίζεται η αμηχανία του πρωταγωνιστικού ρόλου, όταν προσπαθεί να επικοινωνήσει καλύτερα, χρησιμοποιώντας τα γαλλικά. Το θρησκευτικό παρελθόν του αληθινού Van Gohg αναφέρεται, ομοίως και η διαφοροποίηση του από τους υπόλοιπους ιμπρεσιονιστές. Είναι σωστά δομημένο το σενάριο.

Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Julian Schnabel. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η  άποψη, ότι ο καλλιτέχνης έβλεπε αυτές τις φωτεινές, εκτυφλωτικές αποχρώσεις ακόμα και εκεί που δεν υπήρχαν. Η πρώτη ζωγραφιά των υποδημάτων στο ανήλιαγο, καταθλιπτικό  δωμάτιο με την αντιθετική αποτύπωση στον καμβά, αποτελεί ένα παράδειγμα. Η σκηνή με την καταγραφή σε ένα ομιχλώδες τοπίο με αμέτρητης έκτασης, νεκρά ηλιοτρόπια, είναι η ξεκάθαρη υποστήριξη αυτής της πρωτότυπης, σκηνοθετικής ματιάς!

Οι απέραντες εκτάσεις είτε μόλις έδυε ο ήλιος είτε στις στιγμές της μεγαλύτερης δράσης του, απασχολούν το σκηνοθέτη κατά τις πεζοπορίες του ήρωά του. Οι συναναστροφές του ήρωα συνοδεύονται από τη λήψη σε πρώτο πλάνο ακόμη και όταν ο σχιζοφρενής, που ισχυριζόταν ότι υπήρξε λοχίας, του μιλά. Παρόλο που τότε, η φυσική παρουσία του Vincent βρίσκεται στο πλάι με παγιδευμένο το σώμα του, οι θεατές θα δουν την αμεσότητα της συνομιλίας, με μια λήψη πάνω από το κεφάλι του ασπρομάλλη με το σημαδεμένο από πολλά τατουάζ πρόσωπο.

Αν και ο Vincent Van Gogh χρησιμοποιούσε διάφορα χρώματα, μεταξύ αυτών και το κίτρινο, ο σκηνοθέτης φαντάστηκε ως κυρίαρχη ύπαρξη στο σύμπαν του αποκλειστικά το συγκεκριμένο. Είναι παντού, οριοθετώντας τη διαφορετική, ιδιαίτερη παρουσία του ζωγράφου με δύο διαφορετικούς οπτικούς τρόπους. Α) Διαμέσου της φωτεινότητας ή Β) Μέσω μιας κυρίαρχης, διάχυτης κίτρινης απόχρωσης. Στο πρώτο ψυχιατρικό ίδρυμα όλα είναι μουντά, εκτός από το φωτεινό παράθυρο πάνω από το προσκέφαλο του Vincent. Αντιθέτως, μέσα σε μια εκκλησία συνομιλώντας με τον Paul Gauguin, αναρωτιόμαστε πως γίνεται να φαίνεται αυτό το ισχυρής έντασης, κίτρινο χρώμα.

Αλλά αποτελεί τη μοναδική ματιά του ζωγράφου ακόμη και στα πιο σκοτεινά μέρη. Μετά ο Ολλανδός βγαίνει έξω, ενώ ο ήλιος έχει σχεδόν εξαφανιστεί και ο Vincent τυφλώνεται, καθώς ξεκινά μια έντονη κρίση, συνδεδεμένη με την ανακοίνωση φυγής του Gauguin. Έχοντας αποδράσει από το δεύτερο άσυλο, περιφέρεται έξω από την Arles, με αυτή την πανίσχυρη χρωματική, κίτρινη κοσμική καταιγίδα να τον έχει καταβάλλει. Στη διεύθυνση φωτογραφίας είναι ο διακεκριμένος Benoit Delhomme (Η Θεωρεία των πάντων. 2014 κ.α.).

Είναι εκπληκτική η συσχέτιση δύο σκηνών μεταξύ διαύγειας(1η)/κρίσης(2η) και αδιαφορίας(1η)/έμπνευσης(2η), μόλις συναντά τη γυναίκα της εξοχής και ο Vincent απομακρύνεται ή παρεκτρέπεται αντίστοιχα, τις δύο φορές που περιγράφει τη συνάντησή τους ο φακός. Οι αντίθετες εκδοχές εμφανίζονται, επειδή λόγω των κρίσεων, ο ζωγράφος δεν θυμάται ποια όντως συνέβη. Όμως σύμφωνα με το έργο η δεύτερη αφορά την αλήθεια, με φόντο την πυρετώδη, κίτρινη απόχρωση. Τελικά υπάρχει και μια τρίτη οπτική, σκηνοθετική έκφραση. Γ) Εκφράζοντας ένα τμηματικό κράμα μεταξύ φωτεινότητας και κίτρινης λάμψης. Αυτό παρατηρείται, ενώ ο Van Gogh έχει  δεχτεί τον πυροβολισμό, παραμένοντας στο κρεβάτι, του οποίου τα σκεπάσματα φέρουν αυτή την απόχρωση.

Τέλος αναφέρουμε, ότι δεν θα ασχοληθεί ποτέ η κάμερα με την έξαρση της ψυχασθένειας του Vincent, κόβοντας το αριστερό του αυτί! Επίσης, δεν θα γίνει κάποιο κοντινό πλάνο μετά, στην τραυματισμένη περιοχή. Ο πραγματικός, σπουδαίος εικαστικός έχει ζωγραφίσει κάποια πορτρέτα του, έχοντας τον επίδεσμο στο δεξί του αυτί. Εξυπακούεται, ότι αυτό συνέβη λόγω καθρεπτισμού. Άρα σωστά έχει αποδοθεί η αριστερή πλευρά στην ταινία. Εύστοχη, σκηνοθετικά η σύνδεση με κάτι πολύτιμο, ως απεσταλμένο στην Madame Ginoux. Μια αναγραφή γεγονότων για τα τελευταία έργα του Vincent και την εξήγηση του πυροβολισμού εκφράζεται. Μετά τους τίτλους τέλους, ακολουθεί η αφήγηση ενός ποιητικού σημειώματος του Paul Gauguin σε κίτρινο φόντο.

Στις ομαδικές ερμηνείες, διακρίνεται η αναπαράσταση της συγκέντρωσης των καλλιτεχνών στο Παρίσι, είτε στην αρχή είτε αργότερα διαβάζοντας την πρώτη, καλή κριτική για το Vincent. Βεβαίως, η στιγμή της αγκαλιάς των αδερφών Van Gohg στο πρώτο ψυχιατρικό ίδρυμα, όπου συνομιλούν για αρκετή ώρα ξαπλωμένοι στο κρεβάτι της πτέρυγας του Vincent, είναι άψογη. Έχουν αποστηθίσει ατάκες, δίνοντας υποκριτικά χώρο εναλλάξ και εκφράζοντας πολύ σωστά δύο διαφορετικούς κόσμους.

Vincent και Theo. Ταλαντούχος εικαστικός με ψυχασθένεια και εχέφρων επιτυχημένος έμπορος τεχνών, αντιστοίχως. Στην ψυχιατρική πτέρυγα της εκκλησίας οι τρόφιμοι κινούνται με παραστατικό τρόπο κυκλικά στον προαύλιο χώρο. Οι ατομικές ερμηνείες που προαναφέραμε αλλά και κάποιες σε δεύτερους ρόλους (βλ. επόμενη κατηγορία) έδωσαν τον ιδανικό τρόπο σύνδεσης μεταξύ σεναρίου και σκηνοθεσίας, καθώς και πνοή στην ενσάρκωση των ρόλων.

Συνεπώς αποδεικνύεται ως επιτυχής η απόδοση σεναρίου, σκηνοθεσίας και ερμηνειών.

Επιλογή Casting/Σχεδιασμός Κοστουμιών/Σκηνογραφία:

Υπεύθυνος ήταν ο σκηνοθέτης Julian Schnabel. Φαίνεται ότι αρκετοί θεατές δυσκολεύονται να κατανοήσουν τι ακριβώς σημαίνει καλλιτεχνική έκφραση! Ακούστηκαν λοιπόν παράπονα για τη διαφορά ηλικίας μεταξύ αληθινού Vincent Van Gogh και του ηθοποιού πρωταγωνιστή Willem Dafoe. Καθότι ο ζωγράφος εκείνες τις τελευταίες του ημέρες, ήταν 37 ετών. Ενώ ο ηθοποιός είναι 63 χρόνων. Αρχικώς αναφέρουμε το αυτονόητο. Δηλαδή ότι το έτος 1890 οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν περισσότερες αντιξοότητες διαβίωσης και επιπλέον πως ο μέσος όρος ζωής ήταν μικρότερος, από ότι σήμερα. Επίσης, ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης αντιμετώπιζε ψυχασθένεια και απίστευτη φτώχεια στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, με συνέπεια η εμφάνισή του να δείχνει πραγματικά ταλαιπωρημένη.

Ο σκηνοθέτης υπερασπίστηκε τον πρωταγωνιστή του λέγοντας ότι ο Willem Dafoe είναι σε πολύ καλή κατάσταση, ενώ ο αληθινός  ζωγράφος είχε καταβεβλημένη όψη. Άρα αποκαθίσταται η ισορροπία. Κατά τη γνώμη του δεν υπήρχε καταλληλότερος στο συγκεκριμένο ρόλο. Εξάλλου όπως επισημαίνει και ο ίδιος ο πρωταγωνιστής είναι συμβολική αυτή η αναπαράσταση!!! Και όποιος δεν το κατάλαβε, μάλλον δεν έχει κατανοήσει καθόλου το εγχείρημα του σκηνοθέτη.

Προσωπικά, συμφωνώ και επαυξάνω! Κυρίως η επιλογή του πρωταγωνιστή λοιπόν σε συνδυασμό με ρόλους που προαναφέραμε στην κατηγορία των ερμηνειών, αλλά και οι εκπληκτικές προσθήκες χαρακτήρων όπως ο πολύ καλός Niels Arestrup (ενσαρκώνοντας τον τρόφιμο ψυχιατρείου, που παρίστανε τον έμπειρο στρατιωτικό), ο αγνώριστος Mathieu Amalric (Dr. Paul Gauchet) ή η εκφραστική Lolita Chammah (κορίτσι της εξοχής), αποδεικνύουν, πως επελέγη ένα πολύ καλό casting.

Τα κοστούμια σχεδίασε η Karen Muller Serreau. Αρκεί να δει κανείς τις αναπαραστημένες φτωχικά (τρύπιες κάλτσες ή παλιότερα παντελόνια), μα και τις πιο βελτιωμένες ποιοτικά, ενδυμασίες του Vincent Van Gogh. Με το μπλε ανοικτό, ωραίο παλτό ή τα άνετα καπέλα πεζοπορίας του. Ήταν όμορφη η αντίθεση των ρούχων του Paul Gauguin. Με σκοτεινό μπλε σακάκι και παντελόνι και από μέσα ένα κόκκινου, έντονου χρώματος, ύφασμα. Πειστική η στολή του ιερέα και η “ενδυματολογική περίσφιξη” των ψυχασθενών.

Σκηνογράφος ήταν η Cecile Vatelot. Οι χώροι συγκέντρωσης των καλλιτεχνών σε καφετέριες της εποχής ή ταβερνεία στο Παρίσι. Η διακόσμηση στο φτωχικό δωμάτιο του Vincent ή στο καπηλειό της Arles, καθώς και τα ψυχιατρικά ιδρύματα (ιδίως το δεύτερο με την αίθουσα εγκλωβισμού μέχρι το κεφάλι), αναδεικνύουν τη δουλειά της υπεύθυνης.

Μουσική/Ηχητική Υπόκρουση:

Τη μουσική έγραψε η Tatiana Lisovkaia. Μετά τη σκηνή των νεκρών ηλιοτροπίων ο Vincent βαδίζει σε μια τοποθεσία, βρίσκοντας τελικά τα χρώματα της αρεσκείας του. Περιμένει όμως να δύσει ο ήλιος. Τότε ακούμε το πιάνο να συνοδεύει την εμπνευσμένη γαλήνη του, ενώ ξεκινά να σκοτεινιάζει. Βρίσκοντας δωμάτιο στην Arles νιώθει πιο σίγουρος για τις περιπλανήσεις του στην περιοχή, που πλέον περιλαμβάνουν και αναρρίχηση. Πιάνο μαζί με τσέλο συντροφεύουν τη μοναχικότητα των ολοκληρωμένων ιδεών του, καθώς εκείνος αναπαριστά εικαστικώς, από ψηλά τα τοπία πλέον. Ακολουθεί μια μουσική παύση για τα λεγόμενα της αφήγησης σε μαύρο φόντο. Στο ηλιόλουστο τοπίο επανέρχεται η μουσική. Οι συγκεντρωμένοι πίνακές του σε μια διαφορετικού τύπου τελετή κάνουν αναπόφευκτα τις νότες του πιάνο, να ξαναεκφραστούν. Η μουσική εφάπτεται όμορφα με την αισθητική του έργου, αναδεικνύοντας κυρίως τις θετικές στιγμές του σπουδαίου εικαστικού.

Η ηχητική υπόκρουση μας απασχολεί ιδιαίτερα κυρίως στις κοινωνικές, απροσάρμοστες στιγμές και έντονες κρίσεις πανικού, που ο Van Gohg αντιμετώπιζε. Οι μαθητές αγγίζουν τον πίνακα με τις ρίζες των δέντρων πριν ολοκληρωθεί και στεγνώσουν οι μπογιές. Ακούγεται το απότομο και βέβηλο άγγιγμα στα αυτιά του Vincent και εμείς παρατηρούμε ηχητικά τα υλικά ζωγραφικής, τα οποία ρίχνει κάτω, ενώ τους διώχνει. Το βράδυ έρχεται ένας παράξενος, θορυβώδης διαπληκτισμός ενός βίαιου συνονθυλεύματος επάνω στο ζωγράφο. Σε ένα άλλο δειλινό ο Paul Gauguin ανακοινώνει την αποχώρησή του από τη γαλλική επαρχία και η ψυχασθένεια του Vincent Van Gogh επανέρχεται δριμύτερη.

Ακούμε τις κραυγές του, αλλά πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός πως στο μυαλό εκείνου επαναλαμβάνονται ηχητικά τα λόγια της στιχομυθίας, με χρονική καθυστέρηση. Οι κουβέντες του ασπρομάλλη τρόφιμου με τα τατουάζ στο πρόσωπο, αλλά και το νερό που πέφτει στα κεφάλια των ψυχασθενών, μας μυούν δια της ακοής στη δυστυχή ατμόσφαιρα. Στο Παρίσι μιλώντας με τον Theo, ο Vincent αμφισβητεί τα προσωπικά του έργα και συναντάμε πάλι ακουστικά την ηχώ στα λεγόμενα του, σε άλλο χρονικό διάστημα από ότι αυτά συνέβησαν. Ένας κρίσιμος πυροβολισμός αναγκάζει τον Ολλανδό σε μια προσπάθεια να θυμηθεί, τι πραγματικά συνέβη.

 

“Τα τελευταία εμπνευσμένα έτη ενός ζωγράφου, που κατοικούσε νοητικά στο φωτεινό κάδρο μιας διαταραγμένης ύπαρξης, με απόχρωση κίτρινης, κοσμικής καταιγίδας!”

Μια διανομή από την Odeon

O Eretikos  κριτικός  Γιάννης Κρουσίνσκυ

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X