Ελλάδα

Eretiki Ανάλυση της ταινίας “Ciao Italia.”

Eretiki Ανάλυση της ταινίας “Ciao Italia.”
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Υπόθεση: Βρισκόμαστε στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, όπου η ανάλογη ενημέρωση των δελτίων ειδήσεων στους ταλαίπωρους πολίτες συναντά το βίωμα της ανεργίας εντός των διαμερισμάτων τους. Σε ένα από αυτά, συγκατοικούν οι πέντε Δεσποινίδες Νόνη, Μία, Εύα, Δήμητρα και Έλλη. Αν και όλες κατέχουν γνώσεις σε διάφορους τομείς (π.χ. αγγλική φιλολογία), η παρουσία της ανεργίας φαίνεται, πως βρίσκεται στο φόρτε της και εκδικητικά “καταβροχθίζει” τα πάντα, μην αφήνοντας περιθώρια σε οποιονδήποτε επαγγελματικό κλάδο. Τα πράγματα σκουραίνουν περισσότερο, όταν η μοναδική “σπόνσορας,” Εύα, δεν έχει πια δουλειά. Ακριβώς στη διπλανή πόρτα βρίσκεται η ιδιοκτήτρια, η οποία τους νοικιάζει το σπίτι. Εκείνη δεν είναι μια απλή περίπτωση ανθρώπου…Η ηλικιωμένη Κυρία, πασιφανής, σκληροπυρηνική ιδεολόγος, με τις αγαπημένες της κόκκινες ενδυμασίες, είναι μια παλιά αντάρτισσα, που έχει σαν πρότυπο τον joseph stalin σε ζωγραφισμένο, καμαρωτό πορτρέτο στο σαλόνι της. Μισεί τους τροτσκιστές και ακόμα πιο πολύ τους εθνικοβασιλόφρονες, που υπηρέτησαν παλιότερα σε χωροφυλακές και φέρουν “αδιάκριτη μύτη,” η οποία εξακολουθεί να “επαγρυπνεί” με μορφή μετεμψύχωσης σε άλλα μεταγενέστερα πολιτεύματα! Στον αντίποδα, η ανιψιά της, Ελένη, είναι ένας τελείως διαφορετικός χαρακτήρας και πλήρως αγανακτισμένη με τις “νεανικές γκρίνιες” και τα ακούραστα πείσματα της θείας…

 

Ο Χρυσοβαλάντης ως απόστρατος της παλιάς χωροφυλακής θα μπορούσε πλέον να είναι ένας χαμηλών τόνων άνθρωπος. Έλα όμως, που δεν παύει να παρατηρεί τα πάντα στη γειτονιά, γιατί φέρει μια ανίκητη “προδιάθεση”, λόγω παρελθόντος! Έχει και εκείνος έναν ανιψιό, τον Κανέλλο. Αν και ο ενθουσιώδης συγγενής ακολουθεί τα γνώριμα, επαγγελματικά του χνάρια, ο θείος φέρει μια πικρή απογοήτευση για τον τρόπο αντίληψης του απτόητου ανιψιού. Στη γειτονιά αυτή υπάρχει επίσης ένα ψιλικατζίδικο και μια καφετέρια. Στο ψιλικατζίδικο άρχει ο Μήτσος. Στην καφετέρια ο Λεοπόλδος. Ο πρώτος, γνωρίζει αρκετά για τους κατοίκους της περιοχής. Μέσα στην ρουτίνα του ψιλικατζίδικου αναπτύσσει έναν υπερήφανο έρωτα για την Ελένη, προσκαλώντας την για περισσότερες εξηγήσεις στην ταβέρνα της γειτονιάς. Ο δεύτερος, πηγαίνει και παραλαμβάνει διακριτικά με το αμάξι του τη Μαρία. Η εν λόγω Κυρία μόλις βγήκε από τη φυλακή, διότι είχε ταλέντο ασταμάτητο στην πλαστογραφία. Η Μαρία γνώριζε καλά τον ψιλικατζή και επέλεξε να του κάνει μια επίσκεψη, προκειμένου να δοθούν οι απαραίτητες εξηγήσεις…Κατάδοσης!  Ο Χρυσοβαλάντης θα θυμηθεί στην καφετέρια του Λεοπόλδου την ύποπτη μορφή της Μαρίας τάχιστα και θα την πλησιάσει. Ο Λεοπόλδος αναγκάζεται να κάνει τον βλάκα, σερβίροντας απλώς ουζάκια…

 

Παράλληλα, οι νεαρές πέντε κοπέλες, μεταξύ σοβαρού και αστείου, ξεκινούν να αναφέρουν ως λύση κατά της επικίνδυνης ανεργίας την πιθανότητα επίτευξης μιας μελλοντικής ληστείας τραπέζης. Φυσικά η δαιμόνια Κυρία από το διπλανό διαμέρισμα ακούει τα πάντα και αμέσως, χωρίς καν να προλάβουν να το καταλάβουν τα αποσβολωμένα κορίτσια, τις βάζει με αραχνοΰφαντη πλεκτάνη στο κόλπο, ενορχηστρώνοντας μεθοδικότατα τη ληστεία. Ο Χρυσοβαλάντης είχε άσχημο παρελθόν με αυτήν την Κυρία. Πριν από αρκετές δεκαετίες εκείνη και τα τεχνάσματά της έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο, ώστε ο ίδιος να ταπεινωθεί επαγγελματικώς και όχι μόνο…

 

Τώρα ετοιμάζεται για την προσεκτική εκδίκησή του. Ο έρωτας του πληροφοριοδότη Μήτσου κάνει τον ίδιο υπερπροστατευτικό, για τα μάτια της Ελένης. Η παλιά αντάρτισσα μολονότι κάθεται αναπαυτικά στο σπίτι, φορώντας την κόκκινη ρόμπα της, “κάνει μύλο” όλες τις εμπλεκόμενες, γειτονικές  παρουσίες…

 

Ανάλυση: 

Λοιπόν, αν και συνήθως ξεκινώ να γράφω πρώτα όλα τα θετικά στοιχεία μιας ταινίας και έπειτα τα αρνητικά, εδώ θα κάνω μια αντίστροφη μέθοδο. Το επεξηγώ αυτό, ώστε να μην αδικηθεί το εύρος της καλλιτεχνικής φύσης του έργου, αλλά παράλληλα ούτε και η πληρότητα της ενημέρωσης του ενδιαφερόμενου, υποψήφιου, απαιτητικού θεατή. Τι εννοώ…Υπάρχουν κάποια λάθη στο ξεκίνημα του έργου, τα οποία ίσως ενοχλήσουν τους σινεφίλ, αλλά αργότερα βελτιώνονται στην πορεία και τελικά η ταινία με έντιμο τρόπο κερδίζει τον θεατή στο σύνολό της! Είναι ακριβώς με αυτή τη σειρά τα μειονεκτήματα και εν συνεχεία τα πλεονεκτήματα. Ωστόσο, τα πλεονεκτήματα υπερνικούν εμφανέστατα τα μικρά λάθη, που έτσι και αλλιώς δεν απειλούν αυτήν την ενδιαφέρουσα συνολική, σουρεαλιστικών ριζών, κωμική φύση, που μας παρουσίασε ο δημιουργός, όπως θα δούμε παρακάτω.

 

Μειονεκτήματα:  

 

-Κατανοώ απολύτως το ορθό σκεπτικό του σκηνοθέτη, πως το δωμάτιο των κοριτσιών όφειλε να αναδεικνύει ένα ανατρεπτικό κοντράστ σε σχέση με το διαμέρισμα του ρόλου της υπερήφανης, ανένδοτης αντάρτισσας. Όμως την αντίφαση μας τη δίνουν ήδη οι πολύχρωμες πιτζάμες των ρόλων των κοριτσιών, ο αριθμός τους και η ακαταστασία του χώρου. Όταν λοιπόν ο τοίχος επιπροσθέτως φέρει έντονα χρώματα πράσινου αλλά και κίτρινου, τότε η εναλλαγή σκηνών, από το διαμέρισμα του απαλού μπλε/προς γαλάζιου χρώματος των άλλων τοίχων του σαλονιού της αιώνια μάχιμης αντάρτισσας, δεν βοηθά ούτε το μοντάζ ούτε τη φωτογραφία να δείξουν το ρόλο τους. 

 

-*Δύο από τις νεαρές ηθοποιούς της πενταμελούς συμμορίας παίζουν πανέξυπνα με εγκεφαλικό τρόπο, σαν να είναι κυριολεκτικά ένα με το περιβάλλον της ταινίας. Ταυτοχρόνως όμως, άλλες δύο κάνουν ηθοποιία, χρησιμοποιώντας έντονες εκφράσεις. Ενώ η εναπομείνασα, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτές τις δύο υποκριτικές μεθόδους. Όλα αυτά στο ίδιο κάδρο, στη συγκεκριμένη φύση του έργου δυστυχώς δεν τροφοδοτούν το ένα το άλλο και φαίνονται αποσπασμένα, χωρίς ενότητα. Το μοντάζ έχει απλώς δύο μικρά λάθη. Το ένα είναι στο σημείο, όπου μιλά ο Μήτσος (φορώντας καφέ καπελάκι) με τη Μαρία τη νύχτα. Η φωτογραφία δεν μας δείχνει (π.χ. μέσα σε ψιλικατζίδικο) αμέσως την πραγματική δύναμή της.

 

Πλεονεκτήματα: 

 

Καταρχάς, γίνεται ένα ευχάριστο τρικ με σύντομο πρόλογο πριν από την έναρξη της ταινίας, με “κινηματογραφικό δελτίο” ειδήσεων, το οποίο εφάπτεται στο περιβάλλον του έργου. Έπειτα αυτό το δελτίο, που αφορά το βίωμα της οικονομικής κρίσης, θα μας οδηγήσει στην τηλεόραση του διαμερίσματος των κοριτσιών. Κατόπιν, παρατηρούμε μια “δραστήρια παύση” επεξηγηματικού χαρακτήρα, προσδιορίζοντας με επιγραφές τίτλων τα ονόματα και τον επαγγελματικό-κοινωνιολογικό-συγγενικό ρόλο γενικώς όλων των περσόνων της ταινίας (π.χ. αγγλική φιλολογία {σε μία κοπέλα}, καφετζής {στο Λεοπόλδο}, πλαστογράφος {στη Μαρία}, ανιψιά {στην Ελένη} κ.τ.λ) σαν μια πρώτη σύσταση με τους θεατές. Εκεί θα χρησιμοποιηθούν ορθά, αρκετά διαφορετικά χρώματα. Η πολυχρωμία ενός τοίχου της καφετέριας, ως φόντο, είναι πολύ σωστή! Έχοντας νεανικό και πρακτικό σκεπτικό χαρτογραφείται με χρήση γραφικών η περιοχή δράσης του σεναρίου, μέσω της προσθήκης απλών λέξεων (π.χ. γιάφκα-ψιλικατζίδικο-καφετέρια-ταβέρνα), αλλά θα δούμε επίσης μέσω πραγματικής λήψης και τις πολυκατοικίες του πυκνοκατοικημένου, αστικού τοπίου (με μια μικρή εστίαση προς αυτές).

 

Το πιο ισχυρό σημείο της συνεργασίας των σεναριογράφων είναι οι ενδιαφέρουσες, αντικρουόμενες προσωπικότητες της παλιάς αντάρτισσας και του ορκισμένων, αντικομμουνιστικών πεποιθήσεων, απόστρατου χωροφύλακα. Οι δυο τους διαφέρουν ριζικά, μα παρομοίως κυνηγούν φαντάσματα του παρελθόντος. Συν τοις άλλοις, έχουν ήδη διασταυρωθεί οι διαφωνούντες, ιδεολογικοί δρόμοι τους, σε μια επικίνδυνη, παλιότερη μονομαχία τακτικών, με σημαντικές, μονόπλευρες απώλειες αξιοπρέπειας. Όμως η χρόνια έχθρα γεννά νέα αναμέτρηση…Γενικώς στο έργο, κάποιες στιχομυθίες είναι επαγγελματικά γραμμένες. “Τι θέλετε;” “Μια πληροφορία και τσιγάρα!” “Με αυτή τη σειρά;!” Η φύση της ταινίας, εκτός από την κωμικότητα, προάγει και το υποδόριο, τραγικό στοιχείο…Δεν έχει φτιαχτεί για να ξεκαρδιστούν οι θεατές, αλλά ώστε να ανακαλύψουν μια γλυκόπικρη, χιουμοριστική αναφορά. Ωστόσο, θα έρθουν σε ανύποπτο χρόνο και οι ευχάριστες, ψυχαγωγικές στιγμές.

 

Η δομή της ταινίας είναι τέτοια, ώστε οι συντελεστές της να αλληλοκαλύπτουν επάξια τα προαναφερθέντα, μη απειλητικά μειονεκτήματα για το σύνολο του έργου. Οι ερμηνείες των έμπειρων ηθοποιών εξαρχής δίνουν καλλιτεχνική τροφή στο κοινό. Οι ερμηνευτές/ερμηνεύτριες με εντυπωσιακή άνεση στο φακό, σε πολύ απλές σκηνές σεναρίου {ερμηνευτικά ντουέτα στο ψιλικατζίδικο =Μήτσος με Ελένη και μετά Μήτσος με Κανέλλο/ στο πεζοδρόμιο Μαρία με Κανέλλο, μιλώντας αορίστως περί πλαστογραφίας/ στην καφετέρια Χρυσοβαλάντης με Κανέλλο}, μεταφερόμενες στη σκηνοθεσία, μεταδίδουν με επαγγελματισμό την αύρα του εκάστοτε ρόλου. 

 

Η φωτογραφία ξεχωρίζει στις εξελισσόμενες σκηνές του σαλονιού της αιωνόβιας αντάρτισσας. Εκεί, τα μαξιλάρια στο σαλόνι έχουν τέλειο χρώμα αντίθεσης με τους τοίχους. Γίνεται ατμοσφαιρική η θέαση, όταν τα κορίτσια εισέρχονται με φόβο στο σατυρικά αποκρυφιστικής, σκηνοθετικής διάθεσης, καπνίζον σαλόνι του διαμερίσματος της γηραιάς αρχηγού της ληστείας. 

 

Το μοντάζ συνεργάζεται ωραία μαζί με την φωτογραφία στο σύνολο της ταινίας και είναι πολύ λειτουργικό, καθότι μας επεξηγεί κατάλληλα τον παροντικό χρόνο, αλλά και ορισμένες παρελθοντικές, κρίσιμες για την πλοκή του έργου, ιστορίες (λόγου χάριν, στη διαδικασία θύμησης του Χρυσοβολάντη, που τραγουδά μόνος στο σήμερα/ σε σύνδεση με την ανάμνηση της δυσμενούς του μετάθεσης= Ήταν από τις καλύτερες, άμεσες συνδέσεις στο μοντάζ). 

 

Ο σκηνοθέτης αξιοποιεί την εμπειρία των ηθοποιών με τη σωστή χρήση μεσαίων και κοντινών πλάνων, τα οποία μας φέρνουν πιο κοντά στις ιδιοσυγκρασίες των χαρακτήρων. Μοντάζ/φωτογραφία/σκηνοθεσία θα γίνουν ένα σε μία πιο γρήγορη, κινητή δύση του ηλίου. Όταν η γηραιά αρχηγός της ληστείας θα μπει στο διαμέρισμα των κοριτσιών, τότε ορθώς το πλάνο δεν ασχολείται με το φόντο του τοίχου, αλλά αντιθέτως κινηματογραφεί την ηρωίδα κοντά στον χώρο, όπου εκείνη κάθεται (έτσι συνδέεται οπτικά η συσχέτιση της προέλευσής της από άλλο διαμέρισμα, με διαφορετικές πεποιθήσεις, πηγαίνοντας στο χώρο των πολιτικά απροβλημάτιστων κοριτσιών). Παρατηρείται πλάνο βάθους πεδίου σε μικρή απόσταση, με βάση το σταθμευμένο αυτοκίνητο. Συνεργασία σκηνοθέτη και διευθυντή φωτογραφίας. Πιθανότατα, λόγω της μικρής απόστασης μεταξύ των ρόλων (Ελένη και Χρυσοβαλάντης/ με Κανέλλο), οι δημιουργοί βρίσκονταν κινηματογραφώντας κοντά στο θέμα (δηλαδή τους ηθοποιούς και το αντικείμενο). Αυτό εξυπηρετεί, ώστε οι χαρακτήρες να ξεχωρίσουν ακόμα περισσότερο από την ιδέα του υπόλοιπου, θεωρητικού, κοινωνικού περίγυρου. Έτσι η δράση των δικών τους ζωών βρίσκεται μέσα στο αμάξι. Όπως κοιτάζουμε την οθόνη ως θεατές, είναι η Ελένη αριστερά στο μπροστινό κάθισμα και δεξιά (θέση οδηγού) δίπλα της ο Χρυσοβαλάντης. Στο πίσω κάθισμα σε ανύποπτο χρόνο προβάλει μερικώς η μορφή του ανιψιού=Κανέλλου εξ’ αριστερών. Απλή και ωραία χρήση της τεχνικής από τους δημιουργούς. Φυσικά και παίζει ρόλο για το αστείο της υπόθεσης, ότι είναι νύχτα.

 

Πολύ αργότερα με σκηνοθετική ευστοχία, στο εσωτερικό της τράπεζας, πραγματοποιώντας κατάλληλη, πειστική διάταξη πλήθους, θα αποδοθεί μία συνηθισμένη, καθημερινή ημέρα συνύπαρξης πελατών και υπαλλήλων. Πετυχαίνει ο σκηνοθέτης χωρίς προσπάθεια, μόνο μέσω της εικόνας, με τα μοναδικά, κόκκινα, πάνινα υποδήματα ενός απόμακρου ρόλου (κομπάρσος), να μας μεταδώσει ακόμη και την παρουσία του νεοφερμένου υπαλλήλου μικρής ηλικίας στη διάταξη του πλήθους, ο οποίος μπορεί είτε να κάνει πρακτική, είτε να έχει προσληφθεί κανονικά προσφάτως εκεί. Λοιπόν ο δημιουργός, σταθερά με πρακτικό σκεπτικό ενέταξε και τον παρουσιαστή Γρηγόρη Αρναούτογλου σωστά στην ταινία. Επειδή εκείνος ξέρει να στέκεται στην κάμερα ως παρουσιαστής, αλλά δεν είναι ηθοποιός, ο σκηνοθέτης του αφαίρεσε το ερμηνευτικό φορτίο της κινησιολογίας. Έτσι, ο ρόλος του περιπτερά ξεκινά καθήμενος και καταλήγει (περπατώντας ελάχιστα) παρομοίως. “Σε 5, 4, 3…Και σηκώνομαι…” Είπε καλά πάντως τη χιουμοριστική ατάκα!  

 

Ο δημιουργός παραμένει Σουρεαλιστής, ακολουθώντας αυτή τη βασική αρχή του σεναρίου σταθερά στην πορεία του έργου: 

 

Α) Στην ταπεινωτική, παρελθοντική μετάθεση του τρομαγμένου, νεότερου Χρυσοβαλάντη, ο τότε αρχηγός της χωροφυλακής βάζει τον λανθάνοντα αστυνόμο να υποδείξει με το χέρι του στον χάρτη της Ελλάδος τη μοιραία, καταδικαστική του κατάληξη. Ενόσω ο προϊστάμενος ξέρει, χωρίς να βλέπει, ακριβώς τα σημεία της ανοδικής-απελπιστικής-βασανιστικής υπόδειξης, τότε το δάκτυλο του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα σκόπιμα απομακρύνεται από το πεδίο θέασης των σινεφίλ! Διότι ο Χρυσοβαλάντης θα δείξει μια περιοχή, η οποία βρίσκεται στα πέρατα των Βόρειων, ελληνικών συνόρων (έξυπνο!). 

 

Β) “Γερμανογερμανική” τράπεζα θα δούμε να αναγράφεται και ο νοών νοείτω.  

 

Γ) Παρατηρείται διττή ειρωνεία σε Ανατολή και Δύση με θρησκευτική μανία και ξενοφοβία αντιστοίχως, ενόψει μεθόδου ληστείας, άνευ όπλων…

 

Δ) Στην κάλτσα μίας κοπέλας θα φανεί κεντημένη η επιγραφή “Ένα μήνα μετά,” προσδιορίζοντάς μας τη χρονική αίσθηση στο απομονωμένο κρησφύγετο. Δείτε μετά τους τίτλους τέλους, μία ενδιαφέρουσα στιγμή…

 

Τα κοστούμια των κοριτσιών,  κατά τη διάρκεια της ληστείας, περιγράφουν μια ανατολίτικη, φαντασιακή ένδυση μεταξύ 21ου αιώνα και αραβικού παραμυθιού. Είναι άψογα σε χρώμα και σχέδιο. Τα καπελάκια του Χρυσοβαλάντη δικαίως τραβούν την προσοχή (είναι αστείο, το ότι φόρεσε κόκκινης απόχρωσης καπέλο σαν καμουφλάζ, πηγαίνοντας στο διαμέρισμα της αιώνιας -αριστερών πεποιθήσεων- εχθρού του). Στην κόκκινη ρόμπα της η πεισμωμένη θεία φορά μία κονκάρδα, πιθανότατα σχετική με τα πολιτικά φρονήματά της.

 

Η μουσική είναι από το συγκρότημα Encardia και φέρει ρίζες από τη νότια Ιταλία. Δημιουργεί ευχάριστη και κωμική διάθεση στην ταινία! Μέσα στο πνεύμα του Σουρεαλισμού του έργου, το συγκρότημα θα εισχωρήσει στην καφετέρια του Λεοπόλδου, τραγουδώντας μαζί με τις νεαρές πρωταγωνίστριες…Ενώ πιο μπροστά στο πλάνο βρίσκονται οι επίσης χαρούμενοι Χρυσοβαλάντης και  Κανέλλος (λίγο πιο ανήσυχος βέβαια). Στους τίτλους τέλους ακούμε και την ευδιάθετη φωνή του Ηλία Λογοθέτη να τραγουδά μαζί με τους Encardia.

 

Ο ήχος έχει επεξεργαστεί κατάλληλα, ώστε να αισθανθούμε την αντίληψη της μεσοτοιχίας, μεταξύ γηραιάς Κυρίας και Δεσποινίδων. Αλλά και τον  “εξωτερικό διάλογο” της Ελένης με τον αμήχανο Χρυσοβαλάντη, στην είσοδο της πολυκατοικίας.

 

Ερμηνείες:

 

Ηλίας Λογοθέτης: Υποδυόμενος τον απόστρατο της παλιάς χωροφυλακής, Χρυσοβαλάντη.

 

Ας δούμε για ακόμη μια φορά το αστείρευτο ταλέντο του, με όσα ο ίδιος έκανε στο φακό. 

 

Μιλώντας με τον ανιψιό του, αλλά και με τον Λεοπόλδο στην καφετέρια, σηκώνεται και πλησιάζει τον καφετζή, ενώ πρωτίστως τον είχε βρίσει και απομακρύνει. Λέει με ευπροσήγορο ύφος: “Λεοπόλδε να σου πω…”(Και όταν φτάνει κοντά του, επισημαίνει): “Άει στο διάολο!” Μονολογεί δραματικά τραγουδώντας, βάζοντας το χέρι στο πρόσωπο και μας μεταδίδει (σε άψογη αξιοποίηση του μοντάζ) πόσο εξακολουθεί να βαραίνει ψυχολογικά τον ρόλο εκείνη η ταπεινωτική, δυσμενής μετάθεση. Είμαστε μέσα στο μυαλό του ήρωα. Την ώρα της παρελθοντικής αναβίωσης, στέκεται αποκλειστικά με την πλάτη στο φακό και όμως ερμηνεύοντας το ψέλλισμα “Ν-Ναι..” αποδίδει τον τρόμο και τη στενοχώρια του τότε αμήχανου αστυνομικού. “Επαγρυπνεί!” τονίζει με ψιλή φωνή στον απρόσεκτο Κανέλλο, που ξεκουράστηκε μετά την πολύωρη παρακολούθηση. Λόγω συμμετοχής του ρόλου στην παλιά χωροφυλακή, πλησιάζει με αύρα κυριαρχίας και διάθεση προειδοποιητικής νουθεσίας τη Μαρία. Έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας θα συντονιστεί άψογα με την ηθοποιό Ελισάβετ Κωνσταντινίδου. Κάνει ρόλο μέσα στο ρόλο. Δηλαδή τον αγχωμένο Χρυσοβαλάντη, που παριστάνει τον ανήξερο και χαλαρό τύπο στην Ελένη.  Όταν ανεβαίνει επάνω στο διαμέρισμα, ο ηθοποιός ερμηνεύει την ανίχνευση των προθέσεων της φιλόξενης ανιψιάς.

 

Τελειώνοντας τη θεματική αυτών των πράξεων σεναρίου, εκφράζει την αγανάκτηση, εξαιτίας της μειωμένης αντίληψης του ανιψιού του, χρησιμοποιώντας: Απρόβλεπτη, εγκατάλειψη θυμού (“Άστο…”), κινηματογραφική, καρικατουρίστικη βία (δάγκωμα αυτιού) και τη συνέχιση της φωνητικής υποστήριξης ακόμη και μόλις βγαίνουν οι δύο έξω από το πλάνο. Μιλώντας στην ταβέρνα με τον ανιψιό του, σε έναν συνεχιζόμενο, διαρκή διάλογο με στοιχεία σύνδεσης καίριων στιχομυθιών, ανταποκρίνεται ερμηνευτικά, σαν να έχει καταγραφεί το σενάριο μέσα στο μυαλό του (π.χ. Μιλά για κάποια λεφτά, μετά ακούει τον ανιψιό του και ξαφνικά στο κατάλληλο σημείο, χρωματίζοντας τη φωνή και ψάχνοντας με ήπια κινησιολογία, επαναφέρει τον προβληματισμό, λέγοντας: “Που στο διάολο τα ’βαλα;!” και εξακολουθεί, προωθώντας το διάλογο). Αργότερα η ατάκα “Πήρε και το πιρούνι!” με απογοητευμένο ύφος στη φωνή του, προκαλεί γέλιο. “Δηλαδή να ελπίζω;” ρωτά αργότερα την πλαστογράφο Μαρία, μεταδίδοντάς μας την έλλειψη αυτοπεποίθησης του Χρυσοβαλάντη στο φλερτ…

 

Τιτίκα Σαριγκούλη: Ενσαρκώνοντας τη γηραιά, αμετανόητη αντάρτισσα. Εγκέφαλο της ληστείας και θεία της Ελένης. 

 

Το εκπληκτικό με τη συγκεκριμένη ερμηνεύτρια είναι, πως μολονότι έχει υποδυθεί παρόμοιες περσόνες σε τηλεοπτικές σειρές (“Μπαμπά μην Τρέχεις”), σχετικές με τον ρόλο μιας ηλικιωμένης Κυρίας, η οποία βρίζει και λειτουργεί με περισσότερη διαύγεια από ότι οι νέοι χαρακτήρες ενός σεναρίου ή σε ταινίες, ενσαρκώνοντας την ανένδοτη συμπεριφορά των υπερήφανων γηρατειών (“4 Μαύρα Κοστούμια”), παρόλα αυτά πάντοτε η ίδια χτίζει κάτι νέο στους ρόλους της. Εδώ φερειπείν, ως θεία-παλιά αντάρτισσα, είναι και αδίστακτη, φτάνοντας το σκοπό της στα άκρα! Πολύ γρήγορα θα μας πείσει για το αριστερό, βιωματικών πεποιθήσεων, παρελθόν της περσόνας της υπερήφανης αντάρτισσας. “Καλλιτεχνικά Όπλα” της ηθοποιού είναι η πυγμή του ρόλου. Η φωνή. Τα θυμωμένα μάτια, που κλείνουν. Η ίδια, ακόμη και όταν κάθεται, φορώντας την κόκκινη ρόμπα και μιλώντας με τα κορίτσια, αποδίδει την αυτοπεποίθηση διαρκώς.

 

Σκεφτείτε, ότι στις περισσότερες σκηνές έπρεπε να υποδυθεί, πως είτε μιλά στο τηλέφωνο, είτε κρυφακούει το διπλανό διαμέρισμα, όντας τελείως μόνη στο πλάνο. Εκείνη ζωντανεύει τις σκηνές, με την ελευθερωμένη ενέργεια του ρόλου. Αν νομίζετε, πως είναι εύκολο να χρησιμοποιείς την ίδια χειρονομία (βλ. μούτζα), μεταδίδοντας γέλιο στο κοινό, αλλά ταυτόχρονα και τον θυμό της προσωπικότητας, κάνετε λάθος. Το ύφος της είναι η πηγή του αστείου και όχι οι βρισιές. Το τηλεφώνημα στο αστυνομικό τμήμα το αποδεικνύει. Τι να πει κανείς για εκείνη τη σκηνή, όπου σαν πράξη έρχεται απρόβλεπτα στην πραγματική ζωή κάθε ανθρώπου και η ερμηνεύτρια κατορθώνει να μεταδώσει: Την αντίληψη της στιγμής, την αίσθηση του Μέγα Κινδύνου, αλλά και τον εγωισμό της τελευταίας, εκπεφρασμένης πεποίθησης…Αρίστη!

 

Ελισάβετ Κωνσταντινίδου: Στο ρόλο της διπλωματικής ανιψιάς, Ελένης.  

 

Η άμεση ανταπόκρισή της σε μεσαία και κοντινά πλάνα του σκηνοθέτη είναι στοιχείο, που καταδεικνύει τον εμφανή επαγγελματισμό της. Το βλέμμα, η φωνή και η έκφραση είναι εκεί συνεχώς! Επιπλέον, η ηθοποιός εξέφρασε μία πικρή ειρωνεία της ζωής του ρόλου, σε στιχομυθίες της με τον Μήτσο. Με αυτόν τον τρόπο, πετυχαίνει να δημιουργήσει την υποκριτική περιγραφή ενός μικρού, αποκαλυφθέντος στοιχείου για το άγνωστο παρελθόν της προσωπικής ζωής της Ελένης. Αυτό είναι επιτυχία για κάθε ηθοποιό και μαρτυρά μελέτη του ρόλου, με προσωπικές προσθήκες. Ο θυμός για τη συμπεριφορά της θείας και μια υπομονή που εξαντλείται, παρουσιάστηκαν επίσης σαν συναισθήματα. Πολύ ωραίος ο συντονισμός της ως Ελένη, τσεκάροντας τον Χρυσοβαλάντη στην είσοδο της πολυκατοικίας και στο διαμέρισμα της θείας. Η ηθοποιός είναι κινηματογραφικά ολοζώντανη! Ερμηνευτικά παρούσα (σας το λέει κάποιος, ο οποίος βλέποντας την ταινία, δεν επηρεάστηκε καθόλου από την επιτυχία του επαγγελματικού παρελθόντος της ηθοποιού σε συμμετοχές τηλεοπτικών σειρών. Μιλάμε, εστιάζοντας αποκλειστικά σε αυτόν τον ρόλο).

 

Θοδωρής Ρωμανίδης/ Μαρία Ζαχαρή/ Κώστας Δράκος/ Γιώργος Λαμπάτος: Ερμηνεύοντας τους αντίστοιχους ρόλους των Μήτσου/Μαρίας/Κανέλλου/Λεοπόλδου.

 

-Ο ερμηνευτής κρατά επάνω του το σενάριο και τη σκηνοθεσία στην αρχή, δίνοντας ενδιαφέρον στις πολύ απλές σκηνές του ψιλικατζίδικου. Έχει γίνει ο ρόλος. Ειρωνικός, νοήμων, παρατηρητικός. Ως Μήτσος, εκφράζει στη ρουτίνα της καθημερινότητάς του τον ξαφνικό ρομαντισμό ενός ανθρώπου, που γλυκαίνει επιλεκτικά στο πρόσωπο της Ελένης.

 

-Τα συναισθήματα μιας γυναίκας με εγκληματικό παρελθόν, το οποίο λειτουργεί σαν αθεράπευτος εθισμός, είναι διακριτά. Ξεχωρίζουν: Ο συγκρατημένος θυμός, συναντώντας τον ψιλικατζή Μήτσο. Η αμηχανία και ο φόβος της Μαρίας, όταν την πρωτοπλησιάζει ο Χρυσοβαλάντης. Μόλις χωρίζουν οι δρόμοι τους, το κατευθυνόμενα ντροπαλό, αμφισβητήσιμο και ταυτοχρόνως υποσχόμενο φλερτ κινησιολογίας και εκφράσεων, προς τον απόστρατο χωροφύλακα. 

 

-Ιδανικός ως Κανέλλος, προσομοιάζοντας με έγκυρες γκριμάτσες μια κωμική περσόνα, την οποία μονίμως προσπερνούν τα γεγονότα. Ανταποκρίνεται στις κατάλληλες, εναλλαγές εκφράσεων με το φακό πιο κοντά του. Ανήκει στις τάξεις του Σουρεαλισμού η απόδοση του ρόλου.

 

-Θυμάστε φυσικά, ότι πρόκειται για τον ερμηνευτή του παλιότερου ρόλου του “Θανάση,” από την τηλεοπτική σειρά “Love Sorry.” Ο συγκεκριμένος ηθοποιός εξελίχθηκε πολύ, όσο περνούσαν τα χρόνια και μετά από κάποια περίοδο απουσίας, συνέχισε σε θεατρικές επιθεωρήσεις/παραστάσεις. Επανήλθε όμως δυναμικά, εστιάζοντας στο ρεαλισμό των χαρακτήρων. Εδώ (Λεοπόλδος), έχει υιοθετήσει άριστα το προφίλ ενός υπαρκτού πολίτη, με αληθινές αγωνίες και χαρές, σε Σουρεαλιστικό σύμπαν.  

 

*Κατερίνα Χριστοδουλίδου/Κυριακή Υψηλάντη: Υποδυόμενες τις δύο λησταρχίνες, Έλλη και Δήμητρα.

 

Οι δύο ερμηνεύτριες έκαναν μια τελείως εγκεφαλική προσέγγιση των ρόλων. Δεν τις απασχολούν οι εναλλαγές εκφράσεων, μα η επιτυχημένη ένταξη στο σύμπαν της ταινίας. Και πράγματι την πέτυχαν! Αυτό φαίνεται από τις πρώτες ματιές στο κάδρο της νεανικής 5άδας. Οι σινεφίλ και οι καλλιτέχνες θα τις ξεχωρίσουν τάχιστα. Εκείνες, έχουν γίνει οι χαρακτήρες! Είναι εύστοχα βυθισμένες στις δύο προσωπικότητες και μοιάζει σαν να μην υπάρχει καν η κάμερα εκεί. Εκφράζουν την ανησυχία για την ανεργία και έναν προβληματισμό σιωπηλής στενοχώριας για τη ληστεία, δίνοντάς μας χώρο να σκεφτούμε, ότι οι ίδιες, ως Έλλη και Δήμητρα, είναι πιο ήπιων τόνων, κατέχοντας εσωστρέφεια. Είναι ώριμη αυτή η καλλιτεχνική προσέγγιση και καθόλου εύκολο να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Επίσης, δεν τις πτοεί, εάν στους ρόλους τους θα “τσαλακωθεί” (εννοείται ερμηνευτικά σκοπίμως) η εμφάνισή τους. Υπάρχει σταθερός συναγωνισμός, αλλά φαίνεται να υπερτερεί η Κατερίνα Χριστοδουλίδου ως ερμηνεύτρια, διότι λέει συνολικά λίγο καλύτερα τις ατάκες. Σκεφτείτε, πως είναι η πρώτη της, επίσημη συμμετοχή. Η οποία αποδεικνύεται πολύ ενθαρρυντική για τη συνέχεια! Όμως και η Κυριακή Υψηλάντη παρουσιάστηκε ενδιαφέρουσα! 

 

Εβίτα Φιτσαντωνάκη/Νίνα Έππα/Στίλβη Ψιλοπούλου: Υποδυόμενες τις λησταρχίνες Νόνη, Εύα και Μία. 

 

-Oι πρώτες δύο, είναι σαφέστατα εμφανισιακά γοητευτικές και ίσως η διατήρηση ενός τέτοιου προφίλ να είχε να κάνει και με την αυτοπεποίθηση των ρόλων (φερειπείν, η Εύα ήταν πωλήτρια). Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς, ότι πέτυχαν στο φακό τις περισσότερες εναλλαγές εκφράσεων της νεανικής 5άδας (πιο πολύ η Εβίτα Φιτσαντωνάκη). Όμως αυτό θα ήταν ιδανικό, μόνο εάν είχε γίνει σε λιγότερα, κινηματογραφικά/χρονικά διαστήματα. Δηλαδή, γενικώς όταν ένας/μία ηθοποιός κοιτά με τόση προσήλωση την κάμερα ή αισθάνεται διαρκώς την παρουσία εκείνης, ακόμη και όταν το βλέμμα του/της είναι αλλού, τότε βγάζει τον θεατή από το παιχνίδι της πειθούς. Η Εβίτα Φιτσαντωνάκη μπορεί να εκμεταλλευτεί την αξιοποίηση της φωνής της σε μελλοντικούς ρόλους.

 

-Η Στίλβη Ψιλοπούλου, είχε να υποδυθεί τη Μία. Το ρόλο της bimbo, η οποία είναι εκτός αντίληψης της σοβαρότητας της ληστείας…Προσπαθεί η ηθοποιός να ισορροπήσει ανάμεσα σε εναλλαγές εκφράσεων και νοητική προσέγγιση του χαρακτήρα. Στην αρχή, ο υπερβάλλων ζήλος στο ρόλο τη σαμποτάρει. Κάποια στιγμή στο δωμάτιο των κοριτσιών, με τρία άτομα στο πλάνο, η ίδια κάνει μία παύση, αναρωτιέται και μιλά. Λειτουργεί ερμηνευτικά αυτή η στιγμή. Από εκεί και πέρα η ίδια βελτιώνεται. Θεωρώ, ότι οφείλει με τέτοια φοβερή, κινηματογραφική, ευχάριστη φυσιογνωμία σε μάτια και μύτη, να μάθει να τα εκμεταλλεύεται σε εκφράσεις στο φακό. Μπορεί να παίξει και σε μελλοντικές, ρομαντικές κομεντί σαν δεύτερος, δυνατός χαρακτήρας…Αλλά θέλει οπωσδήποτε πολύ practice, για να το πετύχει.

 

Συντελεστές:

 

Σενάριο: Γιώργος Παπαθεοδώρου (ιστορία), Μπάμπης Σπανός (screenplay). Σκηνοθεσία: Γιώργος Παπαθεοδώρου. Διεύθυνση Φωτογραφίας: Πάνος Γκόλφης. Μοντάζ: Στυλιανός Ορφανίδης. Μουσική: EnCardia. Πρωταγωνιστούν/συμμετέχουν: Ηλίας Λογοθέτης, Τιτίκα Σαριγκούλη, Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, Θοδωρής Ρωμανίδης, Μαρία Ζαχαρή, Κώστας Δράκος, Γιώργος Λαμπάτος, Κατερίνα Χριστοδουλίδου, Κυριακή Υψηλάντη, Εβίτα Φιτσαντωνάκη, Νίνα Έππα, Στίλβη Ψιλοπούλου, Γρηγόρης Αρναούτογλου.

 

Μια διανομή της Crisis Cinema

 

Ο Eretikos κριτικός Γιάννης Κρουσίνσκυ   

 

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X