Ελλάδα

Eretiki κριτική για την ταινία H Τέχνη Καταστρέφει

Eretiki κριτική για την ταινία H Τέχνη Καταστρέφει
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Σενάριο για την ταινία H Τέχνη Καταστρέφει (Back Held Hands). Ένας ορκισμένος λάτρης και πολύπειρος συντελεστής του θεάτρου, δίνοντας τον εαυτό του στη συγκεκριμένη τέχνη μέσα από τον ψυχοφθόρο χώρο της υποκριτικής, παθαίνει ξαφνικά έμφραγμα. Καλεί τις δύο κόρες του από Βέλγιο και Γαλλία να τον επισκεφθούν στην Αθήνα. Εκείνες έχουν διακριτή διαφορά ηλικίας μεταξύ τους και προέρχονται από ξεχωριστές μητέρες. Ασχολούνται επίσης σε κορυφαίο, επαγγελματικό βαθμό με την υποκριτική. Οι μεταξύ σχέσεις θυγατέρων και πατέρα είναι πραγματικά ελλιπείς σε ό,τι αφορά την αληθινή επικοινωνία και τρυφερότητα. Οι δύο κυρίες ωστόσο, συνυπάρχουν ειρηνικά ως προσωπικότητες. Βεβαίως, η μικρότερη αδερφή διεκδικεί περισσότερο μια τέτοιας μορφής συγγενική αλληλεγγύη.

Όμως και η ψυχοσύνθεσή τους φέρει αλλιώτικη μορφή. Η Νάντια, η μεγάλη κόρη δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει την αυτοχειρία της μητέρας της. Έτσι, κυριαρχεί μέσα της η θλίψη και ο προοδευτικός στραγγαλισμός της αισιοδοξίας για ζωή. Αντιθέτως η Αλεξάνδρα, η μικρότερη, είναι ολοζώντανη και αντιδραστική. Κρατά κάτι από το ταμπεραμέντο της Αφρογαλλίδας μητέρας της, Alma. H οποία χώρισε κάποτε τον μεγάλο ηθοποιό, αφήνοντάς τον μόνο με την αιώνια αγάπη του, το θέατρο.

Ο επιτυχής ερμηνευτής, αλλά ανεπιτυχής πατέρας, δίνει ένα ενδιαφέρον κίνητρο παραμονής κοντά του, σε Νάντια και Αλεξάνδρα. Αυτό δεν αφορά κάποια οικογενειακή συγκέντρωση φυσικά. Μα αντιθέτως, μια πολύ σοβαρή, επαγγελματική πρόταση. Σκοπεύει να ανεβάσει στο θέατρο μια παράσταση για το διαχρονικό έργο Μάκβεθ του William Shakespeare, μα με διαφορετική προσέγγιση. Σαν… Ένας Μάκβεθ δωματίου, όπως εκείνος λέει. Θα σκηνοθετήσει ο ίδιος, υποδυόμενος παράλληλα το ρόλο του φιλόδοξου Μάκβεθ. Η Νάντια θα ενσαρκώσει τη Βόρεια και ελκυστική Λαίδη Μάκβεθ. Η Αλεξάνδρα θα υποδυθεί μία Μάγισσα (αντί τριών, που έχει το πρωτότυπο έργο του Άγγλου δημιουργού), εκφράζοντας το σκοτεινό υποσυνείδητο του πρωταγωνιστή.

Όλα, εξελίσσονται με άψογο επαγγελματισμό. Βοηθούν όμως με ακόμα μεγαλύτερη ψυχρότητα στη λησμονιά της συγγενικής τους σχέσης. Τίποτα δεν μοιάζει πιο σημαντικό για το βετεράνο ηθοποιό από την ίδια την ενσάρκωση της ψυχοσύνθεσης των ρόλων. Η Αλεξάνδρα μιλά μέσω Skype με την Alma. Η επιφυλακτική μητέρα προειδοποιεί τη νεαρή ταλαντούχα ηθοποιό, ότι ο πατέρας της θα δημιουργήσει έντονο αρνητισμό στις κοπέλες, καταπατώντας τα συναισθήματά τους, χάριν της βελτίωσης της παράστασης.

Στην πορεία των προβών, ο ακούραστος πατέρας της ενσάρκωσης ζητά από τις δύο ταλαντούχες ερμηνεύτριες να σύρουν την ψυχή τους στο βάραθρο μιας ανείπωτης θλίψης, ώστε αντλώντας δύναμη από εκεί να αποδώσουν τα μέγιστα…

Η Νάντια βαδίζει σε βαλτώδη, ψυχολογικά μονοπάτια. Η Αλεξάνδρα προσπαθεί να δείξει στον απόντα της γονεϊκής τρυφερότητας, ότι σφάλλει…

Σκηνοθεσία:

Εναρκτήριο ύφος σκηνοθετικής αφήγησης:

Μέσα από ένα μαύρο φόντο αναγράφονται οι συντελεστές του έργου με ελληνικούς και λατινικούς χαρακτήρες ανάλογα με την καταγωγή των. Το πρώτο πλάνο ενός οικισμού δείχνει ένα μεγάλο τοίχο με την επιγραφή “Μην Ξεχνάς.” Ακούμε τη φωνή κάποιου άντρα, ενώ παρακολουθούμε να περπατούν πλάι πλάι στο δρόμο δύο γυναίκες. Η επόμενη λήψη στο νοσοκομείο μας υποδεικνύει πως η φωνή ανήκε στο βετεράνο ηθοποιό, που διέφυγε τον κίνδυνο του εμφράγματος και ότι οι δύο γυναίκες ήταν οι κόρες του. Τους μιλά περί υπευθυνότητας. Εκείνος απευθύνεται στα ελληνικά, ενώ η μία θυγατέρα χρησιμοποιεί τη γαλλική. Έπειτα όλοι στρέφονται στην ελληνική γλώσσα.

Βρισκόμαστε πλέον στο σκοτεινό χώρο του θεάτρου. Η μεγάλη, επαγγελματική πρόταση ακούγεται από τα χείλη του απαιτητικού καλλιτέχνη. Ένας νέος Μάκβεθ, δωματίου. Με τον ομώνυμο πρωταγωνιστή, τη Λαίδη Μάκβεθ και μόλις μία Μάγισσα. Ο ηθοποιός με την επαγγελματική πειθώ εξηγεί την προοπτική του έργου μέσα από τους ρόλους των δύο γυναικών, μιλώντας στις κόρες του με γοητεία. “Εσύ Νάντια θα είσαι η Λαίδη Μάκβεθ! Ελκυστική, Βόρεια… Εσύ Αλεξάνδρα, η σκοτεινή Μάγισσα…” “Τι λέτε;” Ακολουθεί ο τίτλος της ταινίας.

Στη διάρκεια της πρώτης πρόβας η ισορροπία επαγγελματισμού και προσωπικών σχέσεων δεν κλονίζεται. Όπως επισημαίνει ο αυστηρός συνεργάτης και όχι διδακτικός γονιός: “Εδώ μέσα δεν είμαστε πατέρας και κόρες!” “Γιατί, πότε ήμασταν;” τον αντικρούει η νεαρή Αλεξάνδρα. Εκείνος αποφεύγει ήπια την αντιπαράθεση, μιλώντας για μια μεγάλη συζήτηση περί ζωής και τέχνης. Η θιγμένη θυγατέρα παρατηρεί, ότι ο Μάκβεθ είναι ένας κατακτητής. Ο ηθοποιός με την ανυπόταχτη ψυχολογική κράση αναφέρει, ότι αυτή είναι μια απλοϊκή άποψη. Στην πραγματικότητα ο Μάκβεθ είναι σύνθετος, όπως η ζωή.

Γενικά, στο έργο θα παρακολουθήσουμε τη σύγκρουση των δύο θυγατέρων με τον αμετανόητα ψυχρό πατέρα τους. Το μοτίβο της ταινίας αφορά πέντε βάσεις τοποθεσιών:

Α) Τον ιερό χώρο του θεάτρου. Όλα οφείλουν να λειτουργήσουν άψογα στις πρόβες.

Β) Το ξενοδοχείο, όπου διαμένει ο πασίγνωστος για την ερμηνευτική του πορεία ηθοποιός. Αν και υπάρχει οικονομική δυσπραγία, ένας φίλος του παραχωρεί τη διαμονή.

Γ) Το διαμέρισμα, που μένουν οι δύο αλληλέγγυες, αδερφές από άλλη μητέρα.

Δ) Η εξωτερική, προσωπική περιήγηση Νάντιας, Αλεξάνδρας και πατέρα σε διάφορους δρόμους της Αθήνας ή σε σταθμό τρένου αντίστοιχα.

Ε) Η προσωρινή διαμονή των δύο θυγατέρων σε κάποια μπαρ της πρωτεύουσας. Πότε μαζί και πότε χώρια (Αλεξάνδρα σε μπαρ με πάτωμα  αποχρώσεων σκακιού ή άλλα παρόμοια μαγαζιά).

Σημαντική στην ταινία είναι η εμφάνιση μέσω Skype από την Alma, εκφράζοντας εξαρχής μια ανησυχία στην κόρη της, Αλεξάνδρα, για το εν λόγω οικογενειακό, καλλιτεχνικό εγχείρημα. Αργότερα, εκείνη μιλά από το ίδιο ηλεκτρονικό μέσο και με τη Νάντια. Οι παρεμβάσεις της Alma είναι αρκετές (περίπου τέσσερις) στην ταινία και αποτελούν μια αίσθηση του τρόμου από κάποιον εξωτερικό παρατηρητή/σύμβουλο.

Στις πρώτες τρεις στιγμές επικοινωνίας μέσω Skype, η Alma παρουσιάζεται στο φακό οπτικά ως πιο απόμακρη. Νοιάζεται μεν για το τι προβλήματα θα δημιουργηθούν στις μεταξύ σχέσεις πατέρα και θυγατέρων, όμως μοιάζει σαν ένας παρατηρητής μακριά από τη ζωή. Την τέταρτη φορά αντιθέτως, εμφανίζεται πολύ πιο ζωντανή και μάλλον καθόλου τυχαία, διότι τότε παίρνει την απόφαση να έρθει στην Ελλάδα.  Ώσπου, τελικά καταφθάνει στην Αθήνα.

Μια ιδιαίτερη, οπτική γωνία ενός χαρακτήρα στο έργο είναι φυσικά εκείνη του πρωταγωνιστή. Οι γυναίκες της ζωής του έρχονται και χάνονται αντίστοιχα, καθώς εκείνος ως αποσβολωμένος θεατής στην ιδιωτική του ζωή τις κοιτά από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου, όπου κατοικεί, να διασχίζουν το δρόμο φεύγοντας. Η Αλεξάνδρα, η Νάντια και η Alma σε προσωπικό επίπεδο περνούν πλέον αστραπιαία από τη ζωή του πρωτοκλασάτου ηθοποιού. Η πρώτη σύζυγος έγινε μια θλιβερή ανάμνηση σε ένα πίνακα. Μόνο το ταλέντο και το χαμόγελό της διασώθηκαν από τη λήθη.

Ο ισχυρογνώμων ηθοποιός και σκηνοθέτης αυτού του νέου Μάκβεθ, ηχογραφεί ιδιωτικά διάφορες, εσωστρεφείς σκέψεις, ενώ τον παρακολουθούμε να βρίσκεται στο κρεβάτι του διαμερίσματος του ξενοδοχείου. Γενικώς, μετά από την ηχογράφηση αυτή, το μέσο (κάμερα) οδηγείται κάποιες φορές στο “μονοπάτι” της νεαρής Αλεξάνδρας. Στον αντίποδα, σε άλλες στιγμές ο φακός ασχολείται με τη συναισθηματική αποκρυπτογράφηση της Νάντιας. Ξεκινώντας διερευνητικά αρχικώς.

Η μεγαλύτερη κόρη λοιπόν βρίσκεται στο δωμάτιό της, διαβάζοντας στο κρεβάτι και το φωτιστικό είναι στραμμένο προς εκείνη με περισσότερη λάμψη από όση χρειάζεται απλώς για την ανάγνωση ενός βιβλίου. Της μιλά η Αλεξάνδρα. Μοιάζει το φως που λούζει τη Νάντια να εξακριβώνει τα αληθινά της συναισθήματα, ενόσω αυτή συνομιλεί με την ετεροθαλή αδελφή της. Αργότερα σε πιο ξεκάθαρη μορφή παρατηρούμε και τη Νάντια από τη δική της πλευρά να βιώνει συναισθήματα ακούραστης θλίψης.

Η γύμνια των δύο γυναικών λαμβάνει διαστάσεις ψυχικής απογύμνωσης. Η Νάντια δείχνει απροκάλυπτα στην Αλεξάνδρα, ότι είναι συναισθηματικά η πιο παραμελημένη κόρη, αν και μεγαλύτερη. Ενώ η Αλεξάνδρα αποκαλύπτει στον πατέρα της μια παιδική ενοχή, για τον χωρισμό του με την Alma.

Ο χώρος του θεάτρου περιλαμβάνει τις μεγαλύτερες συγκρούσεις προσωπικοτήτων. Ο διαβατάρικος ίσκιος του Μάκβεθ είναι πάντα εκεί! Γλυτώνοντας το στυγνό επαγγελματία από την πατρική απολογία και απομακρύνοντας τις δύο κόρες από τη λυτρωτική, γονεϊκή επανόρθωση. Την τελευταία, όπως θα αποδειχτεί, τη χρειάζονται οπωσδήποτε και οι δύο οικογενειακά ξεριζωμένες θυγατέρες. Η πασίγνωστη κατάρα για το έργο “Μάκβεθ”, τιμά επάξια τη φήμη της, βρίσκοντας φωνή μέσα από την εν λόγω οικογενειακή τραγωδία.

(περισσότερη ανάλυση περί σκηνοθεσίας ακολουθεί σε σχετική, κάτωθι κατηγορία της στήλης)

Ερμηνείες:

Κώστας Αρζόγλου: Υποδυόμενος τον ακούραστο ερμηνευτή, μα φυγόπονο γονέα, που θυσιάζει τα πάντα για την τέχνη του θεάτρου, χωρίς μετάνοιες. Σαν φυσικό επακόλουθο της συνολικής ύπαρξής του. Μέσα από το ρόλο του πατέρα ερμηνεύει και τον ίδιο το Μάκβεθ.

Η πειθώ του χαρακτήρα σκιαγραφείται υποκριτικά, μόλις εκείνος επεξηγεί στις δύο γοητευμένες ηθοποιούς, αλλά απογοητευμένες κόρες, τους μελλοντικούς ρόλους των. Η αυστηρότητα εκφράζεται από τον ηθοποιό, όταν εκείνος ξεκαθαρίζει πως στον ιερό χώρο του θεάτρου δεν “χωρούν” οικογενειακές αντιπαραθέσεις. Ενώ η αυτοπεποίθηση της ιδιοσυγκρασίας του ρόλου εν συνεχεία ενσαρκώνεται εύστοχα, συζητώντας σε πιο ήρεμους τόνους, άφοβα, περί συσχέτισης θεάτρου και ζωής. Υπερασπίζοντας φυσικά το πρώτο, μέσα από την πολυσύνθετη μορφή του έργου Μάκβεθ.

Στο καμαρίνι καλώντας την Αλεξάνδρα, ο ερμηνευτής “παίζει” με τη φωνή (καθώς βλέπουμε εκείνη πλέον), επηρεάζοντας τη νεαρή. Λέγοντας, ότι θαυμάζει την υποκριτική της. Μας πείθει έπειτα πως μιλά στο τηλέφωνο για μια συνέντευξη, ανακοινώνοντας την οικογενειακής συνεργασίας προετοιμασία του έργου. Μόλις η Αλεξάνδρα τον βρει στο ξενοδοχείο του, αποσκοπώντας να λύσει κάποιες θεατρικές της απορίες, ο ηθοποιός κάτι εκπληκτικό! Επειδή αρχικά ο ρόλος (πατέρας) στο καμαρίνι είχε συζητήσει μαζί της για τα δικαιώματα μεταβίβασης του θεάτρου, ο ερμηνευτής επαναφέρει μια εκφραστική ανησυχία για το συγκεκριμένο θέμα. Σαν να αφοσιώνεται η σκέψη του, μόνο σε αυτό ακριβώς που τον απασχολεί και όχι σε ό,τι άλλο συζητούσαν.

Γενικώς η αφοπλιστικής μορφής ψυχρότητα απέναντι σε Νάντια και Αλεξάνδρα μεταφέρεται διαρκώς από τον ερμηνευτή με απόλυτη μαεστρία. Δυσανασχετεί στη διακοπή της πρόβας λόγω έλλειψης συγκέντρωσης των συνεργατριών, αν και ο ίδιος κάπνιζε στο χώρο. Περιγράφει πιο ενδόμυχες πλευρές του ρόλου, μιλώντας για υποκριτική ανατροφοδότηση από προσωπικές, άσχημες εμπειρίες (π.χ. παράσταση Woyzeck). Συγκρούεται με τη Νάντια στο καμαρίνι, ξεκαθαρίζοντας, ότι είναι άδικο να τον κατηγορεί εκείνη για την αυτοκτονία της μητέρας της. Εκεί, το βλέμμα του ηθοποιού εκφράζει όλη την ισχυρογνωμοσύνη του ρόλου.

Κοιτάζεται στον καθρέπτη, λέγοντας ότι είναι γέρος και εξαιτίας της -μέχρι αυτό το χρονικό σημείο- ενσάρκωσης με ακλόνητη αυτοπεποίθηση, αιφνιδιάζει τους θεατές με την παροντική, αυτοκριτική του ρόλου. Η πανίσχυρη επιρροή επάνω στη Νάντια αποδίδεται από τον ηθοποιό με ήπιους, αλλά κυρίαρχους τόνους φωνητικής επιβολής, λέγοντάς της να μπει βαθειά στην ψυχοσύνθεση της Λαίδης Μάκβεθ. Η πρότασή του για το γράμμα, μας τρομάζει πειστικότατα, εξαιτίας του ύφους του.

Aurora Marion: Ενσαρκώνοντας τη μικρή κόρη του κορυφαίου ηθοποιού. Την Αλεξάνδρα. Μια ταλαντούχα ηθοποιό, που πιστεύει στον επαναπροσδιορισμό των οικογενειακών σχέσεων, αλλά μέσα από την αμφισβήτηση. Ερμηνεύει ως Αλεξάνδρα και τη Μάγισσα στο έργο Μάκβεθ.

Η ηθοποιός καταφέρνει να μας μεταδώσει τις αντιθέσεις της Αλεξάνδρας. Έχει ζωντάνια, φλερτάρει, ερωτοτροπεί και φέρεται με πρωτόγνωρη αλληλεγγύη στην ετεροθαλή, μεγαλύτερη αδερφή της. Θυμώνει όμως με τον πατέρα της και συγκρούεται προοδευτικά όλο και περισσότερο μαζί του, σε επαγγελματικό, μα κυρίως σε οικογενειακό επίπεδο. Χρησιμοποιώντας και τις δύο γλώσσες (ελληνικά, γαλλικά) ανταποκρίνεται επακριβώς στην ιδιοσυγκρασία του συγκεκριμένου ρόλου.

Ως Μάγισσα ψιθυρίζει “Τι ώρα;” και ο τόνος της έχει πράγματι συνδέσει μια θεατρική απόδοση του ρόλου (Μάγισσα) στο έργο του W. Shakespeare, μια θεατρική αναπαράσταση από το χαρακτήρα της Αλεξάνδρας και την κινηματογραφική περσόνα της ίδιας, κάνοντας καλά αυτή τη δουλειά. Φεύγοντας από το καμαρίνι σταματά και ερμηνεύει με τα μάτια το φόβο για την άσκηση της επιρροής του πατέρα της, όταν εκείνος της κάνει επαγγελματική αξιολόγηση για τους ψιθύρους του ρόλου.

Η Αλεξάνδρα πηγαίνει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, όπου διαμένει ο πατέρας της. Η κάμερα στρέφεται αποκλειστικά σε εκείνη και μόλις την αποκαρδιώνει η ψυχρότητα του γονιού περί ζωής και τέχνης, τότε η ερμηνεύτρια χαμηλώνει το βλέμμα, εκφράζοντας ορθά την αρμόζουσα απογοήτευση, σαν να τον είχε όντως απέναντί της. Στο θέατρο επιστρέφει γρήγορα στη θέση της ως Αλεξάνδρα, που υποδύεται τη Μάγισσα του έργου Μάκβεθ, κάνοντας μικρά, γοργά βήματα. Πείθοντάς μας πως βρίσκεται σε διαδικασία πρόβας.

Αποδίδει την αλληλεγγύη περιθάλποντας τη Νάντια, χρησιμοποιώντας μια τρομαγμένη φωνή. Η Αλεξάνδρα απογυμνώνεται στον συνεργάτη/πατέρα. Αρχικά εμφανίζει θυμό η έκφραση του προσώπου της. Κατόπιν, η ίδια επεξηγεί τη συσχέτιση της παιδικής ηλικίας για την εν λόγω πράξη, λέγοντας με εκπεφρασμένη παιδικότητα “Papa.” Ο χορός της αργότερα, εκφράζει μια καλλιτεχνική ανεξαρτησία από ό,τι ενοχλεί την Αλεξάνδρα.

Katia Leclerc O’ Wallis: Υποδυόμενη τη μεγαλύτερη κόρη του φημισμένου ηθοποιού. Τη Νάντια. Μια επίσης υψηλών δυνατοτήτων ερμηνεύτρια, η οποία δυστυχώς ζει αναπόσπαστα με την υποβλητική σκιά της μητρικής αυτοχειρίας. Ερμηνεύει ως Νάντια και τη Λαίδη Μάκβεθ στο ομώνυμο έργο.  

Καθώς οι πρόβες συνεχίζονται και διακρίνεται η σκιά της Μάγισσας, που απλώς παρατηρεί σε αυτή τη σκηνή, η Νάντια ως Λαίδη Μάκβεθ πρωταγωνιστεί. Η ερμηνεύτρια επιτυγχάνει βάσει αυτής της ερμηνείας μια ενδιαφέρουσα ένωση θεάτρου και cinema, αποδίδοντας ένα ρόλο μέσα στο ρόλο. Η αισθητική της προσέγγιση συνυπάρχει γοητευτικά μέσα στις δύο τέχνες. Έπειτα ως Νάντια συγκινείται χωρίς να μπορεί να συνεχίσει τη θεατρική πρόβα. Χρησιμοποιεί επίτηδες σπαστά ελληνικά με εύστοχο τρόπο (εάν δει κανείς άλλες κινηματογραφικές συμμετοχές της, θα παρατηρήσει, πως η ίδια μπορεί να μιλήσει πολύ καλά τη γλώσσα).

Η ηθοποιός μεταφέρει πειστικά τη λιπόθυμη κατάσταση της μεγάλης κόρης, όπως και τη διάθεση αυτοκαταστροφής της στο μπάνιο. Στη δική της σκηνή απογύμνωσης, όλο της το σώμα εκφράζει υποκριτικά σωστά μια άρνηση προς τη ζωή. Μεταδίδει την απόλυτη αγνότητα, αλλά και παιδική απώλεια φροντίδας λέγοντας “Κανείς δεν το έκανε ποτέ αυτό για εμένα.” μόλις η αδερφή της την πλένει στο μπάνιο.

Η φωνητική ανάγνωση του γράμματος αυτοκτονίας της μητέρας της συμβαδίζει υποκριτικά απόλυτα με την εξέλιξη των γραπτών λεγομένων της θλίψης εκείνης και του θρήνου της Νάντιας. Σε επόμενη πρόβα κινείται με μεγάλη θεατρικότητα προς την πολυθρόνα του χώρου. Πηγαίνοντας στο ξενοδοχείο η ηθοποιός με παραστατικό τρόπο αποδίδει την ψύχωση της σκηνής της Λαίδης Μάκβεθ στο κρεβάτι, ρίχνοντας νερό και μιλώντας για το αίμα, που δεν φεύγει. Οι κρίσεις πανικού και το σιωπηλό κλάμα του χαρακτήρα της Νάντιας περιγράφουν υποκριτικά ως πρόλογος την πιο δύσκολη στιγμή της…

Estelle Marion: Στο ρόλο της Alma, μητέρας της Αλεξάνδρας. Μιας ανήσυχης, γενναιόδωρης προστάτιδας και των δύο θυγατέρων του απορροφημένου στην τέχνη του, μεγάλου ηθοποιού.

Μπορούμε να πούμε, ότι η εναλλαγή της ζωντάνιας της Alma κατά την επικοινωνία μέσω Skype (μέχρι και την 4η φορά) δεν είναι μόνο σκηνοθετικό/οπτικό θέμα, μα οφείλεται και λόγω της καλής ερμηνείας από την ηθοποιό. Ως Alma, ερχόμενη στην Αθήνα ταπεινώνει τον πρώην άντρα της, επισημαίνοντάς του, πως εκείνος μένει τελικά μόνος σε ξενοδοχείο.

Η ερμηνεύτρια παρουσιάζει ένα ρόλο γενναιόδωρης μητέρας, μιλώντας γλυκά σε Νάντια και Αλεξάνδρα. Η τελευταία της ατάκα με αμείλικτο ύφος αδειάζει ψυχολογικά όχι μόνο το χαρακτήρα του άντρα της, αλλά και εμάς τους θεατές

Επιτυχής ή ανεπιτυχής η απόδοση σεναρίου, σκηνοθεσίας και ερμηνειών:

Το σενάριο έγραψαν οι Νίκος Κορνήλιος και Ευγενία Παπαγεωργίου. Οι γλώσσες που χρησιμοποιήθηκαν, ήταν τα ελληνικά και γαλλικά. Η χρήση των δύο γλωσσών εμφανίζεται, με κυρίαρχη συνολικά, αυτή της ελληνικής. Υπάρχουν διάλογοι, όπου τα γαλλικά έρχονται ως ανταπάντηση. Όμως αυτή η προσέγγιση δεν αποδυναμώνει τη ροή του λόγου. Μα αντιθέτως παρουσιάζει γοητεία, μιας και δεν γίνεται διαρκώς και κυρίως, εξαιτίας μιας, ενδυναμωμένης, λεκτικής ανταπόδοσης στις στιχομυθίες, αξιοποιώντας άλλη κουλτούρα. Φερειπείν, η Αλεξάνδρα απαντά πιο δυναμικά στα γαλλικά στον πατέρα της, μόλις εκείνος δεν θυμάται την ακριβή ημερομηνία των γενεθλίων της: “Δεν υπάρχει αγάπη! Υπάρχουν αποδείξεις για την αγάπη.”    

Σε αυτή την ιστορία η επεξήγηση για το οικογενειακό, αλλά και επαγγελματικό παρελθόν των ηρώων ουσιαστικά πραγματοποιείται από τους ίδιους, διαμέσου των κειμένων των στιχομυθιών του έργου. Το δοθέν κίνητρο από τον πατέρα, αποσκοπώντας στην παραμονή των δύο θυγατέρων στην Αθήνα, είναι ρεαλιστικής προσέγγισης. Στα όρια κυνισμού και αγάπης. Όπως και η δύσκολη συνύπαρξη θεατρικής τέχνης και προσωπικής ζωής.

Κομβικό σημείο είναι η διαφορά ηλικίας των δύο γυναικών και το γεγονός, ότι προέρχονται από άλλη μητέρα. Η αντίθετη ιδιοσυγκρασία τους προσδίδει δημιουργικότητα στο σενάριο. Η Αλεξάνδρα είναι η “ζωντανή”. Ελπίζοντας στις ανθρώπινες σχέσεις, παρά την ψυχρότητα του πατέρα της. Η Νάντια φέρει κατάθλιψη. Είναι απογοητευμένη από την έννοια και οντότητα της αγάπης. Το φάντασμα της ψυχολογικά ηττημένης μητέρας της την καταδιώκει.

Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η επιλογή του πρωταγωνιστή να παντρευτεί δύο φορές σύζυγο από άλλη χώρα καταγωγής. Το τραγικό παρελθόν της μιας, σηματοδοτεί την αίσθηση της θλίψης και στον ίδιο. Ενώ η έλλειψη εκτίμησης από την Alma, καθιστά εκείνον ως δήμιο της αγάπης. Μόνο το θέατρο του έχει μείνει, με αποτέλεσμα να αφοσιωθεί σε αυτό.

Οι ακραίες μέθοδοι του άριστου επαγγελματία, αξιοποιώντας τη χρήση των χειρότερων φόβων για την ενσάρκωση των ρόλων, εμβαθύνοντας στο δράμα, αποτελούν το φιτίλι της κλιμάκωσης στην υπόθεση. Έτσι, εφόσον όπως εξήγησε στην Αλεξάνδρα, εκείνος εφάρμοζε αυτή την τακτική στον εαυτό του για πολλά έτη, τώρα πλέον έχει από άποψη σεναρίου ενδιαφέρον η δηλητηριώδης αξιοποίηση αυτής της θεατρικής στρατηγικής στις κόρες του. Η ζωντανή παρουσία της Alma φαντάζει σαν την τελευταία ελπίδα απομάκρυνσης των θυγατέρων από τον αδίστακτο ερμηνευτή, που τις πατρονάρει σκηνοθετικά με αθέμιτα μέσα.  

Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Νίκος Κορνήλιος. Ο σκηνοθέτης επιχειρεί να στολίσει την ταινία με το μανδύα της αύρας του έργου Μάκβεθ, δημιουργώντας μεν μια τρομακτική, μα και γήινων προβλημάτων ατμόσφαιρα, μέσα από την προσωπική ιστορία μιας οικογένειας ταλαντούχων ηθοποιών. Ήταν κρίσιμης σημασίας για αυτό το καλλιτεχνικό εγχείρημα να αποδοθεί ένα πάντρεμα της “αναπνοής” της γενικής οντότητας του θεατρικού ηθοποιού, με την ίδια την κινηματογράφηση ως μέσο πολυδιάστατης ματιάς των ηρώων/ηρωίδων. Και πράγματι το πέτυχε! Η Νάντια, η Αλεξάνδρα και ο πατέρας τους περιγράφονται ως επιτυχημένοι και συνδεδεμένοι στην τέχνη τους, αλλά ταυτόχρονα δυσλειτουργικά μυστηριώδεις και απόμακροι στην προσωπική τους ζωή.

Η επικοινωνία έρχεται, αλλά μέσα από ακατάλληλα μονοπάτια της ψυχής. Ωστόσο και οι δύο θυγατέρες θα λάβουν μια αγκαλιά από τον πατέρα τους. Όμως η πρωτοβουλία στην πρώτη περίπτωση είναι της Αλεξάνδρας και αντιστοίχως στη Νάντια το επιτάσσει ο ρόλος. Η Alma μιλώντας μέσω Skype μοιάζει με τη φωνή της λογικής, που βρίσκεται στο πίσω μέρος του μυαλού. Τελικά ο ερχομός της στην Αθήνα ενισχύει την αντικειμενική, ανήσυχη ανάγνωση της για τα γεγονότα.

Αν και ο μεγάλος ηθοποιός ζητά εξαρχής να μην υπάρξουν οικογενειακοί σύνδεσμοι, διότι αποσπούν τη βελτίωση των προβών, ο ίδιος ωστόσο μέσα στο καμαρίνι φέρνει μια προσωπική ατμόσφαιρα σε Αλεξάνδρα και Νάντια. Έπειτα  πραγματοποιεί αυτή τη “θεατρική παρανομία” και στο χώρο της υποκριτικής εξάσκησης, προτείνοντας στη Νάντια να απαγγείλει το γράμμα της αυτοκτονίας της μητέρας της, ενώπιον και της Αλεξάνδρας.

Ουσιαστικά υπάρχει μια μεγάλη, δημιουργικά συμπαγής αντίθεση! Η Αλεξάνδρα θεωρεί, ότι η τέχνη οφείλει να έρχεται στην προσωπική ζωή, βελτιώνοντάς την. Να αντλείται δηλαδή το έναυσμα της εμπνευσμένης τόλμης μέσα από την τέχνη. Αντιθέτως, ο σκοτεινός ερμηνευτής χρησιμοποιεί ως πολύτιμο, πνευματικό εφόδιο υποκριτικής την ίδια τη ζωή, ώστε να εξυψώσει τη θεατρική τέχνη. Λαμβάνοντας ένα ριψοκίνδυνο ρόλο. Είναι ανυπολόγιστης δυναμικής αυτή η μεταξύ τους αντίφαση.

Παρατηρούμε, ότι ο χώρος του θεάτρου φέρει την πιο σκοτεινή αισθητική. Είναι άλλωστε το σπίτι του πρωταγωνιστή. Το αληθινό καταφύγιό του, από το οποίο εκείνος αντλεί αυτοπεποίθηση, ακόμη και από τα θραύσματα της καθρεπτισμένης του ψυχής. Διακρίνουμε μέσα από το σκοτεινό φόντο μια προοδευτική αύξηση του φωτός γενικώς μέσα στο χώρο του θεάτρου. Αρχής γενομένης από την είσοδο του φακού στο καμαρίνι, όπου ο καταξιωμένος εκφραστής της ψυχής συνομιλεί με την Αλεξάνδρα, για την μεταβίβαση των δικαιωμάτων του θεάτρου και το ταλέντο της.

Κατόπιν, παρατηρείται σε άλλη πρόβα μια πιο φωτεινή προσέγγιση, ώστε να προβάλλει η μεγάλη, επιβλητική σκιά της Μάγισσας και οι ερμηνείες πατέρα και Νάντιας στο έργο του W. Shakespeare. Στη διεύθυνση φωτογραφίας είναι η Ολυμπία Μυτιληναίου. Ομοίως, όταν ξεχνά ο πατέρας τα λόγια, προβάροντας με την Αλεξάνδρα. Καθώς αργότερα μόλις εξασκεί την υποκριτική της η Νάντια και ο ίδιος κάθεται στην πολυθρόνα, το φόντο είναι συγκριτικά πιο φωτεινό.

Ο τρόπος που γυρίστηκε η σκηνή στο μπάνιο με το καυτό νερό έχει μια ανθρώπινη προσέγγιση, σαν να ήμασταν και εμείς σε απόσταση αναπνοής από το συμβάν. Γενικώς, μέσα από το χαρακτήρα της Νάντιας και συνεπώς την ενσαρκωμένη οντότητα της Λαίδης Μάκβεθ ερχόμαστε πάντοτε περισσότερο σε επαφή και πάλι με το ίδιο το έργο Μάκβεθ. Και δεν είναι τυχαίο αυτό, γιατί η Νάντια είναι δοσμένη στην τέχνη, καθώς η τελευταία αποτελεί μοναδική διέξοδο από την απειλητική θλίψη της. Όμως είναι παράλληλα και η παγίδευσή της.

Ο σκηνοθέτης μας παρουσιάζει την αντίθεση Νάντιας και Αλεξάνδρας  συνεχώς στο έργο, αλλά αναδεικνύει με μοναδικό τρόπο πόσο καθοριστική είναι η σχηματισμένη ψυχοσύνθεσή τους. Ο χορός της ζωής και η κοίμηση της ψυχής ενώνονται. Το μοντάζ ανέλαβε η Ευγενία Παπαγεωργίου. Η ζωή εμφανίζει πόνο, δυσκολίες και διαρκή αγώνα ακόμη και για την πιο απλή πάθηση. Ενώ ο θάνατος την απόλυτη παραίτηση και για μερικούς ανθρώπους (χωρίς να σημαίνει, ότι αυτό είναι απαραίτητα σωστό) γαλήνη.

Στις ομαδικές ερμηνείες: Υπάρχει λοιπόν μια σκηνή, όπου Αλεξάνδρα και Νάντια κάνουν αναπαράσταση του ειδικά διαμορφωμένου Μάκβεθ. Ως Μάγισσα και Λαίδη Μάκβεθ αντίστοιχα, παίζουν μαζί. Καθώς η πρώτη στέκεται πίσω από τη Λαίδη, κρατά τα χέρια εκείνης. Παρακολουθώντας τις ερμηνείες όλου του έργου γενικώς μέχρι εκείνο το σημείο, διακρίνεται ότι κάτι… Γίνεται πλέον ερμηνευτικά αλλιώς. Αναρωτιέται λοιπόν ο θεατής, πως αφού υπήρχε πιο υψηλή απόδοση, αυτή ξαφνικά μειώθηκε;

Περνά μια σκέψη από το πίσω μέρος του μυαλού μας, αλλά η αλήθεια είναι ότι λίγοι άνθρωποι μπορούν να είναι μες το μυαλό του σκηνοθέτη. Ξαφνικά ο πατέρας λέει “Δεν μου αρέσει!” Και τότε αποκαλύπτεται η εξήγηση. Οι δύο ερμηνεύτριες έπαιξαν τρεις ρόλους:

Α) Τις Αλεξάνδρα και Νάντια.

Β) Τη Μάγισσα και Λαίδη Μάκβεθ αντίστοιχα.

Γ) Τις Αλεξάνδρα και Νάντια, όπου έπεσε η απόδοσή τους, ενσαρκώνοντας Μάγισσα και Λαίδη Μάκβεθ, λόγω έλλειψης ερμηνευτικής συγκέντρωσης.

Καταλαβαίνετε, ότι είναι αρκετά δύσκολο υποκριτικά να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Και όμως συνέβη! Αν και οι ηθοποιοί είναι δύο, εξαιτίας της συγχρονισμένης κινησιολογίας θεωρείται ομαδική προσπάθεια.

Επίσης, σημαντική, ομαδική ερμηνεία εμφανίζεται, όταν μετά από την πρόβα της σκιάς της Μάγισσας, πατέρας και δύο κόρες επιστρέφουν στους ρόλους της προσωπικής τους ζωής.

Στα ντουέτα ξεχωρίζουν: Σε πολλές στιγμές ο πατέρας ως Μάκβεθ με τη Νάντια στο ρόλο της ομώνυμης Λαίδης. Αντίστοιχα με την Αλεξάνδρα, ως Μάκβεθ και Μάγισσα την ώρα του βυθού της σκιάς. Η Νάντια διαβάζει και η Αλεξάνδρα της μιλά. Αλεξάνδρα και πατέρας προβάρουν, ενώ ο δεύτερος ξεχνά τα λόγια και τότε συγκρούονται για τις θεατρικές, πιεστικές μεθόδους του. Νάντια και πατέρας συνομιλούν στο καμαρίνι. Alma και πατέρας θεσπίζουν για άλλη μια φορά τις διαφορές τους. Και ακόμη μία, στην τελευταία τους συνάντηση.

Συνεπώς αποδεικνύεται ως επιτυχής η απόδοση σεναρίου, σκηνοθεσίας και ερμηνειών.

Επιλογή Casting:

Χωρίς πολλά λόγια αναφέρουμε, ότι οι επιλογές των ηθοποιών στους συγκεκριμένους ρόλους, βάσει των αποδόσεών τους, αποδεικνύονται ως πραγματικά εύστοχες!

Μουσική/Ηχητική υπόκρουση:

Επί της ουσίας, σε αυτή την ταινία μουσική και ήχος έγιναν μία οντότητα. Στον ήχο λοιπόν υπεύθυνοι ήταν οι Ιάσων Θεοφάνου, Γιάννης Καραμήτρος και στην ηχητική μίξη ο Κώστας Μπώκος.

Ξεχωρίζει στο έργο διαρκώς μια μουσική ατμόσφαιρα, η οποία ακούγεται στο βάθος της συνύπαρξης των χαρακτήρων. Είναι σωστή αυτή η επιλογή, γιατί αποδίδεται έτσι η θεατρική κυριαρχία, με τα λόγια και την αύρα των ηθοποιών, στην αναπαράσταση των προβών. Μοιάζει να υπάρχει αυτό το μυστηριώδες θέμα στο υποσυνείδητό τους, μόλις παίζουν το έργο Μάκβεθ. Το ακούμε πολλές φορές σε αρκετά χαμηλή ένταση στην ταινία. Μία από αυτές είναι στην πρόβα Μάκβεθ και Μάγισσας, πριν η Αλεξάνδρα απογυμνωθεί. Σε διάφορα μπαρ περιγράφονται ηχητικά κάποια τραγούδια. Όταν Νάντια και Αλεξάνδρα έχουν βγει μαζί, ξεχωρίζει σε ένα από αυτά το ηλεκτρικό μπάσο. Η Αλεξάνδρα πηγαίνει μόνη της σε κάποιο άλλο μαγαζί, όπου ακούμε τη μουσική του Tom Waits. Ο ελεύθερος, αυθόρμητων κινήσεων χορός της Αλεξάνδρας, στο μπαρ με πάτωμα χρωμάτων σκακιέρας, συνοδεύεται από την κατάλληλη μουσική.

Μια δελεαστική, επαγγελματική πρόταση έρχεται στα αυτιά των δύο θυγατέρων. Οι γοητευτικές στιχομυθίες του έργου Μάκβεθ παραχωρούν γενναιόδωρα τη σειρά τους μπροστά στις οικογενειακές, δραματικές συγκρούσεις. Η φωνή της Alma μέσω Skype προειδοποιεί, αλλά δεν λαμβάνεται υπόψιν. Οι ηχογραφήσεις ενός κορυφαίου ηθοποιού δεν βοηθούν ποτέ τον ίδιο να απαλλαγεί από το ρόλο της πατρικής ψυχρότητας. Η Αλεξάνδρα πραγματοποιεί ένα ήπιο χτύπημα στον πατέρα της, μόλις εκείνος υποβιβάσει λεκτικώς την παρελθοντική σχέση του με την Alma. Η ανάγνωση ενός μοιραίου γράμματος μοιάζει να αντηχεί παντοτινά στο μυαλό της Νάντιας.

“Η διαχρονική, πατρική αφοσίωση στην τέχνη του θεάτρου, αφαιρεί από την τρομακτική πραγματικότητα τις δύο μοναδικές, προσωποποιημένες αρετές της. Καθώς και τις γενέτειρες αυτών.”

Μια διανομή της Filmcenter Τριανόν   

O Eretikos κριτικός Γιάννης Κρουσίνσκυ

 

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X