Επιλογές

~Το πλαγκτόν~

~Το πλαγκτόν~
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Είναι απομεσήμερο, κοντά στα Χριστούγεννα κι ανεβαίνει για το σπίτι αργά. Η πόλη μυρίζει χημικά και καυσαέριο, πεζοδρόμια γερασμένα, ανοιχτά στόματα με χαλασμένα δόντια, όλο και κάποιος ζητάει κάτι, πενήντα λεπτά, της μέρας, της ώρας, μιας ζωής άλλης, φιλαράκι έχεις; φύλλα και φτερά στον άνεμο. Φιλαράκι. Και στις γωνίες πάνοπλη η μηχανή, επιβλέπει.
Φτάνει, σπρώχνει την πόρτα να κλείσει καλά, γιατί το έξω παλεύει να μπει μέσα μαζί της. Κλείνει και μέσα είναι ζεστά. Ενας ήλιος χειμωνιάτικος έχει απλώσει πάνω στην κουβέρτα της, και γέρνει μέσα του, κι όπως πάει ν’αποκοιμηθεί, γλυστράει εκεί που αγαπάει. Εκεί που γιατρεύεται.
Είναι στην παραλία, στο νησί, έξω απ’τη σκηνή της αραχτή, ακούει το κύμα και κατά κύματα τη μουσική απ’το μπιτσόμπαρο, μια τη φέρνει το αεράκι, μια την παίρνει, παίζει ο Ηλίας απόψε, έχει παρτάκι αλλά αυτή είπε να μη πάει σήμερα, ε δεν είναι και να παρτάρουμε συνέχεια, λίγο meditation δε βλάπτει, το αντίθετο μάλιστα, είναι και black night, το φεγγάρι χαμένο, αλλά δε τη λες και μπλακ ακριβώς γιατί όλος ο γαλαξίας είναι πάνω απ’το κεφάλι της αστραφτερός και ολοκάθαρος και ψάχνει να βρει τον Μπετελγέζ, γιατί από κει έχει έρθει, να στείλει ένα γεια στα παιδιά του πλανήτη, απ’τον πλανήτη γη χαιρετίσματα. Ε ,μετά βάζει ο Ηλίας, Μάρλευ στο φούλ, ε ας πάω μωρέ μια βόλτα, να πω ένα γεια και φεύγω.
Μια έτσι κάνει, με τα πόδια γυμνά στην άμμο και το παρεό, το μπαρ φουλ, όλος ο καλός ο κόσμος εδώ, πιάσε κι ένα μοχίτο ρε μαν, της αρέσει το μοχίτο, κάνει λίγο πολεμικό, αλλά μετά έρχεται η ζάχαρη στην πρώτη γουλιά και γλυκαίνει ο κόσμος κι αυτή η μακρυνή γεύση του δυόσμου που έρχεται καπάκι την ταξιδεύει σε μπαξέ δροσερό με βότανα και μυρωδικά της άνοιξης. Ωραίο το μοχίτο, χορεύει λίγο, κάποιος την πιάνει απ’το χέρι και της κάνει μια φιγούρα και εκείνη τη στιγμή σκάει η Μαριάννα ‘ελάτε, ελάτε να δείτε τη θάλασσα, ελάτε, μαγικό, φωσφορίζει, έχει πλαγκτόν, τώρα, ελάτε, μαγικό’
Βγαίνει πίσω απ’τη Μαριάννα, βγαίνουν κι άλλοι, κάποιοι φεύγουν, μια παρέα παρακεί κάνει κύκλο, πιάνει κιθάρα, αυτή αρχίζει να μπαίνει σιγά σιγά στο νερό, αστραφτερά μικρά φωτάκια ανεβαίνουν στα πόδια της, ένα μπλε τύπου νέον τόσο μπλε και τόσο λαμπυρίζον αρχίζει να την κατάλαμβάνει σιγά σιγά, μπαίνει μέσα του.
Σκέφτεται ότι είναι η απάντηση στα χαιρετίσματα που έστειλε πριν στον Μπετελγέζ και χώνεται σ’αυτό το neon μπλε σε μαύρο φόντο και πάνω ο γαλαξίας αστραφτερός και ολοκάθαρος, all the way milky.
Κι εκεί μέσα σ’αυτό το αστραφτερό μαύρο, ένιωσε κάποιον κοντά της, δεν τον είδε να πλησιάζει αλλά ήταν εκεί. Γύρισε και είδε δυό μάτια φωτεινά όσο το πλαγκτόν γύρω της και ‘είμαι κι εγώ τόσο μπλε όσο εσύ;’ του είπε . ‘Είμαστε δύο μπλε σ’αυτόν τον κόσμο, δυό μπλε’ και βουτήξαν στο νερό, κι αρχίσαν να παίζουν και να χορεύουν και να ενώνονται μάλλον όπως κάνουν τα δελφίνια στο πέλαγος, και χάθηκε κι ο χρόνος και ο τόπος κι ένα τραγούδι μπλε απλώθηκε στον γαλαξία, γεμάτο θάλασσα και έρωτα, όπως όταν ξεκίνησε ο κόσμος.
Κάποια στιγμή αργότερα, βγήκαν στην παραλία, δεν είπαν τίποτα, έμειναν εκεί, αγκαλιασμένοι, μόνο εκείνη τον ρώτησε κάποια στιγμή ‘Μήπως είσαι κι εσύ απ’τον Μπετελγέζ;’
‘Φυσικά’ της ψιθύρισε στο αυτί, γέλασαν , ένιωσε να την σκεπάζει με το παρεό του και την πήρε ένας ύπνος βαθύς.
Ο ήλιος των Κυκλάδων έπαιξε με τα μάτια της και ξύπνησε. Της πήρε αρκετά λεπτά να καταλάβει που βρισκόταν, ποιά ήταν και τι έγινε. Και ήταν μόνη. Κοίταξε γύρω, μήπως. Πολύ πρωί. Η παραλία άδεια. Ως και το μπιτσόμπαρο κλειστό. Που είναι σκέφτηκε. Σηκώθηκε να πάει προς τη σκηνή της. Ενα παρεό στα πόδια της, λευκά άστρα και δελφίνια σε μαύρο φόντο. Δεν ήταν σίγουρη αν την είχε ζήσει την προηγούμενη νύχτα ή την είχε ονειρευτεί. Αλλά το σώμα ξέρει καλύτερα, και της έλεγε, φυσικά, φυσικά, στο αυτί, περιπαιχτικά και με πονηρό γελάκι. Και το παρεό. Αυτό που το πας. Το παρεό. Αυτό δεν μπορείς να πεις ότι είναι όνειρο. Είναι απτό. Είναι στοιχείο. Κάποιος το άφησε. Κάποιος ήταν όντως εδώ. Δεν είχε αυτή τέτοιο παρεό. Εφτιαξε λίγο καφέ στη σκηνή της και χώθηκε στη θάλασσα. Όλο κοιτούσε στη παραλία μπας και δει να έρχεται κάποιος προς το μέρος της.
Ήξερε ότι θα τον γνωρίσει άμα τον δει και στο φως της μέρας. Οι μπετελγεζιανοί αναγνωρίζονται μεταξύ τους όταν βρίσκονται. Δεν ήρθε κανείς. Η Μαριάννα μόνο πέρασε και της είπε ‘νάμαστε’ τι νάμαστε, είμαστε για νάμαστε της λέει, είδες εσύ χτες βράδυ κάποιον που ήταν μαζί μου; Ο Νίκος; Όχι βρε στο μπαρ, στη θάλασσα μετά που φώναξες, όχι δεν είδα τίποτα, έμεινα με τα παιδιά που παίζαν κιθάρα. Μέχρι το δειλινό είχε πάει δεκαπέντε φορές στο μπιτσόμπαρο. Κοιτούσε όλους τους άνδρες στα μάτια, μήπως αναγνωρίσει το βλέμμα, μια κίνηση, μια λάμψη, ένα κάτι, οτιδήποτε. Τίποτα. Τρέλα της ήρθε. Να πάρει ένα πιστόλι, ν’αρχίσει να σημαδεύει έναν έναν ανάμεσα στα μάτια ‘που ήσουνα χτες το βράδυ μωρή κουφάλα’
Μετά, όταν πια έπεσε η μέρα κι ο ήλιος χάιδευε το πέλαγο και το νησί με μια βαθιά κόκκινη πορτοκαλί αγάπη και πέφταν οι ήχοι κι ο τόπος γαλήνευε, και εκείνη κοιτούσε τον πλάτη της να αγναντεύει τη θάλασσα, κατάλαβε ξαφνικά ότι δεν είχε καμία σημασία αν θα τον εύρισκε ξανά.
Αυτό ήταν το δώρο που της δόθηκε.
Αυτή η βόλτα, αυτός ο έρωτας, μέσα στη νύχτα, μέσα στο αστραφτερό πλαγκτόν, μέσα στο γαλαξία, εκείνη τη στιγμή, εκείνη την ανάσα, μία στιγμή, μία ανάσα, ένα αιώνιο λεπτό, για τώρα, για πάντα , για ποτέ ξανά, για ένα νόβα, για ένα αστέρι που διαγράφει μια τροχιά λαμπερή και πέφτει, όπως είμαστε όλοι κι όπως είναι όλα, κι όποιος ψάχνει για κάτι άλλο, δεν βρίσκει τίποτα ούτε θα βρει ποτέ.
Νάμαστε ψιθύρισε και έκανε την κίνηση ευγνωμοσύνης προς το πρώτο αστέρι που βγήκε στον ουρανό. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε όπως το βράδυ του πλαγκτόν.
Ακουσε την πόρτα να ανοίγει. ‘εσύ είσαι αγάπη μου;’
εγώ της απάντησε μπαίνοντας. Φορούσε ένα κασκόλ μαύρο με λευκά αστέρια που τού’χει χαρίσει εκείνη.
‘Δεν είναι σκληρή αυτή η πόλη;’ της λέει.
‘Πολύ γλυκέ μου.
‘Έλα να χουχουλιάσουμε στην κουβέρτα ν’ αγαπηθούμε’
έρχομαι της λέει και χώθηκε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου μέσα στο χειμωνιάτικο διαμέρισμα, σε μια πολυκατοικία, σε μια πόλη μέσα στις τόσες πόλεις του πλανήτη γη.
Χαιρετίσματα να δώσεις, είπε μέσα της, στα παιδιά στον Μπετελγέζ.

Ιωάννα Βράκα

Επιμέλεια Ενότητας:Αυγουστάτου Σόφη

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X