Fragilemag

Συνέντευξη | Ο Στέφανος Τσιτσόπουλος μιλά για Τα Χλωμά Σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη και ταξιδεύουμε μαζί του στη φωτεινή πλευρά της Κυψέλης

Συνέντευξη | Ο Στέφανος Τσιτσόπουλος μιλά για Τα Χλωμά Σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη και ταξιδεύουμε μαζί του στη φωτεινή πλευρά της Κυψέλης
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

συνέντευξη – Γιάννης Παναγόπουλος //
εικόνες – Θανάσης Καρατζάς //

Ο κόσμος του Στέφανου Τσιτσόπουλου είναι γεμάτος μικρούς ήρωες με μεγάλες ιδέες. Και έτσι, όχι κάπως έτσι, με αυτή την ιδιωτική προκατάληψη, δένει ο τρόπος που ξεκινώ να διαβάζω τις παραγράφους των κειμένων του, τα κεφάλαια των βιβλίων του. Το τελευταίο το λένε “Τα Χλωμά Σιντριβάνια της Φωκίωνος Νέγρη”. Στις σελίδες τους κυκλοφορεί άφθονος ερωτας, ροκ εν ρολ, αισθητική, ήρωες που εύχονταν να είναι αντιήρωες, μαγαζιά της Φωκιώνος που χώρεσαν τον μύθο όλης της Αθήνας και πρεμιέρες λέξεων που το μυαλό του έπλασε. Πέρα από τον συγγραφέα σε αυτή τη συνέντευξη πρωταγωνιστούν οι Pale Fountains, οι South Of No North, οι Ex-Humans, το Select, o Χρήστος Χωμενίδης, οι Keep Shelly In Athens, η Τζένη Μαστοράκη, ο Μίλτος Ρογκότης (μη βιάζεσαι, θα μάθεις παρακάτω ποιος είναι αυτός), ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης, το Au Revoir, οι Xaxakes, η Quinta και πολλοί άλλοι, άλλες, άλλα. Πάρε τον χρόνο σου. Βόλεψε τα μάτια σου. Βάλε μουσική. Ο Στέφανος Τσιτσόπουλος βγαίνει στη σκηνή των λέξεων. Διάβασέ τον.

Είναι η Φωκίωνος Νέγρη και η Πλατεία Κυψέλης για την Αθήνα ό,τι η Λας Ράμπλας για τη Βαρκελώνη;

Η Λας Ράμπλας τελειώνει στη θάλασσα, η Φωκίωνος Νέγρη εκβάλλει στην μπετόν αρμέ Πατησίων, όμως ο παραλληλισμός μπορεί να είναι και σωστός: παντού ταχυδακτυλουργοί και αναμνήσεις από ένδοξους θρύλους να λαμποκοπούν από όχθη σε όχθη, πλήθος που τις ανεβοκατεβαίνει, χίπστερς, λοκάλια, καφέ, μπαρ, μπουτίκ και απόκοσμα δαιδαλώδη στενάκια στα τριγύρω τους: Μπάριο Γκότικο και Επτανήσου, Ραβάλ και Αγίας Ζώνης. Η Λας Ράμπλας οδηγεί στο λιμάνι με τα φέρι και τα καταμαράν που σαλπάρουν για Ίμπιζα, Μαγιόρκα και Λανθαρότε, εδώ στα πέριξ της Νέγρη επίσης συναντώ δρόμους με ονόματα νησιών, Καλύμνου και Σπετσών, Ιθάκης, Σικίνου, Νάξου και Σκοπέλου. Γιατί όχι, επομένως; Ναι, η Φωκίωνος μοιάζει να ασκεί μια πολύ περίεργη «ναυτοσύνη». Ίσως εδώ να κρύβεται και η αιτία που ως και ο Καββαδίας την προτιμούσε για βόλτες. Στα Χλωμά Σιντριβάνια υπάρχει μια στιγμή όπου ο ήρωας Μίλτος Ρογκότης μαθαίνει για τον ατελέσφορο έρωτα του ποιητή με την νεαρή τότε μούσα του, Θεανώ Σουνά. Η συγκεκριμένη ύπαρξη, για κάποιους, είναι και ο λόγος που ο ποιητής ξαναπήρε το μπάρκο για τους ωκεανούς, προκειμένου να την ξεχάσει. Ωραίοι και εύστοχοι παραλληλισμοί, Γιάννη, αλλά θα πρόσθετα και έναν ακόμα. Η Νέγρη κάποτε ήταν η Via Veneto της Αθήνας. Παπαράτσι όπως στη Ρώμη, αντί για τον Φελίνι και τον Μαστρογιάνι, την Ανίτα Έκμπεργκ και τη Σοφία Λόρεν, κυνηγούσαν στα μέρη της μια πόζα του Μπάρκουλη και της Καρέζη, του Ντέμη Ρούσσου και της Μάρθας Καραγιάννη. Ο τόπος σηκώνει αβέρτα νοητικά φαντασιακά και χωροχρονικά τακιμιάσματα. Μου ήρθε άλλο ένα: στο παριζιάνικο καφέ Ντε Φλορ σύχναζαν ο Σαρτρ, ο Καμί, ο Μπορίς Βιάν και η Σιμόν Σινιορέ, όπως στο κυψελιώτικο Select, κορώνα ακόμα της γειτονιάς, έβλεπες στα τραπέζια του να πίνουν τα ποτά τους ο Καραγάτσης με τον Σακελλάριο, η Ρένα Βλαχοπούλου αντικριστά με τους Ελύτη και Σαχτούρη: αυτοί οι δυο υποψιάζομαι πως εκτός από ποίηση μπορεί και να συζητούσαν ή να χαλβάδιαζαν τις γάμπες της Ζωζώς Σαπουντζάκη. Εδώ κάποτε ήταν μια άλλη χώρα που στο βιβλίο, μέσα από μια εξορυκτική μυθοπλασία, ανέσυρα από τα έγκατά της μουρμουρητά και φλοισβίσματα περίεργων πόθων και φαντασιώσεων.

Έφτασες από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα πριν 2-3 χρόνια, μένεις στη Νέα Σμύρνη, στην Κυψέλη πώς προσγειώθηκες;

Παρά τρίχα θα έμενα στην Κυψέλη. Όταν κατηφόρισα από τον βορρά, ο Χρήστος Χωμενίδης μου έδωσε τα κλειδιά για να μείνω στο πατρικό του διαμέρισμα στην Καλλιφρονά! Θυμάμαι πως ακόμα ήταν καλοκαίρι, πίναμε παγωμένους καφέδες στην Αγίας Ζώνης και συζητούσαμε με τη Βάγια την επιλογή να πολιτογραφηθούμε Κυψελιώτες. Όμως είχαμε δώσει τον λόγο σε έναν άλλο φίλο, οπότε αγκυροβολήσαμε στη Νέα Σμύρνη. Λίγους μήνες μετά – βαρύς, υγρός και ανταριασμένος χειμώνας – ήρθα στη Φωκίωνος μια νύχτα που η μαρκίζα του Select υποσχόταν ζεστασιά για μια συνέντευξη με τον Μενέλαο Καραμαγγιώλη. Μετά το πέρας, άραξα για ένα ποτάκι στη Σελεκτάρα. Εκείνο τον καιρό έψαχνα να βρω εναγωνίως μια επικοινωνία με την ακριβοθώρητη ποιήτρια και μεταφράστρια Τζένη Μαστοράκη. Είχα ετοιμάσει το ντραφτ του πρώτου μου μυθιστορήματος που είχε να κάνει με τον «Φύλακα στη Σίκαλη» του Σάλιντζερ και τη μυθική της πρώτη και δεύτερη εκδοχή. Τσέκαρα την αλληλογραφία μου, κάποιος φίλος που βρήκε το μέιλ της μου το προώθησε. Θυμάμαι, λοιπόν, να της γράφω από το Select, η Τζένη μου απάντησε μερικά λεπτά αργότερα από το Λονδίνο. Της είπα τα καθέκαστα και δέχτηκε να με συναντήσει μερικές μέρες αργότερα στην Αθήνα, στο καφέ του Αρχαιολογικού Μουσείου. Εδώ ξεκινά το καλύτερο κομμάτι των συμπτώσεων. Όταν η Τζένη συναίνεσε, όχι μόνο να μου παραχωρήσει την άδεια χρήσης αποσπασμάτων από τον Φύλακα στη Σίκαλη, αλλά και να παρακολουθήσει από κοντά και την πορεία του βιβλίου παρεμβαίνοντας με διορθώσεις και επιμέλειες, είπαμε να ανταμώνουμε δύο φορές την εβδομάδα για να το κουβεντιάζουμε. Από σέβας και επειδή δεν ήθελα να την ταλαιπωρώ με μετακινήσεις στο κέντρο, τη ρώτησα ποιο είναι το κοντινότερο καφέ της γειτονιάς της, για να ανταμώνουμε και να τα λέμε. Μου είπε, «Στο Select, Στεφανάκο, κατοικώ δυο βήματα από εκεί»! Θεώρησα τη σύμπτωση καρμική. Το «Ροκ Σταρ», το πρώτο μου μυθιστόρημα, γράφτηκε και διορθώθηκε σχεδόν εξολοκλήρου στην Κυψέλη, ενώ παράλληλα μου γεννήθηκε και η πρώτη ιδέα των «Χλωμών Σιντριβανιών». Οι δυο κομβικές ηρωίδες του, οι Σιελ, είναι στην ουσία μια παραλλαγή των αριστοκρατικά ντεκλαρέ κυριών που συχνάζουν στο Select και που ακόμα τις κρυφακούω καθώς αναπολούν εκείνη τη μυθική Φωκίωνος Νέγρη του κάποτε! Απέναντι είναι και το σιντριβάνι με το άγαλμα της κλαίουσας του γλύπτη Τόμπρου: ο βόμβος των νερών έμοιαζε να μου υπαγορεύει, σαν επίμονο μουρμουρητό, την ιστορία του νέου μου βιβλίου. Το υδαρές τοπίο, όπως κελάρυζε, ήταν σαν να μου διηγούνταν τη σκηνογραφία αλλά και τα βαθιά σημεία των νερών που έπρεπε να βουτήξω. Βούτηξα ακόμα πιο κάτω, μετεγκαταστάθηκα στον πυθμένα, προκειμένου να κατέλθω ακόμα πιο κάτω και να ανταμώσω με εκείνη τη Φωκίωνος Νέγρη τού τότε αλλά και του σήμερα. Σχεδόν συνομίλησα με όλα τα φαντάσματα και την αγιοσύνη ορισμένων τοποσήμων.

Τα «Χλωμά Σιντριβάνια» – και ας αφήσουμε για λίγο το «της Φωκίωνος Νέγρη» στην άκρη – έρχεται από τους Pale Fountains, αυτή την τρομερή μπάντα από τη δεκαετία του 1980;

Απόλυτα! Εντελώς! Μπίνγκο! Με μάγεψε το σιντριβάνι του Τόμπρου με το άγαλμα της κλαίουσας κόρης και, καθώς έστηνα την ιστορία στο μυαλό μου, που ήθελα να είναι ερωτική, παράφορη και αλαλιασμένη, μου κόλλησαν απανωτά τραγούδια των βρετανικών Χλωμών Σιντριβανιών, που είναι μια πολυαγαπημένη μπάντα και ίσως το καλύτερο πράγμα που άκουσα στα 80’ς μαζί με τους Smiths. Μπράβο, βρε γάτε!

Btw, ποιο τραγούδι των Pale Fountains έχεις λιώσει στο άκουσμα;

Δύσκολο να διαλέξω ένα τραγούδι από τους Pale. Και οι δύο δίσκοι τους είναι χαραγμένοι μέσα μου. Θεωρώ το Pacific Streets και το From Across the Kitchen Table ορόσημα της προσωπικής μυθολογίας μου ως προς την κατηγορία «μπάντες και δίσκοι της δεκαετίας του ’80 που με ρήμαξαν και με αλάλιασαν εκτός από τους Smiths και το How Soon is Now. Πάντως το Thank You και το Palm of my Hand είναι σχεδόν παρόντα και δείχνουν να καθοδηγούν τη συναισθηματική συμπεριφορά του κεντρικού ερωτικού ζευγαριού, της ψυχιάτρου Λίνας Μάντη και του μυστήριου δημοσιογράφου Μίλτου Ρογκότη.

διαβάστε τη συνέχεια της συνέντευξης στο: fragilemag.gr

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X