Επιλογές

~Η Κυρά του Κάστρου ~

~Η Κυρά του Κάστρου ~
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Μέρος Δεύτερο

Ο Φουάντ πασάς κοιτούσε εξεταστικά το νεαρό κορίτσι που καθόταν μαζεμένο στην άκρη του δωματίου. Όντως ήταν το πιο ωραίο δώρο που του είχε στείλει ο φίλος του ο Ιμπραήμ από το Μοριά.
«Αυτό το λουλούδι του παραδείσου είναι το δώρο μου για σένα, για τη φιλία και την αφοσίωση σου», έλεγε στο γράμμα του.
«Όμορφη! Πολύ όμορφη!» μουρμούρισε.
Η Ελπίδα τον κοίταξε φοβισμένη και χαμήλωσε τα μάτια. Εκείνος έπιασε το πηγούνι της και την ανάγκασε να σηκώσει το κεφάλι.
«Είσαι όμορφη!» της ξανάπε. «Και τώρα πια θα’σαι δική μου!»
Με αργές κινήσεις χάιδεψε το λαιμό και τα χείλη της. Η Ελπίδα ανατρίχιασε στο άγγιγμά του και άρχισε να τρέμει.
«Είσαι το δώρο του Αλλάχ στο δούλο του τον Φουάντ, Μόνα!»
Η Ελπίδα του έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα.
«Αυτό είναι το όνομά σου, Ελπίδα! Μόνα σημαίνει ελπίδα!»
Χτύπησε τα χέρια του κι αμέσως ήρθε ο αρχι-υπηρέτης του παλατιού του.
«Πήγαινε τη στα λουτρά και φροντίστε να την κάνετε να λάμπει σαν πετράδι!» διέταξε..
Στα λουτρά, την παρέλαβαν οι γυναίκες. Τη βοήθησαν να μπει σε μία μεγάλη στρογγυλή μπανιέρα με ζεστό νερό και άρχισαν να τρίβουν απαλά το σώμα της με αρωματικά έλαια. Η Ελπίδα χαλάρωσε στα χέρια τους κι έκλεισε τα μάτια της. Δεν μπορεί, όλα αυτά ήταν μόνο ένα κακό όνειρο, ένας εφιάλτης.
Δεν είναι δυνατό να βρίσκομαι εγώ εδώ, σκέφτηκε.
Σε λίγο θα ξυπνούσε και θα βρισκόταν και πάλι στον τόπο της. Θα καθόταν στο παράθυρο του αρχοντικού της και θα αγνάντευε το πέλαγος, κεντώντας τα προικιά της.
«Ο άντρας που θα σε κάνει ταίρι του θα’ναι το πιο όμορφο και γενναίο παλικάρι στο Μοριά!» της έλεγε πάντα η μάνα της, η κυρα-Δέσποινα.
Ο πατέρας της, ο καπεταν – Αντρέας, θα γύριζε από το ταξίδι του με ένα σωρό όμορφα πράγματα για τις δυο πιο αγαπημένες γυναίκες του.
Στο υπόγειο του αρχοντικού του θα έκρυβε τα όπλα που θα έφερνε για τα παλικάρια που πολεμούσαν τον εχθρό.
Εδώ και τέσσερα χρόνια, από τότε που ξέσπασε η Επανάσταση κατά των Τούρκων, στο Μοριά φυσούσε άνεμος ελευθερίας.
Πώς σκοτείνιασε όμως ξαφνικά ο ουρανός! Εκείνο τον καταραμένο Φλεβάρη, κατέφτασε στη Μεθώνη – ύστερα από διαταγή του σουλτάνου – ο Ιμπραήμ πασάς από την Αίγυπτο. Σκοπός του ήταν να κάνει την πόλη ορμητήριο του κι από εκεί θα έσπερνε φωτιά και τρόμο στο Μοριά για να τον κάνει να προσκυνήσει.
Ω Θεέ μου, πώς μπορούσε να μην θυμάται! Σαν ανήμερα θεριά είχαν ορμήσει μέσα στο σπίτι της! Δυο απ’ αυτούς άρπαξαν τον πατέρα της, τον έδεσαν πισθάγκωνα και άρχισαν να τον γρονθοκοπούν.
«Όχι, μη, αφήστε τον!» ακούστηκε μια σπαρακτική φωνή.
Η μάνα της έπεσε στα πόδια τους κι αγκάλιασε τα γόνατά τους.
«Πάρτε ό,τι θέλετε…ό,τι θέλετε!» φώναζε. «Όλα δικά σας! Μόνο μην του κάνετε κακό!»
Σερνόταν κάτω και τραβούσε το ρούχο του ενός βασανιστή του άντρα της. Εκείνος την κλώτσησε, γελώντας δυνατά και κάρφωσε το μαχαίρι του στο στήθος του καπεταν-Αντρέα.
«Δολοφόνοι!» ούρλιαξε η κυρα-Δέσποινα.
Όρμησε πάνω του και άρχισε να τον χτυπά με τις γροθιές της.
Ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Η σφαίρα βρήκε τη γυναίκα στο κεφάλι.
Πρόλαβε μόνο να ρίξει μια τελευταία ματιά στο αιμόφυρτο πτώμα του άντρα της και στην κόρη της, που την είχαν ακινητοποιήσει στη γωνία, και σωριάστηκε νεκρή.
«Μάνα! Πατέρα!»
Το ουρλιαχτό της Ελπίδας, βλέποντας τους γονείς της σκοτωμένους μπροστά στα μάτια της, δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο. Ένα δυνατό χτύπημα στο πρόσωπο την έκανε να χάσει τις αισθήσεις της. Αργότερα, όταν συνήλθε, ήταν πλέον αιχμάλωτη στο στρατόπεδο του Ιμπραήμ.
Μετά από λίγες μέρες, έφυγε ένα καράβι για την Αλεξάνδρεια, φορτωμένο μετάξια, χαλκώματα, μπακίρια, κοσμήματα και σκλάβους. Ανάμεσά τους ήταν και η Ελπίδα, που προοριζόταν για τον αφοσιωμένο φίλο του Ιμπραήμ, τον Φουάντ πασά..
Ένα ελαφρύ σκούντημα στον ώμο την επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Έλα, κυρά μου!» της είπε μία γυναίκα.
Τη βοήθησε να βγει από το λουτρό και της φόρεσε ένα μακρύ κόκκινο μεταξωτό φόρεμα κι ένα ζευγάρι κόκκινα πασούμια με ασημένιες πούλιες.
Η Μόνα αμίλητη άφησε τη γυναίκα να τη ντύσει και να την οδηγήσει σ’ ένα από τα δωμάτια του παλατιού.
«Λάμπεις σαν τον ήλιο και το φεγγάρι μαζί!» είπε με θαυμασμό χτενίζοντας τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της κοπέλας. «Με λένε Αϊσέ και θα είμαι στην υπηρεσία σου για ό,τι θες!»
Η Μόνα χαμογέλασε θλιμμένα.
«Σ’ ευχαριστώ, Αϊσέ!» είπε απαλά.
Η είσοδος του Φουάντ στο δωμάτιο έδωσε τέλος στη συζήτησή τους. Με ένα νεύμα διέταξε την Αϊσέ να τους αφήσει μόνους.
Πλησίασε τη Μόνα και της χάιδεψε το μάγουλο. Ύστερα τη σήκωσε στα χέρια του και την ακούμπησε στο μεγάλο διπλό κρεβάτι.
«Σε θέλω! Είσαι δική μου, γυναίκα μου!» της ψιθύρισε στ’ αυτί ενώνοντας το κορμί του με το δικό της.
Η Μόνα δεν ένιωσε τίποτα. Προσευχόταν μόνο από μέσα της να τελειώσουν όλα γρήγορα.

Σμαραγδή Μητροπούλου
(συνεχίζεται)
Επιμέλεια Ενότητας:Αυγουστάτου Σόφη

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X