Eretiki Κριτική

Eretiki κριτική της ταινίας “Back to Black”

Eretiki κριτική της ταινίας “Back to Black”
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Από τον Eretiko κριτικό Γιάννη Κρουσίνσκυ

Ακατάλληλη για κάθε αντιρατσιστή, αντισεξιστή και φιλότεχνο παντός εποχής, ακατάλληλη ακόμη και για κάθε προσφάτως καλλιεργημένο και ηθικά διορθωμένο άτομο μόλις μέσα στο έτος 2024!

Αλήθεια λοιπόν, σε ποιες/ποιους απευθύνεται επακριβώς τούτη η κακότεχνη ταινία;

Μήπως εκτός από την περίφημη έλλειψη αγιογραφίας στις ταινίες θα πρέπει να προσέχει κάθε δημιουργός, ώστε να μην φτιάξει αντιστοίχως και μια ανουσιογραφία; Γιατί αυτό βλέπουμε, κάτι το οποίο δεν είχε κανέναν λόγο ύπαρξης!

Ανάλυση

Απαραίτητη Εισαγωγή…

Κατά κύριο λόγο, συμβαίνει να μην ασχολούμαι με ταινίες που είναι ποτισμένες με μειονεκτήματα. Μερικές φορές όμως, κατ’ εξαίρεση υπάρχουν σοβαροί λόγοιΣυνήθως, αυτοί μεταφράζονται μέσα από τρεις περιπτώσεις. Η πρώτη αφορά τον σεβασμό στο ταλαντούχο παρελθόν ενός δημιουργού, που τα θαλάσσωσε μόνο εκτάκτως και επομένως κάνουμε την επεξηγηματική σύγκριση. Η δεύτερη περίπτωση ασχολείται με την αναγνώριση στην προοπτική βελτίωσης, με αφορμή κάποιο νέο διακριθέν και επομένως διασωθέν ταλέντο των συντελεστών.

Ενώ η τρίτη περίπτωση, περιλαμβάνει ταινίες οι οποίες χωρίς κάποιο ιδιαίτερο παρελθόν δημιουργού ή κάποια νέα προοπτική συνιστούν ξεκάθαρα κακό κινηματογράφο, από πολλές απόψεις! Όπως καταλάβατε, εδώ δυστυχώς εντάσσεται και το Back to Black” (2024).

Ειλικρινά, δεν μου αρέσει να εστιάζω ως επί το πλείστον σε μειονεκτήματα ταινιών, αλλά η υπομονή έχει και τα όριά της. Ειδικά όταν υπάρχουν ακριβές παραγωγές, μα η σύνθεση της δημιουργίας αποδεικνύεται αντιστρόφως ανάλογη. Δηλαδή πάμφτωχη. Και καταλήγοντας μάλιστα σε βαθμό ζημίας για τα κοινωνικά πρότυπα των θεατών…

Γενικώς…

Ας προσπαθήσουμε όμως να ξεκινήσουμε λίγο πιο καλοπροαίρετα. Φαινομενικά πρόκειται για ένα έργο, που παρουσιάζει τη μουσικό Έϊμι Γουάϊνχαουζ στην εγκεφαλικά δική της, αλληλένδετη δηλητηριώδη σχέση μεταξύ προσωπικής ζωής και επαγγελματικής προοπτικής. Μια εκρηκτική σχέση, η οποία προκαλούσε αλυσιδωτή καταστροφή, χωρίς ωστόσο αυτό να φαίνεται ποτέ προς τα έξω στην προώθηση της μουσικής της, ολοένα και πιο εκτοξευμένης, καριέρας.

Παρά μόνο, η πτωτική αυτή πορεία, να εξωτερικεύεται διαρκώς κατά την εξέλιξη του ολοένα και πιο κατεστραμμένου ιδιωτικού βίου, ο οποίος λόγω μιας πανεύκολα ανιχνεύσιμης, κακότροπης συμπεριφοράς της ιδίας της μουσικού δεν άργησε να παρατηρηθεί. Από κοντινά αγαπημένα πρόσωπα, από ακροατές/θεατές των ζωντανών της εμφανίσεων, από μάνατζερ που ανέχτηκαν τα καπρίτσια της, καθώς και από τα όρνια που λέγονται παπαράτσι.

Συν τοις άλλοις, η ενημέρωση για την επερχόμενη απώλεια της γιαγιάς της (διάγνωση καρκίνου) έφερε την Έϊμι αντιμέτωπη με την παρουσία του Θανάτου σε νεαρή ηλικία. Εξυπακούεται, ότι αυτή η αντιμετώπιση έγινε ακόμη πιο συναισθηματικά άνιση μέσα στην ψυχοσύνθεση της Έϊμι, μόλις αργότερα πέθανε η γιαγιά της. Δηλαδή το πιο αγαπημένο και έμπιστο κοντινό πρόσωπο από όλη την οικογένειά της! Επιπλέον, η Έϊμι απογοητεύτηκε από τον άνθρωπο που η ίδια επέλεξε λανθασμένα να ερωτευτεί. Τον Μπλέϊκ. Παρά την μερική ανταπόκριση, που εκείνη βρήκε από τον έρωτα αυτόν.

Άρα, ο θυμός, το πένθος, η ερωτική απογοήτευση με δηλητηριώδη ανταπόκριση, ο αλκοολισμός και τα ναρκωτικά έκαναν ένα επικίνδυνο κοκτέϊλ ψυχοσύνθεσης. Για την ίδια και για τους άλλους. Με χειρότερες συνέπειες για την ίδια, τόσο σε τρομακτική εξέλιξη όσο και σε τραγική κατάληξη…Όλα αυτά μέχρι στιγμής, σε γενικότερο βαθμό παρατήρησης, είναι κατανοητά και βατά για μία φιλόδοξη αφήγηση ταινίαςΘεωρητικά πάνταΠάμε όμως τώρα και στην πραγματικότητα του περιεχομένου της ταινίας…Κάτι το τελείως αλλιώτικο…

Καθότι το θέμα εδώ αφορά ένα κρίσιμο τρίπτυχο καλλιτεχνικής αντανάκλασης σε πολύ πρακτικό βαθμό. Δηλαδή, το πώς παρουσιάζεται αυτή η αλληλένδετη σχέση μουσικής καριέρας και προσωπικής ζωής, τι αντίκτυπο έχει στον παγκόσμιο θεατή του σήμερα και εάν τελικά ευνοεί και δικαιολογεί το κινηματογραφικό εγχείρημα μιας δημιουργημένης μουσικής βιογραφίας. Απαντώ λοιπόν εξίσου και ακόμη πιο σύνθετα ως εξής, για το ποιον μιας ταινίας που θα κάνει κάθε προοδευτικό, δημοκρατικό και καλλιτεχνικό άτομο να εκνευριστεί ενόσω την παρακολουθεί, απορώντας τι διάολο κάθεται και βλέπει.

Ακατάλληλη για κάθε αντιρατσιστή, αντισεξιστή και φιλότεχνο παντός εποχής, ακατάλληλη ακόμη και για κάθε προσφάτως καλλιεργημένο και ηθικά διορθωμένο άτομο μόλις μέσα στο έτος 2024! Αλήθεια λοιπόν, σε ποιες/ποιους απευθύνεται επακριβώς τούτη η κακότεχνη ταινία; Επιπροσθέτως αναρωτιέμαι ειλικρινά, τι ακριβώς είχε μέσα στο μυαλό της η σκηνοθέτρια Σαμ Τέϊλορ-Τζόνσον, ο σεναριογράφος Μάρτιν Γκρίνχαλ και οι δύο παρακαλώ (!) μοντέρ Λόρενς Τζόνσον και Μάρτιν Γουόλς, όταν έφτιαξαν αυτό το προβληματικό έργο.

Την υποτιθέμενη ειλικρίνεια; Την έλλειψη ωραιοποίησης; Τη διεκδίκηση νέας γραφής με ασύλληπτη τόλμη; Το να προκαλέσουν απλώς με την κεντρική περσόνα της ταινίας τους; Εάν ήθελαν πάντως να την αναδείξουν ως καλλιτεχνική μορφή, τότε απέτυχαν παταγωδώς. Μάλιστα έκαναν το ακριβώς αντίθετο! Την πέταξαν μέσα σε έναν βάλτο αποτυχίας! Διότι αυτή η κινηματογραφική Έϊμι δεν αποτελεί κανένα πρότυπο για κανέναν άνθρωπο. Ούτε σε κινηματογραφικό, ούτε σε μουσικό, ούτε και σε διαπροσωπικό επίπεδο.

Ρηχότητα, επιπολαιότητα, ξεροκεφαλιά, παιδιάστικα κριτήρια επιλογής ερωτικού συντρόφου, σεξισμός, έπαρση, νηπιακοί έως και άθλιοι στίχοι τραγουδιών, αυτοκαταστροφή, μονοδιάστατη μουσική με επίκληση παραπλανητικής αίγλης, υποταγή στην πατριαρχία. Χαραμισμένο ταλέντο στη φωνή. Υπερεκτιμημένη μουσική, στολισμένη με τις παραπλανητικές δάφνες των βραβείων Γκράμι. Χαραμισμένη ζωή. Αλλά και αχαριστία απέναντι στο μοναδικό ταλέντο της φωνής της και σε κάθε άνθρωπο της μουσικής βιομηχανίας, που πίστεψε πραγματικά σε αυτήν…

Άρα, μήπως εκτός από την περίφημη έλλειψη αγιογραφίας στις ταινίες θα πρέπει να προσέχει κάθε δημιουργός, ώστε να μην φτιάξει αντιστοίχως και μια ανουσιογραφία; Γιατί αυτό βλέπουμε, κάτι το οποίο δεν είχε κανέναν λόγο ύπαρξης! Και καταντά χαζογραφία το όλο εγχείρημα! Διότι χαραμίστηκαν τόσοι συντελεστές για να καταλάβουμε απλώς όλοι, ότι η κεντρική περσόνα δεν έχει κανένα ενδιαφέρον ή γοητεία…Αντιθέτως, απωθεί τους φιλότεχνους…Εντυπωσιακή τρύπα στο νερό…Κάτι άλλο;! Δεν εντοπιζόταν ούτε κεντρικός χαρακτήρας που να αποδοκιμάζει έντονα τις ενέργειες της περσόνας Έϊμι, έτσι ώστε να υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να μεταδοθεί η ηθική αποστασιοποίηση από εκείνη στον θεατή…

Προσέξτε, αυτά τα αρνητικά στοιχεία τα οποία σας λέω, βρίσκονται μέσα στην ταινία, έτσι όπως αυτή δομήθηκεΠάμε να τα εντοπίσουμε κιόλαςΔυστυχώς, μολονότι η ταινία ξεκινά με την κεντρική ηρωίδα Έϊμι να αναρωτιέται στο δωμάτιό της με υποσχόμενους στίχους για την φροϊδική πλευρά της, από εκεί και πέρα όλα κατακρημνίζονται από καλλιτεχνική άποψη. Αρχής γενομένης από τους κομπλεξικούς στίχους της ίδιας για τον πρώτο της ερωτικό σύντροφο.

Δώστε βάση: Εκείνος θέλει να προχωρήσουν σε συναισθηματικό επίπεδο και όχι μόνο να συνεχίσουν να κάνουν απλά σεξ, μα η ίδια γράφει τραγούδια εναντίον του, όπου τότε τον αποκαλεί εν δυνάμει γκέϊ! Και το αναφέρει και δημοσίως! Ναι, καλά διαβάσατε. Η ίδια λειτουργεί σεξιστικά, με απόλυτη ρηχότητα στερεοτυπικής απερισκεψίας που μπορεί να κάψει χιλιάδες εγκεφαλικά κύτταρα ανοιχτόμυαλων ανθρώπων, συγχέοντας άσχετα πράγματα στο δικό της πειραγμένο μυαλό! Προσβάλλοντας έτσι την ωριμότητα, ενσυναίσθηση και τρυφερότητα του συντρόφου της, συντηρώντας μια παλιά ύπουλη κοινωνιολογική πληγή, η οποία δεν θέλει ποτέ τον ετεροφυλόφιλο άντρα να εκφράζεται. Αλλά παράλληλα θίγει και μια άλλη σεξουαλικότητα, την οποία φυσικά δεν είναι καθόλου κακό να έχει οποιοσδήποτε άνθρωπος.

Η παρέλαση της ρηχότητας συνεχίζεται απτόητα, όταν η κινηματογραφική Έϊμι πρωτοσυναντά καταγοητευμένη τον κινηματογραφικό Μπλέϊκ. “Μεγάλες στιγμές” για τον ανυποψίαστο θεατή! Το “αντρικό πρότυπο” του ενδεδειγμένου απαρέγκλιτου “μάγκα”, ο οποίος πέραν του ότι δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει στη ζωή του από το να συχνάζει σε παμπ παίζοντας μπιλιάρδο με τους φίλους του, ξαφνικά από το πουθενά ξεκινάει με πανηλίθια σχόλια καμακιού διεθνούς γελοιότητας να σαγηνεύει την ήδη αποσβολωμένη περσόνα Έϊμι. Εκείνη εξακολουθεί να φέρεται ρηχά ακόμη και στην κοπέλα του Μπλέϊκ, κρίνοντάς την λανθασμένα και επιπόλαια μόνο από το ντύσιμό της.

Έχουμε φτάσει λοιπόν στα πρώτα περίπου 35 λεπτά και το μόνο με το οποίο ασχολείται ο φακός είναι οι εγωισμοί, οι πρώτες μουσικές παραξενιές και (ειλικρινά λυπάμαι που μιλώ έτσι, αλλά είμαι έξαλλος) τα τυχάρπαστα γκομενιλίκια της Έϊμι. Και παρακολουθούμε σταθερά δύο κινηματογραφικά κατακάθια να ερωτεύονται (ναι, όταν χτυπάς ανθρώπους και μάλιστα αναίτια μάλλον τότε αποτελείς κατακάθι, άρα μην περιμένεις ειδική λεκτική μεταχείριση είτε είσαι γυναίκα, είτε άντρας). Και να ήταν μόνο αυτό…Η κατάσταση χειροτερεύει όλο και περισσότερο.

Διότι όταν έπειτα αποκτήσει και επίσημες ερωτικές σχέσεις μαζί του, η Έϊμι κάνει τατουάζ όπου γράφει με υπερηφάνεια (!) επάνω της, ότι η ίδια ανήκει στον Μπλέϊκ ή αλλιώς ότι ο Μπλέϊκ “την έχει στο τσεπάκι.” Και δεν τελειώσαμε απλά εκεί. Σαν να μην έφτανε η ταπείνωση στην ερωτική ανεξαρτησία, δυστυχώς έχουμε και στραγγαλισμό του Φεμινισμού εκ των ριζών της προσωπικότητας μέσα στην ταινία. Όταν τελικά δίνει βαρύτητα στα λεγόμενα του πατέρα της, η κινηματογραφική Έϊμι χτυπά ένα άλλο τατουάζ με επιγραφή “το κορίτσι του μπαμπά.” Πείτε μου ειλικρινά, για ποια κοπέλα αποτελεί γυναικείο, κοινωνικό ή άλλο πρότυπο παγκοσμίως αυτή η υποταγμένη στην πατριαρχία κινηματογραφική Έϊμι; Όχι μόνο για το έτος 2024, αλλά για κάθε εποχή! Δεν είναι δυνατόν να βλέπουμε τέτοια οπισθοδρομικά πράγματα!

Τα προβλήματα συνεχίζονται όμως, ακόμη και σε τεχνικό επίπεδο! Φερειπείν, το μοντάζ τα θαλασσώνει! Από το πουθενά έρχεται η αστυνομία στο κρεβάτι των Έϊμι και Μπλέϊκ, γνωστοποιώντας στα πεταχτά ότι ο σύντροφός της αντιμετώπιζε βάσιμες κατηγορίες για ξυλοδαρμό και χρήση ουσιών. Λάθος. Εάν θέλεις να εισαγάγεις τον θεατή με Ρεαλισμό μέσα στο βίωμα της Έϊμι (με την αιφνιδιαστική οπτική γωνία εκείνης, που αναζητούσε απαντήσεις για την τρομακτικά ανεξήγητη σύλληψη), τότε οφείλεις να τον προϊδεάσεις! Αλλιώς, θα πρέπει να δείξεις απευθείας διαρκές υποκειμενικό πλάνο, μέσα από τα μάτια της Έϊμι. Όμως επειδή ενώθηκαν τελικά τα πλάνα και μάλιστα με ανομοιομορφία, μοιάζει σαν να λείπει ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας. Άρα, λάθος.

Αρκετά αργότερα, βλέπουμε την Έϊμι κατευθείαν μέσα σε παντοπωλείο να αγοράζει ποτά, χωρίς άλλη νοηματική συσχέτιση. Για να αντιληφθούμε υποτίθεται ως θεατές, ότι μόνο έτσι έβλεπε η ίδια τη μετακόμισή της σε άλλη χώρα-ήπειρο-γειτονιά, δηλαδή δια της οπτικής γωνίας ενός θύματος του αλκοολισμού. Ναι, αλλά αυτό το συμπεραίνουμε, μόνο επειδή έχουμε δει πάρα πολλές άλλες ταινίες. Δεν μας το μετέδωσε καθόλου το εν λόγω έργο! Πάλι κάτι έλειπε!

Νωρίτερα δε, η εξελισσόμενη νοητική δίνη της Έϊμι παρουσιάζεται με αδέξιο τρόπο, όταν εκείνη κολυμπά και αναδύεται εντελώς απλοϊκά από πισίνα, παρομοιάζοντας την απαραίτητη ανάσα μέσα από τα προβλήματά της. Πάλι κάτι παραλείφθηκε επικοινωνιακά στις συνδεδεμένες εικόνες. Πάλι λάθος. Σοβαρά τώρα, δύο άτομα δούλεψαν αυτό το προβληματικό μοντάζ;

Η δε σκηνοθεσία επίσης πραγματοποιεί τραγικά λάθη! Ας δούμε ένα παράδειγμα. Φέρνει σε πρώτο πλάνο τον Μπλέϊκ να κάνει τσιγάρο, ενώ την Έϊμι να τον θεωρεί αναίτια ξεχωριστό άνθρωπο και να εισέρχεται στο κάδρο, φιλώντας τον άκαιρα (προκαλώντας ουκ ολίγα γέλια, σε καπνίζοντες και μη, θεατές).

Συμπερασματικά

Ειλικρινά, είχε έστω και κάτι το ενδιαφέρον αυτή η κινηματογραφική Έϊμι Γουάϊνχαουζ; Πιστεύετε, ότι η επικέντρωση σε ένα άτομο που παρουσιάστηκε έτσι στη Μεγάλη Οθόνη, θα κάνει καλό στους θεατές; Η δε απειρία κινηματογραφικής αφήγησης σε σενάριο, σκηνοθεσία και μοντάζ μπορεί να προσφέρει μια αξιοπρεπή μετάδοση δραματικής φύσης στον Σινεφίλ; Κατά την άποψή μου, ξεκάθαρα ΌΧΙ σε όλα! Έπειτα έχουμε και την πλευρά της σκηνοθέτριας…Γιατί άραγε να ασχοληθεί κάποια/κάποιος δημιουργός με μια τέτοια προσωπικότητα σε ταινία fiction; Εμένα πάντως, η μουσική της Γουάϊνχαουζ ποτέ δεν με εντυπωσίασε…Ούτε με την προπαγάνδα των ραδιοφωνικών εκπομπών…

Ακούστε καλύτερα, τον πρώτο ομότιτλο δίσκο των “Animal Logic” (1989). Και διαπιστώστε, πόσο όμορφο είναι το γράψιμο και τα φωνητικά της Deborah Holland, ενώνοντας Pop, Country, Rock, Blues (ακόμη και Jazz στο τραγούδι “I’m sorry baby-I want you in my life”). Επίσης, υπάρχουν τόσα συγκροτήματα εν ζωή ή με μερικά μέλη ορισμένων εξ’ αυτών να έχουν Φύγει, τα οποία όμως διαθέτουν σταθερά πολύ περισσότερο ενδιαφέρον και έμπνευση σε μουσικό και στιχουργικό επίπεδο από ό,τι η Γουάϊνχαουζ.

Κατά συνέπεια και σε υποσχόμενη κινηματογραφική αφήγηση, ώστε να ενσαρκωθούν επιτυχώς από ηθοποιούς ως κεντρικοί ήρωες! Jethro Tull, Rush, Frank Zappa, Deep Purple, Motorhead, Weather Report, Police, Nina Hagen, Judas Priest, Black Sabbath, Nirvana, Beastie Boys και τόσα άλλα γοητευτικά σχήματα για ταινίες με ήρωες μυθοπλασίας, βασισμένους στις απίστευτες, μα αληθινές ιστορίες τους…

Επομένως, γιατί οι παραγωγοί των ταινιών είναι πάντοτε τόσο απελπιστικά άσχετοι και κατ’ επέκταση άστοχοι ως προς την αντίληψη της παγκόσμιας μουσικής, ποιοτικής δισκογραφίας; Προσωπικά, αισθάνομαι ως θεατής/ακροατής προσβεβλημένος, με το αδικαιολόγητο σκεπτικό τους να αφήνουν μονίμως απέξω τέτοιους προαναφερθέντες μουσικούς και να επιλέγουν άλλους, πραγματικά ανάξιους μπροστά τους! Εσείς;

Σκεπτικό…

Ανίερες Συγκρίσεις

Η κατάρα των 27

Μέγα Λάθος κάνει πραγματικά, όποια/όποιος σκεφτεί να εντάξει τη Γουάϊνχαουζ μαζί με καλλιτέχνες σαν τους Τζίμι Χέντριξ, Κερτ Κομπέϊν, Τζάνις Τζόπλιν, Τζιμ Μόρισον κ.ά. επειδή απλά και εκείνη πέθανε-αυτοκτόνησε στην ηλικία των 27 χρόνων. Όχι. Οι άλλοι διαφέρουν. Ένα παράδειγμα μόνο από αυτούς.

Ο Κερτ Κομπέϊν είχε τραγούδια σαν το Mr. Mustache”, καυτηριάζοντας τον κάθε μάτσο υποψήφιο γονέα, που θα κατέστρεφε με στερεότυπα το παιδί του. Επιπλέον ο ίδιος ο Κομπέϊν από πολύ μικρή ηλικία δεν είχε κανένα πρόβλημα εάν κάποιος που έκανε παρέα μαζί του, ήταν στρέϊτ, μπάϊ ή γκέϊ. Αντιθέτως, αντιπαθούσε τους ομοφοβικούς, τους σεξιστές και τους μισογύνηδες.

Από την άλλη πλευρά, η Έϊμι Γουάϊνχαουζ φαίνεται να είχε στους στίχους της ωραιότατα” στερεοτυπικά κατάλοιπα της πιο ξεχασμένης συνοικίας από το Δυτικό Πολιτισμό. Κάνοντας τουλάχιστον τρεις σεξουαλικότητες να έρθουν σε έντονη δυσαρέσκεια…Και τις γυναίκες ξανά στο Μεσαίωνα…

Η διαφορά ταλέντου

Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, όταν άκουσα μέσα στην ταινία καλλιτεχνικές συγκρίσεις της τραγουδίστριας Γουάϊνχαουζ με μεγαθήρια της Τζαζ Μουσικής. Όπως τον άριστο σαξοφωνίστα Τσάρλι Πάρκερ (ή αλλιώς “Bird”).

Πιο Αναλυτικά…

Ας τα λέμε…Θετικά

Κανονικά θα ξεκινούσα από ευγένεια με τα θετικά στοιχεία της ταινίας, αλλά δεν είναι και πολλά. Ούτε και εμφανή. Μία μάχιμη διεύθυνση φωτογραφίας. Δύο ιδανικές πρωταγωνιστικές ερμηνείες, για δύο αδιάφορες περσόνες. Δύο τραγούδια, όπου το ένα έχει μόνο ενδιαφέροντα φωνητικά σημεία, αξιοπρόσεκτο brass section, μα αλλοπρόσαλλους στίχους (“Rehab”), οι οποίοι δεν θα βοηθήσουν λογικά κανέναν να απεξαρτηθεί, εάν αντιμετωπίζει ανάλογα προβλήματα. Ενώ το άλλο τραγούδι είναι βεβαίως αρκετά καλύτερο, διότι απλώς έχει γραφτεί από τον Νικ Κέϊβ και όχι από την Έϊμι Γουάϊνχαουζ.

H πρωταγωνίστρια Μαρίσα Αμπέλα τραγούδησε κανονικά, μιμούμενη τη φωνή της Γουάϊνχαουζ. Άντε να θεωρήσουμε ως θετικό και το σκηνοθετικό γεγονός, πως αφηγηματικά υπήρξε μια εισαγωγική μετάβαση αντικρουόμενων συναισθημάτων από το οικογενειακό περιβάλλον της Έϊμι προς τον θεατή. Εκεί το αρχικό ιδανικό μουσικό περιβάλλον από πατέρα και γιαγιά δεν συμβάδιζε με την κακή σχέση των γονιών της Έϊμι. Έτσι εκείνη εμπιστεύτηκε πιο πολύ τη γιαγιά της και δέθηκε μαζί της.

Τέλος, η σχέση Θανάτου και Ζωής περιγράφεται από την ενημέρωση για τον καρκίνο της γιαγιάς της και την επιπόλαιη ορμητικότητα της Έιμϊ στον Μπλέϊκ, προκειμένου η ίδια να νικήσει τάχιστα τον φόβο του επερχόμενου Θανάτου. Αυτά ήταν όλα τα όποια θετικά στοιχεία, δυστυχώς…

Μια διανομή της Tanweer

Συντελεστές

Σενάριο: Matt Greenhalgh. Σκηνοθεσία: Sam Taylor-Johnson. Μοντάζ: Laurence Johnson, Martin Walsh. Διεύθυνση Φωτογραφίας: Polly Morgan. Πρωταγωνιστούν/συμμετέχουν: Marisa Abela, Jack O’Connell, Eddie Marsan, Lesley Manville, Juliet Cowan, Amrou Al-Kadhi, Therica Wilson-Read κ.α. Διανομή Ρόλων: Nina Gold. Μακιγιάζ: Peta Dunstall, Rachel Lennon, Chris Lyons, Lily Sumner, Louise Young κ.ά. Κοστούμια: PC Williams. Μουσική: Nick Cave, Warren Ellis. Ήχος: Glenn Freemantle, Rashad Hall-Heinz, Emilie O’Connor, Dayo James κ.ά.

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X