Eretiki Κριτική

Eretiki κριτική της ταινίας “Εγώ, Καπετάνιος”

Eretiki κριτική της ταινίας “Εγώ, Καπετάνιος”
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Από τον Eretiko κριτικό Γιάννη Κρουσίνσκυ

Ο Ματέο Γκαρόνε φεύγει από την Ιταλία και την ιταλική νοοτροπία και πηγαίνει καλλιτεχνικά με θαυμαστή τόλμη στην αδικημένη Αφρική!

Το ταξίδι αυτό είναι αλλιώτικο για τον βολεμένο θεατή του Δυτικού Πολιτισμού, αλλά παράλληλα και τόσο οικείο για έναν κάτοικο της Αφρικανικής Ηπείρου ή και τελικά τόσο αφυπνιστικό για τον ευαισθητοποιημένο πολίτη του Κόσμου.

Δεν τον ενδιαφέρουν τα αίτια της διαφυγής από τη μια Ήπειρο στην άλλη εδώ τον Γκαρόνε, αλλά η διαμάχη της Ανθρωπιάς με το απάνθρωπο στοιχείο, σε τούτη τη διαδρομή! Διότι τελικά η ανθρώπινη καρδιά είναι πιο σκληρή από τα πανίσχυρα στοιχεία της φύσης, σε ξηρά και σε θάλασσα…

Ανάλυση

Γενικώς…

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το νέο έργο του Ματέο Γκαρόνε από πολλές απόψεις. Ο δημιουργός των ταινιών “Το Παραμύθι των Παραμυθιών” (2015), Dogman” (2018) και του δικού του “Πινόκιο” (2020) αποφασίζει εδώ να κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό σαν εγχείρημα κεντρικής κινηματογραφικής έκφρασης, αλλά χρησιμοποιώντας παράλληλα και ορισμένες πινελιές από το παρελθόν του. Φερειπείν, τη γνώριμη διατήρηση του μικρού ονόματος των πρωταγωνιστών του, η οποία αφορά και την ονομασία των κεντρικών ηρώων του. Κάτι που είχα εντοπίσει για πρώτη φορά στο Dogman” (2018), με την ονομασία Μαρσέλο. Εδώ αυτό γίνεται με τον Σεϊντού.

Στην νέα του ταινία “Εγώ, Καπετάνιος” (2023) παρατηρούμε όμως πρώτα από όλα, πως η ίδια η θεματική υπερβαίνει το καθετί. Ο Ματέο Γκαρόνε φεύγει από την Ιταλία και την ιταλική νοοτροπία και πηγαίνει καλλιτεχνικά με θαυμαστή τόλμη στην αδικημένη Αφρική! Ο ίδιος ασχολείται με το ταξίδι δύο έφηβων αγοριών, τα οποία ονειρεύονται να φύγουν από το Ντακάρ της Σενεγάλης και να γνωρίσουν την Ευρώπη.

Εκεί ξεκινούν να αναλαμβάνουν σημαντικό ρόλο οι κινηματογραφικές παράμετροι της ταινίας (σενάριο, σκηνοθεσία, μοντάζ, διεύθυνση φωτογραφίας, ερμηνείες κτλ). Η εμφανής επίδραση στον θεατή τότε πλέον γίνεται άμεση. Καθότι το ταξίδι αυτό είναι αλλιώτικο για τον βολεμένο θεατή του Δυτικού Πολιτισμού, αλλά παράλληλα και τόσο οικείο για έναν κάτοικο της Αφρικανικής Ηπείρου ή και τελικά τόσο αφυπνιστικό για τον ευαισθητοποιημένο πολίτη του Κόσμου.

Για να έρθουμε όμως αρκετά πιο κοντά και υπεύθυνα τώρα και στα δικά μας γεωπολιτικά δεδομένα υπό Σινεφίλ πρίσμα, μολονότι λοιπόν θα περιμέναμε ως Ευρωπαίοι να μας μιλήσει το έργο αποκλειστικά για την τελική αναμέτρηση των δύο νέων με τα απρόβλεπτα ύδατα της Μεσογείου Θάλασσας, η ταινία αντιθέτως κινείται αλλιώτικα. Μας υπενθυμίζει, ότι προϋπάρχουν πολλά ακόμη στάδια του επίπονου ταξιδιού, με βασικά εμπόδια στην ξηρά και πολύ περισσότερο στην ανθρώπινη καρδιά!

Εμπόδια που οι έφηβοι κεντρικοί ήρωες Σεϊντού και Μούσα δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι υπάρχουν. Ο Σεϊντου με τον Μούσα είναι ξαδέρφια και πολύ καλοί φίλοι. Ο τρόπος σκέψης τους συμπορεύεται, μα εκφράζει και διαφωνία, σχετικά με την υλοποίηση του ταξιδιού κατά στιγμές (οι ρόλοι τους θα εναλλάξουν διστακτικότητα και αποφασιστικότητα). Ωστόσο, τελικά συμφωνούν είτε να ξεκινήσουν, είτε να συνεχίσουν αυτό το ταξίδι.

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Οι στόχοι τους κινούνται σε ρεαλιστικά πλαίσια. Τα παιδιά δουλεύουν στα κρυφά από τις οικογένειές τους, μαζεύοντας χρήματα στο Ντακάρ προκειμένου να ξεκινήσουν ένα απαιτητικό, υπομονετικό και μακρινό ταξίδι στην Ευρώπη. Όμως από την άλλη πλευρά, το όνειρό τους αγγίζει την απόλυτη αυταπάτη. Διότι οι ίδιοι φαντάζονται εκεί μόνο την επιτυχία. Ότι δηλαδή μόλις φτάσουν στον προορισμό τους, χωρίς καμία αμφιβολία θα γίνουν τότε διάσημοι και θα δίνουν κιόλας αυτόγραφα στους λευκούς…

Ο Σεϊντού αποδεικνύεται σκηνοθετικά και σεναριακά, ότι είναι πρωταγωνιστής και καπετάνιος, όχι μόνο του πλοίου για τον μακρύ επίλογο του ταξιδιού, αλλά και όλης της ταινίας. Ο Σεϊντού λατρεύει τη μουσική και θέλει να επιτύχει στην Ευρώπη, προκειμένου να γίνει κάποιος. Αλλά και επειδή επιθυμεί να βοηθήσει οικονομικά τη μητέρα και τις αδελφές του. Πατέρας δεν υπάρχει πλέον σε τούτη την οικογένεια…

Ωστόσο, η μητέρα του Σεϊντού διαφωνεί κάθετα με το ταξίδι του γιου της στην Ευρώπη. Η μητέρα λειτουργεί ως προσωποποιημένη προοικονομία του έργου, μιλώντας με ευστοχία για το πόσοι άνθρωποι πεθαίνουν σε έρημο και θάλασσα στην πορεία του ταξιδιού από την Αφρική προς την Ευρώπη! Αντιθέτως ο Σίσκο, ένας πληροφοριοδότης για τέτοια ταξίδια Αφρικανών στην Ευρώπη αρνείται να βοηθήσει τα παιδιά, βλέποντας το νεαρό της ηλικίας τους και μιλά για κινδύνους αποκλειστικά στην Ευρώπη. Άρα, η μητέρα ως προστάτιδα γυναικεία μορφή μιλά για κινδύνους του ταξιδιού και μια αντρική φιγούρα αναφέρεται στους κινδύνους του προορισμού.

Η μητέρα δυσανασχετεί στο άκουσμα και μόνο της φυγής του γιου της στην Ευρώπη, διότι εκείνος είναι ο μόνος άντρας που απέμεινε στην οικογένειά τους. Επιπλέον η ίδια προσεβλήθη, επειδή ο Σεϊντού αποκάλεσε “ερείπιο” τους κόπους της. Στον αντίποδα, η αντρική φιγούρα του Σίσκο αντικαθιστά κάπως ανεπαίσθητα το απολεσθέν πατρικό πρότυπο του Σεϊντού. Και εκφράζει παράλληλα την αληθινή πικρία, μα και την πικρόχολη κομπλεξική στάση του ενήλικου Σενεγαλέζου-Αφρικανού πολίτη, που διαβλέπει τα νέα παιδιά να εγκαταλείπουν από τόσο νωρίς τον τόπο. Σε αυτό, ο Σίσκο μοιάζει με τη μητέρα του Σεϊντού (“θα μείνεις εδώ για να αναπνέεις, τον αέρα που αναπνέω και εγώ”).

Ωστόσο, καθ’ υπόδειξη του φυλάρχου της περιοχής ο Σεϊντού και ο Μούσα θα πάνε πιο ειρηνικά πρώτα στο νεκροταφείο για να ζητήσουν συγγνώμη από τους μεγάλους προγόνους τους, σχετικά με την αμετάκλητη απόφαση να ταξιδέψουν δίχως να το πουν στους δικούς τους. Παράλληλα θα ζητήσουν και την εύνοια για το αποφασιστικό ταξίδι τους. Εδώ υπάρχει ειρήνη με τις ρίζες τους. Τρεις ημέρες μετά ο φύλαρχος θα δώσει την έγκρισή του. Κάπως έτσι πρωτο-εισέρχεται νοερά και η διάσταση ανάμεσα στον Ρεαλισμό της ταινίας και σε μια παραμυθένια απόδραση ή αλλιώς μια γλυκιά ελπίδα στη χώρα του φανταστικού…

Συμπερασματικά

Πάντως, ο Ματέο Γκαρόνε ήδη έχει διαποτίσει τον θεατή με το αφρικανικό βίωμα σε τούτο το σημείο. Από εκεί και πέρα, ενδιαφέρον παρουσιάζει η αποτυπωμένη σταθερή αθωότητα στο πρόσωπο των δύο παιδιών Σεϊντού και Μούσα, καθώς και το αντικρουόμενο απαρέγκλιτο απάνθρωπο στοιχείο των ατόμων που εκείνοι διαρκώς συναντούν! Όλα είναι εχθρικά για τα δύο παιδιά σε ξηρά και ανθρώπινη καρδιά αμέσως μόλις ξεκινά το ταξίδι! Ένας κόσμος διαφθοράς και συναισθηματικής ψυχρότητας κυριαρχεί ακόμη και μέσα στην Έρημο Σαχάρα.

Να σημειώσουμε, ότι η τετραμελής (μαζί με τον Ματέο Γκαρόνε) ομάδα σεναρίου έγραψε την οργανωμένη πλοκή της ταινίας από εμπνευσμένες ιστορίες αφρικανικής μετανάστευσης στην Ευρώπη. Από τους υπόλοιπους σεναριογράφους ο Γκαρόνε είχε συνεργαστεί ξανά με τον Μάσιμο Γκαουντιόζο από εποχές Dogman” (2018) και με τον Μάσιμο Τσεκερίνι από εποχές “Πινόκιο” (2020). Άρα, αποδεικνύεται ότι κάτι κάνουν καλά γράφοντας μαζί σενάρια ταινιών…

Τώρα κάτι άλλο…Δεν θέλω καν να ακούω άσχετες συγκρίσεις με ομηρική προσέγγιση τύπου Οδύσσειας και άρες μάρες κουκουνάρες, όπως δυστυχώς είδα στο imdb. Λυπάμαι ειλικρινά, αλλά αυτό το πράγμα με τις άστοχες συσχετίσεις βεβιασμένου συμπερασματικού μοτίβου χάριν εντυπωσιασμού οφείλει να σταματήσει κάποια στιγμή στον Κόσμο των Τεχνών. Κάνει πολύ κακό στον θεατή. Και φυσικά στην ίδια την κριτική, για όποια/όποιον συνάδελφο πέσει ατυχώς μέσα στην ύπουλη παγίδα. Μάλλον πάλι το μάρκετινγκ έχει βάλει το βρωμόχερό του και εδώ…Τέλος πάντων…

Λοιπόν, τούτο το ταξίδι δεν έχει καμία σχέση με Οδύσσεια και αν το κοιτάξουμε προσεκτικά είναι επίπονο με ωμό Ρεαλισμό, χωρίς τη διδαχή ή την εύνοια από κάποιους θεούς ή το σκεπτικό ενός πολυμήχανου πρωταγωνιστή. Καμία σχέση. Εδώ έχουμε κοινωνικοπολιτικό Ρεαλισμό με παραμυθένιες αποδράσεις του ευαίσθητου, ονειροπόλου και κατά καιρούς δυναμικού κεντρικού ήρωα!

Η λυτρωτική ονειροπόλα διάσωση από εκείνον προς μια Κυρία, η οποία ίπταται στην Έρημο Σαχάρα, είναι το πλέον χαρακτηριστικό σημείο. Αυτό και το όνειρο της μετάβασης στο σπίτι του Σεϊντού, συνοδεύοντας ανθρωπόμορφο πνεύμα με κατασκευασμένα φτερά, το οποίο προσδιορίζεται επισήμως στην ταινία με την έννοια “angioletto” (αγγελικό παιδί), μα οπτικά σε εμάς στην Ελλάδα θυμίζει κάτι μεταξύ αγγελιαφόρου και ταχυδρομικού περιστεριού, έχοντας αφρικάνικη φορεσιά. Αυτά τα δύο φανταστικά έως και παραμυθένια σημεία (Κυρία που ίπταται και αγγελικό Παιδί) δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια πιθανή ανατροπή όλου του έργου, την οποία θα συζητήσουμε λίγο παρακάτω (*στην κατηγορία “Σκεπτικό” και Αινιγματική Υπόνοια της Eretikis κριτικής).

Επιπροσθέτως, ο Γκαρόνε εντάσσει και κάποια στοιχεία που βρίσκουν μεν καταφύγιο στο ρεαλιστικό περιβάλλον, μα δεν ανταποκρίνονται σε κυριολεκτικά δεδομένα. Επί παραδείγματι, ο κατ’ εξαίρεση καλός χαρακτήρας Μάρτιν βοηθά τον Σεϊντού και του μαθαίνει τη μαστοριά του καλού χτίστη. Παρόλα αυτά, δεν αποτελεί κυριολεξία το γεγονός ότι δύο μόλις άτομα έχτισαν ολόκληρο τείχος και συντριβάνι μόνα τους. Ούτε φυσικά και ο χρόνος μέσα στον οποίο το έκαναν (μην παρεξηγηθώ, δεν μιλώ για μοντάζ αλλά για χρονικό διάστημα σεναρίου)…

Σε τελική ανάλυση, ούτε και ο χρόνος του όλου ταξιδιού είναι απαραίτητα ρεαλιστικός. Αλλά αυτό δεν είναι κακό. Υπάρχει όμως κάτι που παρουσιάζει ανομοιομορφία. Τώρα λοιπόν από καθαρά κινηματογραφική άποψη μοντάζ, κάποια στοιχεία συμβαίνουν πολύ γρήγορα και δυστυχώς χάνουν πειθώ σε σχέση με το παναφρικανικό βίωμα. Εμμένει έτσι αναπόφευκτα ο Γκαρόνε σε ένα πιο συγκεκριμένο αφρικανικό βίωμα, με κινηματογραφική αφήγηση που χάνει τον απαραίτητο τότε Ρεαλισμό της.

Λόγου χάριν, όταν χωρίζονται οι Σεϊντού και Μούσα, ο δεύτερος εμφανίζεται μετά από πολύ ώρα ζωντανός μεν, αλλά με πυροβολημένο πόδι λόγω γενναίας απόδρασης από τη φυλακή. Δεν θα δούμε την απόδρασή του και έτσι μοιάζει σαν να ήρθαν τα γεγονότα ταχύτατα ενώπιόν μας. Επιπλέον, δεν ταιριάζει αυτό το στοιχείο της πανίσχυρης απόδρασης με πυροβολημένο πόδι, σύμφωνα με το υπάρχον ρεαλιστικό κεντρικό μοτίβο. Αυτά ήταν και τα μόνα μειονεκτήματα όμως για όλο το έργο.

Ο Γκαρόνε μάς συστήνει την πολύγλωσση αφρικανική ήπειρο με τοπικές διαλέκτους ή διεθνείς γλώσσες, οι οποίες παντρεύονται άμεσα στα κοπιαστικά και βασανιστικά βήματα του ταξιδιού των παιδιών. Η μουσική του Αντρέα Φάρι παρομοίως κινείται διπλά ανάμεσα σε αφρικανικά ακούσματα και πιο δυτικούς-πλέον πιο διεθνείς ρυθμούς (π.χ. Blues με τεχνική Slide). Προκαλεί εντύπωση η απόφαση του Σεϊντού, ώστε εκείνος να προτιμά να υπομείνει απάνθρωπα βασανιστήρια, αντί να ειδοποιήσει τη μητέρα του για τα λύτρα της απαγωγής του. Το πείσμα, η ντροπή και ο φόβος για να γυρίσει πίσω συνιστούν πιθανά αίτια τούτης της απόφασης.

Η ταινία του Γκαρόνε “Εγώ, Καπετάνιος” (2023), αν και αποφεύγει το εντυπωσιακό οπτικοποιημένο μοτίβο Δραματουργίας πρόσφατων ταινιών του παρελθόντος (τσεκάρετε για το “Dogman”, 2018 εδώ: https://eretikos.gr/epiloges/eretiki-kritiki-gia-tin-tainia-dogman/186638/), αποτελεί ωστόσο δυναμική εξέλιξη για τη φιλμογραφία του ίδιου. Το έργο τολμά από καλλιτεχνική άποψη ανθρωπιστικού θάρρους να κοιτάξει κατά πρόσωπο τα συμβάντα της αφρικανικής μετανάστευσης, αλλά και από άποψη κινηματογραφικά εκπεφρασμένης εξιστόρησης να αφιερώσει χρόνο κατά πανοραμική προσέγγιση στα χνάρια των πρωταγωνιστών, για τούτη την αφρικανική κατάληξη στην Ευρώπη.

Δεν τον ενδιαφέρουν τα αίτια της διαφυγής από τη μια Ήπειρο στην άλλη εδώ τον Γκαρόνε, αλλά η διαμάχη της Ανθρωπιάς με το απάνθρωπο στοιχείο, σε τούτη τη διαδρομή. Διότι τελικά η ανθρώπινη καρδιά είναι πιο σκληρή από τα πανίσχυρα στοιχεία της φύσης, σε ξηρά και σε θάλασσα…Και σε τούτη την ταινία του Γκαρόνε εντοπίζεται πάλι το ενδιαφέρον των οικογενειακών σχέσεων ή της ανθρώπινης αγάπης που θυμίζει την οικογενειακή. Αλλά όχι σε τόσο έντονο βαθμό…

Σκεπτικό…

Τρόποι Έκφρασης

Απεραντοσύνη & Άνθρωπος

Είτε μιλάμε σεναριακά για την Έρημο Σαχάρα, είτε για τη Μεσόγειο Θάλασσα, η σκηνοθεσία φροντίζει να αναδείξει την Απεραντοσύνη της ίδιας της Φύσης και τη μικρή πανέξυπνη κουκίδα μέσα της, που ονομάζεται Άνθρωπος. Επιπλέον, οι ιδέες του Ατόμου (οχήματα, καράβι) στο ανθρώπινο μάτι φαντάζουν μεν ως αξιοπρόσεκτες κατασκευές, αλλά μπροστά στις δυσμενείς συνθήκες της Απεραντοσύνης δείχνουν σαν την πανοπλία της πανέξυπνης κουκίδας. Ωραία πινελιά από τον Γκαρόνε.

Καλή Ροή

Δεν έχει συμβεί κάτι σπουδαίο στο μοντάζ αυτής της ταινίας. Όμως είναι σωστά υπολογισμένο συνολικά, ώστε να υπάρχει διαρκώς η απαραίτητη καλή ροή μέσα από αντιφάσεις ιδιαίτερων συνθηκών. Το όνειρο του Σεϊντού και η ωμή επαναφορά στην πραγματικότητα μιας φυλακής στη μέση του πουθενά είναι βεβαίως μια δυνατή, αξιοπρόσεκτη στιγμή! Οι δε εναλλαγές σαν διπλοτυπίες είναι μεν λειτουργικές, αλλά σε κάποια σημεία εντελώς απλοϊκές, για να τα λέμε και όλα.

*Αινιγματική Υπόνοια

Τα δύο αντίστοιχα σημεία φανταστικού περιεχομένου, με την ιπτάμενη Κυρία και το αγγελικό Παιδί, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια αινιγματική υπόνοια. Ποια είναι αυτή; Μα φυσικά, ότι ενδέχεται μεγάλο μέρος του ταξιδιού προς τον εκτεταμένο επίλογο και στην ίδια την κατάληξη του έργου να είναι αποκύημα της φαντασίας του Σεϊντού. Προσωπικά, θα απέκλεια την πιθανότητα αυτή για έναν λόγο.

Στις στιγμές ιπτάμενης Κυρίας και αγγελικού Παιδιού προσυπογράφεται η παρουσία του φανταστικού ή παραμυθένιου στοιχείου. Ενώ στον επίλογο και την κατάληξη του έργου όχι. Παρόλα αυτά, θεωρητικά πάντα μπορεί ένας θεατής να υποστηρίξει το παραπάνω επιχείρημα, δεδομένης της ύποπτης επιτυχούς αποστολής (η οποία στις άλλες δύο περιπτώσεις ήταν ακριβώς μόνο η ελπιδοφόρα σκέψη του Σεϊντού).

Πιο Αναλυτικά…

Ερμηνείες

Σεϊντού Σαρ (ρόλος Σεϊντού)

Ιδανικός πρωταγωνιστής! Η διαρκής αποδιδόμενη ευαισθησία του ρόλου φέρνει τον θεατή σε παρόμοιο βίωμα αντιμετώπισης των αντιξοοτήτων του Σεϊντού. Ο ερμηνευτής εκφράζει και τη διστακτικότητα του ρόλου για την πορεία του ταξιδιού, αλλάζοντας συνολικά πολλά συναισθήματα. Με αποκορύφωμα την τελική προσέγγιση μιας ορατά αυξανόμενης δυναμικότητας στον εκτεταμένο επίλογο!

Μουσταφά Φολ (ρόλος Μούσα)

Εδώ έχουμε την αντίθετη προσέγγιση. Ο ερμηνευτής εκφράζει τον πιο άνετο χαρακτήρα στην αρχή και εν κατακλείδι τη διστακτικότητα για τη συνέχιση του ταξιδιού.

Κxάντι Σάϊ (μητέρα του Σεϊντού)

Αξιοσημείωτη μετάβαση συναισθημάτων και ανάλογων εκφράσεων, από χαρά σε απομάκρυνση αυτής και ύστερα σε έντονο θυμό, μόλις ο γιος αναφέρει στη μητέρα τα όνειρα της μετανάστευσης στην Ευρώπη.

Μια διανομή της Weirdwave

Συντελεστές

Σενάριο: Matteo Garrone, Massimo Gaudioso, Massimo Ceccherini, Andrea Tagliaferri (από εμπνευσμένες ιστορίες μετανάστευσης των Amara Fofana, Mamadou Kouassi Pli Adama, Arnaud Zohin, Brhane Tareka, Siaka Doumbia, Chiara Leonardi, Nicola Di Robilant). Σκηνοθεσία: Matteo Garrone. Μοντάζ: Marco Spoletini. Διεύθυνση Φωτογραφίας: Paolo Carnera. Πρωταγωνιστούν/συμμετέχουν: Seydou Sarr, Moustapha Fall, Ndeye Khady Sy, Issaka Sawadogo, Mouhamed Gaye κ.ά. Διανομή Ρόλων: Constance Demontoy, Iman Djionne, Amine Louadni, Francesco Vedovati. Κοστούμια: Stefano Ciammitti. Μουσική: Andrea Farri. Ήχος: Mirko Perri, Daniela Bassani, Maricetta Lombardo κ.ά.

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X