Ελλάδα

“Η Αόρατη ζωή της Ευρυδίκης Γκουσμάο”

“Η Αόρατη ζωή της Ευρυδίκης Γκουσμάο”
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Ο σκηνοθέτης Karim Aïnouz, παρατηρώντας τα κοινωνικά δρώμενα της εξωτικής Βραζιλίας των μέσων του 20ου αιώνα,  παρουσιάζει με δυναμική ευαισθησία, μια ταινία μαχήτρια υπέρ της αδιαπραγμάτευτης, ισότιμης, υπαρξιακής θέσης της γυναίκας.

 

Υπόθεση: Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στο Ρίο ντε Τζανέϊρο της Βραζιλίας δύο αγαπημένες αδερφές, η 20χρονη Γκίντα και η 18χρονη Ευρυδίκη Γκουσμάο, κάνοντας βόλτες στην άγρια, τοπική βλάστηση, ονειρεύονται το δυναμικό ξεκίνημα της ορμητικής νιότης τους. Οραματίζονται από κοινού, την σταθερή πορεία μιας αντικρουόμενης ζωής σε σχέση με την αυστηρά οριοθετημένη μοίρα των τότε γυναικών της βραζιλιάνικης, πατριαρχικής κοινωνίας. Αλλά παράλληλα είναι και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους…Η Γκίντα, γεμάτη ενέργεια και λίμπιντο, ζει για την αγάπη και τον έρωτα από μία άλλη κουλτούρα. Η Ευρυδίκη, έχοντας σημαντικό ταλέντο στη μουσική, επιθυμεί διακαώς να σπουδάσει σε Ωδείο της Βιέννης.  

 

Μοιάζουν να παίρνουν μορφή τα όνειρά τους…Η Γκίντα με την συμμαχική κάλυψη της Ευρυδίκης θα βγει κρυφά από το σπίτι ένα βράδυ, γνωρίζοντας καλύτερα τον Έλληνα ναυτικό, Γιώργο. Η νεαρή Βραζιλιάνα, μέσα σε ένα όμορφο φόρεμα και τιμώντας τη συναισθηματική αξία των σκουλαρικιών της γιαγιάς της, αποφασίζει σε αυτό το ρομαντικό ραντεβού, πως τελικώς θέλει να αποκτήσει ερωτικές εμπειρίες πριν παντρευτεί, αλλά και να καταλήξει συντόμως σε γάμο, καθώς είναι άκρως ερωτευμένη με τον Γιώργο. Η οικογένεια Γκουσμάο θα διαβάσει ένα γράμμα, στο οποίο η Γκίντα περιγράφει, πως φεύγει για την Ελλάδα με τον σύντροφό της και ότι αφού παντρευτούν, κάποια στιγμή εκείνη θα επιστρέψει. Ο πατέρας, Μανουέλ Γκουσμάο, είναι έξαλλος! Η Ευρυδίκη μετά από καιρό θα παντρευτεί επίσης. Ωστόσο, εκείνη έχει μεγάλο φόβο, μήπως μείνει έγκυος και επηρεαστεί η μουσική της πορεία, χάνοντας τις επερχόμενες ακροάσεις των εισαγωγικών εξετάσεων. Θα αποκτήσει τις πρώτες, ερωτικές εμπειρίες με τον σύζυγό της, Αντενάρο.

 

Η ζωή της Γκίντα θα ανατραπεί. Απεδείχθη, πως εκείνος ο Γιώργος απλώς της μοίραζε εκθειαστικά κομπλιμέντα, διότι τελικά αδιαφορώντας την εγκατέλειψε, αν και η ίδια κυοφορούσε το παιδί του. Παρόλα αυτά, η αισιόδοξη Γκίντα επέστρεψε στη χώρα, για να βρει και πάλι την αγαπημένη της αδερφή και να γεννήσει στο σπίτι τους. Όμως στην οικογένεια Γκουσμάο τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η Ευρυδίκη μετακόμισε εντός της πόλης με τον σύζυγό της. Η έκπληκτη Γκίντα, παρατηρώντας το πιάνο που λείπει από τον χώρο, αναζητά μάταια την αδερφή της. Αντιθέτως, θα συναντήσει μία αμείλικτη, πατρική εχθρότητα και την ηθική αφωνία της μητέρας της. Θα τη διώξουν, επειδή ντρέπονται για εκείνη. Το χειρότερο ωστόσο είναι, πως θα την πληροφορήσουν ψευδώς, ότι η Ευρυδίκη βρίσκεται στη Βιέννη, ζώντας το όνειρό της.

 

Εν τω μεταξύ, η φιλόδοξη πιανίστρια συνεχίζει στην ίδια βραζιλιάνικη πόλη να προετοιμάζεται για τις απαιτητικές, μουσικές εξετάσεις. Αγαπά τον άντρα της, μα ο έρωτας εκείνης για το πιάνο δεν μπορεί να υπερνικηθεί από κανέναν. Οι γονείς της δεν θα την ειδοποιήσουν για την επιστροφή της Γκίντα. Παράλληλα, η τελευταία θα γεννήσει ένα αγοράκι σε τοπικό μαιευτήριο, βρίσκοντας μόνιμο, φιλικό καταφύγιο από την καλόκαρδη, πρώην πόρνη, Φιλομένα. Αποδεικνύεται, πως αυτή η γυναίκα της συμπεριφέρεται πιο ανθρώπινα και καλοσυνάτα, εν αντιθέσει με τους απάνθρωπους γονείς της. Η Γκίντα μολονότι γέννησε, θα θεσπίσει άμεσα την αφύπνιση της διασκέδασης και της ερωτικής της ζωής, μα χωρίς υπερβολές. Η Ευρυδίκη θα αποκτήσει ένα κοριτσάκι, αναβάλλοντας για λίγο καιρό τα μουσικά της όνειρα. 

 

Οι δύο στοργικές αδερφές, ζώντας στην ίδια πόλη, εν αγνοία τους νομίζουν, πως η καθεμία βρίσκεται στην Ευρώπη σε Ελλάδα και Αυστρία αντιστοίχως, βιώνοντας το όνειρό της. Οι επιστολές, που πάντοτε με αμείωτο ενδιαφέρον γράφουν μεταξύ τους η Γκίντα και η Ευρυδίκη είναι πολλές…Μα επειδή έχουν σαν βάση αποστολής το πατρικό τους σπίτι, δυστυχώς σκοπίμως αδυνατούν να φτάσουν σε κάθε αγαπημένη αδερφή…

 

Γενικώς στο έργο: 

 

Θα παρακολουθήσουμε μία ταινία, στην οποία κυριαρχεί το καλλιτεχνικό μοτίβο της δραματικής αύρας. Της τραγικής και εν τέλει της πραγματικά πικρής ειρωνείας της ζωής. Το έργο αφορά την διψασμένη αλληλοεκτίμηση και αλληλοϋποστήριξη των γυναικών. Κυρίως μέσα από δύο αντικρουόμενες ζωές, με δύο ενδιαφέρουσες, διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες (Γκίντα και Ευρυδίκη), οι οποίες αν και είχαν το συναισθηματικό προνόμιο να αξιοποιήσουν την αδερφική αγάπη στο έπακρον, δεν διέθεταν ωστόσο την τύχη, ώστε να βρίσκονται σε μία δεκαετία και χώρα, που να σέβεται την κοινωνική και ακόμα πιο ανθρώπινα, την υπαρξιακή θέση της γυναίκας.  

 

Ο πρωταγωνιστικός ρόλος σε σχέση με την αφήγηση της σκηνοθεσίας μοιράζεται εις διπλούν. Γκίντα και Ευρυδίκη, Ευρυδίκη και Γκίντα.

 

Η εισαγωγή του έργου μας προλογίζει, επί της ουσίας, την επερχόμενη διάσπαση των Γκίντα και Ευρυδίκης. Στην άγρια βλάστηση η τρομαγμένη Ευρυδίκη φωνάζει δυνατά το όνομα της προσωρινώς αγνοούμενης Γκίντα (η οποία παίζει ένα ανώριμο παιχνίδι) και ακούμε με voiceover την πρώτη να μιλά έπειτα για ένα φόρεμα και τον εαυτό, που γενικώς μπορεί να είναι ένας πολύ κακός σύμβουλος των ανθρώπων.

 

Η αγαπημένη σχέση των συναισθηματικά δεμένων δύο αδερφών διακρίνεται εξαρχής. Η Γκίντα στηρίζει τα όνειρα της Ευρυδίκης, δίνοντας ελπίδα για τις μουσικές σπουδές της στη Βιέννη. Αντίστοιχα, η αδερφή της βοηθά την Γκίντα να αποδράσει από την ηθικοπλαστική γυάλα του σπιτιού τους και να συναντήσει στα κρυφά τον έρωτά της.

 

Οι εξελίξεις στις ζωές των δύο γυναικών αποκαλύπτονται ξεχωριστά, αλλά ακολουθώντας πιστά με κατάλληλη, οπτική διαδοχή η μία την άλλη. Κάνοντας έτσι μια ενημερωτική, όμορφη, σκηνοθετική αφήγηση προς τον θεατή. Μέσα σε αυτές, έχουμε την οπτική καταγραφή με ζωντανή ομιλία της κάθε ηρωίδας στο πλάνο. 

 

Αλλά και με τη χρήση του voiceover: 

 

*Η εγκυμονούσα Γκίντα, μόλις την παρατά ο Γιώργος, απευθύνεται νοητικά στην αδερφή της από καρδιάς. 

 

-Μετά τον εκδιωγμό και την ταπεινωτική εγκατάλειψη από τους γονείς της, περιγράφεται το ξεκίνημα των απευθυνόμενων επιστολών της Γκίντα προς την Ευρυδίκη, με αποδέκτες το σπίτι των Γκουσμάο. 

 

*Υπάρχει εν συνεχεία και η αντίστοιχη νοητική, εγκάρδια σκέψη της Ευρυδίκης προς την Γκίντα σε επιστολή, όταν η πρώτη παντρεύεται και μένοντας έγκυος, σκέφτεται να αποβάλλει.

 

Γενικώς, στις επιστολές της Γκίντα προς την αδερφή της θα πληροφορηθούμε για την αλλαγή χρονολογιών από τα λεγόμενα της γραφούσης, κατά τη διεξαγωγή του voiceover. Αυτή η αλλαγή μας ενημερώνει για το πέρας της δεκαετίας του 1950 σε σύντομα, αναφορικά, χρονικά διαστήματα αλλιώτικων ετών (1951, 1954, 1957). Αν και αφήνεται να εννοηθεί (σύμφωνα με τη σύνδεση στο τέλος του έργου=γράμμα του έτους 1956), πως οι επιστολές είναι ακόμα περισσότερες.

 

Η φωτογραφία είναι ατμοσφαιρική και νοσταλγική, μα επίσης δείχνει σαν να βιώνει ο θεατής με ζωντάνια τα γεγονότα της εν λόγω δεκαετίας στη Βραζιλία. Το μοντάζ λειτουργεί μεθοδικά, παρουσιάζοντάς μας με υπομονή τα συναισθήματα των δύο γυναικών.

 

Οι ερμηνείες βρίσκονται σε υψηλό επίπεδο.

 

Η μουσική παντρεύει την τοπική κουλτούρα, με την πανίσχυρη παράδοση των σπουδαίων Ευρωπαίων συνθετών, όπως ο Franz Liszt. 

 

Ο όρος “σαπουνόπερα” είναι τελείως άστοχος! Η “σαπουνόπερα” και η “τηλενουβέλα” αφορούν αντιστοίχως πολλά επεισόδια μέσα σε ένα έτος ή σε πολλά χρόνια και είναι φτιαγμένες, προκειμένου να παίζονται αποκλειστικά στη μικρή οθόνη. Αυτές ασχολούνται απλώς με έρωτες και ανθρώπινες σχέσεις πλουσίων οικογενειών (σαπουνόπερα) ή με τις αντικρουόμενες προσμίξεις αγάπης μεταξύ φτωχών και πλουσίων ανθρώπων (τηλενουβέλα). Επίσης, εκεί κυριαρχούν τα γυρίσματα σε εσωτερικούς χώρους (αν και αυτό άλλαξε με τα χρόνια). Αντιθέτως, το έργο “Η Αόρατη Ζωή της Ευρυδίκης Γκουσμάο” αφορά συγκεκριμένα τη μικρομεσαία τάξη (αν και μισώ αυτούς τους προσδιοριστικούς όρους…) Βραζιλιάνων πολιτών της δεκαετίας του 1950. Υπερασπίζεται τα δικαιώματα των γυναικών στην τότε πατριαρχική κοινωνία. Προβάλλει τη μεταξύ τους αλληλεγγύη (Γκίντα-Ευρυδίκη, Γκίντα-Φιλομένα) ή την προσπάθεια αυτής (Ευρυδίκη-Ζέλια). Και καταδικάζει την εγκατάλειψη της γυναικείας αλληλουποστήριξης (Άννα Γκουσμάο=μητέρα Ευρυδίκης και Γκίντα).

 

Επίσης και ο όρος “μελόδραμα” δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την ταινία (μελόδραμα στο θέατρο= θεατρικό, μελοποιημένο έργο. Δραματική ερμηνεία μαζί με μουσική όπερας/ μελόδραμα στον κινηματογράφο= υπερβολική έμφαση βιωμένου συναισθηματισμού σε καθημερινές, αντιμετωπίσιμες, κοινωνικές καταστάσεις {κυρίως με ανεκπλήρωτους έρωτες}). Η ταινία αντιθέτως, καθρεπτίζει δύο πραγματικά καταπιεσμένες Δεσποινίδες. Εφόσον η μία (Γκίντα) αποκηρύχτηκε από τον ίδιο της τον πατέρα, επειδή έμεινε έγκυος (δεν έχει καν σημασία το πως) και εκείνος της πέταξε κάποια χρήματα επιβίωσης ταπεινωτικά στο στήθος, ενώ παράλληλα η άλλη (Ευρυδίκη) υποχρεώθηκε γρήγορα να παντρευτεί, ώστε να περιορίσει το παγκόσμιας κλάσης ταλέντο της με μουσικές σπουδές μόνο εντός της Βραζιλίας, τότε…Έχουμε σαν παγκόσμια κοινωνία μεγάλο πρόβλημα, εάν η ανάδειξη των γυναικείων δικαιωμάτων μέσα από μία Τέχνη, αποτελεί “μελόδραμα.” Διότι είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα και μας αφορά όλους/όλες! 

 

Ο δημιουργός καταδεικνύει κρίσιμα, κοινωνικά φαινόμενα επί καθημερινής βάσης, σχετικά με την έλλειψη στοιχειώδους σεβασμού προς το γυναικείο φύλο στον 20ο αιώνα στη Βραζιλία. Μέσα σε τόσους λόγους, που περιλαμβάνουν την ποιοτική του φιλμική φόρμα, αυτή είναι η κυριότερη αιτία, για την οποία αξίζει να δείτε το έργο! 

 

Στοιχεία Κινηματογραφικής Έλξης προς το κοινό:

 

1) Το σενάριο

 

Είναι εμπνευσμένο από το ομότιτλο βιβλίο A Vida Invisível by Eurídice Gusmão” της συγγραφέα Martha Batalha, η οποία τελείωσε το πανεπιστήμιο του Pernambuco. To σενάριο της ταινίας έγραψαν οι Murilo Hauser (screenplay), Inés Bortagaray (συμμετοχή σε screenplay) και Karim Aïnouz (συμμετοχή σε screenplay). Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε, ήταν τα πορτογαλικά. Ακούγονται και λίγα ελληνικά.

 

Εφόσον η μία ηρωίδα λέγεται Ευρυδίκη και διαθέτει ταλέντο στη μουσική, αγαπώντας με πάθος αυτή την Τέχνη, μπορούμε να θεωρήσουμε, πως υπάρχει απλώς μια επιφανειακή συσχέτιση του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Αλλά είναι μόνο η σχέση της μίας πρωταγωνίστριας με τη μουσική. Δεν υπάρχει ορφική συσχέτιση με τις δύο αδερφές, αναζητώντας η μία την άλλη (όπως ο Ορφέας την Ευρυδίκη). Ούτε επίσης μπορεί να θεωρηθεί σαν άλλος Άδης το πατρικό τους σπίτι, με τα τεχνάσματα των γονιών (τέχνασμα σε Ορφέα, περπατώντας χωρίς να κοιτάξει την Ευρυδίκη), που δεν παρέδιδαν τις επιστολές.

 

Το κλειδί στο σενάριο είναι η αξιοποίηση της τραγικής-δραματικότατης και τελικά πραγματικά πικρής ειρωνείας στις ζωές των αδερφών Γκουσμάο. Δύο αδερφές, ζώντας εν αγνοία τους μέσα στην ίδια πόλη, θεωρούν, ότι το αγαπημένο τους συγγενικό πρόσωπο πρώτου βαθμού βρίσκεται σε άλλη ήπειρο, απολαμβάνοντας μία καλύτερη ζωή. Οι επιστολές τους, έχουν σαν αποδέκτη τη διεύθυνση του πατρικού σπιτιού. Σε μία απέλπιδα, συμμαχική προσπάθεια, η οποία έρχεται αντιμέτωπη με την αποκεκαλυμμένη δειλία μιας προδομένης μητρότητας, αλλά και ανάλογης, γυναικείας αλληλεγγύης. Διότι η μητέρα τους, Άννα Γκουσμάο, δεν ενημερώνει καμία θυγατέρα για την κοντινή, φυσική παρουσία των δύο κοριτσιών, ούτε για την αποτυπωμένη αγωνία εκάστης. Οι Γκίντα και Ευρυδίκη ωστόσο δεν είναι απλώς αδέρφια. Είναι υποσχόμενες σύμμαχοι. Αισθάνονται, ότι είναι ανεκτίμητο προνόμιο να φροντίσουν η μία την άλλη, μέσα σε μία ασφυκτική, επικίνδυνη οικογένεια και κοινωνία οι οποίες αγνοούν με θρασυδειλία τα βασικά τους ανθρώπινα δικαιώματα. Για αυτόν τον λόγο, τους κοστίζει τόσο πολύ ο αποχωρισμός! Πάρα πολύ σημαντική παράμετρος, που μοιάζει με λεπτομέρεια (από άποψη σύντομης πράξης σεναρίου) σε στιχομυθία, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί βαρόμετρο εκφραστικής διαμαρτυρίας των δημιουργών, είναι ο διάλογος μεταξύ ενός εργάτη και της καινούργιας συναδέλφου του, Γκίντα. Η κοπέλα απορεί, μα εκείνος θεωρεί, πως η Γκίντα “οφείλει να είναι υπερευχαριστημένη, λόγω της θέσης εργασίας στο εργοστάσιο, γιατί αλλιώς θα έκανε άλλες δουλειές με την εμφάνισή της” (σύμφωνα πάντα με τις δικές του αντιλήψεις, αλλά και της πλειοψηφίας των αντρών και γυναικών της τότε Βραζιλίας). Όλος ο αθεράπευτος μισογυνισμός αυτού του εργάτη είναι απλώς δείγμα ενός έθνους. 

 

Οι ηρωίδες/ήρωες εκπλήσσουν τον θεατή με τις ενέργειές τους: 

 

1) Η Γκίντα, αν και χρησιμοποιήθηκε από τον Γιώργο, δεν το βάζει κάτω και επιστρέφει με αισιοδοξία στο σπίτι της. Μολονότι διώχνεται με μίσος από την οικογένειά της, βρίσκει το σθένος και επιβιώνει, γεννώντας το μωρό χωρίς την υποστήριξη κάποιου συντρόφου και παράλληλα εξαιτίας της προοδευτικής προσωπικότητάς της, ανακαλύπτει με επιτυχία μία φιλική κατοικία παραμονής σε ασυνήθιστη γειτονιά. Μέσα σε τόση προσωπική/κοινωνική πίεση, ζωντανεύει αμέσως την ιδιωτική της ζωή, εντός κάποιων ορίων, αν και μόλις έγινε μητέρα! Με αμείωτο ενδιαφέρον γράφει συνεχώς επιστολές στην αδερφή της.

 

2) Η Ευρυδίκη διεκδικεί συνεχώς την εξέλιξη των μουσικών σπουδών της, έστω και αν αυτές περιοριστούν τελικώς εντός της Βραζιλίας. Δεν σταματά να σκέφτεται την αδερφή της, καθώς στην πορεία αυτή η αγάπη ισορροπεί και τελικώς υπερισχύει της μουσικής (δραματική κατάληξη του πιάνου).

 

3) Η φιλία και ο σεβασμός από το άτομο της καλόκαρδης, πρώην πόρνης, Βραζιλιάνας, Φιλομένα, τεκμηριώνουν την αγνή ανάδειξη της γυναικείας αλληλεγγύης από τους σεναριογράφους. Αλλά και της ανθρωπιάς, η οποία δεν στιγματίζει πρόσωπα, ανεξάρτητα από το παρελθόν τους.

 

4) Η Άννα Γκουσμάο (μητέρα των Γκίντα και Ευρυδίκης) λειτουργεί με αφωνία ηθικής, συγκαλύπτοντας τα αισχρά σχέδια του συζύγου της. Αποτελεί τη μεγαλύτερη μορφή προδοσίας σαν χαρακτήρας.

 

5) Οι αντρικές περσόνες των Μανουέλ Γκουσμάο (πατέρας των κοριτσιών) και Αντενάρο (σύζυγος Ευρυδίκης) διαφέρουν. Ο πρώτος είναι ανεκδιήγητος. Και ο δεύτερος αδυνατεί να καταλάβει, ότι η γυναίκα του δικαιούται, εκτός από το να παίζει πιάνο στο σπίτι, να ολοκληρώσει τις μουσικές της σπουδές.

 

2) Η σκηνοθεσία

 

Την ανέλαβε ο Karim Aïnouz. Εξαρχής φαίνεται η εντυπωσιακή σκηνοθεσία, καθότι οι κόκκινης απόχρωσης, εναρκτήριοι τίτλοι εφάπτονται στο πράσινο φόντο της βραζιλιάνικης, άγριας βλάστησης. Τότε οι δύο αδερφές, Γκίντα και Ευρυδίκη, διακρίνονται στο πλάνο. Μετά τον δραματικό πρόλογο της Ευρυδίκης με voiceover, έρχεται μέσα από τα σύννεφα ο τίτλος του έργου στα κόκκινα και κατόπιν όλο το φόντο γίνεται ερυθρό. Μόλις η ηλικιωμένη Ευρυδίκη συναντήσει μετά από πάρα πολλά χρόνια τις στοργικές, διατυπωμένες σκέψεις της Γκίντα, τότε η σκηνοθεσία θα μας ξαναθυμίσει την εικόνα των δύο αδερφών μαζί κοντά στις ακτές, λίγο έξω από τη γνώριμη, άγρια βλάστηση. Αποκαλύπτοντάς μας περισσότερες στιγμές πλέον.

 

Ο οπτικός διάλογος μεταξύ των διαφορετικών ζωών της Ευρυδίκης και της Γκίντα έχει καταπληκτικό, σκηνοθετικό ρυθμό συνολικά στο έργο (σε άψογη συνεργασία με το μοντάζ, όπως θα δούμε παρακάτω). Παρατηρείται η ζωντανή, υπομονετικής φύσης, αλλά ταυτοχρόνως όχι χρονοβόρα, διερεύνηση του μέσου (κάμερας), στους εναλλασσόμενους εκάστοτε χώρους προβλημάτων και προβληματισμών των δύο γυναικών. Η ισορροπία στις διαφορετικές σκηνές λοιπόν είναι ιδανική, ώστε να γνωρίσουμε, μα και να ξεχωρίσουμε τις δύο περσόνες!

 

Οι αντίστοιχες γνωριμίες της Γκίντα με τον Γιώργο και της Ευρυδίκης με τον Αντενάρο περιλαμβάνουν γλέντι με χορό. Η πρώτη, σε κέντρο νυχτερινής διασκέδασης, χορεύοντας με εκείνον που ερωτεύτηκε και άγνωστο περίγυρο.  Η δεύτερη, στο γλέντι του γάμου της με τον σύζυγο και συγγενικά πρόσωπα. 

 

-Μία από τις πιο έντονες αντιθέσεις των αποχωρισμένων αδερφών είναι εκείνη με την διαφορετική εκτίμηση εγκυμοσύνης. Στο τοπικό μαιευτήριο με την μοναχική γέννα της Γκίντα, η οποία θέλει το παιδί. Και στο καινούργιο  σπίτι με την αντίστροφη, ατομική προσπάθεια της Ευρυδίκης να αποβάλλει το δικό της. Διότι δεν θέλει να καταστραφεί η καριέρα της στη μουσική. 

 

-Η αγάπη της Ευρυδίκης για τη μουσική περιγράφεται ιδανικά με δύο αντικρουόμενες, ετεροχρονισμένες σκηνές. Στον έγγαμο βίο της η ίδια απαγορεύει στον Αντενάρο να κάνουν έρωτα επάνω στο πιάνο. Μόλις μάθει, τι της απέκρυψαν για την Γκίντα οι γονείς της, το πιάνο δεν θα υπερβεί την αγάπη για την αδερφή της…

 

Η πιο καθηλωτική σκηνή είναι, όταν θα βρεθούν ακριβώς στον ίδιο χώρο, μα δίχως να συναντηθούν ποτέ, οι δύο αδερφές. Όμως εκεί θα συνομιλήσουν τα παιδιά τους! Η θέαση τότε της Γκίντα, παρακολουθώντας τον πατέρα της μέσα από το ενυδρείο του εστιατορίου, ίσως είναι μία παρομοίωση της ίδιας της περσόνας, όταν εκείνη ζούσε εγκλωβισμένη μαζί με τον Μανουέλ Γκουσμάο. Σαν ένα πλάσμα τοποθετημένο σε ελεγχόμενες, δήθεν προστατευτικές επιφάνειες μιας πατρικής κατοικίας.

 

Φωτογραφία και Μοντάζ:  

 

Φωτογραφία:

 

-Το έργο ξεκινά με ιριδίζοντα βρύα επάνω σε έναν βράχο.

 

-Σε οικογενειακό κύκλο η Ευρυδίκη μέσα στο λευκό, παραδοσιακό της φόρεμα χορεύει απτόητη ζωηρά με το σύζυγό της.

 

-Η Γκίντα γεννά στο μαιευτήριο, δίχως την παρουσία συντρόφου, έχοντας έντονους πόνους, υπό σκοτεινά αλλά ζωντανά χρώματα στο φόντο.

 

-Η Φιλομένα αργοπεθαίνει στις σκιές του σπιτιού και η Γκίντα της συμπαραστέκεται, βρίσκοντας τρόπο, ώστε η προστάτιδά της να μην πονά…

 

-Η Ευρυδίκη δίνει εξετάσεις και λάμπει παίζοντας πιάνο. Καθώς ακτινοβολούν και οι αναμνήσεις ή οι φανταστικές της σκέψεις με την  αδερφή της.

 

Διεύθυνση Φωτογραφίας: Hélène Louvart.

 

Μοντάζ:

 

Όπως προείπαμε, ξεχωρίζει συνολικά η τοποθέτηση των εναλλασσόμενων σκηνών, ώστε να γνωρίσουν καταλλήλως με ζωντάνια οι θεατές τις δύο διαφορετικές προσωπικότητες, αλλά και να μεταφερθούν πειστικά στα αλλιώτικα περιβάλλοντα της ίδιας πόλης. Έτσι, αυτός ο οπτικός διάλογος των δύο ιστοριών σε συνδυασμό με την παρουσία της φωνητικής ενημέρωσης των επιστολών λειτουργεί ολόσωστα, σε άρτια συνεργασία με τη σκηνοθεσία.

 

-Πολύ ωραίες συνδέσεις είναι: 

 

Α) Όταν η Ευρυδίκη δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στο πιάνο, αλλά όχι για τον λόγο που η ίδια νόμιζε…Ενόσω η Γκίντα, επιχειρώντας να ταξιδέψει στη Βιέννη με τον γιο της, κατανοεί, ότι το πρωτόκολλο μίας πατριαρχικής κοινωνίας απαγορεύει την ευθύνη της μετακίνησης του εαυτού της και του μικρού Τσίκο, χωρίς εξουσιοδότηση από τον πατέρα του παιδιού. 

 

Β) Μόλις η Ευρυδίκη παίζει πιάνο στις κρίσιμες, μουσικές εισαγωγικές εξετάσεις. Έχουμε αρχική λήψη στην ίδια, με συνολική θέα προς τους κριτές/ μετά στα χέρια της/ έπειτα σε αναμνήσεις με την Γκίντα/ στη συνέχεια πάλι στα χέρια, που παίζουν πιάνο/ κατόπιν σε ειδική πραγματικότητα της φαντασίας της Ευρυδίκης, σαν να μοιράστηκαν το νέο του γαμήλιου γεγονότος εκείνης, όταν συνέβη, οι δύο αδερφές/ και κλείνοντας, υπάρχει λήψη προς την ηρωίδα και το μουσικό, πληκτροφόρο έγχορδο.

 

Μοντάζ: Heike Parplies. 

 

3) Οι Ερμηνείες

 

Julia Stockler: Υποδυόμενη την φλογερή, ζωντανή και ανεξάρτητη Γκίντα Γκουσμάο, η οποία δεν ξέχασε την Ευρυδίκη. Ανέλαβε και τον ρόλο της εγγονής της Γκίντα.

 

Είναι πραγματικά χαριτωμένη, κατά τη μυστική διήγηση των πρώτων ερωτικών της εμπειριών. Παριστάνει ως Γκίντα, ότι δεν νιώθει καλά στο δείπνο, αν και ετοιμάζεται για ραντεβού στα κρυφά (ρόλος μέσα στο ρόλο). Διασκεδάζει στον χορό και γοητεύεται από τον Γιώργο. Στις ηχογραφημένες ερμηνείες της στο voiceover η ηθοποιός ανταποκρίνεται ωραία στα σταθερά συναισθήματα της αδερφικής αγάπης της Γκίντα προς την Ευρυδίκη. 

 

Είναι παραπάνω από πειστική, γεννώντας με έντονους πόνους. Η δυσαρέσκεια και το εκρηκτικό της ταμπεραμέντο εκφράζονται αντιστοίχως σε δύο θαμώνες. Αποδίδει την ευτυχία του ρόλου στην φτωχογειτονιά, ζώντας μαζί με τον Τσίκο και τη Φιλομένα. Διακρίνεται η απογοήτευση της Γκίντα, μόλις η ίδια πληροφορείται, πως αδυνατεί να ταξιδεύσει χωρίς την άδεια του πατέρα του παιδιού της. Η ανησυχία για την αναζήτηση του Τσίκο είναι αισθητή στο εστιατόριο. Η απόγνωση του ρόλου εκφράζεται, παρατηρώντας λίγο μετά τον πατέρα της, μέσα από τη μία μεγάλη, γυάλινη επιφάνεια του ενυδρείου.

 

Παρουσιάζεται τρυφερή με τη Φιλομένα, μόλις εκείνη οδηγείται στο θάνατο. Στο voiceover ακούμε την ερμηνευμένη πικρία της ηθοποιού, όταν η Γκίντα με τα χρόνια κατάλαβε, πως η μητέρα της δεν έδινε (ή δεν έστελνε στην Ευρώπη, όπως νόμιζε η Γκίντα…) τα γράμματα στην αδερφή της. Στον αντίποδα, στο γράμμα του 1956, κατά τον επίλογο της ταινίας, ακούμε τη χροιά κάποιας ελπίδας, με στήριγμα το μέλλον μιας ολόκληρης ζωής…

 

-Ως εγγονή παρουσιάζει την αμήχανη, τρομαγμένη έκπληξη στην αγκαλιά της (άγνωστης για εκείνη) ηλικιωμένης Ευρυδίκης. Μετά αποδίδει τη χαρά για την πιστοποίηση των αληθινών ιστοριών της πιανίστριας.

 

Carol Duarte: Ενσαρκώνοντας την ταλαντούχα πιανίστρια, Ευρυδίκη Γκουσμάο, που αναζητούσε την αδερφή της για μια ολόκληρη ζωή.

 

Φωνάζει σε αυτή τη ζούγκλα της εισαγωγής του έργου το όνομα της Γκίντα, αναζητώντας την με αγωνία. Μας πείθει γενικώς σε όλη την ταινία, ότι η ίδια είναι πιανίστρια υψηλού επιπέδου. Ακούει με προσοχή τις συμβουλές της Zelia. Φοβάται πραγματικά, μήπως ο γάμος και κυρίως μια επερχόμενη εγκυμοσύνη καταστρέψουν την καριέρα της στη μουσική. Στο δικό της voiceover μιλά με θαυμασμό για την ονειρεμένη ζωή, που νομίζει, ότι βιώνει στην Ελλάδα η αδερφή της. Η συγκέντρωσή της αποσπάται (με σκόπιμη ερμηνεία), κατά τις απαιτητικές ασκήσεις στο πιάνο σε μουσικά θέματα του συνθέτη Franz Liszt. 

 

Θα ρωτήσει τη μητέρα της με γλυκύτητα, εάν εκείνη έχει νέα της Γκίντα. Στην ακρόαση, είναι δοσμένη σε μουσική ανταπόκριση και νοητική επανένωση με την αδερφή της. Ανακοινώνει με χαρά σε πατέρα και σύζυγο την επιτυχία της στις εξετάσεις. Μαθαίνοντας, ότι ο πατέρας της γνώριζε τόσα χρόνια για την επιστροφή της Γκίντα, αλλά της το απέκρυψε, γίνεται έξω φρενών! Εκεί βρίσκεται η πιο όμορφη, ερμηνευτική της στιγμή! Η οργή υπερνικά τη χρόνια, σεβάσμια συμπεριφορά στο κατακρημνισμένο πλέον, πατρικό πρότυπο. Το μένος της μετατρέπεται σε ταφόπλακα προσωπικών ονείρων.

 

Fernanda Montenegro/Bárbara Santos: Στους αντίστοιχους ρόλους της ηλικιωμένης Ευρυδίκης και της καλόκαρδης Φιλομένα.

 

-Η πρώτη, {γεννημένη το 1929 παρακαλώ!} ερμήνευσε άριστα μία γυναίκα που έζησε τον κύκλο της, χωρίς πλέον να διαθέτει συνεχώς τη διαύγεια του παρελθόντος. Στην ανακάλυψη των χαμένων επιστολών, μας παρουσιάζει μία υποκριτική, στην οποία ξαφνικά ζωντανεύει ο εγκέφαλος της περσόνας. Η χαρά, μόλις ο ρόλος συναντά την ολόιδια σε μορφή εγγονή της Γκίντα, καταλήγει αμέσως σε συγκίνηση. 

 

-Η δεύτερη, δίνει έναν άλλο υποκριτικό τόνο σε μια κοινωνική περσόνα, η οποία δυσκολεύτηκε, αλλά κατάφερε μεγαλώνοντας να ζήσει αξιοπρεπώς στο δικό της σπίτι. Εκφράζει την επιθυμία αξιοποίησης/κατάκτησης του ελεύθερου χρόνου της ως μοναχική οντότητα, σε μία φιλοσοφημένη άποψη, επειδή της φέρθηκαν άσχημα πολλοί άντρες. Ερμηνεύοντας πως αργοπεθαίνει, αποδίδει την αίσθηση μιας τελευταίας ελπίδας, παρακολουθώντας χαρούμενη τον μικρό Τσίκο…Σαν εκείνος να αποτελεί για τη Φιλομένα την ελπίδα για τις επόμενες γενιές πιο καλοσυνάτων, Βραζιλιάνων αντρών.

   

4) Η Μουσική

 

Την έγραψε και επέλεξε ο Benedikt Schiefer. Στο ξεκίνημα του έργου, μέσα στη ζούγκλα, όπου βρίσκονται Ευρυδίκη και Γκίντα, ακούμε μία άρπα να παίζει. Αρκετές φορές στην ταινία θα απολαύσουμε το πιάνο της φιλόδοξης καλλιτέχνιδας. Χορευτική, βραζιλιάνικη μουσική παρατηρείται στο κέντρο διασκέδασης, όπου φλερτάρει η Γκίντα με τον Γιώργο. Η Ευρυδίκη μελετά την απαιτητικής συγκέντρωσης Ουγγρική ραψωδία no2 του σπουδαίου συνθέτη Franz Liszt. Στο εστιατόριο μόλις η Γκίντα διαπιστώνει, πως οι υπεύθυνοι διώχνουν εκείνη, τον γιο της και τη Φιλομένα, διακρίνοντας παράλληλα  αντίκρυ τη μορφή του καθαρματένιου πατέρα της στον ίδιο χώρο, “αφήνει” τα ορχηστρικά έγχορδα να δώσουν δραματικό τόνο στο τέλος της θεματικής. Το τραγούδι με γυναικεία φωνητικά στο τέλος του έργου είναι συγκινητικό.

 

5) Τα Kοστούμια

 

Τα σχεδίασε η Marina Franco. Το κομψό φόρεμα της Γκίντα, το ιδιαίτερο νυφικό της Ευρυδίκης, τα ρούχα των αντρών και γενικότερα οι καλοσχεδιασμένες ενδυμασίες των ανθρώπων, θα ταξιδέψουν το κοινό στην ανάλογη εποχή και οικονομική κατάσταση.

 

Η προοδευτική, σύγχρονη σκηνοθετική ματιά, μέσα σε μια καταπιεστικής, οπισθοδρομικής δεκαετίας κοινωνία του 20ου αιώνα, προβάλει δύο γυναίκες, που διεκδίκησαν ένα πιο αξιοπρεπές μέλλον, μα δεν κατάφεραν να το αντικρίσουν μαζί. 

 

Μια διανομή της Ama Films

 

O Eretikos κριτικός Γιάννης Κρουσίνσκυ

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X