Eretiki Κριτική

Eretiki κριτική, μέσα στις Νύχτες Πρεμιέρας: Αμνός & Βότσαλα

Eretiki κριτική, μέσα στις Νύχτες Πρεμιέρας: Αμνός & Βότσαλα
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Από τον Eretiko κριτικό Γιάννη Κρουσίνσκυ

Στις 27/9/2021 παρακολουθήσαμε 2 ενδιαφέρουσες ταινίες. Σύγχρονου σινεμά.

Σύμφωνα, με τη σειρά ωρών που προβλήθηκαν σε Στέλλα & Τριανόν, αντιστοίχως:

Α) Αμνός(2021) του σκοτεινά αλληγορικού & οργανωμένου μυθορεαλιστικού” σκηνοθέτη, Βάλντιμαρ Γιόχανσον.

Β) “Βότσαλα” (2021) του κινηματογραφικά δραστήριου & ωμά αληθινού σκηνοθέτη, Βινοθράζ Π.Σ.

Αμνός/Lamb/Dyrid

Η προσέλευση του κόσμου ήταν πραγματικά εντυπωσιακή! Η ανταπόκριση συγκεκριμένη: Αν και πολλοί θεατές εκτίμησαν με ώριμη σκέψη το έργο, μια μικρή μερίδα φάνηκε να γελά σε σημεία. Θυμίζω, είναι ανούσιο να κοροϊδεύουν οι θεατές, που δεν έχουν γίνει ακόμη Σινεφίλ, ό,τι δεν κατανοούν και δεν έχουν μελετήσει. Η ταινία παίζεται ξανά την Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021 και πάλι στο σινέ Στέλλα, αλλά αυτή τη φορά στις 22:30.

Προτείνω οπωσδήποτε αυτό το οργανωμένα “μυθορεαλιστικό” έργο!Θυμηθείτε την άποψη αυτής της σκηνοθεσίας από τώρα, όχι μόνο για το έτος 2021

Η καλλιτεχνική προσέγγιση

Ο ρεαλισμός και ο μύθος θα αλληλοσυμπληρωθούν με συσχετική διαβίωση. Η επιλογή του αμνού για αυτό το καλλιτεχνικό εγχείρημα δεν είναι καθόλου τυχαία! H αληθινή βιολογία, οι γνώριμοι, ανθρώπινοι μύθοι περί αθωότητας, αλλά και η πρωτόγνωρη, μα γόνιμη φαντασία ποσοστιαίας φύσης Αμνανθρώπου” σε σενάριο και σκηνοθεσία δημιούργησαν ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα.

Α) Η αληθινή βιολογία των αμνών θα συγκρουστεί με εκείνη των ανθρώπων. Στο έργο διακρίνεται πρωτίστως μία φυσική γέννηση αμνού στον αχυρώνα, όπου, εν αντιθέσει με εμάς, αυτό το πλάσμα έρχεται έτοιμο στον κόσμο και περπατά αμέσως. Ενώ ο άνθρωπος αργεί αρκετά να ξεπεράσει το βρεφικό στάδιο, να περπατήσει και ύστερα χρειάζεται μονίμως στη ζωή του ενδυμασίες/υποδήματα. Καθώς και γονεϊκή φροντίδα, με ιδιαίτερη προσοχή μετάδοσης πληροφοριών, για τουλάχιστον 12 έτη. Αυτό λοιπόν από μόνο του επαρκούσε, για να συγκρουστεί σαν κεντρική ιδέα ο αμνός με τον άνθρωπο. Β) Έπειτα έχουμε το αλληγορικό και κυριολεκτικό στοιχείο της αθωότητας. Δεν είναι ανθρώπινη αυτή η επινόηση για την αθωότητα των αμνών; Ποιος από τους 2 είναι τελικά πιο αθώος οργανισμός; Το ζευγάρι δεν καταναλώνει μεν ούτε πουλά αρνάκια ή πρόβατα προς κατανάλωση, αλλά εκτρέφει και αξιοποιεί αυτά τα ζωάκια σε όλες τις ηλικίες. Γ) Δεδομένου ότι η Ada (και όχι μόνο!) είναι με ευφάνταστη, δημιουργική προσέγγιση κατά τα ¾ άνθρωπος και κατά το εναπομείναν ¼ αμνός, μπορούμε να θεωρήσουμε, πως βρισκόμαστε σε ένα στάδιο ειδικής μεταμόρφωσης. Εκεί η βιολογία, η αθωότητα και η φαντασία, ως αδυναμίες και δυνάμεις αμνών/προβάτων και βρεφών/ ενηλίκων ανθρώπων, έχουν γίνει πλέον ένα!

Κινηματογραφικές παράμετροι

Χρησιμοποιήθηκαν τα ισλανδικά σαν γλώσσα.

Το σενάριο έχει ανεπίσημο πρόλογο και τον ορισμό τριών κεφαλαίων χωρίς επεξήγηση, παρά μόνο με την αναφορά του αριθμού τους. θα χρησιμοποιήσει τον πρώτο διάλογο μετά από αρκετή ώρα (1ο κεφάλαιο). Εξαιτίας αυτής της παραμέτρου, όφειλε να εναρμονιστεί με την οπτικοποίηση της μυητικής σκηνοθεσίας, στην “μυθορεαλιστική” ατμόσφαιρα. Ώστε να αφηγηθεί σωστά, αλλά και με μυστήριο τα πάντα στον Σινεφίλ. Το σενάριο λοιπόν, θα μας απορροφήσει με ένα κράμα, που εμπεριέχει: Το ερημικό τοπίο και μια πρώιμη, άγνωστης μορφής, σκοτεινή έλευση σε αυτό. Την αχρονικότητα της ειδικής χρονολόγησης μεταξύ χειμώνα-θέρους. Τη μοναχικότητα του ζεύγους Maria-Ingvar, καθώς και μια ειδική κουβέντα εκείνων για την πρόοδο της επιστήμης, σε σχέση με τα ταξίδια στο χρόνο. Έτσι, βρισκόμαστε αυτομάτως σε ένα περιβάλλον, όπου όλα είναι πιθανά.

Η εν καιρώ έλευση (2ο κεφάλαιο) του συγγενή Pétur επιφέρει το ρεαλιστικό στοιχείο στην ταινία. Εκείνος απορεί με τη φύση της Ada, εκπροσωπώντας ταυτοχρόνως και την πολύωρη απορία-περιέργεια του θεατή. Επιπλέον, ο ίδιος εκπροσωπεί τις ανθρώπινες αδυναμίες, καθώς είχε μυστική, ερωτική σχέση κάποτε με τη Maria. Ωστόσο, στο 3ο κεφάλαιο ο Pétur, αν και είχε άθλιες προθέσεις, στην πορεία βρίσκει συγγενική αγάπη για το πλάσμα Ada. Εκείνη του υπενθυμίζει τη δική του χαμένη αθωότητα! Η αντεκδίκηση, στην ανοικτή γονεϊκή απόφαση του ζεύγους, αλλά και στη μυστική φονική πράξη της Maria, θα επέλθει σαν ανθρώπινη αδυναμία, από ανθρώπινα όπλα, μα από ένα άλλο πλάσμα. Εκείνο, πλέον βαρέθηκε να φέρει το ρόλο της αθωότητας…

Η σκηνοθεσία αποτελεί σε αυτήν την ταινία την κορωνίδα των κινηματογραφικών παραμέτρων. Για αυτό το λόγο, θα σταθούμε περισσότερο εδώ. Εντός της σκηνοθεσίας, καθοριστικά είναι τα επιλεκτικά οπτικά εφέ ή η μερική χρήση animation, εάν προτιμάτε. Η σκηνοθεσία θα χρησιμοποιήσει ως βάση της, αναρίθμητα πλάνα από ακίνητη κάμερα! Επομένως οι οπτικές γωνίες, οι αποστάσεις του μέσου (κάμερα) και τα σημεία της καταγραφής έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Υφίστανται μεν κάποια πλάνα με κίνηση του μέσου, αλλά χρησιμοποιούνται, όπου είναι απαραίτητο. Διότι έτσι ακριβώς, τότε γίνεται πιο έντονα αντιληπτή η αιτία, η ίδια η δράση των ηρωίδων/ηρώων, μα και η ουσία της ψυχοσύνθεσης αυτών.

Από σκηνοθετική άποψη, η Maria ανταποκρίνεται περισσότερο στο ρόλο της πρωταγωνίστριας. Υπάρχουν παραδείγματα, που το αποδεικνύουν: 1) Η σπάνια κίνηση της κάμερας *ακολουθεί την κίνηση της Maria. 2) Σκηνοθέτης/θεατής εισέρχονται μόνο στους εφιάλτες της Maria. 3) Το κεφάλι του άντρα εκείνης, δηλαδή του Ingvar, αποκρύπτεται από το φακό, ενώ παράλληλα στα κοινά τους πλάνα το δικό της πρόσωπο καταγράφεται σε 2 σημαντικές στιγμές. Ο λόγος που αυτό συμβαίνει, είναι, για να ξεχωρίσει και πάλι η Maria ως πρωταγωνίστρια. Και φυσικά, για να προωθηθεί στο οπτικό κομμάτι της σκηνοθεσίας η ιδέα του σεναρίου, σχετικά με την ανωτερότητα των συναισθημάτων της μητρικής αγάπης, έστω και σε περίπτωση ιδιόρρυθμης υιοθεσίας. Σε 2 περιπτώσεις λοιπόν, το δικό της κεφάλι-πρόσωπο δεν αποκρύπτεται, προκειμένου να γίνουν αντιληπτές: Α) Η λαχτάρα (επιθυμία) της Maria, μόλις φροντίζει χαρούμενη, σε βρεφικό στάδιο, την Ada. Β) Η μεγάλη λαχτάρα (ταραχή) της Maria, όταν σκέφτεται, πως ενδεχομένως να κινδυνεύει η Ada και το ζευγάρι ξεκινά εσπευσμένα να την αναζητήσει.

*Τότε ακριβώς η κάμερα κινείται πλαγίως (λογικά, ακολουθία με Tracking shot-Dolly) μαζί με τη Maria, από δεξιά προς τα αριστερά της οθόνης (βγαίνοντας από το σπίτι). Και αντιστρόφως, όταν εκείνη έχει ήδη διαπράξει ένα φονικό ανταγωνιστικής μητρότητας (επιστρέφοντας στο σπίτι της).

Η εναλλαγή των εποχών αποτυπώνεται με την προβολή επάνω στο τρακτέρ του ζεύγους, με οδηγό τη Maria και λήψη μεσαίου πλάνου σε εκείνη, κατά κύριο λόγο. Πότε υπάρχει η “μάσκα” με το τζάμι (χειμώνας) στο τρακτέρ και πότε εκείνη αφαιρείται (θέρος). Αντιθέτως, η παρέα-μπάντα του Pétur πιστοποιεί, πως προέρχεται από άλλο τόπο, καθώς εκεί η λήψη γίνεται, υπό το βλέμμα της οδηγού.

– Το μοντάζ έχει απολύτως κατανοήσει το στόχο της σκηνοθεσίας με τα ακίνητα πλάνα και τη σπάνια δράση της κάμερας και την έχει ενισχύσει σε μια υπέροχα αρμονική αφήγηση, παρόλο που είναι ασυνήθιστη η ιστορία και η προβολή της. Το μοντάζ δείχνει ωριμότητα και συμβάλλει στην εξέλιξη των συναισθημάτων, που προκαλούνται στο Σινεφίλ! Οι εναλλαγές είναι υπέροχες, τόσο σε άμεσο όσο και σε συνολικό επίπεδο! Στον πρόλογο (πριν από τα κεφάλαια) έχει επίσης καταλυτικό ρόλο το μοντάζ. Στο δε φινάλε, υφίσταται κατηγορία ελλειπτικού μοντάζ, εξάπτοντας τη φαντασία για την 1η σύγκρουση πλάσματος και ανθρώπου! Υποχρεούμαι λοιπόν, να αναφέρω πάλι (κάτωθι αναφορά συντελεστών) το όνομα της μοντέζ, Agnieszka Glinska. Εκείνη, αν και δεν τα είχε καταφέρει καθόλου καλά στην ενδιαφέρουσα, παρερμηνευμένη ταινίαSweat,” στο γοητευτικό “Lamb” αντιθέτως τα πήγε περίφημα! Συγχαρητήρια!

Όπως είχα γράψει πρόσφατα (https://eretikos.gr/politismos/eretiki-kritiki-tis-parermineymenis-tainias-idrotas-sweat/437254/), κάποιες/κάποιοι από τους συντελεστές του “Sweat” σε διάφορες θέσεις μπορεί να έκαναν τότε λάθη, διότι είχαν διατελέσει πριν μόνο σε βοηθητικό ρόλο καθηκόντων, αλλά η δημιουργία σκηνοθεσίας/σεναρίου ευθυνόταν κυρίως επ’ αυτού, διότι δεν τους είχε δώσει σαφή στόχο. Εκείνες/εκείνοι είχαν δυνατότητες και αυτό θα φαινόταν, σε ανεξάρτητες, μελλοντικές δουλειές, εάν βεβαίως δεν θαμπώνονταν από τις τότε αποπροσανατολιστικές, επικίνδυνες και φυσικά εξωκαλλιτεχνικές βραβεύσεις. Έτσι λοιπόν, η βελτίωση φάνηκε και από αυτή την προσγειωμένη, μελετημένη και πλέον Έμπειρη μοντέζ! Και πάλι μπράβο! Βεβαίως, παίζει ρόλο και το γεγονός, ότι στο “Lamb” η σκηνοθεσία και το σενάριο όρισαν στο μοντάζ ένα σαφές, καλλιτεχνικό πλαίσιο!

Η διεύθυνση φωτογραφίας διακρίνεται στις ρυθμίσεις όλων αυτών των επιλεγμένων ακίνητων πλάνων, με ιδιαίτερες οπτικές γωνίες, διαφορετικές αποστάσεις του μέσου και όλα τα ενδιαφέροντα σημεία της καταγραφής. Τα τοπία σπανίζουν, αλλά εκφράζουν πανέμορφες στιγμές της φύσης. Έτσι δίνουν μια επαφή με το περιβάλλον εκτός του ανθρώπου. Η ομίχλη μέσα στο ψύχος που αγκαλιάζει τις πεδιάδες και τα απέραντα ισλανδικά βουνά, τα ρυάκια, αλλά και η επίπεδη γη με άπειρα πλημμυρισμένα σημεία υδάτων, όπου περπατά σε βόλτα με το σκύλο ο Ingvar, θα ξεχωρίσουν. Επίσης, στις νυχτερινές στιγμές του αχυρώνα με τα πρόβατα και γενικότερα στην πλαισίωση με την ευκρίνεια του φακού στις κεφαλές αυτών, θα δοθεί από τη διεύθυνση φωτογραφίας ζωντάνια στα βλέμματά τους, μα και η ψευδαίσθηση, πως εκείνα αποδίδουν γνώριμα συναισθήματα, που υπερβαίνουν τα ζωώδη ένστικτα.

– Οι ερμηνείες ανταποκρίνονται στην ποιότητα του έργου. Σημαντικές είναι περισσότερο οι αποδόσεις της πρωταγωνίστριας ηθοποιού Noomi Rapace (Maria), περιλαμβάνοντας ισορροπημένη, μα διακριτή εκφραστικότητα συναισθημάτων, λίγο πριν την έλευση της Ada, κατά τη φροντίδα εκείνης, αλλά και στον βίαιο αποχωρισμό της. Ο θρήνος της ερμηνεύτριας στο τέλος, είχε διαφορετική μέθοδο, πιο εσωτερικευμένη. Η υποκριτική του Hilmir Snær Guðnason (Ingvar) έχει λόγο, που αρχικώς παρουσιάζεται συγκρατημένα εκφραστική. Διότι αργότερα, όταν ο Ingvar γελά, βλέπουμε, πως έχει έρθει προσωρινώς η διακριτή ευτυχία στη ζωή του.

– Η μουσική είναι συνοδευτική, μα ορθά ατμοσφαιρική. Απουσιάζει σε μεγάλο διάστημα του έργου. Είναι ανάλογη του εν εξελίξει μυστηρίου.

Μια διανομή της Weird Wave

Συντελεστές

Σενάριο: Sjón, Valdimar Jóhannsson. Σκηνοθεσία: Valdimar Jóhannsson. Μοντάζ: Agnieszka Glinska. Διεύθυνση Φωτογραφίας: Eli Arenson. Πρωταγωνιστούν/συμμετέχουν: Noomi Rapace, Hilmir Snær Guðnason, Björn Hlynur Haraldsson, Ingvar Sigurdsson, Ester Bibi. Μουσική: Þórarinn Guðnason. Σχεδιασμός Κοστουμιών: Margrét Einarsdóttir.

Βότσαλα/Pebbles/Koozhangal

H προσέλευση του κόσμου ήταν απλώς ικανοποιητική. Η ανταπόκριση μόνο θετική: Οι θεατές συμμετείχαν αυθορμήτως νοητικά στην υπεράσπιση των ευαισθητοποιημένων στιγμών, κατά την προβολή της ταινίας. Όμως: Δεν μπορούμε να μπερδεύουμε την αγνότητα του διεθνισμού και της αντιρατσιστικής νοοτροπίας, με την ίδια την ποιότητα της Τέχνης. Η ταινία έχει μεν θετικά στοιχεία, καλλιτεχνική ουσία και ωραίο τρόπο δραστήριας, κινηματογραφικής σκέψης, αλλά δεν θα συγκλονίσει έναν αληθινά μελετημένο Σινεφίλ. Το σενάριο, δυστυχώς, παρουσιάζει κενά ανάπτυξης. Το έργο παίζεται ξανά την Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος-Λαΐς στις 22:30.

Προτείνω όμως την ιδιαίτερη ταινία αυτού του συνδυαζόμενου υποκειμενικού & αντικειμενικού, κινηματογραφικού σκεπτικού, γιατί μέσα στις ταινίες του 2021 διακρίνεται!

Η καλλιτεχνική προσέγγιση

Τα θετικά

Το fiction κλίμα βρίσκει ισχυρή βάση σε αληθινές καταστάσεις, τις οποίες βιώνουν άνθρωποι της Ινδίας, μέσα από έναν καλλιτεχνικό μανδύα που αφήνει με διαφάνεια να αποκαλυφθούν ντοκιμαντερίστικες ανησυχίες. Παιδιά στερούνται την κατάλληλη διαπαιδαγώγηση και γίνονται αποδέκτες της ατιμώρητης, γονεϊκής βίας. Άνθρωποι τρώνε εν έτει 2021 ψημένα ποντίκια για γεύμα, ζεσταίνουν σε τσουκάλι φαγητό ή περιμένουν καρτερικά, για να συγκεντρώσουν σε κανάτια το λασπώδες, οριακά πόσιμο ύδωρ. Παρόλα αυτά, η παγκοσμιοποίηση και ο καπιταλισμός, μέσα από την εμφάνιση πλαστικού μπουκαλιού ενός διάσημου αναψυκτικού της Δύσης, με “μαγικό” τρόπο έχουν φτάσει ακόμη και εκεί.

Τα αρνητικά

1) Δεν αποτελεί ερμηνεία, ούτε καλλιτεχνία ηθοποιοί να χτυπιούνται στα αλήθεια. Θα το γράφω και θα το λέω συνέχεια, μέχρι να σταματήσει αυτό το άθλιο φαινόμενο στο Σινεμά!!! Πόσο μάλλον, όταν αρκετά χτυπήματα γίνονται σε ένα παιδάκι (και να μην πρωταγωνιστούσε, το ίδιο μου κάνει). Εκτός, αν δεν ήταν αληθινά χτυπήματα! Εάν ήταν όμως, το παιδάκι αυτό που πρωταγωνίστησε, μόλις μεγαλώσει, θα αντιδράσει πολύ διαφορετικά, όταν αντιληφθεί, πως τα χτυπήματα επάνω του έγιναν έστω και για τη δραματική ψυχαγωγία των θεατών. Για να είμαι ακριβοδίκαιος, η κάμερα φεύγει κάποια στιγμή από όλη την έξαρση της βίας (ομοίως και σε καυγά με τον κουνιάδο του πατέρα). Αλλά και πάλι…

2) Δεν είδα πουθενά να λέει, πως δεν κακοποιήθηκαν ζωάκια στο έργο. Άρα, τα ποντίκια βασανίστηκαν και ψήθηκαν στα αλήθεια. Το θέμα είναι, ότι δεν μπορούμε να ανησυχούμε μόνο για τα υποτιθέμενα χαριτωμένα ζώα, αλλά για όλα. Θα μου πείτε: “Ναι, αλλά με αυτόν τον τρόπο το έργο αναδεικνύει την ανείπωτη φτώχεια, την άγρια επιβίωση και εξαθλίωση των ανθρώπων, αποκαλύπτοντας σημαντικές πτυχές του κόσμου, που δημιουργικά ενοχλούν τη δυτική βολή μας…”

– Εντάξει, μα σε ό,τι αφορά τα προαναφερθέντα μειονεκτήματα 1) και 2) έχω να σας πω, πως ο κινηματογραφικός κόσμος και οι Αρχές αυτού άλλαξαν στο ξεκίνημα του 21ου αιώνα. Πλέον εάν είσαι fiction Δημιουργός, σημαίνει, πως απέχεις από τη συμμετοχή της αληθινής βίας, εντός της ταινίας σου. Άρα, την αληθινή φρίκη θα μου την επισημάνεις, χρησιμοποιώντας το μυαλό σου. Δίχως αληθινή-κυριολεκτική βία-καταστροφή έμψυχων όντων μέσα στην ταινία. Χωρίς δηλαδή να υποφέρει κανείς ηθοποιός ή πλάσμα στα αλήθεια. Πρέπει να βρεις με οξυδέρκεια τον τρόπο. Είναι μέρος της Δημιουργικότητας και της Δημιουργίας σου. Το χρωστάς στην Τέχνη. Αλλιώς, αν θες απλώς να αποκαλύψεις την ωμή βία με τα κακώς κείμενα όλης της Γης, τότε γίνε Δημοσιογράφος-Ντοκιμαντερίστας…

Κινηματογραφικές παράμετροι

Χρησιμοποιήθηκε η διάλεκτος Tamil. Μία από τις πιο παλιές διαλέκτους της Ινδίας και του Κόσμου. Χρησιμοποιείται ακόμη, μεταξύ άλλων περιοχών-κρατών (π.χ. Σρι Λάνκα), στη Νότια Ινδία.

Το σενάριο έχει ενδιαφέρον από την απλή οπτική του παιδιού, του πατέρα, αλλά και από την ανάλογη πιθανολογική της απούσας μητέρας. Η οπτική του πατέρα προκαλεί το ενδιαφέρον του θεατή, κάνοντάς τον να αναρωτηθεί, γιατί εκείνος έγινε τόσο επιθετικός με όλους. Πώς μεγάλωσε άραγε; Η απουσία της μητέρας κάνει το θεατή να εκθειάσει πιθανολογικά τη δική της οπτική. Όμως στο σενάριο ξεχωρίζει η οπτική του παιδιού…

Μέσα από τα μάτια του παιδιού, διακρίνονται τρεις παράγοντες: Α) Η ανοχή, υπομονή και θλιβερή παρατήρηση του αποτυχημένου πατρικού προτύπου, από τον απογοητευμένο, μικρό γιο. Β) Η παράβλεψη όλων των κακουχιών, της φτώχειας και της απουσίας στοιχειώδους κοινωνικής προόδου στον τόπο. Γ) Η λυτρωτική επανασύνδεση με την ενδεχομένως ηθική μητέρα. Δηλαδή, την τελευταία ελπίδα-γονέα.

Ωστόσο, δυστυχώς είναι πολλά τα κενά στο βάθος των προσωπικοτήτων του σεναρίου. Πατέρας, γιος και μητέρα έχουν μερική ή καθολική απόκρυψη προσωπικότητας. Μοιάζουν, σαν να ξεφύτρωσαν στη Γη, για τις ανάγκες ενός σκόπιμου, μινιμαλιστικού σεναρίου…Η κεντρική ιδέα είναι ισχυρή πάντως!

Η σκηνοθεσία φέρει ένα εντελώς δραστήριο σκεπτικό και επιλέγει κατά κύριο λόγο να κινηθεί αρκετά: 1) είτε ζωντανά (ακολουθώντας τους ήρωές της) 2) είτε εγκεφαλικά, κατορθώνοντας να μεταφερθεί προσωρινώς σε σπάνιες τοποθετήσεις του μέσου (σε απίθανα σημεία, όπου εκεί με ακίνητη κάμερα, παρατηρούμε από πανοραμική ή γενικώς αποστασιοποιημένη άποψη τους ανθρώπους). Η απεραντοσύνη της ινδικής γης και η εφιαλτική ξηρασία σε εκείνη αποκαλύπτονται περιεκτικότατα. Η σκηνοθεσία θα οργώσει αυτή τη γη, προσφέροντας στο θεατή ένα οπτικό βίωμα πρωτόλειας χαρτογράφησης. Όμως παράλληλα αυτή την πρώιμη, δυσερμήνευτη σε εμάς χαρτογράφηση, συμβαίνει, κατά ωραία αντίφαση, να τη γνωρίζουν άριστα πατέρας και γιος.

Πρωταγωνιστής, βάσει της σκηνοθεσίας, είναι περισσότερο ο πατέρας, καθώς η κάμερα ακολουθεί πολλές φορές την πορεία εκείνου. Η σκηνοθεσία (και όχι το σενάριο) μάς αποκαλύπτει, πως ο πατέρας έχει ανάγκη τους ανθρώπους, μα για να τους επιβάλλεται με άσχημο φέρσιμο. Τρέφεται από αυτό. Όμως όταν απομένει μόνος, είναι ικανός να τραυματιστεί ακόμη και από μια πέτρα στο έδαφος. Υπολογίζει την επικινδυνότητα του ηλίου, των άγριων ζώων της φύσης και δεν μπορεί να επιβληθεί στην ίδια τη γη, όπως στους ανθρώπους. Πάντως, υπάρχουν υποκειμενικά πλάνα μέσα από τα μάτια του γιου, καθώς και ακολουθία εκείνου προς την κάμερα, πιστώνοντας κατά αυτόν τον τρόπο την συμπρωταγωνιστική, σημασιολογική του παρουσία.

Οι κυριολεκτικές αποστάσεις μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών, κατά τη σταθερή βαδιστική τους πορεία, καταδεικνύουν συμβολικά και την πραγματική, συναισθηματική απόσταση στην τραυματισμένη ανθρώπινη σχέση μεταξύ γονέα και παιδιού. Όταν δε η κυριολεκτική απόσταση ελαττώνεται, τότε αντιστρόφως η ανάλογη συναισθηματική αυξάνεται πιο πολύ, καθότι δυστυχώς ο πατέρας έρχεται κοντά, για να φέρει τη βία στο γιο. Έχει ενδιαφέρον επίσης η έλευση του κουταβιού. Αποκαλύπτει την ίδια ακριβώς “ψυχρή” απόσταση, βαδίζοντας εκείνο αποκλειστικά με τον αναίσθητο πατέρα του παιδιού, μα και την αντίφαση της εγγύτητας και αγάπης του ευαίσθητου γιου προς το ζωάκι, κατά την αντίστοιχη, μοναχική τους πορεία. Επίσης, ο μικρός άφησε συγκυριακά πίσω του ένα παιχνίδι πράσινου, πλαστικού κουταβιού, το οποίο προόριζε σαν δώρο στην αδερφή του και της έδωσε εν τέλει ένα αληθινό σκυλάκι. Ωραία πινελιά!

Το μοντάζ έχει βρει αυτή την ισορροπία, ώστε να αναδειχθούν η επικινδυνότητα του τόπου, τα αντιφατικά συναισθήματα, τα διαφορετικά σκηνοθετικά πλάνα, αλλά και οι δυναμικές των δύο ηρώων. Εφόσον οι ιστορίες-στιγμές άλλων ανθρώπων αναδεικνύουν στοιχεία επιβίωσης και εξαθλίωσης με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, τότε δεν μπορούν να θεωρηθούν αποκλίνουσες από την ιστορία. Άρα, το μοντάζ συνδέει με ουσία τις διάφορες ιστορίες ανθρώπων, μαζί με την κεντρική ιστορία του σεναρίου…

– Εννοείται, πως η διεύθυνση φωτογραφίας ήταν απαραίτητη ανάμεσα στην ειδική επικοινωνία μοντάζ και σκηνοθεσίας. Οπότε, για ό,τι αναφέραμε σε μοντάζ και σκηνοθεσία, έχει σημαντική συνδρομή ευκρίνειας και συνεπώς καλύτερης επικοινωνίας η διεύθυνση φωτογραφίας. Οι δικές της όμορφες στιγμές έρχονται στην ανάδειξη αργής κίνησης, κατά το κλάμα του μωρού εντός του λεωφορείου ή στο φαντασιακό παιχνίδι γλυκιάς απόδρασης ενός κοριτσιού που κάνει τα αποξηραμένα φύλλα να “βγάλουν φτερά.” Επιπροσθέτως, στο ιδιωτικό παιχνίδι με το καθρεφτάκι, το οποίο ταξιδεύει μαζί με την άσβηστη, παιχνιδιάρικη διάθεση του μικρού πρωταγωνιστή.

Οι ερμηνείες αποδεικνύονται ενδιαφέρουσες. Σαφέστατα αυτή η ακόρεστη, οργισμένη περσόνα του πατέρα από τον ηθοποιό Karuththadaiyaan προκαλεί το ενδιαφέρον του θεατή. Από την άλλη, ο ηθοποιός Chellapandi εξέφρασε την υπομονή και την αθωότητα του παιδικού ρόλου ωραία.

Η μουσική ξεχωρίζει περισσότερο στην παρουσία ενός μουσικού οργάνου, που ακούγεται πολύ αργότερα στην ταινία και θυμίζει κάτι μεταξύ άρπας και σιτάρ.

Συντελεστές

Σενάριο: P.S. Vinothraj. Σκηνοθεσία: P.S. Vinothraj. Μοντάζ: Ganesh Siva. Διεύθυνση Φωτογραφίας: Vignesh Kumulai, Jeya Parthiban. Κολορίστας με διορθωτικό, ψηφιακό χρωματισμό: Karthik Chandrasekar. Πρωταγωνιστούν: Chellapandi, Karuththadaiyaan. Μουσική: Yuvan Shankar Raja.

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X