Media

Στις ΗΠΑ δισεκατομμυριούχοι χάνουν ολόκληρες περιουσίες προσπαθώντας να σώσουν εμβληματικά media

Στις ΗΠΑ δισεκατομμυριούχοι χάνουν ολόκληρες περιουσίες προσπαθώντας να σώσουν εμβληματικά media
ViberViber MessengerMessenger WhatsAppWhatsApp
Ακούστε το άρθρο

Υπάρχει ένα παλιό ρητό σχετικά με το χώρο της ειδησεογραφίας και των σύγχρονων media που λέει: «Αν θέλεις να κάνεις μια μικρή περιουσία, ξεκίνα με μια μεγάλη».

Καθώς οι προοπτικές για μεγάλα κέρδη έχουν μειωθεί κατά πολύ την τελευταία δεκαετία για τους εκδότες, κάποιοι δισεκατομμυριούχοι άρπαξαν την ευκαιρία για να αγοράσουν μερικούς από τους πιο ιστορικούς τίτλους του αμερικανικού Τύπου.

 

Ο Τζεφ Μπέζος, ο ιδρυτής της Amazon, αγόρασε την Washington Post το 2013 για περίπου 250 εκατομμύρια δολάρια, ο Dr. Patrick Soon-Shiong, δισεκατομμυριούχος βιοτεχνολογίας και νεοφυών επιχειρήσεων, αγόρασε το 2018 τους Los Angeles Times έναντι 500 εκατομμυρίων δολαρίων κι ο Marc Benioff, ιδρυτής του κολοσσού λογισμικού Salesforce, αγόρασε μαζί με τη σύζυγό του, Lynne, επίσης το 2018, το Time για 190 εκατομμύρια δολάρια.

Και οι τρεις εφημερίδες υποδέχθηκαν τους νέους ιδιοκτήτες τους με συγκρατημένη αισιοδοξία πιστεύοντας ότι η επιχειρηματική τους οξυδέρκεια και η τεχνογνωσία τους θα βοηθούσαν να βρουν λύση στο βασανιστικό ερώτημα πώς να βγάλουν χρήματα ως ψηφιακέςεκδόσεις. Άλλωστε, τα media σε παγκόσμιο επίπεδο υποφέρουν από διάφορες “ασθένειες”, κυρίως, όμως, υποφέρουν από οικονομικές παθήσεις, συνήθως εξαιρετικά σοβαρές.

 

Αλλά φαίνεται ότι οι περισσότεροι δισεκατομμυριούχοι αγωνίζονται όπως σχεδόν όλοι οι άλλοι να βρουν τη λύση. Όπως δηλώνουν άνθρωποι που γνωρίζουν τα οικονομικά του Time, της Washington Post και των Los Angeles Times,οι ιδιοκτήτες έχασαν πέρυσι εκατομμύρια δολάρια παρόλες τις σημαντικές επενδύσεις και τις εντατικές προσπάθειες για την εξεύρεση νέων πηγών εσόδων.

Όπως δηλώνει η Ann Marie Lipinski, επιμελήτρια του Ιδρύματος Nieman για τη Δημοσιογραφία στο Χάρβαρντ «ο πλούτος δεν προστατεύει έναν ιδιοκτήτη από τις σοβαρές προκλήσεις που μαστίζουν πολλούς εκδοτικούς οργανισμούς και εταιρίες μέσων ενημέρωσης. Αποδεικνύεται ότι το να είσαι δισεκατομμυριούχος δεν αποτελεί παράγοντα προγνώσεων για την επίλυση αυτών των προβλημάτων. Έχουμε δει πολλές αφελείς ελπίδες να συνδέονται με αυτούς τους ιδιοκτήτες, συχνά από τους εργαζόμενους».

 

Οι απώλειες έχουν τον πιο άμεσο αντίκτυπο στους Los Angeles Times, όπου οι δημοσιογράφοι προετοιμάζονται για άσχημα νέα. Ο Kevin Merida, ο ευρέως σεβαστός εκδότης της εφημερίδας, ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι παραιτείται, μια απόφαση που ελήφθη μετά από σοβαρή ρήξη με τον Dr. Soon-Shiong σχετικά με τις εκδοτικές και επιχειρηματικές προτεραιότητες, όπως έχει διαρρεύσει από πληροφορίες δύο ατόμων που γνωρίζουν τα πράγματα.

Σύμφωνα με άλλους ανθρώπους που είχαν γνώση των προβλέψεων, στα μέσα του 2023, οι Los Angeles Times βρίσκονταν σε τροχιά απώλειας 30 έως 40 εκατομμυρίων δολαρίων. Έτσι η εταιρεία οδηγήθηκε στην απόλυση περί των 74 ατόμων ενώ τα στελέχη της συναντήθηκαν τις τελευταίες ημέρες για να συζητήσουν το ενδεχόμενο σοβαρών περικοπών θέσεων εργασίας. Τα μέλη της συντεχνίας των Los Angeles Times κάλεσαν σε έκτακτη συνέλευση την ολομέλεια την Πέμπτη για να συζητήσουν την πιθανότητα περικοπών θέσεων εργασίας. Μέχρι το τέλος της ημέρας, οι εργαζόμενοι, σε ένδειξη διαμαρτυρίας,προγραμμάτισαν την επομένη να αποχωρήσουν από τη δουλειά.

 

Η Jen Hodson, εκπρόσωπος του Dr. Soon-Shiong αρνήθηκε να σχολιάσει συγκεκριμένα οικονομικά στοιχεία για τους Los Angeles Times, αλλά ανέφερε μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος της ότι η εταιρεία είχε «σημαντικό χάσμα μεταξύ εσόδων και εξόδων» ακόμα και με τις απολύσεις και τα διάφορα μέτρα εξοικονόμησης κόστους από πέρυσι. Όπως ανέφερε, η οικογένειά του Dr. Soon-Shiong έχει επενδύσει «δεκάδες εκατομμύρια δολάρια» από τότε που απέκτησε τους Times. Η ανακοίνωση της καταλήγει: «Δεσμεύονται να συνεχίσουν να επενδύουν, αλλά το να βασίζονται κάθε χρόνο σε έναν καλοπροαίρετο ιδιοκτήτη για την κάλυψη των εξόδων,δεν είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμο σχέδιο».

Όμως, ούτε ο Τζεφ Μπέζος τα πήγε σημαντικά καλύτερα με την Washington Post. Όπως πολλοί ειδησεογραφικοί οργανισμοί, η Post αγωνίστηκε να διατηρήσει τη δυναμική που είχε αποκτήσει μετά τις εκλογές του 2020. Η πτώση των συνδρομών και των διαφημιστικών εσόδων οδήγησε σε απώλειες περίπου 100 εκατομμυρίων δολαρίων πέρυσι. Στο τέλος του έτους, η εταιρεία κατήργησε 240 από τις 2.500 θέσεις εργασίας της μέσω εξαγορών, μεταξύ των οποίων και ορισμένους από τους πλέον καταξιωμένους δημοσιογράφους της.

Η Patty Stonesifer, η οποία αντικατέστησε πέρυσι τον διευθύνοντα σύμβουλο, χαρακτήρισε τις εξαγορές «δύσκολες», αλλά δήλωσε ότι ήταν απαραίτητες για να «επενδύσουμε στις κορυφαίες αναπτυξιακές μας προτεραιότητες».

Οι εργαζόμενοι της Post κοινοποίησαν τις τελευταίες εβδομάδες στην αρχισυντάκτρια Σάλι Μπάζμπι, και στον νέο μόνιμο διευθύνοντα σύμβουλό τους, Γουίλ Λιούις, επιστολή στην οποία εξέφραζαν την ανησυχία τους για την έλλειψη ερευνητικού δυναμικού για τα άρθρα τους στον απόηχο των εξαγορών. Ο Bezos σε συνέντευξη του το 2018 είχε δηλώσει ότι αγόρασε την Post επειδή ήταν ένας σημαντικός θεσμός, αλλά ήθελε η εταιρεία να είναι κερδοφόρα. «Είπα στον εαυτό μου: ‘Αν επρόκειτο για μια οικονομικά ανάποδη εταιρεία αλμυρών σνακ, η απάντηση θα ήταν όχι».

 

Η Time αντιμετωπίζει παρόμοιες αντιξοότητες. Η έκδοση έχασε περί τα 20 εκατομμύρια δολάρια το 2023, σύμφωνα με κάποιους που έχουν πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάσταση της έκδοσης, ενώ έχει σταθμίσει τη μείωση του κόστους κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους για να αντισταθμίσει μέρος των απωλειών.

 

Σε δήλωσή του, ο κ. Benioff είπε ότι η τελευταία έκανε «πολλές συναρπαστικές αλλαγές βασισμένες σε ένα καταπληκτικό όραμα. Είμαστε τυχεροί που έχουμε μια καταπληκτική νέα διευθύνουσα σύμβουλο, η οποία έχει κάνει απίστευτη δουλειά στην αναδιάρθρωση της εταιρείας τον τελευταίο χρόνο.

Ποτέ δεν είχαμε πιο επιτυχημένη χρονιά, συμπεριλαμβανομένης της Taylor Swift, με γνώμονα το όραμα της Jessica για την εταιρεία». Η Time φαίνεται να διερευνά συμφωνίες αδειοδότησης εμπορικών σημάτων στο εξωτερικό, προσπάθειες που αντικατοπτρίζουν τις προσεγγίσεις εκδοτικών κολοσσών όπως το Forbes και τη Condé Nast, οι οποίες ήταν αξιόπιστα κερδοφόρες.

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κάποια φωτεινά σημεία στο στερέωμα των παραδοσιακών ειδησεογραφικών οργανισμών που ανήκουν σε δισεκατομμυριούχους. Η Boston Globe, που αγοράστηκε από τον John W. Henry, ιδιοκτήτη των Boston Red Sox, από την The New York Times Company το 2013 έναντι 70 εκατομμυρίων δολαρίων, είναι κερδοφόρα εδώ και χρόνια. Κέρδη που επανεπενδύθηκαν στην Globe.

Η Atlantic, την οποία αγόρασε η Laurene Powell Jobs το 2017, έχει θέσει ως στόχο να φτάσει το ένα εκατομμύριο ψηφιακούς και έντυπους συνδρομητές και να γίνει κερδοφόρα. Η εταιρεία δήλωσε ότι είχε περισσότερους από 925.000 συνδρομητές από το περασμένο καλοκαίρι, αν και δεν ήταν ακόμη κερδοφόρα.

Ωστόσο οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες γίνονται όλο και πιο σοβαρές. Η επισκεψιμότητα στο διαδίκτυο έχει μειωθεί σε πολλές περιπτώσεις καθώς οι παραπομπές από μηχανές αναζήτησης όπως η Google φθίνουν, και η άνοδος των νέων εφαρμογών που τροφοδοτούνται από την τεχνητή νοημοσύνη έχει τη δυνατότητα να διαβρώσει περαιτέρω το αναγνωστικό κοινό.

Ο Ken Doctor, αναλυτής και επιχειρηματίας στον τομέα των μέσων ενημέρωσης δήλωσε: «Αυτές οι ζωτικής σημασίας ειδησεογραφικές εκδόσεις εξακολουθούν να βρίσκονται σε «μετάβαση» από την έντυπη στην ψηφιακή έκδοση – με σημαντικό συνεχές επιχειρηματικό κόστος καθώς χτίζουν τούβλο με τούβλο ένα κυρίως ψηφιακό μέλλον».

Συνέχισε διευκρινίζοντας ότι οι δισεκατομμυριούχοι της ειδησεογραφικής βιομηχανίας εμφανίζουν «μεγαλύτερα σημάδια κόπωσης».

 

Ολες οι Ειδήσεις

Ειδήσεις Top Stories
X